Ο ήλιος δεν είχε ακόμα προβάλει. Δεν είχε ανατείλει η Κυριακή, όταν οι Μυροφόρες ξεκίνησαν για το μνήμα. Αλλά ανατολικά, στους αντικρινούς λόφους, μια ασημιά ελπίδα, αλαφρή σαν ανταύγεια μιας κρινόπλαστης γης, απλωνόταν σιγά-σιγά ανάμεσα στους άσπρους παλμούς των αστερισμών, θριαμβεύοντας ολοένα πάνω στο σκοτάδι. Ήταν μια από τις γαλήνιες εκείνες χαραυγές που θυμίζουν τον ύπνο των αθώων και ο διάφανος αέρας φαινόταν ότι μόλις είχε ταραχθεί από το πέταγμα αγγέλων.
Οι γυναίκες βάδιζαν με στη σκέψη πνιγμένη στη θλίψη τους, ωθούμενες από μιαν έμπνευση ανεξακρίβωτη. Πήγαιναν για να ξαναθρηνήσουν στον τάφο ή για να δουν άλλη μια φορά αυτόν που είχε σαγηνεύσει τις καρδιές τους χωρίς να τις μολύνει ή για να βάλουν απάνω στο κορμί του αρώματα ακριβότερα από του Νικοδήμου; Κι έλεγαν μεταξύ τους.
-Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον;
Αλλά όταν σίμωσαν στη σπηλιά, έμειναν κατάπληκτες. Η σκοτεινή τρύπα ήταν ανοιχτή. Μη πιστεύοντας σ’ ό,τι έβλεπε, η πιο γενναία απ’ αυτές άγγιξε με χέρι τρεμάμενο το κατώφλι. Μέσα στο αυγινό σύθαμπο ξεχώρισαν πλάι τους την πέτρα που έκλεινε τη σπηλιά, ακουμπημένη στον βράχο.
Οι Μυροφόρες, βουβές από τον τρόμο, κοίταζαν εδώ κι εκεί, σαν ν’ αναζητούσαν κάποιον που θα τις πληροφορούσε τί είχε συμβεί. Η Μαγδαληνή νόμισε ότι θα είχαν κλέψει το σώμα. Αλλά ίσως ο Ιησούς να κειτόταν ακόμη εκεί μέσα. Αποφάσισαν να μπουν. Τώρα το φως του ηλίου άρχισε να διαλύει τη νύχτα για καλά.
Στην αρχή δεν διέκριναν τίποτε. Αλλά ξαφνικά θαμπώθηκαν. Ένα νεανίας λευκοντυμένος καθόταν εκεί και φαινόταν να τις περίμενε.
Οὐκ ἔστιν ὧδε
-Μὴ φοβεῖσθε ὑμεῖς˙ οἶδα γὰρ ὅτι Ἰησοῦν τὸν ἐσταυρωμένον ζητεῖτε. Οὐκ ἔστιν ὧδε, ἠγέρθη γὰρ καθὼς εἶπε. Καὶ ταχὺ πορευθεῖσαι εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ὅτι ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν˙ καὶ ἰδοὺ προάγει ὑμᾶς εἰς τῆν Γαλιλαίαν˙ ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε.
Οι γυναίκες άκουσαν τρομαγμένες. Κατόπιν βγήκαν από τη σπηλιά, για να τρέξουν ν’ αναγγείλουν στους Μαθητές την ανάσταση. Αλλά μόλις προχώρησαν λίγο, η Μαρία η Μαγδαληνή κοντοστάθηκε, ενώ οι άλλες εξακολούθησαν τον δρόμο τους. Ούτε η ίδια δεν ήξερε γιατί είχε σταθεί.
Ξαφνικά έστρεψε προς τα πίσω και είδε έναν άντρα. Δεν τον αναγνώρισε. Εκείνος τη ρώτησε.
-Γύναι, τί κλαίεις; Τίνα ζητεῖς;
-Ὅτι ᾖραν τὸν Κύριόν μου καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν. Κύριε, εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπέ μοι ποῦ αὐτὸν ἔθηκας. Κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ.
Ο άγνωστός δεν της αποκρίθηκε παρά με μια λέξη, με τ’ όνομά της.
-Μαρία!
Τότε, σαν να ξύπνησε ξαφνικά από ζάλη, η Μαγδαληνή τον αναγνώρισε.
-Ραββουνὶ (Διδάσκαλε)!
Κι έπεσε στα πόδια του, εκεί στο μουσκεμένο χορτάρι, για να τ’ αγκαλιάσει, ν’ αγκαλιάσει τα πολυφίλητα αυτά πόδια που είχαν ακόμα τις τρύπες των καρφιών.
Αλλά ο Ιησούς της είπε.
-Μή μου ἅπτου˙ οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου˙ πορεύου πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου καὶ εἰπὲ αὐτοῖς˙ ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν.
Κι ευθύς απομακρύνθηκε από τη γονατισμένη, λάμποντας σαν ήλιος.
Η Μαρία τον κοίταζε έως ότου χάθηκε. Ύστερα σηκώθηκε από το χορτάρι με όψη συνεπαρμένη, χωρίς να βλέπει πια τίποτε από τη χαρά της, κι έδραμε στις συντρόφισσές της.
Αυτές είχαν πριν λίγο φθάσει στο υπερώο, όπου ήσαν μαζεμένοι οι μαθητές και τους είχαν διηγηθεί με κομμένα και γρήγορα λόγια την απίστευτη είδηση˙ τον ανοιχτό τάφο, τον αστραπόμορφο άγγελο, τα όσα τους είχε πει, την παραγγελία που ο Ιησούς άφηνε στους αδελφούς του.
Αλλά οι απόστολοι, οι καταπτοημένοι ακόμη από τα γεγονότα, οι απόστολοι που είχαν φανεί σ’ εκείνες τις μέρες του κινδύνου πιο άβουλοι και δειλοί από τις γυναίκες, δεν μπορούσαν να πιστέψουν το καταπληκτικό εκείνο νέο. Ψευδαίσθηση, παραλήρημα γυναικών, έλεγαν. Πώς ήταν δυνατόν ν’ αναστηθεί ύστερα από δυο μέρες; Μας είχε πει ότι θα επέστρεφε, αλλ’ αργότερα. Και ως ότου φανεί εκείνη η ημέρα, θα συνέβαιναν πολλά φοβερά γεγονότα.
Πίστευαν στην ανάσταση του Διδασκάλου, αλλά τη φαντάζονταν ως την ημέρα της καθολικής αναστάσεως, την ημέρα της ενδόξου παρουσίας του. Όχι νωρίτερη.
Εκείνη τη στιγμή χύθηκε ανάμεσά τους η Μαρία η Μαγδαληνή. Τους είπε όσα τους είχαν μηνύσει οι άλλες Μυροφόρες, αλλά πρόσθεσε και κάτι ακόμη˙ τον είχε δει με τα ίδια της τα μάτια και του είχε μιλήσει.
Ο Σίμων και ο Ιωάννης σκέφθηκαν πιο σοβαρά. Βγήκαν από το σπίτι κι άρχισαν να τρέχουν προς το περιβόλι του Ιωσήφ. Ο Ιωάννης, που ήταν πιο νέος, άφησε πολύ πίσω του τον άλλον κι έφθασε πρώτος στο μνήμα. Και τρυπώνοντας το κεφάλι του στο άνοιγμα, είδε στο δάπεδο τα εντάφια σπάργανα. Δεν μπήκε όμως. Ο Σίμων, φθάνοντας, μπήκε μέσα στη σπηλιά. Τα σάβανα ήσαν αποθεμένα κατά γης, αλλά το σουδάριο βρισκόταν διπλωμένο σε μια γωνιά. Μπήκε κατόπιν κι ο Ιωάννης, είδε και πίστεψε. Και βουβοί επέστρεψαν γρήγορα στο υπερώο, λες κι είχαν την προαίσθηση ότι θα εύρισκαν τον Αναστάντα ανάμεσα στους άλλους.
Αλλά ο Ιησούς, αποσπώμενος από τη Μαρία, απομακρύνθηκε από την Ιερουσαλήμ.
Giovanni Papini, Ιστορία του Χριστού, μετάφραση Βασ. Μουστάκη, 7η έκδ., Αθήνα, Αστήρ, 2005.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου