Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

Ἡ μεγάλη πλάνη: “Ἐγὼ πάτερ μου εἶμαι πολὺ καλὸς χριστιανός,ταπεινὸς καὶ δίκαιος”

Πρὶν ἀπὸ τέσσερα χρόνια, ἢ πέντε, δὲν ἐνθυμοῦμαι καλά, σᾶς εἶχα ἀναφέρει ἕνα γεγονός, δὲν ξέρω πόσοι ἀπὸ σᾶς τὸ εἴχατε ἀκούσει, τὸ ξαναεπαναλαμβάνω, διότι ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα.
Ἦρθε κάποιος χριστιανός, ἐπαναλαμβάνω πρὶν ἀπὸ τέσσερα χρόνια, πέντε, δὲν θυμοῦμαι, μοῦ εἶπε τὸ ὄνομά του, καὶ ἦλθε σὲ μένα ἐπειδὴ εἶχε πεθάνει ὁ πνευματικός του, – γνωστός, ἀπὸ τὸ Λοιμωδῶν, – καὶ ἀμέσως μετά μου εἶπε: «Ἐγὼ πάτερ μου, γιὰ νὰ ξέρεις εἶμαι πολὺ καλὸς χριστιανός, εἶμαι καὶ ταπεινός, εἶμαι καὶ δίκαιος», καὶ τὸν ρώτησα ἀπὸ ποῦ αὐτὸ τὸ συμπέρασμα.
Καὶ μοῦ ἀπαντάει: «Ἔχω πολύτεκνη οἰκογένεια, εἶμαι τμηματάρχης στὴ Ἄλφα Δημόσια Ὑπηρεσία, πηγαίνω κάθε Κυριακὴ καὶ γιορτὴ στὴν Ἐκκλησία, κάνω τὴν προσευχή μου πρωὶ καὶ βράδυ, δίνω πολλὲς ἐλεημοσύνες, καὶ μάλιστα φτάνω μέχρι καὶ τὴν ἐντολὴ ποὺ δίνει ὁ Θεός, νὰ δίνουμε μέχρι καὶ τὸ δέκατο ἀπὸ τὸ μισθό μας, ἐπισκέπτομαι τοὺς ἀρρώστους στὰ νοσοκομεῖα, κατάκοιτους στὰ σπίτια, νηστεύω Τετάρτες καὶ Παρασκευὲς καὶ ὅλες τὶς Σαρακοστές, ἐξομολογοῦμαι τακτικά, κοινωνῶ ἐπίσης …»
Ὅλα αὐτά μου θύμισαν ἀμέσως τὸν Φαρισαῖο, διότι τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὸ Φαρισαῖο δὲν εἶπε, ὄχι ὁ Φαρισαῖος ὅλα τα ἔκαμεν,«Διαβάζω τὴν Καινὴ Διαθήκη», κι ὁ Φαρισαῖος ἤξερε τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ,«Καὶ μάλιστα πολὺ καλά, καὶ πολλὰ ὅλα ὡραῖα βιβλία, ὅπου κι ἂν πάω, ὅπου κι ἂν σταθῶ, μιλάω γιὰ τὸν Ἀντίχριστο, γιὰ τὸ φοβερὸ ΕΚΑΜ, γιὰ τὸ ἑξακόσια ἑξῆντα ἕξι, καὶ καυτηριάζω τὸ κακό, κάνω αὐστηρὲς παρατηρήσεις στὸ ὄνομα τοῦ δικαίου, καὶ καυτηριάζω τὸ κακό, καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, σὲ ὅλους, στὴ γυναίκα μου, στὰ παιδιά μου, στοὺς συγγενεῖς μου, στοὺς ὑφισταμένους μου, στοὺς γειτόνους μου, στοὺς ἐργάτες μου, στοὺς συγκάτοικούς μου, σ’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι στὸ δρόμο, παντοῦ, σὲ ὅλους, σὲ ὅλους, …» δὲν τὸν ἄφησα νά, συνεχίσει βέβαια, διότι εἶχα καταλάβει ἀρκετά, καὶ κείνη τὴ στιγμή, μὲ φώτισε ὁ Θεός, ἂν καὶ εἶμαι ἁμαρτωλός, ὄντως ἁμαρτωλὸς εἶμαι, ἁμαρτωλὸς καὶ ἄθλιος καὶ τοῦ εἶπα τὰ ἑξῆς :
«Ἂν θέλεις νὰ μάθεις σὺ ὁ ἴδιος, πόσο καλὸς ἄνθρωπος εἶσαι, καὶ τί εἴδους χριστιανὸς εἶσαι, καὶ ἂν αὐτὸ ποὺ νομίζεις ὅτι εἶσαι, ἀρέσει στὸ Θεό, θὰ πᾶς ἀμέσως τώρα μόλις φύγεις ἀπὸ δῶ, στὴ γυναίκα σου, καὶ στὰ παιδιά σου, καὶ αὔριο μεθαύριο στοὺς συγκατοίκους τῆς πολυκατοικίας, στοὺς συγγενεῖς, στοὺς συναδέλφους καὶ λοιπά, καὶ θὰ τοὺς ρωτήσεις νὰ σοῦ ποῦν μὲ ἀπόλυτη εἰλικρίνεια, τί γνώμη ἔχουν γιὰ σένα. Καὶ μάλιστα τί μουρμουρίζουν πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη σου, καὶ τί γνώμη ἔχουν γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ ποὺ ἐσὺ ἀντιπροσωπεύεις. Αὐτὸς εἶναι ὁ κανόνας πού σου βάζω. Καὶ θὰ ’ρθείς ὕστερα ἀπὸ μερικὲς μέρες νὰ μοῦ ἀπαντήσεις. Μέχρι τότε δὲν ἔχει Θεία Κοινωνία. Καὶ μόνον τὴν ἀλήθεια, καὶ ὅσοι διστάζουν νὰ σοῦ τὴν γράψουν ἀνώνυμα, νὰ τὴν τυπώσουν στὴν γραφομηχανή, καὶ στὰ κομπιοῦτερς ποὺ ὑπῆρχαν τότε, καὶ νὰ στὰ παραδώσουν μέσε σὲ κλειστὰ φάκελλα γιὰ νὰ ξέρεις. Καὶ ὅταν βέβαια θὰ ἀκούσεις καὶ θὰ διαβάσεις τὶς γνῶμες τῶν συνανθρώπων σου, νὰ σταθεῖς, νὰ πᾶς στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ σταθεῖς μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ Τὸν ρωτήσεις, ὕστερα ἀπὸ ὅσα μου εἶπαν, καὶ ἀπὸ ὅσα διάβασα, ἂν πεθάνω σήμερα Χριστέ μου, κληρονομῶ τὴν Βασιλεία Σου;»
Βέβαια, ἔφυγε θιγμένος, θυμωμένος, στεναχωρημένος καὶ προβληματισμένος. Γύρισε ὅμως ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἑβδομάδες. Ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ ὁμολόγησε φωνάζοντας:
«Πάτερ μου εἶμαι ἁμαρτωλός, εἶμαι ἐγωιστής, μοῦ ’παν ὅτι εἶμαι σκληρόκαρδος, θυμώδης, καβγατζής, γκρινιάρης, ἄδικος, κουτσομπόλης, ὑπερήφανος, καινοδοξής, λαίμαργος, φιλάργυρος, ἄπιστος, ἄθεος, καὶ ὅλοι μηδενὸς ἑξαιρουμένου μου εἶπαν ὅτι εἶμαι ὑποκριτής, ὑποκριτής. Καὶ ἂν πεθάνω σήμερα, δὲν ἔχω κανένα ἴχνος μετανοίας, διότι ἔρχεται ἡ ἑβδομάδα τῆς Κυριακῆς των Ἀπόκρεω, καὶ ξέρω ὅτι ἐκείνη τὴν Κυριακὴ διαβάζεται τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Κρίσεως. Ἂν πεθάνω ποῦ θὰ πάω;»
Δυστυχῶς ἀδελφοί μου οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπό μας, ἄλλος λιγότερο καὶ ἄλλος περισσότερό του μοιάζουν. Πιστεύουμε ὅτι εἴμαστε καλοὶ ἄνθρωποι καὶ καλοὶ χριστιανοὶ ἀλλὰ κάνουμε μεγάλο λάθος. Ἡ πορεία μας στὴ ζωή μας, ὅπως αὐτὴ ἀποκαλύπτεται μέσα στὴν οἰκογένειά μας, καὶ στὸν ἐργασιακὸ χῶρο καὶ στὸ κοινωνικὸ περιβάλλον, εἶναι ἀπορία ποὺ ἱκανοποιεῖ τὰ πάθη, καὶ δὲν εἶναι πορεία γιὰ τὴν κάθαρση, γιὰ τὸν ἁγιασμό, γιὰ τὴν θέωση, γιὰ τὴ σωτηρία.
Ὅσο μᾶς ξέρει ὁ σύντροφος τῆς ζωῆς μας, δὲν μᾶς ξέρει κανένας ἄλλος. Καὶ καμιὰ φορᾶ ὅσο μᾶς ξέρουν τὰ παιδιά μας, καὶ ὅσο μᾶς ξέρουν συνεργάτες, ὑφιστάμενοι καὶ προϊστάμενοι, καὶ τόσοι ἄλλοι, ποὺ γνωρίζουν καὶ βλέπουν τὰ στραβά μας καὶ τὰ λάθη μας καὶ τὶς κακίες μας, τόσο καλὰ ὥστε νὰ ’μαστε ἐμεῖς τυφλοὶ καὶ νὰ μὴ τὶς βλέπουμε. Μόνον βέβαια ὁ Θεὸς γνωρίζει καλύτερα ἀπὸ ὅλους, ποιοὶ εἴμεθα στὸ βάθος τοῦ εἶναι μας, διότι Αὐτὸς βλέπει μέσα στὶς καρδιές μας.
Μέσα μας βλέπει ὁ Θεός, δὲ βλέπει ἀπὸ ἔξω. Καὶ δυστυχῶς ἂν κρατήσουμε αὐτὴν τὴν στάση, θὰ ἀκούσομε αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Κύριος: «Ὑπάγετε ἀπ’ ἐμοῦ κατηραμένοι, εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, τὸ ἠτοιμασμένω τῷ διαβόλω καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ».
Γι’ αὐτὸ καὶ χρειάζεται ἡ καθημερινὴ μετάνοια καὶ ἡ ἀλλαγὴ τῆς ζωῆς μας, νὰ μάθουμε ἀπὸ τώρα νὰ ζοῦμε τὴν αἰώνια ζωή, ἢ μᾶλλον τὴν ἴδια ζωὴ ποὺ ἔζησε ὁ Χριστὸς πάνω στὴ γῆ. Νὰ παλεύουμε λοιπὸν καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε κάθε μέρα, γιὰ τὴν κάθαρση, τὸν φωτισμὸ καὶ τὸν ἁγιασμό. Καὶ ἂν δὲν τὰ καταφέρνουμε, ἄνθρωποι εἴμαστε, κι ἂν λυγίζουμε, καὶ ἂν κάθε μέρα πέφτουμε, νὰ σηκωνόμεθα, νὰ ὁμολογοῦμε ὅτι εἴμεθα ἁμαρτωλοί, ὅτι εἴμεθα ἕνα τίποτα, μπροστὰ στὸν ἁγιασμὸ τῶν ἁγίων καὶ μπροστὰ στὴν Παναγιότητα καὶ Παναγαθότητα τοῦ Ἁγίου μας Θεοῦ. Πρέπει νὰ μάθουμε νὰ ζοῦμε ὅπως ἔζησε ὁ Χριστός, καὶ πρέπει νὰ μάθουμε νὰ τρεφόμεθα καθημερινὰ ἀπὸ τὸν ἄρτον τῆς ζωῆς, ἀπ’ τὸν ἄρτον τῆς δικαιοσύνης, ἀπ’ τὸν καθημερινὸ ἄρτο τῆς κάθε ἀρετῆς ποὺ πρέπει νὰ καλλιεργοῦμε.
«Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες» εἶπε ὁ Κύριος, «ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται.» Καὶ δὲν εἶναι δικός μας μόνον χορτασμός. Εἶναι καὶ χορτασμὸς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ εἶναι καὶ χορτασμὸς τοῦ πλησίον. Ἂν ἐγὼ χορτάσω ἀπὸ ἀγάπη, θὰ τὴν προσφέρω πρῶτα στὸν Θεόν, καὶ ὕστερα θὰ τὴν προσφέρω στὸν πλησίον. Θὰ ἀναπαυθεῖ ὁ Θεός, καὶ θὰ πολλαπλασιάσει τὶς δωρεὲς Τοῦ μέσα μου. Καὶ ἔτσι, δὶ’ αὐτῶν τῶν δωρεῶν, καὶ δὶ’ αὐτῶν τῶν χαρισμάτων, θὰ χορτάσω μὲ τὸν Ἄρτον τοῦ Χριστοῦ, τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς κάθε ἀρετῆς. Καὶ τὸν πλησίον μου θὰ Τὸν ξεδιψάσω μὲ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, τὸν ἀληθινὸν λόγον, ποὺ θὰ βγαίνει μέσα ἀπὸ τὴν πείρα τῆς ζωῆς μου καὶ τῆς ζωῆς σου. Ὄχι μόνο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ διαβάζουμε, καλὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ διαβάζουμε, καὶ καλῶς πολὺ καλὰ κάνουμε νὰ τὰ μεταφέρουμε συχνὰ πυκνὰ στοὺς δικούς μας, στὰ παιδιά μας, στὶς συντροφιές μας. Ἀλλὰ ὅμως πέρα ἀπὸ τὶς πεῖνες καὶ τὶς δίψες τὶς ὑλικὲς ποὺ ὑπάρχουν γύρω μας, καὶ τὶς ὁποῖες κατὰ τὸν ἄλφα ἢ βήτα τρόπο ἃς ποῦμε ὅτι καλύπτονται εἴτε ἀπό μας, εἴτε ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ πρόνοια, αὐτὸ εἶναι καθῆκον ὅμως, ὑπάρχει πείνα καὶ δίψα γιὰ ἀληθινὸ λόγο Θεοῦ, καὶ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ΔΕΝ τὸν συζητᾶμε στὰ σπίτια μας, δὲν τὸν συζητᾶμε μεταξὺ μας στὶς συντροφιές μας, δὲν τὸν συζητᾶμε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων καὶ τὰ γεγονότα ποὺ περιγράφονται στὰ γεροντικὰ ὅταν συναντόμεθα μεταξύ μας, φιλικὰ ἀπ’ τὸ ἕνα σπίτι στὸ ἄλλο. Θὰ πεῖς, μᾶς κοροϊδεύουν. Νὰ μᾶς κοροϊδέψουν ἀλλὰ ἐμεῖς νὰ ποῦμε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ὁ ἀγώνας ὁ δικός μας, καὶ τῶν κληρικῶν καὶ τῶν λαϊκῶν, εἶναι νὰ ὁμοιάσουμε τὸν Χριστό. Ὅλες οἱ εὐχὲς τῆς Θείας Λειτουργίας, ἂν τὶς προσέξτε καλά, γιατί σὰν ἐδώθησαν πρὸς μελέτη, οἱ εὐχὲς αὐτὲς τῆς Θείας Λειτουργίας, μὲ πάρα πολὺ καλὴ ἀνάλυση καὶ μέσα ἀπὸ τὴν πράξη τῆς ζωῆς, ἁγίων ἀνθρώπων, ἁγίων πιστῶν, ἁγίων ἁπλῶν ἐφημερίων, κληρικῶν καὶ ἀσκητῶν, σᾶς ἐδόθη ἡ ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἂν λοιπὸν προσέξουμε καλά, θὰ δοῦμε ὅτι ὁ σκοπὸς εἶναι ὁ ἁγιασμὸς τῆς ψυχῆς μας, εἶναι νὰ χορταίνουμε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, καὶ αὐτὸ ποὺ περισσεύει, νὰ τὸ δίνουμε στοὺς ἄλλους.
Ἔχω ἀγάπη; Θὰ σᾶς δώσω.
Δὲν ἔχω; Δὲ θὰ σᾶς δώσω.
Ἔχετε ἀγάπη; Θὰ τὴ δώσετε.
Ἔχετε ὑπομονή; Θὰ τὴ δώσετε, κάνοντας τὴν.
Ἔχετε πραότητα καὶ εἰρήνη; Θὰ τὴ δώσετε!
Δηλαδὴ ἔχετε χάρη Θεοῦ; Θὰ δώσετε.
Ἔχουμε Χάρη; Θὰ δώσουμε.
Δὲν ἔχουμε; Δὲν θὰ δώσουμε.
Μᾶς παρασέρνουν πότε τὸ ἕνα πάθος καὶ πότε τὸ ἄλλο, καὶ ἔτσι λοιπὸν ἀντὶ νὰ προσφέρουμε τὴν ταπείνωση καὶ τὴν πραότητα ποὺ ζητάει ὁ Θεὸς ἀπό μας, ἐμεῖς προσφέρουμε ἀγριότητα, θυμό, νεῦρα, ἀντιλογία, ἀντιρρήσεις, καὶ χαλᾶμε τὴν εἰρήνη τοῦ σπιτιοῦ μας. Καὶ ξεχνᾶμε αὐτὸ ποὺ μᾶς εἶπε ὁ Πανάγιος Θεὸς «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πράος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τὴ καρδία καὶ εὐρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ἠμῶν». Δὲν ἔχουμε εἰρήνη μέσα μας. Δὲν ἔχουμε ἀνάπαυση. Δὲν ἔχουμε γαλήνη, ὄχι ἐπειδὴ εἴμαστε ἄρρωστοι, – οἱ ἀρρώστιες βέβαια εἶναι ἀλήθεια ὅτι προσφέρουν ταραχή, δὲν ἀφήνουν ἥσυχο καὶ τὸ σῶμα, οἱ πολλὲς καὶ ποικίλες ποὺ ἔχουμε – ἀλλὰ ὅμως ὅταν ὑπάρχει μέσα μας εἰρήνη, ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπερέχει, κάθε σκέψη καὶ κάθε νοῦν ποὺ φτάνει μέχρι τὸν οὐρανό, αὐτὴ ἡ εἰρήνη εἰρηνεύει καὶ τὸ σῶμα, εἰρηνεύει τὶς αἰσθήσεις, εἰρηνεύει τοὺς λογισμοὺς καὶ ἅμα αὐτὴ ἡ εἰρήνη πλημμυρίσει τὴν ψυχὴ μᾶς ὕστερα ἀπὸ προσευχή, ἡ εἰρήνη ἐπικρατεῖ καὶ στὸ σπίτι. Ἡ εἰρήνη ἐπικρατεῖ καὶ στὸ περιβάλλον. Ἡ εἰρήνη ἐπικρατεῖ καὶ τὴν ὥρα ποὺ ὁδηγεῖς τὸ αὐτοκίνητο. «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ λοιπὸν ὅτι πράος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τὴ καρδία».
“Γυμνός καὶ δὲ μὲ ντύσατε ἢ μὲ ντύσατε”; Καὶ κανένας ντύνεται μὲ ἀρετές, δὲν ντύνεται κανένας μονάχα δίνοντας κάλτσες καὶ παπούτσια καὶ ροῦχα, χρειάζονται καὶ αὐτά, διότι ὅπως μᾶς λένε οἱ στατιστικὲς καὶ οἱ πολιτικοί μας, ἕνα πολὺ μεγάλο μέρος τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ ζεῖ κάτω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς φτώχειας, καὶ αὐτοὶ ἔχουν τὶς ἀνάγκες μας, ἀλλὰ ὅμως μαζὶ μὲ τὸ φαγητό, μαζὶ μὲ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ νερό, μαζὶ μὲ τὴ θέρμανση, μαζὶ μὲ τὸν ρουχισμὸ καὶ μαζὶ μὲ τὰ πρῶτα εἴδη ἀνάγκης, τὰ φάρμακα καὶ τὰ λοιπά, χρειάζεται νὰ τοῦ προσφέρουμε τὴν ἀγάπη τῆς καρδιᾶς μας. Νὰ τοῦ προσφέρουμε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, νὰ τοῦ προσφέρουμε αὐτὸ τὸ μάννα, ποὺ ἔθρεψε ἐμᾶς, νὰ τὸ βγάλουμε ἀπ’ τὴν καρδιά μας, γιὰ νὰ τοῦ δώσουμε καὶ αὐτὸν νὰ χορτάσει. Αὐτὸ τὸ δίνουμε; Αὐτὸ εἶναι τὸ ἐρωτηματικό.


Τὸ νὰ τηροῦμε πέντε δέκα ἐντολὲς καὶ νὰ νομίζουμε ὅτι εἴμαστε κάτι ἐπειδὴ πηγαίνουμε στὴν Ἐκκλησία, δὲν λέει πολλὰ πράγματα. Πρέπει νὰ ἔχουμε ἀληθινὴ μετάνοια, καὶ νὰ τὴν διδάσκουμε καὶ ἔμπρακτα στοὺς ἄλλους. Καὶ τὴν ἀληθινὴ μετάνοια δὲν τὴν βλέπω οὔτε στὸν ἐαυτόν μου, ἀλλὰ οὔτε καὶ στοὺς περισσοτέρους ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἔρχονται νὰ ἐξομολογηθοῦν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου