Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
῾Οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν…᾽
(Ρωμ. 5, 3)
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὅπως φανερώθηκε στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τό κύριο θέμα τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος. Μέ τήν ἀγάπη αὐτή σωθήκαμε, γιατί ὁ Θεός ἐν Χριστῷ μᾶς ἕνωσε μέ τόν ἑαυτό Του, καταργώντας τήν ἁμαρτία μας μέ τή σταυρική Του θυσία. ῾Τῷ πάθει Σου, Χριστέ, παθῶν ἠλευθερώθημεν᾽. Στό πλαίσιο αὐτό σωτηρίας ἡ θλίψη τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου στή ζωή αὐτή προσλαμβάνει ἄλλες διαστάσεις: γίνεται μέσο προαγωγῆς καί ἐξαγιασμοῦ. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί ὁ ἀπόστολος ὄχι μία φορά φτάνει στό παράδοξο καί παράλογο γιά τόν κόσμο τῆς ἁμαρτίας σημεῖο νά καυχᾶται καί γιά τίς θλίψεις του: ῾καυχόμαστε ἀκόμη καί στίς δοκιμασίες᾽.
1. Γιά ὅλους σχεδόν τούς ἀνθρώπους βεβαίως ἡ θλίψη θεωρεῖται γεγονός ἀρνητικό καί ἀπευκταῖο. Μόνον ἄνθρωποι μέ διαταραγμένο τόν ψυχικό τους κόσμο μπορεῖ νά τήν ἐπιθυμοῦν στή ζωή τους καί νά εὐχαριστοῦνται μέ αὐτήν. Ἡ ἴδια ἡ ᾽Εκκλησία μας καθημερινῶς μάλιστα εὔχεται ῾ὑπέρ τοῦ ῥυσθῆναι ἡμᾶς ἀπό πάσης θλίψεως, ὀργῆς, κινδύνου καί ἀνάγκης...᾽. Γιατί αὐτό; Διότι ἡ θλίψη μᾶς ἐκτρέπει ἀπό τήν ῾κανονική᾽ πορεία τῆς ζωῆς μας, μᾶς χαλάει πολλές φορές τά σχέδια πού ἔχουμε κάνει, μᾶς βγάζει ἔξω ἀπό τή βολή μας. Μέ θεολογική ἑρμηνεία: ἡ θλίψη εἶναι κατάσταση ἔξω ἀπό τήν ἴδια τή δημιουργία μας ὡς ἀνθρώπων. Κατά τήν πίστη μας, ὁ Θεός δέν μᾶς δημιούργησε γιά νά θλιβόμαστε καί νά πονοῦμε. Μᾶς ἔπλασε μέ σκοπό νά μετέχουμε στή χαρά καί τήν εὐτυχία ᾽Εκείνου. Ἡ χαρά τοῦ Θεοῦ ἦταν ῾δομικό᾽ στοιχεῖο θά λέγαμε τῆς πρώτης ὕλης τοῦ σύμπαντος κόσμου, συνεπῶς ἡ φυσιολογία καί γιά τόν ἄνθρωπο ἦταν νά χαίρεται καί ὄχι νά θλίβεται.
2. Αὐτό ὅμως πρό τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁμαρτία. ῾Ως γνωστόν ἡ πτώση στήν ἁμαρτία, ὡς καρπός τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀνέτρεψε τά δεδομένα καί ἔφερε ὡς συνέπεια τόν διχασμό, τίς συγκρούσεις, τή φθορά, τόν θάνατο. ῾Διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος᾽. ῎Εκτοτε ἡ θλίψη καί ὄχι ἡ χαρά ἔγινε τό γνώρισμα τοῦ κόσμου τούτου, πού σημαίνει ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἐρχόμενος στόν κόσμο ἔρχεται σέ ῾κοιλάδα πένθους καί δακρύων᾽, ὅπου ἡ κάθε ἐνέργεια καί ἡ κάθε ἐκδήλωσή του ἔχει τή σφραγίδα τοῦ πόνου καί τοῦ κόπου. Διότι κάθε τι πιά εἶναι χρωματισμένο ἀπό τήν ἁμαρτία. ῾Αμαρτία καί θλίψη συμβαδίζουν καί συνυπάρχουν, ὅπως τό βεβαιώνει καί ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ ἀποστόλου: ῾θλίψις καί στενοχωρία παντί τῷ ἐργαζομένῳ τό κακόν᾽. Κι ὅπως δέν μπορεῖ κανείς νά ἀποφύγει τήν ἁμαρτία, ἄλλο τόσο δέν μπορεῖ νά ἀποφύγει καί τή συνέπειά της, τή θλίψη καί τόν πνιγμό τῆς ψυχῆς. Μπορεῖ νά μηχανευόμαστε μύρια πράγματα γιά νά ὑπερβαίνουμε τόν πόνο πού αὐτή φέρνει – διασκεδάσεις, ταξίδια κλπ. –ὅμως στό τέλος θά ἐπικάθηται ὡς βασίλισσα στήν καρδιά μας.
3. ῾Η τραγική αὐτή πραγματικότητα ἴσχυσε ἀπολύτως μέχρι βεβαίως τόν ἐρχομό τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. Γιατί ἀκόμη καί ἡ ἀρχαιοελληνική ἐποχή, γιά τήν ὁποία εἶπαν ὅτι συνιστᾶ ἕναν ὕμνο στή χαρά τῆς ζωῆς, στό βάθος, μετά ἀπό ἐπιστημονικές ἔρευνες πού ἔγιναν στά κλασικότερα ἀπό τά κείμενά της, φάνηκε ὅτι διακατέχεται ἀπό μία ὑπόγεια μελαγχολία: δέν μπορεῖ νά ξεπεράσει τό κατεξοχήν θλιβερό γεγονός τοῦ φαινομένου τοῦ θανάτου. ῾Ο Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός ὅμως ἔκανε τό ἀνθρωπίνως ἀδύνατο: ἐπανέφερε καί πάλι τή δημιουργία στήν ἀρχική της κατάσταση κι ἀκόμη περισσότερο. ῾Ως ὁ ἐνσαρκωθείς Θεός εἰσέρχεται στόν δικό Του κόσμο πού ἔφτιαξε καί γίνεται μέτοχος τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας ὡς ἕνας ἀπό ἐμᾶς. Ἡ πρόσληψη τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἀπό πλευρᾶς Του σημαίνει πρόσληψη τοῦ ἄρρωστου στοιχείου, τό ὁποῖο ὅμως μέσα στό πῦρ τῆς θεότητάς Του τό καθαρίζει, τό ἀναγεννᾶ καί μέ τή νίκη Του κυρίως ἀπέναντι στόν θάνατο τό καθιστᾶ καί πάλι δυνατό γιά σχέση μέ τόν Θεό καί συνεπῶς γιά δυνατότητα μετοχῆς τῆς χαμένης χαρᾶς καί εὐτυχίας. ᾽Εν Χριστῷ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ καί πάλι νά χαμογελάσει καί νά νιώσει στά τρίσβαθα τῆς καρδιᾶς του τό ἁπαλό χάδι τῆς στοργῆς τοῦ Οὐρανοῦ,
4. Δέν σημαίνει ὅμως ὅτι καί ἡ θλίψη ἐξαφανίστηκε μαγικά ἀπό τούς ἀνθρώπους. ῾Ο Θεός ἀπαρχῆς θέλησε ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι συνεργός Του, ὥστε ἡ κάθε προσφορά Του σ᾽ αὐτόν νά ἀπαιτεῖ καί τή δική του ἔγκριση. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί δέν ἔπεσε στήν ἁμαρτία; ᾽Ελλείψει τῆς συνεργίας του; ᾽Από τή στιγμή ὅμως πού ὁ ἄνθρωπος θά πεῖ ῾ναί᾽ στόν Δημιουργό του, ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἡ χαρά τοῦ Θεοῦ θά διοχετεύεται καί σ᾽ αὐτόν, γιατί ἀκριβῶς θά συντονίζεται μ᾽ ᾽Εκεῖνον πού εἶναι ἡ πηγή τῆς χαρᾶς. Μετά τόν Χριστό μας λοιπόν ἡ χαρά ὑπάρχει, ἀλλά μέ τήν ταυτόχρονη ὕπαρξη καί τῆς θλίψης, στόν βαθμό πού ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται γιά τόν ἁγιασμό του, ἔχοντας ὅμως καί τίς στιγμές τῆς ἀδυναμίας καί τῆς πτώσης του στήν ἁμαρτία. Τό πίπτειν καί ἐγείρεσθαι, ἡ διαδικασία τῆς μετάνοιας δηλαδή, θά εἶναι πιά ἡ ἐπί γῆς πορεία του, συνεπῶς ἡ χαρμολύπη, ἡ παράδοξη σύζευξη τῶν ἀντιθέτων, θά προσδιορίζει τή ζωή του.
5. ῾Η θλίψη ὅμως ἔρχεται στόν χριστιανό ὄχι μόνο ἀπό τίς δικές του ἁμαρτίες, ἀλλά καί ἀπό τή φθορά τῆς πεσμένης στήν ἁμαρτία φύσης. Οἱ ἀρρώστιες, οἱ ῾κακοτυχίες᾽, οἱ ὅποιες δοκιμασίες τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ἐξακολουθοῦν καί ὑφίστανται μέχρι τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, συνεπῶς ἐνῶ ὁ Κύριος κατήργησε τό αἴτιο τῆς θλίψης: τήν ἁμαρτία, οἱ συνέπειες τῆς φθορᾶς βρίσκονται σέ καθημερινή διάταξη. Τή θλίψη αὐτή καί τίς δοκιμασίες ὅμως τίς ἀντιμετωπίζει ἀλλιῶς πιά ὁ χριστιανός: μέ τή νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας δεδομένη λόγω τῆς ἐνίσχυσης ἀπό τόν Κύριο – μέσα στήν ᾽Εκκλησία ὅπου ἔχει γίνει μέλος Χριστοῦ καί τρέφεται καθημερινῶς ἀπό Αὐτόν – τίς θεωρεῖ ὡς μέσα περαιτέρω, ὅπως εἴπαμε, προαγωγῆς του στήν πίστη καί στή σχέση του μέ τόν Θεό. Θεωρεῖ τίς δοκιμασίες καί τίς θλίψεις παιδαγωγικά μέσα, πού ὡς σκαλοπάτια τόν ὁδηγοῦν πληρέστερα στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτή εἶναι ἡ τοποθέτηση τοῦ ἀποστόλου Παύλου: ῾καυχόμαστε στίς θλίψεις καί τίς δοκιμασίες, γιατί ξέρουμε καλά πώς οἱ δοκιμασίες ὁδηγοῦν στήν ὑπομονή, ἡ ὑπομονή στόν δοκιμασμένο χαρακτήρα, κι ὁ δοκιμασμένος χαρακτήρας στήν ἐλπίδα. Κι ἡ ἐλπίδα τελικά δέν ἀπογοητεύει᾽.
Τά λόγια καί ἡ ἐμπειρία τοῦ ἀποστόλου Παύλου μᾶς προσγειώνουν στήν πραγματικότητα. Δέν τρέφουμε αὐταπάτες ὅτι οἱ χριστιανοί δέν θά ἔχουμε θλίψεις καί δέν θά δοκιμαστοῦμε στή ζωή αὐτή. Κάτι τέτοιο θά ἦταν ἄρνηση ἀπό μέρους μας τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου μας. Ξέρουμε ὅμως ὅτι ἡ ὅποια θλίψη καί δοκιμασία εἶναι τελικῶς μετοχή στόν Σταυρό ᾽Εκείνου πού εἶναι ὁ Θεός μας, πού εἶναι ὁ Σωτήρας μας, πού μᾶς ἔσωσε, γιατί ἔφερε τήν ᾽Ανάσταση. ῾Η θλίψη τελικῶς περικλείει τήν ἀνάσταση καί τή δική μας, ἄν τή δοῦμε μέ τά μάτια τῆς πίστης τοῦ Χριστοῦ.
῾Οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν…᾽
(Ρωμ. 5, 3)
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὅπως φανερώθηκε στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τό κύριο θέμα τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος. Μέ τήν ἀγάπη αὐτή σωθήκαμε, γιατί ὁ Θεός ἐν Χριστῷ μᾶς ἕνωσε μέ τόν ἑαυτό Του, καταργώντας τήν ἁμαρτία μας μέ τή σταυρική Του θυσία. ῾Τῷ πάθει Σου, Χριστέ, παθῶν ἠλευθερώθημεν᾽. Στό πλαίσιο αὐτό σωτηρίας ἡ θλίψη τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου στή ζωή αὐτή προσλαμβάνει ἄλλες διαστάσεις: γίνεται μέσο προαγωγῆς καί ἐξαγιασμοῦ. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί ὁ ἀπόστολος ὄχι μία φορά φτάνει στό παράδοξο καί παράλογο γιά τόν κόσμο τῆς ἁμαρτίας σημεῖο νά καυχᾶται καί γιά τίς θλίψεις του: ῾καυχόμαστε ἀκόμη καί στίς δοκιμασίες᾽.
1. Γιά ὅλους σχεδόν τούς ἀνθρώπους βεβαίως ἡ θλίψη θεωρεῖται γεγονός ἀρνητικό καί ἀπευκταῖο. Μόνον ἄνθρωποι μέ διαταραγμένο τόν ψυχικό τους κόσμο μπορεῖ νά τήν ἐπιθυμοῦν στή ζωή τους καί νά εὐχαριστοῦνται μέ αὐτήν. Ἡ ἴδια ἡ ᾽Εκκλησία μας καθημερινῶς μάλιστα εὔχεται ῾ὑπέρ τοῦ ῥυσθῆναι ἡμᾶς ἀπό πάσης θλίψεως, ὀργῆς, κινδύνου καί ἀνάγκης...᾽. Γιατί αὐτό; Διότι ἡ θλίψη μᾶς ἐκτρέπει ἀπό τήν ῾κανονική᾽ πορεία τῆς ζωῆς μας, μᾶς χαλάει πολλές φορές τά σχέδια πού ἔχουμε κάνει, μᾶς βγάζει ἔξω ἀπό τή βολή μας. Μέ θεολογική ἑρμηνεία: ἡ θλίψη εἶναι κατάσταση ἔξω ἀπό τήν ἴδια τή δημιουργία μας ὡς ἀνθρώπων. Κατά τήν πίστη μας, ὁ Θεός δέν μᾶς δημιούργησε γιά νά θλιβόμαστε καί νά πονοῦμε. Μᾶς ἔπλασε μέ σκοπό νά μετέχουμε στή χαρά καί τήν εὐτυχία ᾽Εκείνου. Ἡ χαρά τοῦ Θεοῦ ἦταν ῾δομικό᾽ στοιχεῖο θά λέγαμε τῆς πρώτης ὕλης τοῦ σύμπαντος κόσμου, συνεπῶς ἡ φυσιολογία καί γιά τόν ἄνθρωπο ἦταν νά χαίρεται καί ὄχι νά θλίβεται.
2. Αὐτό ὅμως πρό τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁμαρτία. ῾Ως γνωστόν ἡ πτώση στήν ἁμαρτία, ὡς καρπός τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀνέτρεψε τά δεδομένα καί ἔφερε ὡς συνέπεια τόν διχασμό, τίς συγκρούσεις, τή φθορά, τόν θάνατο. ῾Διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος᾽. ῎Εκτοτε ἡ θλίψη καί ὄχι ἡ χαρά ἔγινε τό γνώρισμα τοῦ κόσμου τούτου, πού σημαίνει ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἐρχόμενος στόν κόσμο ἔρχεται σέ ῾κοιλάδα πένθους καί δακρύων᾽, ὅπου ἡ κάθε ἐνέργεια καί ἡ κάθε ἐκδήλωσή του ἔχει τή σφραγίδα τοῦ πόνου καί τοῦ κόπου. Διότι κάθε τι πιά εἶναι χρωματισμένο ἀπό τήν ἁμαρτία. ῾Αμαρτία καί θλίψη συμβαδίζουν καί συνυπάρχουν, ὅπως τό βεβαιώνει καί ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ ἀποστόλου: ῾θλίψις καί στενοχωρία παντί τῷ ἐργαζομένῳ τό κακόν᾽. Κι ὅπως δέν μπορεῖ κανείς νά ἀποφύγει τήν ἁμαρτία, ἄλλο τόσο δέν μπορεῖ νά ἀποφύγει καί τή συνέπειά της, τή θλίψη καί τόν πνιγμό τῆς ψυχῆς. Μπορεῖ νά μηχανευόμαστε μύρια πράγματα γιά νά ὑπερβαίνουμε τόν πόνο πού αὐτή φέρνει – διασκεδάσεις, ταξίδια κλπ. –ὅμως στό τέλος θά ἐπικάθηται ὡς βασίλισσα στήν καρδιά μας.
3. ῾Η τραγική αὐτή πραγματικότητα ἴσχυσε ἀπολύτως μέχρι βεβαίως τόν ἐρχομό τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. Γιατί ἀκόμη καί ἡ ἀρχαιοελληνική ἐποχή, γιά τήν ὁποία εἶπαν ὅτι συνιστᾶ ἕναν ὕμνο στή χαρά τῆς ζωῆς, στό βάθος, μετά ἀπό ἐπιστημονικές ἔρευνες πού ἔγιναν στά κλασικότερα ἀπό τά κείμενά της, φάνηκε ὅτι διακατέχεται ἀπό μία ὑπόγεια μελαγχολία: δέν μπορεῖ νά ξεπεράσει τό κατεξοχήν θλιβερό γεγονός τοῦ φαινομένου τοῦ θανάτου. ῾Ο Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός ὅμως ἔκανε τό ἀνθρωπίνως ἀδύνατο: ἐπανέφερε καί πάλι τή δημιουργία στήν ἀρχική της κατάσταση κι ἀκόμη περισσότερο. ῾Ως ὁ ἐνσαρκωθείς Θεός εἰσέρχεται στόν δικό Του κόσμο πού ἔφτιαξε καί γίνεται μέτοχος τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας ὡς ἕνας ἀπό ἐμᾶς. Ἡ πρόσληψη τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἀπό πλευρᾶς Του σημαίνει πρόσληψη τοῦ ἄρρωστου στοιχείου, τό ὁποῖο ὅμως μέσα στό πῦρ τῆς θεότητάς Του τό καθαρίζει, τό ἀναγεννᾶ καί μέ τή νίκη Του κυρίως ἀπέναντι στόν θάνατο τό καθιστᾶ καί πάλι δυνατό γιά σχέση μέ τόν Θεό καί συνεπῶς γιά δυνατότητα μετοχῆς τῆς χαμένης χαρᾶς καί εὐτυχίας. ᾽Εν Χριστῷ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ καί πάλι νά χαμογελάσει καί νά νιώσει στά τρίσβαθα τῆς καρδιᾶς του τό ἁπαλό χάδι τῆς στοργῆς τοῦ Οὐρανοῦ,
4. Δέν σημαίνει ὅμως ὅτι καί ἡ θλίψη ἐξαφανίστηκε μαγικά ἀπό τούς ἀνθρώπους. ῾Ο Θεός ἀπαρχῆς θέλησε ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι συνεργός Του, ὥστε ἡ κάθε προσφορά Του σ᾽ αὐτόν νά ἀπαιτεῖ καί τή δική του ἔγκριση. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί δέν ἔπεσε στήν ἁμαρτία; ᾽Ελλείψει τῆς συνεργίας του; ᾽Από τή στιγμή ὅμως πού ὁ ἄνθρωπος θά πεῖ ῾ναί᾽ στόν Δημιουργό του, ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἡ χαρά τοῦ Θεοῦ θά διοχετεύεται καί σ᾽ αὐτόν, γιατί ἀκριβῶς θά συντονίζεται μ᾽ ᾽Εκεῖνον πού εἶναι ἡ πηγή τῆς χαρᾶς. Μετά τόν Χριστό μας λοιπόν ἡ χαρά ὑπάρχει, ἀλλά μέ τήν ταυτόχρονη ὕπαρξη καί τῆς θλίψης, στόν βαθμό πού ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται γιά τόν ἁγιασμό του, ἔχοντας ὅμως καί τίς στιγμές τῆς ἀδυναμίας καί τῆς πτώσης του στήν ἁμαρτία. Τό πίπτειν καί ἐγείρεσθαι, ἡ διαδικασία τῆς μετάνοιας δηλαδή, θά εἶναι πιά ἡ ἐπί γῆς πορεία του, συνεπῶς ἡ χαρμολύπη, ἡ παράδοξη σύζευξη τῶν ἀντιθέτων, θά προσδιορίζει τή ζωή του.
5. ῾Η θλίψη ὅμως ἔρχεται στόν χριστιανό ὄχι μόνο ἀπό τίς δικές του ἁμαρτίες, ἀλλά καί ἀπό τή φθορά τῆς πεσμένης στήν ἁμαρτία φύσης. Οἱ ἀρρώστιες, οἱ ῾κακοτυχίες᾽, οἱ ὅποιες δοκιμασίες τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ἐξακολουθοῦν καί ὑφίστανται μέχρι τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, συνεπῶς ἐνῶ ὁ Κύριος κατήργησε τό αἴτιο τῆς θλίψης: τήν ἁμαρτία, οἱ συνέπειες τῆς φθορᾶς βρίσκονται σέ καθημερινή διάταξη. Τή θλίψη αὐτή καί τίς δοκιμασίες ὅμως τίς ἀντιμετωπίζει ἀλλιῶς πιά ὁ χριστιανός: μέ τή νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας δεδομένη λόγω τῆς ἐνίσχυσης ἀπό τόν Κύριο – μέσα στήν ᾽Εκκλησία ὅπου ἔχει γίνει μέλος Χριστοῦ καί τρέφεται καθημερινῶς ἀπό Αὐτόν – τίς θεωρεῖ ὡς μέσα περαιτέρω, ὅπως εἴπαμε, προαγωγῆς του στήν πίστη καί στή σχέση του μέ τόν Θεό. Θεωρεῖ τίς δοκιμασίες καί τίς θλίψεις παιδαγωγικά μέσα, πού ὡς σκαλοπάτια τόν ὁδηγοῦν πληρέστερα στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτή εἶναι ἡ τοποθέτηση τοῦ ἀποστόλου Παύλου: ῾καυχόμαστε στίς θλίψεις καί τίς δοκιμασίες, γιατί ξέρουμε καλά πώς οἱ δοκιμασίες ὁδηγοῦν στήν ὑπομονή, ἡ ὑπομονή στόν δοκιμασμένο χαρακτήρα, κι ὁ δοκιμασμένος χαρακτήρας στήν ἐλπίδα. Κι ἡ ἐλπίδα τελικά δέν ἀπογοητεύει᾽.
Τά λόγια καί ἡ ἐμπειρία τοῦ ἀποστόλου Παύλου μᾶς προσγειώνουν στήν πραγματικότητα. Δέν τρέφουμε αὐταπάτες ὅτι οἱ χριστιανοί δέν θά ἔχουμε θλίψεις καί δέν θά δοκιμαστοῦμε στή ζωή αὐτή. Κάτι τέτοιο θά ἦταν ἄρνηση ἀπό μέρους μας τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου μας. Ξέρουμε ὅμως ὅτι ἡ ὅποια θλίψη καί δοκιμασία εἶναι τελικῶς μετοχή στόν Σταυρό ᾽Εκείνου πού εἶναι ὁ Θεός μας, πού εἶναι ὁ Σωτήρας μας, πού μᾶς ἔσωσε, γιατί ἔφερε τήν ᾽Ανάσταση. ῾Η θλίψη τελικῶς περικλείει τήν ἀνάσταση καί τή δική μας, ἄν τή δοῦμε μέ τά μάτια τῆς πίστης τοῦ Χριστοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου