Δέν άντέχω άλλες παρατηρήσεις! Σταματήστε πια όλη τήν ώρα»! Τέτοια καί παρόμοια παράπονα άκοϋμε συχνά άπό μικρούς και μεγάλους, παιδιά καί γονείς, συγγενείς, συνεργάτες καί φίλους. Καί είναι άλήθεια πώς στήν έποχή μας οί κουρασμένοι άνθρωποι δύσκολα δέχονται κάποιον έλεγχο, μιά ύπόδειξη, μιά συμβουλή. Καί όταν μάλιστα οί ύποδείξεις αύτές γίνονται σέ ώρα ακατάλληλη καί μέ τρόπο έριστικό, άψυχολόγητο ή ήγεμονικό, τότε γίνονται όχι άφορμή διορθώσεως άλλά ψυχρότητος ή έχθρότητος.
Δέν θέλουμε οί άνθρωποι παρατηρήσεις. Μάς στοιχίζουν. Μάς ένοχλοϋν. Μάς άπογοητεύουν. Γιά πολλούς λόγους. Πρώτα διότι έχουμε μεγάλη ιδέα γιά τόν έαυτό μας. Νομίζουμε ότι έμεΐς ξέρουμε καλύτερα. Έπειτα διότι κατανοούμε ότι όσοι μάς κάνουν παρατηρήσεις έχουν κι αύτοί τά ίδια έλαττώματα μέ μάς. «Αύτός θά μοΰ πεΐ τί νά κάνω; Ας δεΐ καλύτερα τά δικά του». Άλλοτε πάλι δέν θέλουμε νά άκούσουμε μιά
παρατήρηση, διότι θεωρούμε ότι χάνουμε τήν άξιοπρέπειά μας κι ανοίγουμε δρόμους κυριαρχίας τών άλλων πάνω μας. «Πόσο θά κρατήσει αύτό;» λέμε. «Αν ύποχωρώ στις ύποδείξεις του, θά χάσω τήν έλευθερία μου, θά χάσω τό κύρος μου».
Καί δυστυχώς είναι πολλοί αύτοί πού τούς αρέσει νά άσχολούνται διαρκώς μέ τούς άλλους καί νά κάνουν παρατηρήσεις. Ψάχνουν διαρκώς στούς άλλους νά βροΰν έλαττώματα. Καί τούς περιμένουν «στή γωνία», νά δοϋν πότε θά κάνουν κάποιο λάθος γιά νά τούς κτυπήσουν άλύπητα ένώ έάν έκαναν οί ίδιοι κάτι άντίστοιχο, θά τό άμνήστευαν πολύ εύκολα.
Τέτοιοι άνθρωποι όμως δέν έχουν τό δικαίωμα νά γίνονται δάσκαλοι τών άλλων. Έχουν χρέος νά διορθώσουν πρώτα τά δικά τους λάθη. Αύτό άλλωστε μάς δίδαξε καί ό Κύριος λέγοντας: «Γιατί βλέπεις τό ξυλαράκι πού είναι στό μάτι τού άδελφοϋ σου, ένώ τό δοκάρι πού είναι στό μάτι σου δέν τό
καταλαβαίνεις; Μέ ποιο θάρρος μπορείς νά πεις στον άδελφό σου: «Αδελφέ, άφησέ με νά βγάλω τό ξυλαράκι πού εΐναι στό μάτι σου», ένώ έσύ ό ’ίδιος δέν βλέπεις τό δοκάρι πού εΐναι στό δικό σου μάτι; Υποκριτή, βγάλε πρώτα τό δοκάρι άπό τό μάτι σου. Καί τότε θά δεις καθαρά γιά νά βγάλεις τό ξυλαράκι πού εΐναι στό μάτι τού αδελφού σου» (Λουκ. ς' 41-42). Όποιος λοιπόν τολμά νά κάνει μιά παρατήρηση στόν αδελφό του πρέπει πρώτα ό ίδιος νά καταπολεμά τά δικά του λάθη.
Έπειτα, γιά νά κάνει κάποιος ύποδειξεις στούς άλλους, πρέπει νά έχει ό ’ίδιος προοδεύσει στήν πνευματική ζωή, νά έχει διάκριση καί φωτισμό Θεού. Διότι δέν εΐναι όλοι οί άνθρωποι ’ίδιοι. Κάθε άνθρωπος έχει διαφορετική κληρονομικότητα, διαφορετικό χαρακτήρα, διαφορετική άγωγή καί συνήθειες, πού κάποτε τείνουν νά γίνουν ένα μέ τή φύση του. Καί δέν άντέχουν όλοι τό ’ίδιο στις παρατηρήσεις.
Έπειτα δέν εΐναι όλα τά θέματα τέτοια πού μπορούν νά διορθωθούν μέ τόν ’ίδιο τρόπο καί στόν ίδιο βαθμό. Αύτό άκριβώς τονίζει καί ό άγιος ’Ιωάννης ό Δαμασκηνός λέγοντας: «Ού πάν τραύμα τή αύτή έμπλάστρω θεραπεύεται». Κάθε τραύμα δέν θεραπεύεται μέ τό ’ίδιο έμπλαστρο, μέ τό ’ίδιο φάρμακο, μέ τήν ’ίδια άγωγή.
Πώς λοιπόν πρέπει νά γίνονται οί ύποδείξεις;
Πρώτα άπ’ όλα οί παρατηρήσεις δέν πρέπει νά γίνονται μπροστά σέ τρίτους. Διότι ό άλλος συνήθως γίνεται θηρίο. Όποιος λοιπόν έλέγχει μπροστά σέ άλλους κάποιον πού άμάρτησε, αύτός δέν κινείται ’ίσως άπό άγάπη καί Πνεύμα Θεού. Γι’ αύτό καί ό Κύριός μας συμβουλεύει: «Έάν άμαρτήση εις
σέ ό άδελφός σου, ύπαγε καί έλεγξον αύτόν μεταξύ σού καί αύτοΰ μόνου... έάν δέ μή άκούση, παράλαβε μετά σού έτι ένα ή δύο» (Ματθ. ιη’ 15, 16). Διότι τό πνεύμα τής ’Εκκλησίας δέν εΐναι πνεύμα έξοντώσεως άλλά άγάπης καί καταλλαγής, άνεκτικότητος, οικοδομής καί συγχωρήσεως.
’Ιδιαιτέρως λοιπόν καί μέ πνεύμα άγάπης καί ταπεινώσεως πρέπει νά γίνονται οί ύποδείξεις. ’Επιπλέον αύτός πού έχει ταπείνωση δέν κάνει εύκολα τό δάσκαλο. Ξέρει νά άκούει, κι όταν τού ζητηθεί ή γνώμη, μιλάει ταπεινά, μέ άγάπη. Αντίθετα όταν κάποιος κάνει μιά παρατήρηση χωρίς ταπεινό φρόνημα, τότε δέν κινείται άπό πνευματικό ένδιαφέρον καί δημιουργεί μεγαλύτερο πρόβλημα άπ’ αύτό πού έπιδιώκει νά λύσει έξαγριώνει τόν άλλον. Ίσως βέβαια ό φταίχτης νά καταλαβαίνει ότι έχει άδικο. Δέν θέλει όμως νά τό παραδεχθεί. Αντίθετα όταν κάποιος κάνει μία παρατήρηση μέ άγάπη καί μέ πόνο, ό άλλος τό καταλαβαίνει. Κι ένώ μπορεί νά μήν κατανοεί τό περιεχόμενο μιάς συμβουλής, μόνο καί μόνο έπειδή αύτή γίνεται μέ άγάπη καί ταπείνωση, τή δέχεται.
Όποιος λοιπόν κάνει ύποδείξεις στούς άλλους, πρέπει νά τις κάνει πάντοτε μέ διάκριση καί πραότητα. Όχι γιά νά προσβάλει, νά ταπεινώσει, νά έξευτελίσει. Άλλά γιά νά ώφελήσει. Γι’ αύτό μιλάει μέ συγκατάβαση καί λεπτότητα, μέ έπιείκεια καί χάρη Θεού. Πρώτα έπαινεΐ, ένθαρρύνει, καί μετά συμβουλεύει. Ό ταπεινός άνθρωπος διορθώνει χωρίς νά πληγώνει, ώφελεΐ χωρίς νά άναστατώνει. Δέν έξοντώνει τόν άλλον. Άλλά τόν οίκοδομεΐ μέ γλυκύτητα, τόν όδηγεΐ σέ αύτοσυναίσθηση, τόν φιλοτιμεί σέ διόρθωση.
Δέν θέλουμε οί άνθρωποι παρατηρήσεις. Μάς στοιχίζουν. Μάς ένοχλοϋν. Μάς άπογοητεύουν. Γιά πολλούς λόγους. Πρώτα διότι έχουμε μεγάλη ιδέα γιά τόν έαυτό μας. Νομίζουμε ότι έμεΐς ξέρουμε καλύτερα. Έπειτα διότι κατανοούμε ότι όσοι μάς κάνουν παρατηρήσεις έχουν κι αύτοί τά ίδια έλαττώματα μέ μάς. «Αύτός θά μοΰ πεΐ τί νά κάνω; Ας δεΐ καλύτερα τά δικά του». Άλλοτε πάλι δέν θέλουμε νά άκούσουμε μιά
παρατήρηση, διότι θεωρούμε ότι χάνουμε τήν άξιοπρέπειά μας κι ανοίγουμε δρόμους κυριαρχίας τών άλλων πάνω μας. «Πόσο θά κρατήσει αύτό;» λέμε. «Αν ύποχωρώ στις ύποδείξεις του, θά χάσω τήν έλευθερία μου, θά χάσω τό κύρος μου».
Καί δυστυχώς είναι πολλοί αύτοί πού τούς αρέσει νά άσχολούνται διαρκώς μέ τούς άλλους καί νά κάνουν παρατηρήσεις. Ψάχνουν διαρκώς στούς άλλους νά βροΰν έλαττώματα. Καί τούς περιμένουν «στή γωνία», νά δοϋν πότε θά κάνουν κάποιο λάθος γιά νά τούς κτυπήσουν άλύπητα ένώ έάν έκαναν οί ίδιοι κάτι άντίστοιχο, θά τό άμνήστευαν πολύ εύκολα.
Τέτοιοι άνθρωποι όμως δέν έχουν τό δικαίωμα νά γίνονται δάσκαλοι τών άλλων. Έχουν χρέος νά διορθώσουν πρώτα τά δικά τους λάθη. Αύτό άλλωστε μάς δίδαξε καί ό Κύριος λέγοντας: «Γιατί βλέπεις τό ξυλαράκι πού είναι στό μάτι τού άδελφοϋ σου, ένώ τό δοκάρι πού είναι στό μάτι σου δέν τό
καταλαβαίνεις; Μέ ποιο θάρρος μπορείς νά πεις στον άδελφό σου: «Αδελφέ, άφησέ με νά βγάλω τό ξυλαράκι πού εΐναι στό μάτι σου», ένώ έσύ ό ’ίδιος δέν βλέπεις τό δοκάρι πού εΐναι στό δικό σου μάτι; Υποκριτή, βγάλε πρώτα τό δοκάρι άπό τό μάτι σου. Καί τότε θά δεις καθαρά γιά νά βγάλεις τό ξυλαράκι πού εΐναι στό μάτι τού αδελφού σου» (Λουκ. ς' 41-42). Όποιος λοιπόν τολμά νά κάνει μιά παρατήρηση στόν αδελφό του πρέπει πρώτα ό ίδιος νά καταπολεμά τά δικά του λάθη.
Έπειτα, γιά νά κάνει κάποιος ύποδειξεις στούς άλλους, πρέπει νά έχει ό ’ίδιος προοδεύσει στήν πνευματική ζωή, νά έχει διάκριση καί φωτισμό Θεού. Διότι δέν εΐναι όλοι οί άνθρωποι ’ίδιοι. Κάθε άνθρωπος έχει διαφορετική κληρονομικότητα, διαφορετικό χαρακτήρα, διαφορετική άγωγή καί συνήθειες, πού κάποτε τείνουν νά γίνουν ένα μέ τή φύση του. Καί δέν άντέχουν όλοι τό ’ίδιο στις παρατηρήσεις.
Έπειτα δέν εΐναι όλα τά θέματα τέτοια πού μπορούν νά διορθωθούν μέ τόν ’ίδιο τρόπο καί στόν ίδιο βαθμό. Αύτό άκριβώς τονίζει καί ό άγιος ’Ιωάννης ό Δαμασκηνός λέγοντας: «Ού πάν τραύμα τή αύτή έμπλάστρω θεραπεύεται». Κάθε τραύμα δέν θεραπεύεται μέ τό ’ίδιο έμπλαστρο, μέ τό ’ίδιο φάρμακο, μέ τήν ’ίδια άγωγή.
Πώς λοιπόν πρέπει νά γίνονται οί ύποδείξεις;
Πρώτα άπ’ όλα οί παρατηρήσεις δέν πρέπει νά γίνονται μπροστά σέ τρίτους. Διότι ό άλλος συνήθως γίνεται θηρίο. Όποιος λοιπόν έλέγχει μπροστά σέ άλλους κάποιον πού άμάρτησε, αύτός δέν κινείται ’ίσως άπό άγάπη καί Πνεύμα Θεού. Γι’ αύτό καί ό Κύριός μας συμβουλεύει: «Έάν άμαρτήση εις
σέ ό άδελφός σου, ύπαγε καί έλεγξον αύτόν μεταξύ σού καί αύτοΰ μόνου... έάν δέ μή άκούση, παράλαβε μετά σού έτι ένα ή δύο» (Ματθ. ιη’ 15, 16). Διότι τό πνεύμα τής ’Εκκλησίας δέν εΐναι πνεύμα έξοντώσεως άλλά άγάπης καί καταλλαγής, άνεκτικότητος, οικοδομής καί συγχωρήσεως.
’Ιδιαιτέρως λοιπόν καί μέ πνεύμα άγάπης καί ταπεινώσεως πρέπει νά γίνονται οί ύποδείξεις. ’Επιπλέον αύτός πού έχει ταπείνωση δέν κάνει εύκολα τό δάσκαλο. Ξέρει νά άκούει, κι όταν τού ζητηθεί ή γνώμη, μιλάει ταπεινά, μέ άγάπη. Αντίθετα όταν κάποιος κάνει μιά παρατήρηση χωρίς ταπεινό φρόνημα, τότε δέν κινείται άπό πνευματικό ένδιαφέρον καί δημιουργεί μεγαλύτερο πρόβλημα άπ’ αύτό πού έπιδιώκει νά λύσει έξαγριώνει τόν άλλον. Ίσως βέβαια ό φταίχτης νά καταλαβαίνει ότι έχει άδικο. Δέν θέλει όμως νά τό παραδεχθεί. Αντίθετα όταν κάποιος κάνει μία παρατήρηση μέ άγάπη καί μέ πόνο, ό άλλος τό καταλαβαίνει. Κι ένώ μπορεί νά μήν κατανοεί τό περιεχόμενο μιάς συμβουλής, μόνο καί μόνο έπειδή αύτή γίνεται μέ άγάπη καί ταπείνωση, τή δέχεται.
Όποιος λοιπόν κάνει ύποδείξεις στούς άλλους, πρέπει νά τις κάνει πάντοτε μέ διάκριση καί πραότητα. Όχι γιά νά προσβάλει, νά ταπεινώσει, νά έξευτελίσει. Άλλά γιά νά ώφελήσει. Γι’ αύτό μιλάει μέ συγκατάβαση καί λεπτότητα, μέ έπιείκεια καί χάρη Θεού. Πρώτα έπαινεΐ, ένθαρρύνει, καί μετά συμβουλεύει. Ό ταπεινός άνθρωπος διορθώνει χωρίς νά πληγώνει, ώφελεΐ χωρίς νά άναστατώνει. Δέν έξοντώνει τόν άλλον. Άλλά τόν οίκοδομεΐ μέ γλυκύτητα, τόν όδηγεΐ σέ αύτοσυναίσθηση, τόν φιλοτιμεί σέ διόρθωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου