Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Όπου αμαρτία, εκεί χειμών.

Είναι γνωστό άπό τά ιερά άναγνώσματα τού Μεγάλου Σαββάτου τό περιστατικό μέ τόν προφήτη Ιωνά, στον όποιο είπε ό άγιος Θεός νά πάει στήν πρωτεύουσα τής Ασσυρίας Νινευή καί νά κηρύξει μετάνοια, διότι οί άμαρτίες τών κατοίκων της ήταν τόσο πολλές καί μεγάλες πού ή κραυγή καί ή βοή της έφθανε μέχρι τούς ούρανούς.

Αλλά ό Ιωνάς άντί νά βαδίσει άνατολικά, πρός τή Νινευή, «άνέστη τοϋ φυγεΐν εις Θαρ-σίς». Αποφάσισε νά ταξιδέψει δυτικά, στή μακρινή πόλη τής Ισπανίας Θαρσίς, γιά νά βρεθεί, όπως νόμιζε, όσο τό δυνατόν πιό μακριά άπό τά 'Ιεροσόλυμα, τήν πόλη στήν όποια είδικώς καί κατ’ έξοχήν φανέρωνε τή δόξα καί τό μεγαλείο τοϋ προσώπου του ό Κύριος. Κατέβηκε μέ τά πόδια στήν Ίόππη, βρήκε πλοίο πού θά έκτελοϋσε τό δρομολόγιο Ίόππη -Θαρσίς, πλήρωσε τό εισιτήριο τής διαδρομής, μπήκε μέσα, κατέβηκε στό άμπάρι τού πλοίου καί όπως ήταν κουρασμένος έπεσε γιά ύπνο νά κοιμηθεί.

Τό πλοίο άνεχώρησε κανονικά, άλλά, όταν άνοίχτηκε στό πέλαγος, «Κύριος έξήγειρε πνεύμα μέγα», σήκωσε δυνατό άέρα, καί «έγένετο κλύδων μέγας» (Ιων. α' 4), ξέσπασε τρικυμία μεγάλη, ειδικά στήν περιοχή πού ταξίδευε τό συγκεκριμένο πλοίο. Οί ναυτικοί δραστηριοποιήθηκαν γιά νά μή συντρίβει τό πλοίο, έριξαν καί μέρος του φορτίου στη θάλασσα γιά νά έλαφρώσει, άλλα ή τρικυμία δυνάμωνε περισσότερο. Τρομοκρατήθηκαν οί πάντες κι άρχισαν νά προσεύχονται ό καθένας στό δικό του Θεό νά τούς σώσει άπό βέβαιο πνιγμό.

Ό μόνος πού έξακολουθοΰσε νά κοιμάται στό αμπάρι τού πλοίου ροχαλίζοντας ήταν ό ’Ιωνάς. Ανήσυχος ό πρωρεύς τού πλοίου πήγε καί τόν ξύπνησε λέγοντας: «Τί κάνεις έδώ; Τό πλοίο κινδυνεύει κι έσύ κοιμάσαι βαθιά; “Ανάστα καί έπικαλοϋ τόν Θεόν σου’’. Σήκω γρήγορα, νά παρακαλεΐς κι έσύ τόν Θεό σου νά μάς λυπηθεί, γιατί χανόμαστε!».

'Επειδή ή τρικυμία είχε κάτι άσυνήθιστο, όλοι διαισθάνονταν ότι κάποιος έφταιγε γιά τό κακό πού τούς βρήκε καί έλεγαν μεταξύ τους: «Δεύτε βάλωμεν κλήρους καί έπιγνώμεν τίνος ένεκεν ή κακία αϋτη έστίν έν ήμΐν» (Ιων. α' 7). Έριξαν κλήρο καί ό κλήρος έπεσε στον ’Ιωνά. Αύτή τήν έρμηνεία τού φαινομένου δέν τήν άρνήθηκε ούτε ό ’Ιωνάς, ό όποιος ομολόγησε μετανοημένος τήν ένοχή του λέγοντας: «Έγνωκα έγώ ότι δΓ έμέ ό κλύδων ό μέγας οΰτος έφ’ ύμάς έστι» (Ιων. α’ 12). Έξαιτίας μου συμβαίνει σέ σάς αύτή ή μεγάλη θαλασσοταραχή. Παρήκουσα στήν έντολή τού Θεού, έγκατέλειψα τήν άπο-στολή μου! «Άρατέ με καί έμβάλετέ με εις τήν θάλασσαν». Πάρτε με καί ρίξτε με στή θάλασσα, γιά νά σταματήσει ό σάλος των κυμάτων.

Ή συναρπαστική διήγηση έχει καί θαυμαστή συνέχεια, άλλά έμεΐς θά σταματήσουμε έδώ, γιά νά βγάλουμε ένα σπουδαίο δίδαγμα. Γιατί ξέσπασε στά καλά καθούμενα τόσο μεγάλη θαλασσοταραχή; Γιά νά μάθεις, σημειώνει ό ιερός Χρυσόστομος, «ότι όπου άμαρτία, έκεί χειμών, όπου παρακοή, έκεΐ κλυδώνιον»· όπου ύπάρχει άμαρτία, παρακοή, άποστασία άπό τό θέλημα τού Θεού, δημιουργοΰνται άκαταστασίες, άνωμαλίες, άναστατώσεις

μεγάλες. Γιατί ή Νινευή έφθασε στό χείλος τού γκρεμού, τόσο πού ό άγιος Θεός άποφάσισε τήν καταστροφή της; Έξαιτίας τών άμαρτιών των κατοίκων της. «Έσαλεύετο ή πόλις διά τά άμαρτήματα τών Νινευϊτών»! Γ ιατί ξέσπασε τόσο μεγάλη τρικυμία στό ταξίδι τού ’Ιωνά; Έξαιτίας τής παρακοής του. «Έσαλεύετο τό πλοΐον διά τήν παρακοήν τού προφήτου»!

Ό ’Ιωνάς μέ τήν παρακοή του έθεσε σέ κίνδυνο τή ζωή του, τή σωτηρία τής ψυχής του, άλλά καί τή ζωή τόσων συνανθρώπων του μέ τούς όποιους συνταξίδευε. Άλλά καί οί Νινεύί'τες, πού είχε λάβει έντολή ό Προφήτης νά τούς έλέγξει γιά τήν έκλυτη ζωή τους, όχι μόνο οί ’ίδιοι αύτοκαταστρέφονταν, άλλά καί τήν πόλη τους τήν έφεραν στά πρόθυρα τής καταστροφής. Έτσι κι έμεΐς όσο πιό πολύ άπομακρυνόμαστε άπό τό θέλημα τού Θεού, τόσο πιό πολύ ζημιωνόμαστε, τόσο πιό πολλά δεινά φέρνουμε στήν πόλη καί τήν πατρίδα μας.

Ή μόνη λύση γιά νά διορθωθούν τά πράγματα, είναι νά μετανοήσουμε είλικρινά γιά τις άμαρτίες μας. Οί ναυτικοί «έρριψαν τόν Ίωνάν εις τό πέλαγος, καί έστη τό πλοΐον». Τόν έριξαν στή θάλασσα καί σταμάτησε άμέσως ή τρικυμία. Σώθηκε τό πλοίο τους άπό βέβαιο καταποντισμό. Άλλά καί ό Ιωνάς σώθηκε μέ τή μετάνοια. Διότι τό κήτος πού ήλθε κοντά του δέν τόν κατασπάραξε, άλλά μετά άπό τρεις ήμέρες τόν έβγαλε σώο καί άβλαβή στήν ξηρά. Τό ίδιο νά κάνουμε κι έμεΐς. Νά ρίξουμε στή θάλασσα τού θείου έλέους τις άμαρτίες μας, γιά νά σωθούμε κι έμεΐς καί ή πατρίδα μας. «Ήμεΐς δέ τήν άμαρτίαν καταποντίσωμεν, καί στήσεται πάντως ή πόλις»(*). Μόνο άν μετανοήσουμε είλικρινά, θά μπορέσουμε νά σταθούμε στά πόδια μας κι έμεΐς καί ή πατρίδα μας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου