Το Σάββατο το φοβερό είχε περάσει.
Τα αστέρια είχαν αρχίσει να χλομαίνουν, η καινούρια μέρα ερχότανε τρεχάτη.
Άγρυπνες ήταν οι δυο Μαρίες.
Κι όταν το σκότος πήρε για να φύγει, πήραν κι αυτές το δρόμο για το μνήμα. Ν’ αλείψουν θέλανε με μύρα το νεκρό. Σκυφτές απ’ το μεγάλο πόνο περπατούσαν μα δεν ήταν μοναχά η πίκρα που έκανε βαριά τα βήματά τους. Είχαν μεγάλη έγνοια πώς θα κατάφερναν αυτές, γυναίκες μοναχές κι αδύναμες, το βράχο που μπροστά στο μνήμα ήτανε να τον μετακινήσουνε. Βράχο ακούνητο πώς να κουνήσουνε;
Μα αφήνει ο Θεός τον άνθρωπο; Γι’ αυτό σαν φτάσανε οι αδύναμες γυναίκες μπρος στο μνήμα, η πέτρα η ασήκωτη ήταν πιο κει! Κι ο τάφος ανοιχτός! Και ένας νιος, το πρόσωπό του λαμπερό, πιο λαμπερό κι από τον ήλιο, καθόταν απάνω στο λιθάρι! Τα ρούχα του ολόλευκα και απ’ το κάτασπρο το χιόνι πιο λευκά. Ήτανε, σκέψου, άγγελος! Μπρούμυτα στη γης, όμοια φύλλα που τα χτύπησε ο αγέρας, ήταν οι φύλακες του τάφου που έτρεμαν.
Κι είπε ο άγγελος:
-Σεις μη φοβάστε! Ξέρω ότι ζητάτε το σταυρωμένο Ιησού. Δεν είναι εδώ! Όπως το είχε πει, έχει αναστηθεί!
Η Ανάσταση
Αλαλιασμένες τον κοιτάζουν οι γυναίκες. Τι ήταν τούτα που ’λεγε αυτός ο αστραποφορεμένος νεαρός; Μα ο άγγελος είπε ακόμα, το ίδιο μαλακά:
-Ελάτε πιο κοντά! Ελάτε για να δείτε πού θάφτηκε ο Κύριος. Μόνο μη χάνετε στιγμή! Τρέξτε να δώσετε στους μαθητές το μήνυμα πως πεθαμένος δεν είναι πια ο Κύριος. Αναστημένο θα Τον δείτε! Στη Γαλιλαία εξεκίνησε πριν από σας να πάει. Εκεί και θα τον βρείτε. Αυτό που είχα να σας πω το είπα.
Χαρά και φόβος, φόβος και χαρά μες στην καρδιά των γυναικών των μυροφόρων.
Στα πόδια τα βαριά βάζουν φτερά.
Κάποια στιγμή Τον είδαν.
-Χαίρετε, είπε, κι ήταν η φωνή μια μουσική που όλες τις τρικυμίες της ζωής σε όλους τους αιώνες τις δαμάζει. Μια μουσική που ο Ουρανός μονάχα σου προσφέρει. Χαίρετε, είπε.
Πέσαν στα γόνατα οι γυναίκες γιατί μαζί με τη χαρά ήταν κι ο φόβος.
Το είδε Εκείνος.
-Μη φοβάστε, στ’ αδέρφια μου πηγαίνετε και να τους πείτε να ’ρθουν στη Γαλιλαία. Εκεί θα ανταμώσουμε ξανά.
Πήραν κουράγιο οι γυναίκες. Και βιαστικά ξαναγυρίσανε στην πόλη να πουν για την Ανάσταση. Να πουν πως καταργήθηκε ο θάνατος.
«Χαίρετε και μη φοβάστε!» Ώσπου να σβήσει ο ήλιος, το φεγγάρι και τ’ αστέρια, αυτές οι δυο κουβέντες θα αντηχούν: «Χαίρετε και μη φοβάστε, γιατί αναστήθηκε ο Κύριος!»
Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρέλη, Πάσχα, Κυρίου Πάσχα, 1η έκδ., Αθήνα, Ψυχογιός, 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου