Ὁ Χριστὸς εὐλόγησε πέντε ψωμιὰ καὶ δυὸ ψάρια καὶ χόρτασαν μὲ αὐτὰ πέντε χιλιάδες ἄνδρες (ἴσως δεκαπέντε χιλιάδες μὲ τὰ γυναικόπαιδα). Ὑπῆρξαν μάλιστα καὶ τόσα περισσεύματα, ποὺ γέμισαν δώ- δεκα κοφίνια (Κυριακὴ Η ́ Ματθαίου).
Γιὰ νὰ φᾶνε ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, ὁ Χριστὸς εἶπε νὰ καθίσουν κατὰ ὁμάδες στὸ ἄφθονο χλωρὸ χορτάρι ποὺ ὑπῆρχε στὸν συγκεκριμένο τόπο. Ὅπως συμπληρώνουν καὶ οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές, σχημάτισαν «συμπόσια ἐπὶ τῷ χλωρῷ χόρτῳ», «κλισίας ἀνὰ πεντήκο ντα», καὶ (κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο) πρασιὲς «ἀνὰ ἑκατὸν καὶ πεντή- κοντα». Τὸ τεράστιο πλῆθος, μοιρασμένο σὲ ὄμορφες παρέες, ἀπόλαυσε ἕνα πρωτόγνωρο πὶκ νὶκ στὸ πράσινο χορτάρι.
Τὸ θέμα δὲν εἶναι μόνο ἡ τροφή, ἀλλὰ καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο τὴν ἀπολαμβάνουμε. Ἄλλο νὰ τρώει κανεὶς μόνος του καὶ ἄλλο μὲ μιὰ ὡραία παρέα. Ἡ παρέα μὲ τὴν καλὴ κουβέντα φτιάχνει τὴν ἀτμόσφαιρα. Τὸ φαγητὸ γίνεται πιὸ νόστιμο μὲ τὴν καλὴ παρέα. Καὶ εἶναι ζητούμενο, ποιὸ δίνει τὴν περισσότερη εὐχαρίστηση, τὸ φαγητὸ ἢ ἡ παρέα; «Τράπεζα ἄνευ λόγων οὐδὲν διαφέρει φάτνης ἀλόγων», ἔλεγαν οἱ παλιότεροι. Τὰ ζῶα ἐνδιαφέρονται μόνο νὰ φᾶνε. Οἱ ἄνθρωποι δὲν μπορεῖ νὰ τρῶνε σὰν τὰ ζῶα, χωρὶς κοινωνία καὶ σχέση μεταξύ τους.
Ἀπὸ ἐδῶ προέκυψε καὶ ἡ μεγάλη ἀξία τοῦ οἰκογενειακοῦ τραπεζιοῦ. Ἦταν ἕνα μικρὸ σχολεῖο γιὰ μικροὺς καὶ μεγάλους. Ἡ ὥρα ποὺ βλεπόταν ἡ οἰκογένεια, ποὺ τὰ μέλη της κοινωνοῦσαν μεταξύ τους. Οἱ οἰκογενειακὲς κουβέντες σημάδευαν τὴ ζωή, τὴ συμπεριφορὰ καὶ τὴν ψυχολογία ὅλης τῆς οἰκογένειας. Ὁ παραδοσιακὸς αὐτὸς θεσμὸς ἦταν ἕνα ζωτικό, καίριο στοιχεῖο ψυχικῆς ὑγείας. Οἱ σύγχρονοι ρυθμοὶ τῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ ἡ σύγχρονη νοοτροπία ἐπέβαλαν ἐν πολλοῖς τὴν κατάργηση τῶν κοινῶν γευμάτων τῆς οἰκογένειας. Τὸ σπίτι ἔγινε ξενοδοχεῖο. Ὁ καθένας μπαίνει, βγαίνει, τρώει, κοιμᾶται ὅποτε βολεύεται, χωρὶς καμμιὰ οὐσιαστικὴ ἐπαφὴ καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὰ ὑπόλοιπα μέλη. Ὅμως ἔχουν διαπιστωθεῖ ἤδη οἱ πολλὲς ἀρνητικὲς συνέπειες τῆς τακτικῆς αὐτῆς.
Ὁ συνεκτικὸς οἰκογενειακὸς δεσμὸς μεταξὺ τῶν μελῶν χάνεται. Ἐνισχύεται τὸ αἴσθημα τῆς μοναξιᾶς, τῆς ἀπομόνωσης. Πόσο ἄχαρο καὶ ψυχρὸ εἶναι νὰ πεῖ ἡ γυναίκα στὸν ἄντρα ποὺ γυρίζει ἀπὸ τὴ δουλειά:
«Ἐκεῖ εἶναι τὸ φαγητό, βάλε καὶ φάε μόνος σου. Εἶμαι κι ἐγὼ κουρασμένη»!
Πόσο πιὸ ὄμορφο εἶναι (ἂν γίνεται) νὰ τὸν περιμένει, νὰ στρώνεται τὸ τραπέζι καὶ νὰ τρῶνε μαζί, ἀπολαμβάνοντας τὴν κοινή τους ἀγάπη καὶ συντροφιά! Γύρω ἀπ’ τὸ κοινὸ τραπέζι τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας αἰσθάνονται πιὸ δεμένα, πιὸ ἀσφαλῆ, πιὸ αἰσιόδοξα, πιὸ ἰσορροπημένα, πιὸ δυνατὰ στὴν ἀντιμετώπιση τῶν τυχὸν προβλημάτων τους. Τὸ γέλιο, ἡ συζήτηση, τὰ ἀστεῖα, τὸ αἴσθημα ὅτι ἀνήκουν σὲ μιὰ ὁμάδα, ἡ ἰσότητα, ἡ συμμετοχὴ ὅλων (καὶ ἰδιαίτερα τῶν παιδιῶν) στὰ δρώμενα, στὴν ἑτοιμασία τοῦ φαγητοῦ καὶ σὲ ἄλλες οἰκιακὲς δουλειές, αὐξάνουν τὴν ἁρμονία μεταξύ τους, δημιουργοῦν ἀκατάλυτους δε- σμοὺς ἀγάπης, συμβάλλουν τὰ μέγιστα στὴν ὁμαλὴ ψυχικὴ ἀνάπτυξη ὅλων.
Κι ἂν προστεθεῖ καὶ ἡ κοινὴ προσευχὴ στὸ φαγητό, πρὸ τοῦ ὕπνου ἢ σὲ μιὰ δύσκολη στιγμή, ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ θὰ κάνει στὴ μικρὴ σπιτικὴ κοινωνία ἀκόμα καὶ θαύματα.
π. Δημητρίου Μπόκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου