Ἂν ἡ ἀπελπισία μᾶς πηγάζει ἀπὸ πολὺ βαθιὰ μέσα μας, ἂν αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε, αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο κραυγάζουμε, εἶναι τόσο οὐσιαστικὸ ὥστε νὰ καλύπτει ὅλες τὶς ἀνάγκες τῆς ζωῆς μας, τότε βρίσκουμε κατάλληλα λόγια νὰ προσευχηθοῦμε καὶ μποροῦμε νὰ φτάσουμε στὴν κορυφαία στιγμὴ τῆς προσευχῆς μας, τὴ συνάντηση μὲ τὸ Θεό.
Θὰ ἤθελα νὰ πῶ κάτι γιὰ τὴν «κραυγὴ» τῆς προσευχῆς. Φώναζε δυνατὰ ὁ τυφλὸς Βαρτίμαιος. Τί λέει ὅμως τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους γύρω του; Προσπαθοῦσαν, λέει, νὰ τὸν κάνουν νὰ σιωπήσει. Μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε ὅλους ἐκείνους τοὺς εὐσεβεῖς ἀνθρώπους μὲ τὴν καλὴ ὅραση, τὰ γερὰ πόδια, τὴν καλὴ ὑγεία ποὺ περικύκλωναν τὸ Χριστὸ καὶ μιλοῦσαν γιὰ ὑψηλὰ θέματα, γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔρχεται, γιὰ τὰ μυστήρια τῶν Γραφῶν, νὰ γυρίζουν πρὸς τὸ Βαρτίμαιο καὶ νὰ τοῦ λένε:«ἐπὶ τέλους, δὲν μπορεῖς νὰ ἡσυχάσεις; Τὰ μάτια σου, τὰ μάτια σου, καὶ τί σημασία ἔχουν αὐτὰ ἐνῶ μιλοῦμε γιὰ τὸ Θεό;»
Ὁ Βαρτίμαιος φαινόταν σὰν κάτι ξένο ποὺ ξαφνικὰ ἔμπαινε στὴ μέση καί, ἀδιαφορώντας τελείως γιὰ τὰ συμβαίνοντα, ζητοῦσε ἀπὸ τὸ Θεὸ κάτι ποὺ ἀπελπιστικά το εἶχε ἀνάγκη. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔκανε παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι μὲ τὶς φωνὲς τοῦ κατέστρεψε τὴν ἁρμονία τῶν ἐθιμοτυπικῶν συζητήσεων γύρω του. Οἱ ἐνοχλημένοι θὰ μποροῦσαν νὰ τὸν ἀπομακρύνουν καὶ νὰ τὸν κάνουν νὰ σιωπήσει. Τὸ Εὐαγγέλιο ὅμως λέει πώς, ἐνῶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἤθελαν νὰ τὸν ἡσυχάσουν, αὐτὸς ἐπέμενε, γιατί αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε εἶχε πολὺ μεγάλη σημασία γιὰ τὸν ἴδιο. Ὅσο περισσότερο προσπαθοῦσαν νὰ τοῦ κλείσουν τὸ στόμα, τόσο πιὸ πολὺ ἐκεῖνος φώναζε.
Ἐδῶ βρίσκεται τὸ μήνυμά μου. Ὑπάρχει στὴν Ἑλλάδα ἕνας ἅγιος, ὀνομάζεται Μάξιμος. Ἦταν νέος ὅταν μία μέρα πῆγε στὴν Ἐκκλησία καὶ ἄκουσε τὸ ἀνάγνωσμα τοῦ Ἀποστόλου ποὺ λέει ὅτι πρέπει νὰ προσευχόμαστε «ἀδιαλείπτως». Αὐτὸ ἔκανε τόση ἐντύπωση στὸ Μάξιμο ὥστε σκέφτηκε πὼς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνει τίποτα ἄλλο παρὰ νὰ προσπαθήσει νὰ τηρήσει αὐτὴ τὴν ἐντολή.
Ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὸ ναὸ σκέφτηκε νὰ πάει στὸ κοντινότερο βουνὸ καὶ ἐκεῖ ἥσυχος νὰ ἀρχίσει νὰ προσεύχεται ὅπως ἄκουσε στὸ Εὐαγγέλιο. Σὰν Ἕλληνας χωρικός του τετάρτου αἰώνα, ἤξερε τὸ «Πάτερ ἠμῶν» καὶ μερικὲς ἄλλες προσευχές. Ἔτσι, ὅπως μᾶς λέει ὁ ἴδιος, ἄρχισε νὰ τὶς λέει τὴ μία ὕστερα ἀπὸ τὴν ἄλλη, καὶ πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀσταμάτητα. Αἰσθάνθηκε, πραγματικά, πολὺ ὄμορφα. Προσευχόταν, ἦταν συντροφιὰ μὲ τὸ Θεό, ἦταν χαρούμενος. Τὸ καθετὶ τοῦ φαινόταν τόσο τέλειο! Μόνο ποὺ σιγὰ- σιγὰ ὁ ἥλιος ἄρχισε νὰ πέφτει, ἄρχισε νὰ κάνει κρύο καὶ νὰ σκοτεινιάζει.
Ἡ νύχτα εἶχε πέσει γιὰ τὰ καλὰ ὅταν ἄρχισε ν’ ἀκούει γύρω του θορύβους, πολλοὺς καὶ παράξενους θορύβους. Ἄκουγε τὸ σπάσιμο τῶν κλαδιῶν κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τῶν ζώων, ἔβλεπε τὰ λαμπερὰ μάτια τῶν ἄγριων θηρίων, ἄκουγε τὶς κραυγὲς τῶν μικρῶν ζώων ποὺ τὰ ἔτρωγαν τὰ μεγαλύτερα. Ἄκουγε ὅλων των εἰδῶν τοὺς γνωστοὺς νυχτερινοὺς θορύβους τοῦ δάσους.
Τότε αἰσθάνθηκε πὼς ἦταν μόνος. Πραγματικὰ μόνος, ἕνα μικρὸ ἀπροστάτευτο πλάσμα μέσα στὸν κόσμο τοῦ κινδύνου, τοῦ θανάτου, τοῦ σπαραγμοῦ. Ἔνιωσε ὅτι δὲν εἶχε καμιὰ ἄλλη βοήθεια ἂν ὁ Θεὸς δὲν τοῦ ἔδινε τὴ δική Του. Δὲν συνέχισε πιὰ νὰ λέει τὸ «Πάτερ ἠμῶν» καὶ τὸ «Πιστεύω». Ἔκανε ὅ,τι ἔκανε καὶ ὁ Βαρτίμαιος. Ἄρχισε νὰ φωνάζει δυνατά: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον μέ». Τὸ φώναζε αὐτὸ ὅλη τὴ νύχτα γιατί τὰ ζωντανά του δάσους καὶ τὰ λαμπερά τους μάτια δὲν τοῦ ἔδιναν εὐκαιρία γιὰ ὕπνο.
Τέλος ξημέρωσε. Σκέφτηκε, λοιπόν, ἀφοῦ ὅλα τα ζῶα ἔχουν φύγει πιὰ καὶ πῆγαν νὰ κοιμηθοῦν «τώρα μπορῶ καὶ ἐγὼ νὰ προσευχηθῶ». Ἀλλὰ τότε ἔνιωσε ὅτι πεινοῦσε. Σκέφτηκε ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ μαζέψει μερικὰ βατόμουρα, γιὰ νὰ φάει. Πλησίασε ἕνα θάμνο, ἀλλὰ ξαφνικά του ἦρθε ἡ σκέψη ὅτι ὅλα τα ἀστραφτερὰ μάτια καὶ ἄγρια νύχια θὰ πρέπει νὰ εἶναι κρυμμένα κάπου ἐκεῖ στοὺς θάμνους.
Ἔτσι ἄρχισε νὰ προχωρεῖ πολὺ προσεκτικὰ καὶ σὲ κάθε τοῦ βῆμα ἔλεγε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, σῶσε μέ, βοήθησε μέ, βοήθησε μέ, σῶσε μέ. Ὢ Θεέ μου, βοήθησε μέ, προστάτεψε μέ». Γιὰ κάθε βατόμουρο ποὺ μάζεψε, σίγουρα, εἶχε προσευχηθεῖ πολλὲς φορές.
Πέρασε ὁ καιρὸς καὶ ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια συνάντησε ἕνα γέροντα καὶ ἔμπειρο ἀσκητή, ὁ ὁποῖος τὸν ρώτησε πὼς εἶχε μάθει νὰ προσεύχεται ἀδιάλειπτα. Ὁ Μάξιμος εἶπε: «Νομίζω πὼς ὁ διάβολος μὲ δίδαξε νὰ προσεύχομαι ἀδιάλειπτα». Ὁ γέροντας ἀπάντησε: «Καταλαβαίνω τί θέλεις νὰ πεῖς. Ἀλλὰ θὰ ἤθελα νὰ εἶμαι βέβαιος ὅτι σὲ καταλαβαίνω σωστά». Ὁ Μάξιμος τότε τοῦ ἐξήγησε πὼς εἶχε σιγὰ- σιγὰ συνηθίσει ὅλους τους θορύβους καὶ τοὺς κινδύνους τῆς μέρας καὶ τῆς νύχτας. Ὕστερα ὅμως τοῦ ἦρθαν πειρασμοὶ σαρκικοί, πειρασμοὶ τοῦ νοῦ, τῶν αἰσθημάτων καὶ ἀργότερα πιὸ ἰσχυρὲς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου. Ὕστερα ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν ὑπῆρχε στιγμὴ τῆς μέρας καὶ τῆς νύχτας ποὺ νὰ μὴν κραυγάζει στὸ Θεό: «Ἐλέησον, ἐλέησον, βοήθησε, βοήθησε, βοήθησε».
Μιὰ μέρα, ὕστερα ἀπὸ δεκατέσσερα χρόνια ἀδιάλειπτης προσευχῆς ὁ Κύριος του ἀποκαλύφτηκε. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἡσυχία, εἰρήνη καὶ γαλήνη τὸν πλημμύρισαν. Δὲν ὑπῆρχε πιὰ φόβος – φόβος ἀπὸ τὸ σκοτάδι, ἀπὸ τοὺς θάμνους, οὔτε ἀπὸ τὸ διάβολο- ὁ Κύριος εἶχε ἐπικρατήσει. «Τότε», εἶπε ὁ Μάξιμος, «ἔμαθα ὅτι ἂν δὲν ἔλθει ὁ Κύριος, εἶμαι ἀπελπιστικὰ ἀβοήθητος. Ἔτσι, καὶ ὅταν ἀκόμα ἤμουνα γαλήνιος, εἰρηνικὸς καὶ εὐτυχισμένος, συνέχισα νὰ προσεύχομαι λέγοντας: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον μέ, γιατί μόνο στὸ θεῖο ἔλεος ὑπάρχει ἡ εἰρήνη τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοῦ, ἡ γαλήνη τοῦ σώματος καὶ ἡ δύναμη τῆς θέλησης».
Ἔτσι δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς ὁ Μάξιμος ἔμαθε νὰ προσεύχεται παρὰ τὴν ταραχὴ ποὺ τὸν κατεῖχε, ἀλλὰ ἀκριβῶς ἐξ αἰτίας τῆς ταραχῆς. Γιατί ἡ ταραχὴ τοῦ ἦταν ἕνας πραγματικὸς κίνδυνος. Ἂν μπορούσαμε νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι καὶ μεῖς βρισκόμαστε σὲ πολὺ μεγάλη ταράχη, σὲ κίνδυνο, ὅτι ὁ διάβολος παραφυλάει προσπαθώντας νὰ μᾶς πιάσει καὶ νὰ μᾶς καταστρέψει, τότε θὰ προσευχόμαστε συνέχεια, ἀσταμάτητα.
Θὰ ἤθελα νὰ πῶ κάτι γιὰ τὴν «κραυγὴ» τῆς προσευχῆς. Φώναζε δυνατὰ ὁ τυφλὸς Βαρτίμαιος. Τί λέει ὅμως τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους γύρω του; Προσπαθοῦσαν, λέει, νὰ τὸν κάνουν νὰ σιωπήσει. Μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε ὅλους ἐκείνους τοὺς εὐσεβεῖς ἀνθρώπους μὲ τὴν καλὴ ὅραση, τὰ γερὰ πόδια, τὴν καλὴ ὑγεία ποὺ περικύκλωναν τὸ Χριστὸ καὶ μιλοῦσαν γιὰ ὑψηλὰ θέματα, γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔρχεται, γιὰ τὰ μυστήρια τῶν Γραφῶν, νὰ γυρίζουν πρὸς τὸ Βαρτίμαιο καὶ νὰ τοῦ λένε:«ἐπὶ τέλους, δὲν μπορεῖς νὰ ἡσυχάσεις; Τὰ μάτια σου, τὰ μάτια σου, καὶ τί σημασία ἔχουν αὐτὰ ἐνῶ μιλοῦμε γιὰ τὸ Θεό;»
Ὁ Βαρτίμαιος φαινόταν σὰν κάτι ξένο ποὺ ξαφνικὰ ἔμπαινε στὴ μέση καί, ἀδιαφορώντας τελείως γιὰ τὰ συμβαίνοντα, ζητοῦσε ἀπὸ τὸ Θεὸ κάτι ποὺ ἀπελπιστικά το εἶχε ἀνάγκη. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔκανε παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι μὲ τὶς φωνὲς τοῦ κατέστρεψε τὴν ἁρμονία τῶν ἐθιμοτυπικῶν συζητήσεων γύρω του. Οἱ ἐνοχλημένοι θὰ μποροῦσαν νὰ τὸν ἀπομακρύνουν καὶ νὰ τὸν κάνουν νὰ σιωπήσει. Τὸ Εὐαγγέλιο ὅμως λέει πώς, ἐνῶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἤθελαν νὰ τὸν ἡσυχάσουν, αὐτὸς ἐπέμενε, γιατί αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε εἶχε πολὺ μεγάλη σημασία γιὰ τὸν ἴδιο. Ὅσο περισσότερο προσπαθοῦσαν νὰ τοῦ κλείσουν τὸ στόμα, τόσο πιὸ πολὺ ἐκεῖνος φώναζε.
Ἐδῶ βρίσκεται τὸ μήνυμά μου. Ὑπάρχει στὴν Ἑλλάδα ἕνας ἅγιος, ὀνομάζεται Μάξιμος. Ἦταν νέος ὅταν μία μέρα πῆγε στὴν Ἐκκλησία καὶ ἄκουσε τὸ ἀνάγνωσμα τοῦ Ἀποστόλου ποὺ λέει ὅτι πρέπει νὰ προσευχόμαστε «ἀδιαλείπτως». Αὐτὸ ἔκανε τόση ἐντύπωση στὸ Μάξιμο ὥστε σκέφτηκε πὼς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνει τίποτα ἄλλο παρὰ νὰ προσπαθήσει νὰ τηρήσει αὐτὴ τὴν ἐντολή.
Ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὸ ναὸ σκέφτηκε νὰ πάει στὸ κοντινότερο βουνὸ καὶ ἐκεῖ ἥσυχος νὰ ἀρχίσει νὰ προσεύχεται ὅπως ἄκουσε στὸ Εὐαγγέλιο. Σὰν Ἕλληνας χωρικός του τετάρτου αἰώνα, ἤξερε τὸ «Πάτερ ἠμῶν» καὶ μερικὲς ἄλλες προσευχές. Ἔτσι, ὅπως μᾶς λέει ὁ ἴδιος, ἄρχισε νὰ τὶς λέει τὴ μία ὕστερα ἀπὸ τὴν ἄλλη, καὶ πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀσταμάτητα. Αἰσθάνθηκε, πραγματικά, πολὺ ὄμορφα. Προσευχόταν, ἦταν συντροφιὰ μὲ τὸ Θεό, ἦταν χαρούμενος. Τὸ καθετὶ τοῦ φαινόταν τόσο τέλειο! Μόνο ποὺ σιγὰ- σιγὰ ὁ ἥλιος ἄρχισε νὰ πέφτει, ἄρχισε νὰ κάνει κρύο καὶ νὰ σκοτεινιάζει.
Ἡ νύχτα εἶχε πέσει γιὰ τὰ καλὰ ὅταν ἄρχισε ν’ ἀκούει γύρω του θορύβους, πολλοὺς καὶ παράξενους θορύβους. Ἄκουγε τὸ σπάσιμο τῶν κλαδιῶν κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τῶν ζώων, ἔβλεπε τὰ λαμπερὰ μάτια τῶν ἄγριων θηρίων, ἄκουγε τὶς κραυγὲς τῶν μικρῶν ζώων ποὺ τὰ ἔτρωγαν τὰ μεγαλύτερα. Ἄκουγε ὅλων των εἰδῶν τοὺς γνωστοὺς νυχτερινοὺς θορύβους τοῦ δάσους.
Τότε αἰσθάνθηκε πὼς ἦταν μόνος. Πραγματικὰ μόνος, ἕνα μικρὸ ἀπροστάτευτο πλάσμα μέσα στὸν κόσμο τοῦ κινδύνου, τοῦ θανάτου, τοῦ σπαραγμοῦ. Ἔνιωσε ὅτι δὲν εἶχε καμιὰ ἄλλη βοήθεια ἂν ὁ Θεὸς δὲν τοῦ ἔδινε τὴ δική Του. Δὲν συνέχισε πιὰ νὰ λέει τὸ «Πάτερ ἠμῶν» καὶ τὸ «Πιστεύω». Ἔκανε ὅ,τι ἔκανε καὶ ὁ Βαρτίμαιος. Ἄρχισε νὰ φωνάζει δυνατά: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον μέ». Τὸ φώναζε αὐτὸ ὅλη τὴ νύχτα γιατί τὰ ζωντανά του δάσους καὶ τὰ λαμπερά τους μάτια δὲν τοῦ ἔδιναν εὐκαιρία γιὰ ὕπνο.
Τέλος ξημέρωσε. Σκέφτηκε, λοιπόν, ἀφοῦ ὅλα τα ζῶα ἔχουν φύγει πιὰ καὶ πῆγαν νὰ κοιμηθοῦν «τώρα μπορῶ καὶ ἐγὼ νὰ προσευχηθῶ». Ἀλλὰ τότε ἔνιωσε ὅτι πεινοῦσε. Σκέφτηκε ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ μαζέψει μερικὰ βατόμουρα, γιὰ νὰ φάει. Πλησίασε ἕνα θάμνο, ἀλλὰ ξαφνικά του ἦρθε ἡ σκέψη ὅτι ὅλα τα ἀστραφτερὰ μάτια καὶ ἄγρια νύχια θὰ πρέπει νὰ εἶναι κρυμμένα κάπου ἐκεῖ στοὺς θάμνους.
Ἔτσι ἄρχισε νὰ προχωρεῖ πολὺ προσεκτικὰ καὶ σὲ κάθε τοῦ βῆμα ἔλεγε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, σῶσε μέ, βοήθησε μέ, βοήθησε μέ, σῶσε μέ. Ὢ Θεέ μου, βοήθησε μέ, προστάτεψε μέ». Γιὰ κάθε βατόμουρο ποὺ μάζεψε, σίγουρα, εἶχε προσευχηθεῖ πολλὲς φορές.
Πέρασε ὁ καιρὸς καὶ ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια συνάντησε ἕνα γέροντα καὶ ἔμπειρο ἀσκητή, ὁ ὁποῖος τὸν ρώτησε πὼς εἶχε μάθει νὰ προσεύχεται ἀδιάλειπτα. Ὁ Μάξιμος εἶπε: «Νομίζω πὼς ὁ διάβολος μὲ δίδαξε νὰ προσεύχομαι ἀδιάλειπτα». Ὁ γέροντας ἀπάντησε: «Καταλαβαίνω τί θέλεις νὰ πεῖς. Ἀλλὰ θὰ ἤθελα νὰ εἶμαι βέβαιος ὅτι σὲ καταλαβαίνω σωστά». Ὁ Μάξιμος τότε τοῦ ἐξήγησε πὼς εἶχε σιγὰ- σιγὰ συνηθίσει ὅλους τους θορύβους καὶ τοὺς κινδύνους τῆς μέρας καὶ τῆς νύχτας. Ὕστερα ὅμως τοῦ ἦρθαν πειρασμοὶ σαρκικοί, πειρασμοὶ τοῦ νοῦ, τῶν αἰσθημάτων καὶ ἀργότερα πιὸ ἰσχυρὲς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου. Ὕστερα ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν ὑπῆρχε στιγμὴ τῆς μέρας καὶ τῆς νύχτας ποὺ νὰ μὴν κραυγάζει στὸ Θεό: «Ἐλέησον, ἐλέησον, βοήθησε, βοήθησε, βοήθησε».
Μιὰ μέρα, ὕστερα ἀπὸ δεκατέσσερα χρόνια ἀδιάλειπτης προσευχῆς ὁ Κύριος του ἀποκαλύφτηκε. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἡσυχία, εἰρήνη καὶ γαλήνη τὸν πλημμύρισαν. Δὲν ὑπῆρχε πιὰ φόβος – φόβος ἀπὸ τὸ σκοτάδι, ἀπὸ τοὺς θάμνους, οὔτε ἀπὸ τὸ διάβολο- ὁ Κύριος εἶχε ἐπικρατήσει. «Τότε», εἶπε ὁ Μάξιμος, «ἔμαθα ὅτι ἂν δὲν ἔλθει ὁ Κύριος, εἶμαι ἀπελπιστικὰ ἀβοήθητος. Ἔτσι, καὶ ὅταν ἀκόμα ἤμουνα γαλήνιος, εἰρηνικὸς καὶ εὐτυχισμένος, συνέχισα νὰ προσεύχομαι λέγοντας: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον μέ, γιατί μόνο στὸ θεῖο ἔλεος ὑπάρχει ἡ εἰρήνη τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοῦ, ἡ γαλήνη τοῦ σώματος καὶ ἡ δύναμη τῆς θέλησης».
Ἔτσι δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς ὁ Μάξιμος ἔμαθε νὰ προσεύχεται παρὰ τὴν ταραχὴ ποὺ τὸν κατεῖχε, ἀλλὰ ἀκριβῶς ἐξ αἰτίας τῆς ταραχῆς. Γιατί ἡ ταραχὴ τοῦ ἦταν ἕνας πραγματικὸς κίνδυνος. Ἂν μπορούσαμε νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι καὶ μεῖς βρισκόμαστε σὲ πολὺ μεγάλη ταράχη, σὲ κίνδυνο, ὅτι ὁ διάβολος παραφυλάει προσπαθώντας νὰ μᾶς πιάσει καὶ νὰ μᾶς καταστρέψει, τότε θὰ προσευχόμαστε συνέχεια, ἀσταμάτητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου