Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016

"Λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν"

Μιὰ στάση ζωῆς καθόλου εὔκολη περιγράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Ἃ’ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή του, ἀναφερόμενος στὸ πῶς ἀντιμετωπίζουν οἱ ἀπόστολοι τὴν ἐχθρικὴ συμπεριφορὰ ὄχι μόνο των μὴ χριστιανών  αλλα καὶ τῶν ἄλλων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας: «λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν» (Ἃ’ Κορ. 4, 12-13). Στοὺς ἐμπαιγμοὺς ἀπαντᾶμε μὲ καλὰ λόγια, στοὺς διωγμοὺς μὲ ὑπομονή, στὶς συκοφαντίες μὲ λόγια φιλικά. Μία τέτοια στάση ζωῆς δὲν ἔρχεται ὡς ἀποτέλεσμα γενναιόδωρης καὶ μακρόθυμης καρδιᾶς. Ἀποτελεῖ τὸ συστατικὸ στοιχεῖο τῆς μίμησης τοῦ Χριστοῦ, τῆς παρουσίας ἐντός της καρδιᾶς τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ εἶναι σημεῖο μοναδικῆς σὲ ἔκταση καὶ ἔνταση πίστης.

  Ποιὰ εἶναι ἡ φυσικὴ στάση τῶν ἀνθρώπων ὅταν ἀντιμετωπίζουν λοιδορίες, διωγμούς, βλασφημίες;
 Πρώτα ἡ λύπη. Κατόπιν ἡ ὀργή. Καὶ στὴ συνέχεια ἡ ἀντίδραση εἴτε διὰ τῆς ἀνταπόδοσης εἴτε διὰ τῆς ἐκδίκησης εἴτε διὰ τῆς καταφυγῆς σὲ ἐκείνους ποὺ μποροῦν νὰ μᾶς κάνουν νὰ βροῦμε τὸ δίκιο μᾶς ἀπέναντι σ’ αὐτοὺς ποὺ μᾶς συμπεριφέρονται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο.
  Ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν ὅμως ἐπισημαίνει ὅτι ἡ χριστιανικὴ στάση δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτή, ἀκόμη κι ἂν ἡ ἐσωτερικὴ πάλη γίνεται στὴν καρδιά μας. Ἄλλωστε, συνεχῶς ὁ ἐαυτὸς μᾶς καλείται να παλέψει μὲ τὴν ἐλευθερία του. Η ἀληθινὴ ὅμως πνευματικὴ πρόοδος ἔγκειται στὸ νὰ γίνεται σταδιακὰ ἡ καρδιὰ μᾶς τόπος καὶ τρόπος θέασης τῆς ζωῆς καὶ τῆς συμπεριφορᾶς τῶν ἄλλων κατὰ μίμησιν τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων της πίστης μας καὶ ἀναλόγως νὰ διαμορφώνεται ἡ ἀντίδρασή μας. Ἡ εὐλογία λοιπόν, ἡ ἀνοχὴ καὶ ἡ παράκληση ἀποτελοῦν τοὺς τρόπους ἐκείνους ποὺ δείχνουν πῶς καλεῖται νὰ φερθεῖ ὁ χριστιανὸς ἔναντι ὅσων τὸν ἀπορρίπτουν ἢ τοῦ φέρονται ἄσχημα.

Ἡ λοιδορία πηγάζει ἀπὸ ἕνα αἴσθημα ὑπεροχῆς, τὸ ὁποῖο συχνὰ οἱ ἄνθρωποι ἀναπτύσσουμε ἔναντί των ἄλλων.
Εἴτε ἐξαιτίας ὑπαρκτῶν χαρισμάτων, εἴτε ἐξαιτίας μιᾶς φαντασιακῆς αἴσθησης ὅτι εἴμαστε ἰκανότεροι, εὐφυέστεροι, πιὸ δυνατοὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, τοὺς εἰρωνευόμαστε, μειώνοντάς τους ἔναντί των ὑπολοίπων ἀνθρώπων γιὰ νὰ δείξουμε τὴν δική μας ὑπεροχή.
 Η λοιδορία πηγάζει καὶ ἀπο εμπάθεια καὶ ἀπὸ πνεῦμα ἐξουσιαστικό εναντί των ἄλλων καὶ μαρτυρεῖ καρδιὰ ρυπαρή. Ὁ Παῦλος, ζητώντας ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς νὰ ἀπαντοῦν μὲ καλὰ λόγια σὲ ὅσους τοὺς λοιδοροῦν, περιγράφει μία καρδιὰ ἡ ὁποία δὲν διακατέχεται οὔτε ἀπὸ πνεῦμα ἐξουσίας, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν θέλει νὰ ἀφήσει τὴν θιγμένη ὑπερηφάνεια νὰ λειτουργήσει ὡς τρόπος ἀντίδρασης, οὔτε ἀπὸ ἐμπάθεια ἔναντί των ἄλλων, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἀνταποδίδει μὲ ὀργὴ καὶ ἐκδικητικότητα τὶς λοιδορίες ποὺ δέχεται. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Παῦλος περιγράφει μία καρδιὰ ταπεινὴ καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἀγαπητικὴ ἔναντί των λοιδορούντων, δηλαδὴ μία καρδιὰ στὴν ὁποία ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἀναπαύεται.

Ὁ διωγμὸς πηγάζει καὶ πάλι ἀπὸ ἕνα αἴσθημα ὑπεροχῆς καὶ ἐξουσίας ἐναντίον τῶν ἄλλων, ἐνῶ ἐνίοτε συνδέεται μὲ τὸ αἴσθημα τῆς ἐπικράτησης κανόνων στὴν κοινωνία καὶ στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις, στοὺς ὁποίους οἱ διωκόμενοι δὲν θέλουν νὰ ὑπακούσουν ἢ νὰ προσαρμοστοῦν.
Καὶ ἐδῶ το πνεῦμα τῆς ἐξουσίας γεννᾶ μιὰ τέτοια δυναμικὴ ἡ ὁποία στερεῖ τὴν ἐλευθερία ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ δὲν θέλουν νὰ τὸ ἀποδεχτοῦν. Ἡ στέρηση ὅμως τῆς ἐλευθερίας ἐκ τῶν πραγμάτων γεννᾶ παραπικρασμούς. Γεννᾶ αἴσθημα ἀδικίας. Ὁ Παῦλος, χωρὶς νὰ δικαιολογεῖ τοὺς διώκοντες, μιλᾶ γιὰ τὴν ἀνοχή, ὡς ὑπομονὴ καὶ ἔκφραση ταπεινῆς ἀγάπης ἔναντί τους. Ἡ ἀνοχὴ δὲν εἶναι παθητικὴ στάση. Δὲν εἶναι σιωπή, ὅπως κάποιος εὔκολα θὰ μποροῦσε νὰ συμπεράνει.
 Είναι ὅμως ἄρνηση ἀνταπόδοσης τῆς κακίας καὶ τῆς ἐξουσιαστικότητας καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ προσευχὴ γιὰ τοὺς διῶκτες, καὶ ὑπομονὴ στὰ δεινά. Είναι ἕνα μικρότερο ἢ μεγαλύτερο μαρτύριο, τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἐκτείνεται χρονικὰ καὶ νὰ ἀπαιτεῖ συνεχῆ συγχωρητικότητα, ὅμως φέρει μαζί του καὶ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ο ἀνεχόμενος καταθέτει τὴν ἄρνησή του νὰ συμμορφωθεῖ μὲ τὸν διώκτη του, γιατί αὐτὴ ἡ ἄρνηση στηρίζεται στὴν πίστη στὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ στὴν προσπάθεια νὰ καταδείξει τί εἶναι δίκαιο καὶ τί ὄχι, τί ἀποτελεῖ παραβίαση τῆς ἐλευθερίας. Τὴν ἴδια στιγμὴ ὅμως ἀρνεῖται νὰ καταδιώξει τὸν διώκτη του, ἀφήνοντας τὰ πάντα στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν δική Του δύναμη.

   Ἡ συκοφάντηση ἢ οἱ ὑβριστικοὶ λόγοι εἰς βάρος τῶν ἄλλων ἀποτελοῦν ἔκφραση ζήλιας καὶ ὀργῆς.Συκοφαντοῦμε αὐτοὺς ποὺ ζηλεύουμε εἴτε γιὰ τὴν θέση τους στὴ ζωὴ εἴτε γιὰ τὰ χαρίσματά τους εἴτε γιατί μᾶς προκαλοῦν ἀνασφάλεια οἱ δυνατότητές τους μέσα στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γεννιέται ἕνα κλίμα καχυποψίας καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἐπιβολῆς εἰς βάρος τους. Συκοφαντούμε για νὰ μειώσουμε τὴν ἐπιρροή τους καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ γιὰ νὰ φανοῦμε χρήσιμοι σὲ ἄλλους ποὺ σκέφτονται κατ’ αὐτὸν τρόπο ἢ εἶναι ἐπιπόλαιοι καὶ ἕτοιμοι νὰ ἀποδεχθοῦν τοὺς λόγους μας.
  Υβρίζουμε γιατί θεωροῦμε ὅτι μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο δείχνουμε τὴν ὑπεροχή μας, φαινόμαστε ὡς ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε οἱ σωστοὶ καὶ θέλουμε νὰ ταπεινώσουμε ἐκείνους πρὸς τοὺς ὁποίους οἱ ὕβρεις μᾶς ἀπευθύνονται, προκειμένου νὰ τοὺς ρίξουμε χαμηλὰ στὰ μάτια τῶν ἄλλων. Καὶ εἶναι εὔκολη ἡ ἀνταπόδοση κυρίως στὶς ὕβρεις ἢ ὁ σχηματισμὸς ἐμπάθειας ἔναντι ἐκείνων ποὺ μᾶς συκοφαντοῦν καὶ ἡ καλλιέργεια ἐκδικητικότητας στὴν καρδιὰ ἐκείνου ποὺ συκοφαντεῖται ἢ ὑβρίζεται. Ὅμως καὶ πάλι ὁ Παύλος μιλα γιὰ τὴν παράκληση ὡς ἀπάντηση στὴν βλασφημία τῆς συκοφαντίας καὶ τοῦ ὑβρισμοῦ. Παράκληση σημαίνει λόγια φιλικά, λόγια ποὺ γαληνεύουν καὶ παρηγοροῦν, καταλαγιάζουν τὸν ἄλλο, λόγια δηλαδὴ ποὺ ἀποκαλύπτουν τὴν ἀληθινὴ κατάσταση ἐκείνου καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ μαρτυροῦν τὴν ἀγάπη τοῦ χριστιανοῦ. Αὐτὰ τὰ λόγια πηγάζουν ἀπὸ καρδιὰ ποὺ ἔχει πραότητα, συγχωρητικότητα καὶ ἀγάπη, δηλαδὴ ἀπὸ ταπεινὴ καρδιά.

Πόσο εἶναι ἐφικτὸ στὴ χριστιανικὴ ζωὴ νὰ ἀποκτήσουμε μὰ τέτοια καρδιά, ὅταν συχνὰ οἱ ἄνθρωποι μᾶς προκαλοῦν ἐκνευρισμό, ἀπογοήτευση, θυμὸ γιὰ τὴν ἀδυναμία μας νὰ συνεννοηθοῦμε ἢ καὶ γιὰ τὴν ἐμμονή τους στὴν προκλητικὴ καὶ ἀντίθετη μὲ τὰ ὅσα θὰ θέλαμε συμπεριφορά τους;
Ἡ πνευματικὴ ζωὴ καὶ ἡ ἐμβάθυνση σ’ αὐτὴν ἀποτελεῖ τὴν ἀρχή.
Ἂν κατανοήσουμε ὅτι εἴμαστε ἄνθρωποι ἀτελεῖς καὶ ἀπέναντι στὸ Θεὸ ἐντελῶς ἀδύναμοι.
 Αν κατανοήσουμε ὅτι ὅσοι μᾶς συμπεριφέρονται μὲ τρόπο ποὺ δὲν θὰ θέλαμε δὲν χρειάζονται τὴν καταδίκη μας ἀλλὰ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀγάπη μας.
 Αν ἔχουμε ὡς πρότυπά μας τὴν στάση τοῦ Κυρίου μας, ὁ ὁποῖος «λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει, παρεδίδου δὲ τῷ κρίνοντι δικαίως» (Ἃ’ Πέτρ. 2, 23), τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων.
Κυρίως ὅμως, ἂν λειτουργοῦμε μὲ γνώμονα τὴν ἐκκλησιαστικότητα, δηλαδὴ τὴν ἔνταξή μας στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία προϋποθέτει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ὑπομονή.
Τὴν ἴδια στιγμή, ὁ καθένας μᾶς καλεῖται μὲ τὴν προσευχή, τὴν νηστεία, τὴν ἄσκηση, τὴν μετάνοια νὰ ἐμβαθύνει στὴν ἀνάγκη τῆς μακροθυμίας, τῆς ταπείνωσης, τῆς συγχώρεσης, ἀφήνοντας ὅσο τὸ δυνατὸν ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ τὸ πνεῦμα τῆς ἐξουσίας, τῆς ἐμπάθειας, τοῦ φθόνου, τῆς ἀνταπόδοσης ἔναντί των ἄλλων.


 Ο ἀγώνας αὐτὸς εἶναι συνεχής. Ἑλκύει ὅμως τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δὲν μᾶς ἀφήνει μόνους. Ταυτόχρονα εἶναι αὐτὸς ποὺ μπορεῖ τελικὰ νὰ παραδειγματίσει καὶ ὅλους ἐκείνους ποὺ λειτουργοῦν ἀπὸ θέση ἰσχύος, ἐμπαίζουν, διώκουν, συκοφαντοῦν καὶ βλασφημοῦν. Κι ἐδῶ ἔγκειται ἡ εὐθύνη μας ὡς χριστιανῶν. Νὰ εἴμαστε ἀληθινοὶ τηρητὲς τῶν λόγων καὶ τῶν βιωμάτων τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης. Ἀκόμη κι ἂν τελικὰ ἀδικούμαστε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου