Της αναστάσεως του Κυρίου το χαρμόσυνο άγγελμα εδόνησε κατά το μεσονύκτιο του Πάσχα την ήσυχο εαρινή νύκτα. Το ακούσαμε και πάλι με σκιρτήματα χαράς κάτω από τον έναστρο ουρανό στα προαύλια των ναών μας. Οι λόγοι του λευκοφόρου αγγέλου «Ἠγέρθη, οὐκ ἐστιν ὤδε»[1] επανελήφθησαν από τα στόματα των αρχιερέων και των ιερέων μας και τα χείλη μας έψαλαν τον θριαμβευτικό ύμνο «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας». Και ημείς, «οἱ ἐν τοῖς μνήμασι», οι συνταφέντες με τον Κύριο, μαζί με τους απ’ αιώνος κατεχομένους στα δεσμά του Άδου, νοιώσαμε το σκίρτημα της νέας ζωής, της εκ νεκρών αναστάσεως, «ἵνα ὤσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν», κατά τον απόστολο.[2] Και επαναλάβαμε δέκα, είκοσι, εκατό φορές τον παιάνα αυτόν για να δείξουμε την άμετρη χαρά μας και την ακλόνητη βεβαιότητά μας, για να συνειδητοποιήσομε την νίκη του Χριστού, που είναι και δική μας νίκη, κατά του θανάτου και του Άδου. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται η πεμπτουσία του Χριστιανισμού. Γι’ αυτό και το γεγονός της αναστάσεως αποτελεί το κεντρικό θέμα της λατρείας μας, το θέμα του Πάσχα, αλλά και όλων των Κυριακών του έτους. Ο Χριστιανισμός στηρίζεται επάνω στον κενό τάφο του Κυρίου˙ χωρίς την ανάσταση «κενό» -χωρίς περιεχόμενο, άχρηστο- θα ήταν το χριστιανικό κήρυγμα, «ματαία ἡ πίστις» μας.[3] Αλλά και η ζωή του καθενός μας πηγάζει από το γεγονός της αναστάσεως του Χριστού. Μαζί Του συνεσταυρώθει και απέθανε ο άνθρωπος της αμαρτίας, ο παλαιός άνθρωπος των παθών και της κατάρας, ο υπόδουλος στον φόβο του θανάτου και της φθοράς. Τώρα όμως ο θάνατος έχει συντριβεί. Έχει χάσει την εξουσία και την δύναμή του. Ο τύραννος έγινε καταγέλαστος. Η φθορά «κατεπόθη» από την αφθαρσία. Τώρα πανηγυρίζομε την νίκη μας και δοξάζομε εκείνον, που με τον θάνατό Του μας χάρισε την ζωή. Και επάνω στον δέσμιο θάνατο και στον Άδη πατεί όχι μόνο ο Χριστός, όπως παραστατικά εικονίζεται στην ορθόδοξο εικονογραφία της αναστάσεως, αλλά και ολόκληρο το συνανιστάμενο γένος των ανθρώπων, των σεσωσμένων. Την φωνή του θριάμβου των απελευθέρων του Χριστού συνοψίζει ο ιερός Χρυσόστομος στον Κατηχητικό του λόγο, που ακούσαμε στο τέλος της παννυχίδος του Πάσχα:
«Κανείς ας μη φοβάται τον θάνατο, γιατί μας ελευθέρωσε του Σωτήρος ο θάνατος. Κατεχόμενος απ’ αυτόν τον εξαφάνισε. Κατέβηκε στον Άδη και τον ελαφυραγώγησε. Τον πίκρανε, όταν γεύθηκε την σάρκα Του. Και αυτό προφητεύοντας ο Ησαΐας, φώναξε˙ Ο Άδης, είπε, επικράνθη, όταν σε συνάντησε κάτω. Επικράνθη, γιατί κατηργήθη. Επικράνθη, γιατί ενεπαίχθη. Επικράνθη, γιατί ενεκρώθη. Επικράνθη, γιατί εδεσμεύθη. Έλαβε σώμα και βρήκε Θεό. Έλαβε γη και συνάντησε ουρανό. Έλαβε αυτό που έβλεπε, και έπεσε απ’ εκεί που δεν έβλεπε. Πού είναι, θάνατε, το κεντρί σου; Πού είναι, Άδη, η νίκη σου; Ανέστη ο Χριστός και συ έπεσες. Ανέστη ο Χριστός και κρημνίσθηκαν οι δαίμονες. Ανέστη ο Χριστός και χαίρουν οι άγγελοι. Ανέστη ο Χριστός και κυριαρχεί η ζωή. Ανέστη ο Χριστός και κανείς νεκρός δεν θα βρίσκεται πια στο μνήμα. Γιατί ο Χριστός, εγερθείς εκ νεκρών, έγινε αρχή της αναστάσεως των νεκρών. Σ’ αυτόν ανήκει η δόξα και η εξουσία εις τους απεράντους αιώνας».
Πάσχα
Μέσα στην ατμόσφαιρα αυτή της νίκης, της χαράς και της πανηγύρεως, του φωτός που μεταδόθηκε στον κόσμο από το ανέσπερο φως που έλαμψε από τον τάφο, σκοτεινά πάθη, μικρότητες, θανατηφόρα μίση και μνησικακίες δεν έχουν χώρο υπάρξεως. Και αυτό είναι το άμεσο δώρο της αναστάσεως: Η συγγνώμη που ανέτειλε εκ του τάφου. Η αγάπη και η ειρήνη του Θεού προς τον άνθρωπο, του ανθρώπου προς τον Θεό και του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπο. Κορύφωμα αυτής της πασχαλινής αγάπης είναι ο ασπασμός που αντήλλασσαν οι πιστοί την ημέρα του Πάσχα, στον οποίον και μας προτρέπει το θαυμάσιο και πανηγυρικότατο δοξαστικό των αίνων του πλ. α΄ ήχου:
«Ἀναστάσεως ἡμέρα
καὶ λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει
καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα.
Εἴπωμεν ἀδελφοί, καὶ τοῖς μισοῦσιν ἡμᾶς˙
Συγχωρήσωμεν πάντα τῇ ἀναστάσει
καὶ οὕτω βοήσωμεν˙
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν,
θανάτῳ θάνατον πατήσας
καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι
ζωὴν χαρισάμενος».
Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα, 1997
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου