Ο τίτλος μας προέρχεται άπό τόν 15ο στίχο τοϋ 144ου Ψαλμοϋ, πού λέει: «Οί οφθαλμοί πάντων εις σέ έλπίζουσι καί σύ δίδως τήν τροφήν αύτών έν εύκαιρία»· δηλαδή οί οφθαλμοί όλων είναι στραμμένοι σέ Σένα μέ έλπίδα καί έμπιστοσύνη. Καί Εσύ δίνεις σέ όλα στήν κατάλληλη ώρα τήν άπαραίτητη τροφή τους.
Τά μάτια όλων των όντων «εις σέ έλπίζουσι». Τί έλπίζουν; Ελπίζουν άναμφιβόλως νά βρουν τήν τροφή τους, δηλαδή νά τούς δώσεις Εσύ τροφή. Ή λέξη «έλπίζουσι» αύτό τό νόημα έκ πρώτης όψεως έχει έδώ. Όμως...
Όμως άν έρευνήσουμε μέ προσοχή, θά διαπιστώσουμε ότι ύπάρχει πολύ μεγαλύτερο βάθος στό νόημά της. Καί άς δούμε τό θέμα άπό τήν άρχή του.
Ανοίγουμε τό πρώτο βιβλίο τής Παλαιός Διαθήκης πού λέγεται Γένεσις. Στήν άρχή περιγράφει τή δημιουργία τοϋ κόσμου: «Εν άρχή έποίησεν ό Θεός τόν ούρανόν καί τήν γην. ή δέ γη ήν άόρατος καί άκατασκεύαστος». Ό Θεός δημιουργεί τό σύμπαν καί μέσα σ’ αύτό τή γη. Δημιουργεί βουνά, λαγκάδια, πεδιάδες, χαράδρες, γκρεμούς. Έπειτα όλα τά ζώα. Καί τέλος τόν άνθρωπο. Ό άνθρωπος είναι ό βασιλιάς τής δημιουργίας, τό ύπεροχότερο δημιούργημα τού Θεού καί μαζί μέ τά ζώα βρίσκεται στή χαρά τοϋ παραδείσου. Μέσα έκεΐ τά πάντα εΐναι στραμμένα στόν Θεό. Είναι όλα καλά λίαν... ώς τή στιγμή πού ξέσπασε ή φοβερή καταιγίδα. Η πτώση. Καί άναπόφευκτα ή τραγική συνέπεια: ή έκδίωξη τοϋ άνθρώπου άπό τόν παράδεισο. Ή φύση όλη άκολούθησε τήν πτώση τοϋ άνθρώπου. Κατάληξη τραγική.
Άπό κείνη τήν ώρα άρχίζει ή ιστορία τοϋ πόνου καί τών θρήνων τής ζωής. Υποφέρει ό άνθρωπος, ύποφέρει καί όλη ή κτίση μαζί του. Υποφέρουν τά ζώα, τά ψάρια, τά πουλιά, τά πάντα. Υποφέρουν άκόμα καί τά άψυχα, τά φυτά καί τά δένδρα, οί βράχοι, οί κάμποι, τά βουνά. Υποφέρουν άπό σεισμούς, πλημμύρες, φωτιές: «Πάσα ή κτίσις συστενάζει καί συνωδίνει άχρι τοϋ νϋν»· ολόκληρη ή κτίση στενάζει καί πονάει φρικτά έως τώρα. 'Ολόκληρη ή κτίση είναι ύποδουλωμένη στή φθορά. Στενάζει καί πονάει... άλλά καί περιμένει...
Τί περιμένει; Περιμένει τήν έλευθερία της. Περιμένει «τήν έλευθερίαν τής δόξης των τέκνων τοϋ Θεοϋ»· περιμένει νά πάρει μέρος στήν έλευθερία τής ένδοξης καταστάσεως των παιδιών τοϋ Θεοϋ. Δέν περιμένει άπλώς. Έχει σφοδρή έπιθυμία, άναμένει μέ άγωνία, καραδοκεί μέ κομμένη τήν άναπνοή της νά άντικρίσει τήν ένδοξη φανέρωση τών παιδιών τοϋ Θεοϋ: «'Η γάρ άποκαραδοκία τής κτίσεως τήν άποκάλυψιν τών υιών τοϋ Θεοϋ άπεκδέχεται» (Ρωμ. η' 19-22).
Νά λοιπόν τώρα τό βαθύτερο νόημα τής λέξεως «έλπίζουσι». Τά πάντα είναι στραμμένα στόν Θεό καί έλπίζουν... ’Ελπίζουν νά τούς δώσει τήν άναγκαία καθημερινή τροφή... Ναί, άλλά έλπίζουν καί τή λύτρωση τών πάντων άπό τή δουλεία τής φθοράς καί τήν κυριαρχία τοϋ θανάτου.
Καί δέν έλπίζουν ματαίως. Διότι ή άρχή τής ιστορίας τής φθοράς είναι ταυτόχρονα καί άρχή τής ιστορίας τής σωτηρίας. Ό Θεός έκλέγει τό λαό τών Εβραίων γιά νά τήν ύπηρετήσει. Μιλάει σ' αύτόν τόν λαό μέ τούς κατά καιρούς άπεσταλμένους Του. Μέ τούς Πατριάρχες. Μέ τόν Μωυσή, τούς Προφήτες.
Έως ότου φθάνουμε στήν Καινή Διαθήκη. Ό Θεός άναδεικνύει τή νέα Εϋα, τήν Παναγία μας. Τήν άναδεικνύει γιά νά φέρει στόν κόσμο τόν νέο Άδάμ, τόν Κύριο Ίησοϋ Χριστό, τόν ίδιο τόν ένανθρωπήσαντα Θεό μας. Έπαθε, πέθανε, άναστήθηκε. Άρχισε τήν άνακαίνιση τών πάντων. Τώρα πορευόμαστε πρός τή μία καί μοναδική έκείνη μέρα τής Δευτέρας Του Παρουσίας, οπότε τά πάντα θά γίνουν καινούργια: ό άνθρωπος καί ή κτίση.
Πορευόμαστε άλλά καί ήδη μετέχουμε στή νέα κτίση. Ή νέα κτίση είναι ή ’Εκκλησία καί κατεξοχήν τό κέντρο τής ζωής τής Εκκλησίας, ή θεία Λειτουργία, ή «εύλογημένη Βασιλεία τοϋ Πατρός καί τοϋ Υίοϋ καί τοϋ Αγίου Πνεύματος». Τό μυαλό τοϋ άνθρώπου έδώ σταματάει. Σ’ όλο τόν κόσμο νύχτα καί μέρα προσφέρεται ή ζωή, ή Βασιλεία τοϋ Θεοϋ Πατέρα, τοϋ Υίοϋ καί τοϋ Άγιου Πνεύματος. Τώρα άνοίγεται ό παραδείσιος τόπος καί κάθε στιγμή ό πεσμένος άνθρωπος μπορεί νά άνεβαίνει πρός τόν τελικό του προορισμό. Συγχρόνως άνεβάζει μαζί του καί όλη τήν κτίση. Ό άρτος, ένα νεκρό στοιχείο τής φρύσεως, ζωοποιείται, μεταβάλλεται, γίνεται σώμα, καί τό κρασί αίμα τοϋ ένανθρωπήσαντος Θεοϋ. Οί άγγελοι είναι παρόντες. Ό ούρανός καί ή γή γίνονται ένα. Τό ιερό Μυστήριο τής θείας Εύχαριστίας μάς κάνει άπό τώρα μετόχους τής τελικής καταστάσεως τών πάντων, μάς μεταφέρει στό τέλος τοϋ κόσμου.
Ό Ψαλμωδός λέει: «Οί οφθαλμοί πάντων εις σέ έλπίζουσι». Δέν γράφει, Εσένα βλέπουν, άλλά, σέ Σένα έλπίζουν. Τώρα μπορούμε νά πούμε: Όλα τά μάτια είναι στραμμένα σέ Σένα. Ή όλη δημιουργία ’Εσένα προσμένει.
Κι ’Εσύ, ό Δημιουργός καί ή ζωή τών πάντων, μέ τό στόμα τοϋ ιερέα μάς λές: Κι ’Εγώ έσάς περιμένω! ’Ελάτε! «Μετά φόβου Θεοϋ, πίστεως καί άγάπης προσέλθετε»!
Προσέλθετε, έλάτε κοντά μου! Ελάτε έδώ τώρα, προσέλθετε όμως καί στήν τελική σας δόξα, στή Βασιλεία μου. Εκεί όπου θά έχουν γίνει τά πάντα καινούργια... Προσέλθετε!
Τά μάτια όλων των όντων «εις σέ έλπίζουσι». Τί έλπίζουν; Ελπίζουν άναμφιβόλως νά βρουν τήν τροφή τους, δηλαδή νά τούς δώσεις Εσύ τροφή. Ή λέξη «έλπίζουσι» αύτό τό νόημα έκ πρώτης όψεως έχει έδώ. Όμως...
Όμως άν έρευνήσουμε μέ προσοχή, θά διαπιστώσουμε ότι ύπάρχει πολύ μεγαλύτερο βάθος στό νόημά της. Καί άς δούμε τό θέμα άπό τήν άρχή του.
Ανοίγουμε τό πρώτο βιβλίο τής Παλαιός Διαθήκης πού λέγεται Γένεσις. Στήν άρχή περιγράφει τή δημιουργία τοϋ κόσμου: «Εν άρχή έποίησεν ό Θεός τόν ούρανόν καί τήν γην. ή δέ γη ήν άόρατος καί άκατασκεύαστος». Ό Θεός δημιουργεί τό σύμπαν καί μέσα σ’ αύτό τή γη. Δημιουργεί βουνά, λαγκάδια, πεδιάδες, χαράδρες, γκρεμούς. Έπειτα όλα τά ζώα. Καί τέλος τόν άνθρωπο. Ό άνθρωπος είναι ό βασιλιάς τής δημιουργίας, τό ύπεροχότερο δημιούργημα τού Θεού καί μαζί μέ τά ζώα βρίσκεται στή χαρά τοϋ παραδείσου. Μέσα έκεΐ τά πάντα εΐναι στραμμένα στόν Θεό. Είναι όλα καλά λίαν... ώς τή στιγμή πού ξέσπασε ή φοβερή καταιγίδα. Η πτώση. Καί άναπόφευκτα ή τραγική συνέπεια: ή έκδίωξη τοϋ άνθρώπου άπό τόν παράδεισο. Ή φύση όλη άκολούθησε τήν πτώση τοϋ άνθρώπου. Κατάληξη τραγική.
Άπό κείνη τήν ώρα άρχίζει ή ιστορία τοϋ πόνου καί τών θρήνων τής ζωής. Υποφέρει ό άνθρωπος, ύποφέρει καί όλη ή κτίση μαζί του. Υποφέρουν τά ζώα, τά ψάρια, τά πουλιά, τά πάντα. Υποφέρουν άκόμα καί τά άψυχα, τά φυτά καί τά δένδρα, οί βράχοι, οί κάμποι, τά βουνά. Υποφέρουν άπό σεισμούς, πλημμύρες, φωτιές: «Πάσα ή κτίσις συστενάζει καί συνωδίνει άχρι τοϋ νϋν»· ολόκληρη ή κτίση στενάζει καί πονάει φρικτά έως τώρα. 'Ολόκληρη ή κτίση είναι ύποδουλωμένη στή φθορά. Στενάζει καί πονάει... άλλά καί περιμένει...
Τί περιμένει; Περιμένει τήν έλευθερία της. Περιμένει «τήν έλευθερίαν τής δόξης των τέκνων τοϋ Θεοϋ»· περιμένει νά πάρει μέρος στήν έλευθερία τής ένδοξης καταστάσεως των παιδιών τοϋ Θεοϋ. Δέν περιμένει άπλώς. Έχει σφοδρή έπιθυμία, άναμένει μέ άγωνία, καραδοκεί μέ κομμένη τήν άναπνοή της νά άντικρίσει τήν ένδοξη φανέρωση τών παιδιών τοϋ Θεοϋ: «'Η γάρ άποκαραδοκία τής κτίσεως τήν άποκάλυψιν τών υιών τοϋ Θεοϋ άπεκδέχεται» (Ρωμ. η' 19-22).
Νά λοιπόν τώρα τό βαθύτερο νόημα τής λέξεως «έλπίζουσι». Τά πάντα είναι στραμμένα στόν Θεό καί έλπίζουν... ’Ελπίζουν νά τούς δώσει τήν άναγκαία καθημερινή τροφή... Ναί, άλλά έλπίζουν καί τή λύτρωση τών πάντων άπό τή δουλεία τής φθοράς καί τήν κυριαρχία τοϋ θανάτου.
Καί δέν έλπίζουν ματαίως. Διότι ή άρχή τής ιστορίας τής φθοράς είναι ταυτόχρονα καί άρχή τής ιστορίας τής σωτηρίας. Ό Θεός έκλέγει τό λαό τών Εβραίων γιά νά τήν ύπηρετήσει. Μιλάει σ' αύτόν τόν λαό μέ τούς κατά καιρούς άπεσταλμένους Του. Μέ τούς Πατριάρχες. Μέ τόν Μωυσή, τούς Προφήτες.
Έως ότου φθάνουμε στήν Καινή Διαθήκη. Ό Θεός άναδεικνύει τή νέα Εϋα, τήν Παναγία μας. Τήν άναδεικνύει γιά νά φέρει στόν κόσμο τόν νέο Άδάμ, τόν Κύριο Ίησοϋ Χριστό, τόν ίδιο τόν ένανθρωπήσαντα Θεό μας. Έπαθε, πέθανε, άναστήθηκε. Άρχισε τήν άνακαίνιση τών πάντων. Τώρα πορευόμαστε πρός τή μία καί μοναδική έκείνη μέρα τής Δευτέρας Του Παρουσίας, οπότε τά πάντα θά γίνουν καινούργια: ό άνθρωπος καί ή κτίση.
Πορευόμαστε άλλά καί ήδη μετέχουμε στή νέα κτίση. Ή νέα κτίση είναι ή ’Εκκλησία καί κατεξοχήν τό κέντρο τής ζωής τής Εκκλησίας, ή θεία Λειτουργία, ή «εύλογημένη Βασιλεία τοϋ Πατρός καί τοϋ Υίοϋ καί τοϋ Αγίου Πνεύματος». Τό μυαλό τοϋ άνθρώπου έδώ σταματάει. Σ’ όλο τόν κόσμο νύχτα καί μέρα προσφέρεται ή ζωή, ή Βασιλεία τοϋ Θεοϋ Πατέρα, τοϋ Υίοϋ καί τοϋ Άγιου Πνεύματος. Τώρα άνοίγεται ό παραδείσιος τόπος καί κάθε στιγμή ό πεσμένος άνθρωπος μπορεί νά άνεβαίνει πρός τόν τελικό του προορισμό. Συγχρόνως άνεβάζει μαζί του καί όλη τήν κτίση. Ό άρτος, ένα νεκρό στοιχείο τής φρύσεως, ζωοποιείται, μεταβάλλεται, γίνεται σώμα, καί τό κρασί αίμα τοϋ ένανθρωπήσαντος Θεοϋ. Οί άγγελοι είναι παρόντες. Ό ούρανός καί ή γή γίνονται ένα. Τό ιερό Μυστήριο τής θείας Εύχαριστίας μάς κάνει άπό τώρα μετόχους τής τελικής καταστάσεως τών πάντων, μάς μεταφέρει στό τέλος τοϋ κόσμου.
Ό Ψαλμωδός λέει: «Οί οφθαλμοί πάντων εις σέ έλπίζουσι». Δέν γράφει, Εσένα βλέπουν, άλλά, σέ Σένα έλπίζουν. Τώρα μπορούμε νά πούμε: Όλα τά μάτια είναι στραμμένα σέ Σένα. Ή όλη δημιουργία ’Εσένα προσμένει.
Κι ’Εσύ, ό Δημιουργός καί ή ζωή τών πάντων, μέ τό στόμα τοϋ ιερέα μάς λές: Κι ’Εγώ έσάς περιμένω! ’Ελάτε! «Μετά φόβου Θεοϋ, πίστεως καί άγάπης προσέλθετε»!
Προσέλθετε, έλάτε κοντά μου! Ελάτε έδώ τώρα, προσέλθετε όμως καί στήν τελική σας δόξα, στή Βασιλεία μου. Εκεί όπου θά έχουν γίνει τά πάντα καινούργια... Προσέλθετε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου