Ἡ νεανικὴ συντροφιὰ ἀποφάσισε νὰ κάνει Πάσχα σὲ κανένα ἀπόμακρο χωριό. Ἡ νύχτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου τοὺς βρῆκε νὰ περιπλανῶνται σὲ κορφοβούνια ἄγνωστα. Εἶχαν χάσει ὁριστικὰ τὸ δρόμο.
Ξαφνικὰ ἀκούστηκε ἀπὸ πέρα τὸ χτύπημα καμπάνας τῆς ἀναστάσιμης λειτουργίας καὶ τότε κατάλαβαν πὼς κινδύνευαν νὰ μὴ κάνουν Ἀνάσταση τὴ χρονιὰ αὐτή.
- Βρὲ παιδιά, βλέπω φῶς ἐκεῖ στὴ διπλανὴ κορφή, φώναξε κάποιος.
Ξεκίνησαν ὅλοι μαζὶ κατὰ ῾κεῖ, πλησίασαν, μὰ σταμάτησαν ἀπότομα ὅταν ἕνας μαντρόσκυλος οὔρλιαξε ἄγρια. Ἔτσι σκαρφαλωμένοι σ᾿ ἐκείνη τὴν κορφή, εἶδαν ἀπὸ μικρὴ ἀπόσταση τὴ σκηνὴ τὴν ἀλησμόνητη: Ὁ βοσκὸς ἀνάμεσα στὰ πρόβατα, μ᾿ ἕνα κερὶ στὸ χέρι, ἔκανε μονάχος του τὴν Ἀνάσταση. Ἀκουγότανε καθαρὰ κομμάτια ἀπὸ τροπάρια ποὺ ἔψαλλε μὲ τὴν χοντρὴ φωνή του καὶ ἄλλοτε ἀπάγγελλε σὲ ἐκκλησιαστικὸ τόνο. Κάπου - κάπου διέκοπτε τὸ ψαλτικό του γιὰ νὰ ἐπιβάλει σιωπὴ στὰ γρυλίσματα τοῦ μαντρόσκυλου, ποὺ καθὼς μᾶς ἔνοιωθε κοντὰ οὔρλιαζε καὶ στὸ τέλος γιὰ νὰ μείνει ἥσυχος τὸν ἔδεσε σὲ κάποιο δεντράκι ἐκεῖ κοντά.
«Τὴν Ἀνάστασή σου Χριστὲ Σωτήρ, ...ἀγγέλοι κουνοῦσιν ἐν οὐρανοί..., Ἀναστάσης ὁ Χριστὸς ἀπὸ τοῦ τάφου...», (καὶ διέκοπτε γιὰ νὰ ἐπιβάλει σιωπὴ στοὺς γρυλλισμοὺς τοῦ σκυλιοῦ): Σώπα, μωρέ, ἄδικο νὰ σοῦ δώσει, καταραμένε καὶ λειτουργιὰ γίνεται! (καὶ συνέχιζε): «Ἀνάσταση Χριστοῦ περασάμενος... Ἰησοῦς ὁ μόνος ἀναμάρτητος.», «Τὸν Σταυρόν του προσκουνοῦμεν Δέσποτα...» (μπέε, ἔκαμε ἄξαφνα ὁ διπλανός του τράγος). «Εἴντα ῾χεις ἐδὰ κι ἡ ἀφεδιά σου τέθοια ὥρα; Κεδιὰ (σιωπή) νὰ σὲ κόψει, δὲ θωρεῖς πὼς λειτουργῶ;»
Καθὼς εἴχαμε πλησιάσει τὰ μάτια μας εἴχανε συνηθίσει στὸ λίγο φῶς τῆς ἀστροφεγγιᾶς κι βλέπαμε πιὰ καθαρὰ ὅλες τὶς λεπτομέρειες τοῦ προσευχόμενου.
Μὲ τὸ ἕνα χέρι κρατοῦσε μία μεγάλη λαμπάδα ἀναμμένη, ποὺ τὴν εἶχε βέβαια φέρει ἀπὸ τὸ χωριό, καὶ μὲ τὸ δεξὶ κουνοῦσε ἕνα θυμιατήρι δικῆς του κατασκευῆς: εἶχε δέσει μὲ σπάγκο τὸν πάτο μίας σπασμένης στάμνας καὶ μέσα εἶχε τὰ κάρβουνα καὶ τὸ λιβάνι.
Καθὼς λοιπὸν ἀπάγγελνε ἢ ἔψαλλε τὶς προσευχές του, θυμιάτιζε συγχρόνως συνεχῶς, καθὼς κάνει ὁ διάκος στὴν ἐκκλησία. Καὶ ἡ ἀκολουθία συνεχιζόταν:
»Κύματι θαλάσσης τὸν πρήξαντα πάλι διώχτη τύραννε...» σφεντονίζοντας τὴν τελευταία λέξη μὲ μίσος καὶ ἀγανάκτηση.
Σὲ λίγο οἱ καμπάνες τῶν γύρω χωριῶν χτυποῦσαν χαρμόσυνα καὶ ἀπόμακροι κρότοι τουφεκοβολισμῶν ἔφτασαν καὶ ἐκεῖ πάνω. «Ὁ Χριστὸς εἶχε ἀναστηθεῖ». Στὸ ἄκουσμα αὐτὸ ὁ βοσκὸς ἄφησε τὸ θυμιατήρι καὶ παίζοντας ἕνα πήδημα, ὅπως θὰ ἔκανε καὶ στὸ χορό, ἄρχισε μὲ ὅλη τὴ δύναμη τοῦ στήθους του νὰ ψέλνει τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», κουνώντας τὸ κερί του, καὶ πετώντας διάφορα σπασμένα πήλινα ἀγγεῖα ποὺ εἶχε συσσωρεύσει γύρω του ἐδῶ κι ἐκεῖ, ποὺ καθὼς σποῦσαν ἔκαναν ἕνα τρομερὸ κρότο ποὺ ἀντιλαλιόταν στὴν ἡσυχία τῆς ἐρημιᾶς. Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀντικαθιστοῦσε τὰ βαρελότα καὶ τὶς γιορταστικὲς τουφεκιές. Τὰ πρόβατα μὲ τοὺς ἀπροσδόκητους αὐτοὺς θορύβους σκόρπισαν καὶ τὸ μαντρόσκυλο οὔρλιαξε ἀγριεμένο, κοιτάζοντας κατὰ τὸ μέρος ποὺ εἴμαστε...
»Ἀναστήτω ὁ Θεὸς καὶ σκορπιστεῖτε καὶ σεῖς μωρέ, καὶ τοῦ Θεοῦ πλάσματα εἴσαστε...». Καὶ δῶσ᾿ του καὶ πετοῦσε τὶς σπασμένες γλάστρες σὲ ὅλα τὰ σημεῖα... Ἤτανε τόση ἡ χαρά του, τόσος ὁ ἐνθουσιασμός του γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ποὺ δὲ θυμούμαστε νὰ εἴχαμε ἰδεῖ ποτὲ μεγαλύτερη θρησκευτικὴ χαρά...
Ἀποφασίσαμε τώρα νὰ παρουσιαστοῦμε καὶ ὅλοι μαζὶ τοῦ φωνάξαμε
- Χριστὸς Ἀνέστη, κουμπάρε.
- Ἀληθῶς ἀνέστη ὁ Κύριος, εἶπε κι ἔτρεξε κοντά μας.
Ἤτανε ἕνας θεόψηλος ἄντρας, ὡς 25 χρονῶ, πλατύστερνος, μὲ τεράστιες πλάτες, ποὺ ἡ φωνή του καθὼς μᾶς μιλοῦσε ἀντιβοοῦσε στὶς γύρω λαγκαδιές.
- Ἐχάσαμε τὴ στράτα, καὶ δὲν προφτάξαμε νὰ πᾶμε στὸ χωριὸ νὰ κάμουμε ἐκειὰ Ἀνάσταση.
- Ὁ Θεὸς τά ῾φερε «δεξά», εἶπε ὁ βοσκὸς γελώντας νά ῾ρθετε κατὰ τὸ κονάκι μου ἀπόψε νὰ κάμω κι ἐγὼ Λαμπρὴ μαζί σας, ἀλλιῶς ἤθελε νά ῾μαι μονάχος.
- Καλῶς ἤρθετε, καλῶς ἐκοπιάζετε. Πᾶμε στὸ μητᾶτο παρακάτω καὶ πρᾶμα δὲ θὰ μᾶς-ε λείψει.
Καὶ ἀληθινὰ τίποτε δὲν ἔλειψε ἀπὸ τὸ πλούσιο τραπέζι ποὺ μᾶς ἔστρωσε, ἀπὸ τὰ κόκκινα αὐγὰ καὶ τὸν ὀβελία ποὺ ψήσαμε ὅλοι μαζί, ὡς τὰ παχύτατα γαλακτερά, ποὺ ἄφθονα, ἀκατάπαυστα, μᾶς κουβανοῦσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου