Την Ανάσταση δεν την είδε κανείς. Είναι το μόνο γεγονός από τη δράση του Ιησού που δεν είχε αυτόπτες και αυτήκοους. Κι όμως, ο νεκρός δεν ήταν στον τάφο. Τον δε αναστημένο Χριστό τον είδαν όλοι οι Απόστολοι, τον βλέπουν όλοι οι χριστιανοί. Η Ανάσταση είναι το πιο πανθομολογούμενο γεγονός της ιστορίας: «οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν […] ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν».[1] Τέτοια είναι η εκκωφαντική λάμψη ενός γεγονότος, που έγινε νύχτα, χωρίς μάρτυρες, και που μεταδόθηκε αμέσως σ’ όλο τον κόσμο σαν την αστραπή.
Το σώμα φως
Δεν υπάρχει τρόπος να περιγράψει κανείς την Ανάσταση, γι’ αυτό και η Εκκλησία τοποθετεί τη μέρα αυτή στη Λειτουργία ένα ευαγγελικό ανάγνωσμα για τον ίδιο το Χριστό, τον Λόγο του Θεού, ο όποιος σαρκώθηκε για να μας δώσει τη χάρη. Γιατί αν δεν γνωρίσει κανείς τον Χριστό δεν μπορεί να δει και την Ανάσταση.
Οι τρεις μαθητές, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης, λίγο πριν από το Πάθος, ανέβηκαν με τον Ιησού στο όρος Θαβώρ και εθεάσαντο «τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός» (Ιωάν. 1, 14). Είδαν το κουρασμένο ανθρώπινο σώμα να λάμπει σαν τον ήλιο και τα σκονισμένα ρούχα του λευκά όπως το φως.
Είδαν τότε, μα δεν κατάλαβαν τον Λόγο του Θεού. Η έσχατη ταπείνωση του Πάθους, του Σταυρού, του Τάφου, που όλοι στα Ιεροσόλυμα είδαν, οδήγησαν τους μαθητές σ’ ένα νέο Θαβώρ, τους οδήγησαν χαράματα στον άδειο τάφο, όπου λάμπει, φανερό απ’ όλους τώρα, το φως της Ανάστασης.
Η δόξα του Χριστού είναι ίσως η μεγαλύτερη ιστορική αντινομία, παράδοξο ακόμα και για τους μαθητές, σχοινοβασία ακόμα και σήμερα για την Εκκλησία. Η δόξα του Χριστού είναι η Ανάσταση, το έσχατο κριτήριο του κόσμου, η όγδοη μέρα. Η αυγή της Δευτέρας Παρουσίας του είναι το κενό μνημείο. Ο πρωινός ψίθυρος της Ανάστασης είναι η αύρα η λεπτή, η αναστάσιμη, που κρίνει και θα κρίνει την ανθρωπότητα.
Πρέπει να ομολογήσουμε ότι εκείνο το ιστορικό πρωινό «τῆς μιᾶς σαββάτων» (Μαρκ. 16, 2), μόνον οι γυναίκες αποδείχτηκαν δυνατές. Έτρεξαν με μύρα στον τάφο του αγαπημένου Ιησού, χωρίς να σκεφτούν τους στρατιώτες, που φύλαγαν σκοπιά. Έτρεξαν πριν ακόμα απαντήσουν: «τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον;» (Μαρκ. 16, 3), ποιος θα μας σηκώσει την πέτρα που φράζει την είσοδο; Και Ιδού! Ο λίθος της άρνησης και της απιστίας είχε αποκυλιστεί, καθώς έφτασαν στο μνημείο.
Έγινε η Ανάσταση ή τη μηχανεύτηκαν οι μαθητές; Αιώνες τώρα όλοι αναρωτιούνται. Κανείς δεν είδε. Αλλά οι μαθητές, και μαζί μ’ αυτούς όλοι οι ευλογημένοι χριστιανοί, «όσοι δεν είδαν και πίστεψαν» (Ιωάν. 20, 29), δεν είναι αφελείς να πιστεύουν παραμύθια. Πιστεύουν γιατί ξέρουν, γιατί είδαν καθαρά τώρα τον αναστημένο Ιησού, περπάτησαν και έφαγαν μαζί του. Μπορεί σοφοί να μην είναι, μα ξέρουν πως «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος» (Ιωάν. 1, 1).
Μπλάθρας Κωνσταντίνος, Δέκα σκαλιά για την Ανάσταση, 1η έκδ., Αθήνα, Μαΐστρος, 2008.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου