Τρίτη 17 Μαΐου 2016

Ἡ ἐξομολόγηση ἑνὸς μοναχοῦ…

«Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς μοναχικῆς μου ζωῆς ζοῦσα μιὰ ἥσυχη, καλὴ ζωή.
Οἱ ἀκολουθίες στὸ Μοναστήρι καὶ ἡ Μυστηριακὴ ζωὴ μὲ θέρμαιναν, μὲ ἀνέπαυαν.
Αὐτὸ μέχρι τὴν ὥρα ποὺ γεννήθηκε μέσα μου κάτι ἄλλο, μέχρι τὴν ὥρα ποὺ ἀναπτύχθηκε ἡ ἐσωτερικὴ ζωή.
Ξαφνικὰ αἰσθάνθηκα ἕνα κάψιμο ἐσωτερικό, ἕνα κάψιμο θείας ἀγάπης.
Ἡ φυσικὴ καὶ καλὴ ζωὴ ποὺ ζοῦσα μέχρι τότε, φαινόταν τώρα πολυ σκοτεινή, χωρὶς νόημα καὶ περιεχόμενο. Ἄρχισα νὰ βρίσκω τὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς, τὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεως, τὸν εὐλογημένο ἐκεῖνο χῶρο ποὺ ἀνακαλύπτεται μὲ τὴν ἐν Χάριτι ἄσκηση καὶ μέσα στὸν ὁποῖο ἀποκαλύπτεται ὁ Ἴδιος ὁ Θεός.
Αὐτὴ ἡ καρδιὰ εἶναι τὸ πρόσωπο, γιατί πρόσωπο εἶναι «ὁ κρυπτός της καρδίας ἄνθρωπος ἐν τῷ ἀφθάρτω τοῦ πνεύματος… ὁ ἐστὶν ἐνώπιόν του Θεοῦ πολυτελὲς» (Ἃ’ Πέτρου γ’ 4).
Μέχρι τότε διάβαζα αὐτὰ στὰ βιβλία, τώρα τὰ ἔβλεπα στὴν πραγματικότητα.
Ἔνοιωθα αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Ἀββᾶς Παμβῶ «εἰ ἔχεις καρδίαν δύνασαι σωθῆναι», αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος «Θεὸς θεοῖς ἐνούμενος τὲ καὶ γνωριζόμενος ἐν καρδία» καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἠμῶν».
Ἡ καρδιὰ ποὺ εἶναι τὰ ἅγια των ἁγίων «της μυστικῆς ἑνώσεως Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, αὐτῆς τῆς ἐνυποστάτου δὶ’ Ἁγίου Πνεύματος ἐλλάμψεως» ἀνακαλύφθηκε. Αισθανόμουν τὴν καρδιὰ σὰν Ναὸ μέσα στὸν ὁποῖο λειτουργοῦσε ὁ ἀληθινὸς Ἱερεὺς τῆς θείας Χάριτος. Παράλληλα μὲ τὸν κτύπο τοῦ σαρκικοῦ ὀργάνου τῆς καρδιᾶς ἀκουγόταν καὶ ἕνας ἄλλος κτύπος βαθύτερος καὶ γρηγορότερος. Αὐτὸς ὁ κτύπος συντονιζόταν μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Ἢ μᾶλλον ἡ ἴδια ἡ καρδιὰ ἔλεγε τὴν εὐχή. Ὅλη αὐτὴ ἡ κατάσταση συνδεόταν μὲ μερικὰ χαρακτηριστικά.
Ἀναπτύχθηκε μιὰ ἐρωτικὴ κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Τότε καταλάβαινα γιατί οἱ Πατέρες ὀνόμαζαν τὸν Θεὸ ἔρωτα.«Ὁ Θεὸς ἔρως ἐστι καὶ ἐραστὸν» (Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς) καὶ «ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται» (ἄγ. Ἰγνάτιος Θεοφόρος). Κάθε μέρα αἰσθανόμουν τὴν περίπτυξη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη ἐκεῖνο τὸν καιρὸ μὲ εἶχε τρελλάνει. Ὁ Θεὸς βιωνόταν ὡς ἐλεήμων, ὡς γλύκα καὶ γλυκασμός. Ἄναψε μέσα στὴν καρδιά μου τὸ εὐλογημένο πῦρ, ποὺ ἔκαιγε τὰ πάθη καὶ δημιουργοῦσε ἀνέκφραστη πνευματικὴ ἡδονή.
Ἀναζητοῦσα ἡσυχία, σκοτάδι, ἠρεμία ἐξωτερική. Τὰ μικρὰ κελλιά, οἱ τρύπες τῶν βράχων, ὁ ἀνοιχτὸς ὁρίζοντας τῆς φύσεως, τὰ σκοτεινὰ μέρη μὲ δέχονταν σὰν φιλοξενούμενο.
Τὴν νύκτα ἔβγαινα στὶς ἐρημιὲς τοῦ Ἄθωνα. Μαγεία! Εὐλογία! Μέθη! Στὴν μοναξιὰ καὶ στὴν πολυκοσμία, στὴν ἔρημο καὶ στὰ κοινόβια ζοῦσα τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τὴν θεία περίπτυξη. Ἀναπτύχθηκαν τότε ἄλλες αἰσθήσεις, αἰσθήσεις πνευματικές, ἡ νοερὰ αἴσθηση, ἡ νοερὰ δράση καὶ ἀκοή. Ὅλος ὁ νοῦς ἦταν συγκεντρωμένος μέσα στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς καὶ ἄκουγε ἐν ἀκορέστω γλυκασμῶ τὴν εὐχὴ ποῦ λεγόταν μέσα ἐκεῖ. Ὅλος ὁ ἐσωτερικὸς κόσμος ἑνοποιημένος. Ὅλα ἔδειχναν ὅτι γεννήθηκε ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος, ἕνας καινούργιος κόσμος καὶ μιὰ καινὴ ζωή. Μιὰ θερμότητα ἔκαιγε τὰ πάντα.
«Οὐχὶ ἡ καρδία ἠμῶν καιομένη ἣν ἐν ἠμὶν ὡς ἐλάλει ἠμὶν ἐν τῇ ὀδῶ…» Ἡ αἴσθηση τῶν μαθητῶν αὐτῶν ὑπῆρξε δική μου βίωση. Αἰσθανόμουν καλὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν καὶ τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη;» Καὶ τὸν λόγον ὅτι ὁ Θεὸς «πῦρ ἐστὶ καταναλίσκον». Ἄλλοτε αὐτὴ ἡ θέρμη καὶ αὐτὴ ἡ φωτιὰ μετατρεπόταν σὲ πληγῆ βαθειά. Αἰσθανόμουν ὅτι αὐτὴ ἡ θερμότητα ἀναγεννοῦσε τὴν ὕπαρξή μου, πρῶτα τὴν ψυχὴ καὶ μετὰ ἐπεκτεινόταν καὶ στὸ σῶμα. Ἡ αἴσθηση ὅτι τώρα γεννήθηκα σὲ ἄλλον κόσμο ἦταν διαρκής. Χοροπηδοῦσα σὰν μικρὸ παιδί. Ἀκόμη ὑπῆρξαν μερικὲς φορὲς ποῦ ἔνοιωσα καὶ τὴν σάρκα μου σὰν μικροῦ παιδιοῦ, ποῦ μόλις βγῆκε ἀπὸ τὴν μήτρα τῆς μάνας του.
Αὐτὸ δημιουργοῦσε βαθύτατη εἰρήνη λογισμῶν. Ὁ νοῦς καθαριζόμενος διαρκῶς ἀπέβαλε ὅλα τα ξένα στοιχεῖα τὰ ὁποῖα σὰν λέπια τὸν ἐκάλυπταν. Γινόταν ἔτσι ἐλαφρὸς καὶ πάντοτε εὕρισκε καταφύγιο στὴν καρδιά. Ἐκεῖ παρέμεινε καὶ εὐφραινόταν πνευματικά. Ἐκεῖ μερικὲς φορὲς ἄκουγε καὶ τὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ποῦ ἦταν πολὺ συνταρακτικὴ καὶ δημιουργοῦσε πηγὲς δακρύων. Ἡ γνωριμία μὲ τὸν Θεὸ ἦταν προσωπική. Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ πραγματικὸ γεγονός.
Μερικὲς φορὲς βυθιζόμουν σὲ βαθειὰ μετάνοια. Ὁ νοῦς μπαίνοντας στὴν καρδιὰ ἐν Χάριτι ἔβλεπε τὸ σκοτάδι, τὴν βρωμιὰ τῆς ψυχῆς καὶ ὅλη ἡ ὕπαρξη ξεχυνόταν σὲ καυτὰ δάκρυα. Ἔκλαιγε ἡ καρδιά. Τὰ δάκρυα τῆς καρδιᾶς ξεχύνονταν ἐπάνω της καὶ τὴν ξεπλεναν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Παράλληλα ἄνοιγαν καὶ τὰ μάτια καὶ γίνονταν πηγὲς δακρύων. Ἄλλοτε ἔκλαιγε μόνον ἡ καρδιὰ καὶ ἄλλοτε καὶ τὸ σῶμα. Θρῆνος βαθὺς ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀσωτίας… Κλάμα πολύ, ἀλλὰ ὄχι μὲ ἀπελπισία.
Ἦταν συνδεδεμένο μὲ τὴν αἴσθηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὅλα ἦταν ὡραία. Ἡ λέξη ὡραία δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν αἰσθητική, ἀλλὰ μὲ τὴν ὀντολογικὴ πραγματικότητα. Ἔβλεπα τοὺς λόγους τῶν ὄντων σὲ ὅλη τὴν δημιουργία. Καὶ αὐτὸ προξενοῦσε ἄρρητη εὐφροσύνη. Ὅλα ἐξέφραζαν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀνάγνωση τῆς Γραφῆς ἔτρεφε τὴν καρδιά. Οἱ λέξεις δὲν πήγαιναν στὴν λογική, ἀλλὰ εἰσχωροῦσαν στὴν καρδιὰ καὶ τὴν ζωογονοῦσαν. Ὅπως τὸ μωρὸ ρουφᾶ τὸ γάλα ἀπὸ τὸν μαστὸ τῆς μάνας του καὶ τρέφεται, ἔτσι αἰσθανόταν ἡ καρδιὰ τρεφόταν ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Γινόταν μετάγγιση αἵματος. Τὰ βιβλία τῶν Πατέρων τὰ διάβαζα μὲ ἄλλο πρίσμα. Γνωστὰ κείμενα τότε τὰ ἔβλεπα διαφορετικά. Σὰν νὰ εἶχα ἀποκτήσει καινούργια μάτια καὶ σὰν νὰ εἶχα μάθει καινούργια γλώσσα. Αἰσθανόμουν συγγενὴς πνευματικὰ μὲ τοὺς Πατέρας.
Ὅμως τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς δὲν ἤθελα νὰ διαβάζω ἀκόμη καὶ βιβλία πατερικά. Σὰν νὰ σταματοῦσαν τὴν προσωπικὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἐράσμιο Νυμφίο, σὰν νὰ διέκοπταν τὴ ζωντανὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Δημιουργό του παντός.
Τὰ πάθη δὲν ἐνεργοῦσαν τότε. Ἔνοιωθα ὄχι ἠθικὲς ἀναστολές, ἀλλὰ τὴν ἀναγέννησή μου. Ἤμουν τόσο μεθυσμένος, ὥστε δὲν μὲ ἐνδιέφερε ἀπολύτως τίποτε. Ὑπῆρχε μέσα μου μιὰ ἀκατάσχετη ἀναζήτηση καὶ ἐπιθυμία νὰ μὴ μὲ ἀγαποῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ μάλιστα νὰ μὲ περιφρονοῦν. Ἀφοῦ εἶχα τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δὲν μὲ ἐνδιέφερε τίποτε ἄλλο. Ζοῦσα μιὰ ἐρωτικὴ ζωή, ζωὴ δακρύων… Ἡ μόνη ἀπασχόληση ἐγὼ καὶ ὁ Θεός. Ζητοῦσα τὴν μοναξιὰ ποῦ ἦταν κοινωνία. «Ἐνώπιος Ἐνωπίω», «πρόσωπον πρὸς Πρόσωπον». Ἀλλὰ καὶ ὅταν εὑρισκόμουν σὲ πολυκοσμία ἡ ἐσωτερικὴ φωνὴ ἦταν ἰσχυρότερη. Καὶ ὅταν κατὰ τὴν διάρκεια ἀκολουθίας ὁ Γέροντας μὲ ἔβαζε νὰ ψάλλω, ἐγὼ συγχρόνως ἄκουγα καὶ αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ φωνὴ τῆς καρδιᾶς νὰ ἐπαναλαμβάνει τὴν εὐχὴ ποῦ ἔγινε τὸ ἐντρύφημά μου.
Αὐτὴ ἡ κατάσταση κράτησε περίπου τέσσερα χρόνια. Μέρα-νύχτα ἔλεγα τὴν εὐχή. Καὶ τὴν ὥρα ποῦ κοιμόμουν ἡ καρδιὰ προσευχόταν. Τὴν ἄκουγα καθαρὰ νὰ ἀδολεσχεῖ μὲ τὸν Θεό.
Ὅποιος θέλει νὰ διαπιστώσει ἂν ὑπάρχη Θεός, ἃς δοκιμάσει. Θὰ συναντήσει ἕνα ζωντανὸ Θεό! Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μὲ ἀξίωσε ἐμένα τὸ ἔκτρωμα ὅλου του κόσμου νὰ ἀποκτήσω μιὰ μικρὴ σταγόνα γνώσεως Θεοῦ».

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Μητρ. Ἰεροθέου Βλάχου
«Τὸ μυστήριο τῆς Παιδείας τοῦ Θεοῦ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου