Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου
Περί γνώσεως πνευματικής, και ότι ο θησαυρός του Πνεύματος είναι κρυμμένος μέσα εις το γράμμα της θείας Γραφής, και δεν είναι εις όλους φανερός, αλλά εις εκείνους όπου απόκτησαν μέσα εις την ψυχήν τους την χάριν του Αγίου Πνεύματος.
Η πνευματική γνώσις ομοιάζει με ένα σπήτι όπου να είναι φτιασμένον ανάμεσα εις την ελληνικήν, και κοσμικήν γνώσιν, εις το οποίον σπήτι ευρίκεται ωσάν ένα σεντούκι καλά σφαλισμένον, η γνώσις των θείων γραφών, και ο ανεκδιήγητος πλούτος όπου ευρίσκεται θησαυρισμένος μέσα εις την γνώσιν των γραφών, ήγουν η θεία χάρις τον οποίον πλούτον δεν είναι δυνατόν να τον ίδουν εκείνοι όπου εμβαίνουν εις το σπήτι, ανίσως δεν ανοιχθή εις αυτούς το σεντούκι. Άλλα το σεντούκι δεν είναι δυνατόν να ανοιχθή ποτέ με ανθρωπίνην σοφίαν όθεν και όλοι οι άνθρωποι όπου φρονούν τα του κόσμου, δεν γνωρίζουν τον πνευματικόν θησαυρόν όπου είναι μέσα εις το σεντούκι της πνευματικής γνώσεως. Και καθώς, αν ασυκώση τινάς αυτό το σεντούκι εις τον ώμον του, δεν δύναται να ιδή τον θησαυρόν όπου είναι μέσα εις αυτό, έτζι και αν αναγνώση, και αποστηθίση τινάς όλας τας θείας γραφάς, και αν τας διαβάζη όλας, ωσάν ένα ψαλμόν, δεν δύναται να καταλάβη την χάριν του Αγίου Πνεύματος όπου είναι κρυμμένη μέσα εις αυτάς.
Ότι ούτε εκείνα όπου είναι μέσα εις το σεντούκι, είναι δυνατόν να φανερωθούν δια μέσου του σεντουκίου, ούτε εκείνα όπου είναι κρυμμένα εις τας θείας γραφάς, δύνανται να φανερωθούν δια μέσου των γραφών. Και με τι τρόπον; άκουσον. Υπόθεσαι πως βλέπεις ένα σεντούκι μικρόν καλά σφαλισμένον όλουθεν, και όσον από το βάρος, και από την ευμορφίαν όπου βλέπεις άπ’ έξω, νομίζεις, ή και μαθαίνεις από άλλους, πως έχει μέσα θυσαυρόν, το οποίον υπόθεσαι, πως το πέρνεις εις τον ώμον σου, και φεύγεις, όσον ημπορείς. Άλλα τι το όφελος, εις εσένα, αν το έχης πάντοτε σφαλισμένον, και δεν το ανοίξης, ουδέ ιδής καμμίαν φοράν εις όλην σου την ζωήν τον θησαυρόν εκείνον, ούτε την λαμπρότητα όπου έχουν τα πολύτιμα πετράδια, και τα μαργαριτάρια, και το χρυσάφι όπου είναι εκεί μέσα; τι το όφελος εις εσένα, αν δεν αξιωθής να λάβης καν ολίγον τι από τον θησαυρόν εκείνον, και να αγοράσης τροφάς, ή ενδύματα, αλλά το φυλάττεις, ως είπομεν, εις όλην σου την ζωήν σφαλισμένον, και βουλλωμένον, γεμάτον από πολύν, και πολύτιμον θησαυρόν, και εσύ αποθαίνεις από την πείναν, και δίψαν, και γυμνότητα; Βέβαια δεν λαμβάνεις κανένα όφελος.
Αυτά τα ίδια νόμιζε, αδελφέ μου, πως γίνονται και εις τα Πνευματικά, ωσάν να είπουμεν. Σεντούκι είναι το Ευαγγέλιον του Χριστού, και αι λοιπαί θείαι Γραφαί όπου έχουν μέσα τους σφαλισμένην την αιώνιον ζωήν, και μαζή με αυτήν, τα ανεκλάλητα, και αιώνια αγαθά, καθώς λέγει ο Χριστός. «Ερευνάτε τας γραφάς, ότι εν αυταίς εστίν η ζωή η αιώνιος». Άνθρωπος δε όπου ασυκώνει το σεντούκι, υπόθεσαι, πως είναι εκείνος όπου αποστηθίσει όλας τας θείας γραφάς, και τας έχει πάντοτε εις το στόμα του, και τας φυλάττει μέσα εις το ενθυμητικόν της ψυχής του, ωσάν εις σεντούκι, όπου να έχη μέσα, ωσάν πετράδια πολύτιμα, τας εντολάς του Θεού, εις τας οποίας ευρίσκεται η αιώνιος ζωή ότι οι λόγοι του Χριστού είναι φως, και ζωή, καθώς το λέγει ο ίδιος, «ο απειθών τω Υιώ ουκ όψεται την ζωήν» και μαζή με τας εντολάς του Θεού να έχη και τας αρετάς, ωσάν μαργαριτάρια, ότι από τας εντολάς γίνονται αι αρεταί, και από τας αρετάς φανερώνονται τα μυστήρια όπου είναι σκεπασμένα, και κρυμμένα μέσα εις το γράμμα. Ότι τότε κάμνει τινάς τας αρετάς, όταν φυλάττη τας εντολάς του Θεού˙ και τότε πάλιν φυλάττει τας εντολάς, όταν κάνη τας αρετάς· και δια μέσου των αρετών, και εντολών ανοίγεται η θύρα της γνώσεως εις ημάς. Και δια να ειπώ καλλίτερα, ανοίγεται δια του Ιησού Χριστού όπου είπεν. «Ο αγαπών με τας εντολάς μου τηρήσει, και ο Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και εγώ εμφανίσω αυτώ εμαυτόν». Όταν λοιπόν κατοικήση μέσα μας ο Θεός, και φανερώση τον εαυτόν του γνωστόν εις ημάς, τότε βλέπομεν και γνωστώς, ήγουν γνωρίζομεν εμπράκτως εκείνα τα θεια μυστήρια όπου είναι κρυμμένα μέσα εις τας θείας γραφάς.
Διατί με άλλον τρόπον είναι αδύνατον, και ας μη πλανάται τινάς, νομίζωντας, πως ανοίχθη με άλλον τρόπον το σεντούκι της γνώσεως, και απόλαυσε τα αγαθά όπου είναι μέσα εις αυτό, ή ήλθεν εις μετοχήν, και θεωρίαν αυτών. Αλλά ποία είναι τα αγαθά όπου λέγω; η τελεία αγάπη εις τον Θεόν, και τον πλησίον, η καταφρόνησις πάντων των ορατών, το να νεκρώσωμεν την σάρκα, και τα μέλη της σαρκός τα επί της γης, και την κακήν, και αισχράν επιθυμίαν. Και καθώς ο νεκρός δεν συλλογίζεται τελείως, μήτε αισθάνεται τίποτε, έτζι και ημείς να μη συλλογιζώμεθα τελείως καμμίαν κακήν επιθυμίαν, μήτε να αισθανώμεθα καμμίαν δυναστικήν ενόχλησιν της κακίας όπου να μας πειράζη. Αλλά να ενθυμούμεθα μόνον τας εντολάς του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και την αθανασίαν, την αφθαρσίαν, την δόξαν την παντοτινήν, την ζωήν την αιώνιον, την βασιλείαν των ουρανών, την υιοθεσίαν όπου ελάβαμεν δια της αναγεννήσεως του Αγίου Πνεύματος, και ότι εγενήκαμεν υιοί Θεού, και Θεοί κατά χάριν, και κληρονόμοι του Θεού, και συγκληρονόμοι του Χριστού, και μαζή με αυτά τα αγαθά να ενθυμούμεθα και ότι αποκτήσαμεν νουν Χριστού, ήγουν Πνεύμα Χριστού, την χάριν του Αγίου Πνεύματος, και δι’ αυτού ίδομεν τον Θεόν, και αυτόν τον Χριστόν όπου κατοικεί κατά την Θεότητα, και εμπεριπατή γνωστώς μέσα μας.
Λοιπόν εκείνοι όπου ακούουν τας εντολάς του Θεού, και τας κάνουν, αξιώνονται, και απολαμβάνουν πλουσιοπάροχα όλα αυτά, και τα ανέκφραστα αγαθά όπου δίδονται δια αυτά, δια μέσου της ανοίξεως του σεντουκίου, ήγουν δια μέσου της αποκαλύψεως των νοερών οφθαλμών της ψυχής, και της θεωρίας εκείνων όπου είναι κεκρυμμένα μέσα εις τας θείας γραφάς. Οι δε άλλοι όπου δεν εγνώρισαν όλα αυτά όπου είπαμεν, και είναι άπειροι, και δεν εδοκίμασαν αυτά, εκείνοι δεν εγεύθηκαν ακόμι την γλυκύτητα, και την αθάνατον ζωήν όπου έχουν τα θεία λόγια, αλλά καυχώνται, και έχουν την ελπίδα της σωτηρίας τους, εις μοναχήν την μάθησιν, και εις το αποστήθισμα της θείας γραφής˙ οι οποίοι θέλει καταδικασθούν μετά θάνατον περισσότερον, από εκείνους όπου δεν ήκουσαν τελείως τας γραφάς. Ότι μερικοί από αυτούς πλανώμενοι εξ αγνοίας, διαστρέφουν όλας τας θείας γραφάς, και τας εξηγούν κατά τας επιθυμίας τους, θέλοντες να διαφεντεύσουν τον εαυτόν τους, ότι δηλαδή και χωρίς την ακριβέστατην φύλαξιν των εντολών του Θεού, δύνανται να σωθούν, και αρνούνται τελείως την δύναμιν των θείων γραφών. Και πρεπόντως ότι εκείνα όπου είναι σφαλισμένα, και βουλλωμένα, και αθεώρητα, και αγνώριστα εις όλους τους ανθρώπους, και όπου ανοίγονται από μόνον το Πανάγιον Πνεύμα, και τοιουτωτρόπως αποκαλυπτόμενα θεωρούνται, και γνωρίζονται από ημάς. Πως είναι δυνατόν ποτέ, ή να τα μάθουν, ή να τα γνωρίσουν, ή καν να τα εννοήσουν τελείως εκείνοι όπου λέγουν, πως δεν εγνώρισαν καμμίαν φοράν την παρουσίαν του Αγίου Πνεύματος, ήγουν την έλλαμψιν, και τον φωτισμόν, και την κατοίκησιν αυτού εις τον εαυτόν τους; πως είναι δυνατόν να καταλάβουν τα τοιαύτα μυστήρια, εκείνοι όπου δεν εγνώρισαν ολότελα καμμίαν φοράν, πως έγινεν εις τον εαυτόν τους η αναγέννησις, η ανάπλασις, η ανακαινούργωσις, και η αλλοίωσις όπου γίνεται από το Άγιον Πνεύμα; και πως είναι δυνατόν να γνωρίσουν την αλλοίωσιν εκείνων όπου εβαπτίσθησαν εν Αγίω Πνεύματι, εκείνοι όπου δεν εβαπτίσθησαν ακόμι εν Αγίω Πνεύματι; ή πως είναι δυνατόν να ίδουν την δόξαν εκείνων όπου εγεννήθησαν άνωθεν, ήγουν από τον Θεόν, εκείνοι όπου δεν εγεννήθησαν άνωθεν; και εκείνοι όπου δεν ηθέλησαν να γενούν τέκνα Θεού, και Θεοί κατά χάριν, διατί έλαβαν την εξουσίαν, καθώς λέγει ο θεολόγος Ιωάννης, να γένουν τέκνα Θεού, αμή από την αμέλειάν τους έχασαν ακόμι και την χάριν όπου έλαβαν από το Άγιον βάπτισμα. Είπε μου παρακαλώ, πως είναι δυνατόν να καταλάβουν εν γνώσει, ή καν ολίγον τι να εννοήσουν εις ποίαν θείαν, και πνευματικήν δόξαν ήλθαν εκείνοι όπου αξιώθησαν να γένουν τέκνα Θεού;
Ο Θεός είναι Πνεύμα αόρατον, αθάνατον, απρόσιτον, ακατανόητον, και εκείνους όπου γεννηθούν από αυτόν, τους κάμνει τοιούτους, ομοίους δηλ. με τον Πατέρα όπου τους εγέννησεν, οι οποίοι, αγκαλά και κατά το σώμα μόνον βλέπωνται, και γνωρίζωνται, όμως κατά τα άλλα, ήγουν κατά τα πνευματικά γνωρίζονται μόνον από τον Θεόν καθώς και εκείνοι μόνον τον Θεόν γνωρίζουν. Και καλλίτερα να ειπώ, θέλουν να γνωρίζωνται από μόνον τον Θεόν εις τον οποίον ποθούν και να βλέπουν πάντοτε, και να βλέπωνται από αυτόν. Και αλλέως πάλιν καθώς εκείνοι όπου δεν είναι έμπειροι εις τα γράμματα, δεν ημπορούν να διαβάζουν παρόμοια με τους γραμματισμένους, και μαθηματικούς˙ έτζι και εκείνοι όπου δεν ηθέλησαν να κάμουν με το έργον τας εντολάς του Θεού, δεν είναι δυνατόν να αξιωθούν ποτέ να ιδούν την αποκάλυψιν του Αγίου Πνεύματος, παρόμοια με εκείνους όπου αγωνίσθησαν εις τας εντολάς, και τας ετελείωσαν με το έργον, και έχυσαν το αίμα τους δια αυτάς.
Ότι καθώς εκείνος όπου πάρη εις τα χέρια του ένα βιβλίον βουλλωμένον, και κλεισμένον, δεν δύναται να ιδή, ή να εννοήση εκείνα όπου είναι γραμμένα μέσα εις αυτό, και εάν ιξεύρη όλην την σοφίαν του κόσμου. Έτζι και εκείνος όπου έχει, ως είπαμεν, όλας τας θείας γραφάς εις το στόμα του, δεν θέλει δυνηθή ποτέ να γνωρίση, και να καταλάβη, την μυστικήν και θείαν δόξαν, και δύναμιν όπου είναι κρυμμένη μέσα εις τας θείας γραφάς, εάν δεν κάμη όλας τας εντολάς του Θεού, και να λάβη μαζή του τον Παράκλητον, το Πνεύμα της αληθείας, όπου να ανοίγη εις αυτόν τους λόγους της θείας γραφής, ωσάν βιβλίον, και να του δείχνη μυστικώς την δόξαν όπου είναι μέσα εις αυτούς. Προς τούτοις δε να του ξεσκεπάζη και τα αγαθά του Θεού όπου είναι κρυμμένα μέσα εις αυτούς, μαζή με αυτήν την αιώνιον ζωήν όπου αναβρύει εκείνα τα αγαθά, τα οποία είναι κρυμμένα, και αγνώριστα τελείως εις όλους τους αμελείς, και καταφρονητάς. Και πρεπόντως ότι επειδή επροσήλωσαν όλας τας αισθήσεις τους εις την ματαιότητα του κόσμου, και έχουν προσπάθειαν εις τα ψεύτικα καλά της παρούσης ζωής, και εις τα κάλλη των σωμάτων, και δια τούτο έχουν τον νουν τους σκοτισμένον, δεν δύνανται να τον υψώσουν, και να στοχασθούν τα νοητά κάλλη των απορρήτων αγαθών του Θεού˙ και καθώς εκείνος όπου πονεί τα μάτια του, δεν δύναται να κοιτάξη, και να ίδη τελείως, εις τας ακτίνας του ήλιου, αλλά αν βιάση τον εαυτόν του δια να κοιτάξη εις αυτάς, χάνει και εκείνο το ολίγον φως των ματιών του, και τυφλώνεται τελείως, έτζι και εκείνος όπου έχει τα μάτια της ψυχής του ασθενημένα ήγουν τον νουν του σκοτισμένον από τα κοσμικά, και σαρκικά πράγματα, και τας αισθήσεις του εμπαθείς, δεν δύναται να στοχασθή κάλλος, και ευμορφίαν σωμάτων απαθώς, και χωρίς βλάβην, και ζημίαν της ψυχής του· αλλά και εκείνην την ειρήνην των λογισμών του, και την άνεσιν, και γαλήνην της αισχράς επιθυμίας όπου είχε, προ του να στοχασθή την ευμορφίαν εκείνην, και δεν τον ενοχλούσαν οι πονηροί λογισμοί, και η αισχρά επιθυμία, όταν πολυκαιρίση εις το να μελέτα με τον νουν του, και να συλλογίζεται το πάθος εκείνο, και την ωραιότητα των σωμάτων, την χάνει και αυτήν· ώστε ουδέ την ασθένειάν του δύναται να εννοήση ο τοιούτος.
Ότι ανίσως επείθετο πως είναι ασθενής εις την ψυχήν, και γεμάτος από πάθη, βέβαια ήθελε πιστεύση, πως είναι άλλοι υγιείς, και ίσως καμμίαν φοράν ήθελε κατηγορήση τον εαυτόν του, ωσάν όπου αυτός ο ίδιος έγινεν αίτιος της ασθενείας του, και ήθελε φροντί-ση να ελευθερωθή καμμίαν φοράν από την τοιαύτην ασθένειαν. Αμή επειδή νομίζει ο τοιούτος όλους τους άλλους εμπαθείς, και ασθενείς, κάμνει και τον εαυτόν του όμοιον με αυτούς, και λέγει, ότι δεν είναι δυνατόν να γένη αυτός ανώτερος από όλους. Και έτζι αποβαίνει μαζή με το πάθος, μη θέλωντας ο άθλιος να ελευθερωθή καμμίαν φοράν από το τοιούτον κακόν. Ότι εάν ήθελε, εδύνετο, ωσάν όπου έλαβε δύναμιν από τον Θεόν. Επειδή όσοι εβαπτίσθημεν εις το Όνομά του ελάβομεν από αυτόν έξουσίαν να εκδυθούμεν την προτέραν δυσγένειαν της φθοράς, ωσάν φόρεμα παλαιόν, και να ενδυθούμεν τον Χριστόν, και να ανακαινισθούμεν με την κατά Χρίστόν πολιτείαν, και γένωμεν υίοϊ Θεού κατά χάριν. Αλλά μη γένοιτο ποτέ αδελφοί μου, να γένωμεν και ημείς όμοιοι με εκείνους όπου έχουν τοιαύτας υπολήψεις, και ευρίσκονται εις τέτοιαν άθλιαν κατάστασιν, με το να είναι όλως διόλου γήινοι, και χερσωμένοι, και γεμάτοι ακάνθια. Αλλά άμποτε να ακολουθήσωμεν τον Χριστόν όπου δια ημάς απέθανε, και ανέστη, και ανέβασε την ανθρωπίνην φύσιν εις τους ουρανούς, και να πολιτευθούμεν κατά την ζωήν του Χριστού, ο οποίος είναι το εδικόν μας παράδειγμα, και να φυλάξωμεν τας εντολάς του, αφ’ ου καθαρισθούμεν προτήτερα από τον μολυσμόν της αμαρτίας δια μέσου της μετανοίας, και εξομολογήσεως, και άφ’ ου φορέσωμεν το λαμπρόν ένδυμα της αφθαρσίας του Αγίου Πνεύματος εν αυτώ Χριστώ τω Θεώ ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου