Τέλεια ἡ μυσταγωγία, ποὺ τελεῖται στὴν ἐκκλησιαστικὴ σύναξη. Στὴν ὀρθόδοξο λατρεία ἐπεκράτησε τελικὰ ἡ θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Τὸ ὑπερφυὲς μυστήριο τελεῖται. Ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἁγιάζει καὶ τὰ δύο τραπέζια. Καὶ τὴν ἁγία Τράπεζα, ὅπου ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος μεταβάλλονται σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ. Καὶ τὴν τράπεζα τῆς χωματένιας ὑπάρξεώς μας, ὅπου θὰ ἐναποθέσει ὁ λειτουργὸς τὴ θεία Κοινωνία, «εἰς ἁγιασμὸν ψυχῆς τὲ καὶ σώματος», «εἰς βασιλείας οὐρανῶν κληρονομιάν, μὴ εἰς κρίμα ἢ εἰς κατακρίμα».
Γιὰ τὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου στὴν ἁγία Τράπεζα ἀρκεῖ ἡ ἱερωσύνη τοῦ πρεσβυτέρου ἢ τοῦ ἐπισκόπου.
Γιὰ τὴν πρόσληψη ὅμως τοῦ μυστηρίου μέσ’ στὸν πιστὸ ἀπαιτεῖται ἡ συνειδητὴ μετοχή.
Ἀπὸ ὁμιλία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου (θ’ περὶ μετανοίας, Ε.Π.Ε. 30,314-316) ἀποσπᾶμε μικρὲς περικοπές, ὅπου τονίζονται τρεῖς ἀπ’ τοὺς βασικοὺς ὅρους τῆς συνειδητῆς αὐτῆς μετοχῆς.
Πρώτον: Ἡ ἀδιάλειπτη παρουσία στὴν «ἐπισυναγωγὴ» τῆς Ἐκκλησίας, στὸν Κυριακάτικο ἐκκλησιασμό. Εἶχαν, φαίνεται, ἀπὸ τότε ἀρχίσει οἱ ἀπουσίες ἀπ’ τὸ Κυριακὸ Δεῖπνο. Σήμερα τὸ ἀπουσιολόγιο εἶναι πυκνότερο ἀπ’ τὸ παρουσιολόγιο.
«Ἔχει 168 ὧρες ἡ ἑβδομάδα. Μιὰ ὥρα ξεχώρισε γιὰ τὸν ἑαυτὸ Τοῦ ὁ Θεός. Σὺ κι αὐτὴ τὴν ὥρα (τῆς Κυριακῆς) τὴν ξοδεύεις σὲ κοσμικὰ καὶ γελοία; Κι ὅταν ἔρχεσαι, πῶς ἔρχεσαι; Μὲ μολυσμένη καρδιὰ στὰ μυστήρια; Ἂν ἐπισκεπτόσουν βασιλιὰ ἢ ἄλλο ἄρχοντα, θάχες λασπωμένα τὰ χέρια;»
Δεύτερον: Ἡ ἀκράδαντη πίστη, ὅτι ὅλος σὲ ὅλον! Αὐτὸ συμβαίνει κατὰ τὴ Μετάληψη. Ὅλος ὁ Χριστὸς σ’ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή μας! Ἀφαιρεῖ ὁ ἱερὸς Πατὴρ κάθε λογισμό, γιὰ τὸ τί γίνεται καὶ ποὺ πηγαίνει ὁ θεῖος Μαργαρίτης.
«Μὴ θαρρεῖς πὼς εἶναι ψωμὶ καὶ κρασί. Δὲν ἀποβάλλονται, ὅπως οἱ ἄλλες τροφές. Ὅπως τὸ κερί, στὴν ἐπαφὴ μὲ τὴ φωτιά, γίνεται ὅλο ἕνα μαζί της, ἔτσι κι ἐδῶ, ἑνώνονται τὰ μυστήρια μ’ ὅλη τὴν ὕπαρξή μας. Δὲν μεταλαμβάνετε ἀπὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἀπ’ τὴ λαβίδα τῶν Σεραφείμ. Τὰ χείλη μᾶς ρουφᾶνε τὸ σωτήριο Αἷμα ἀπ’ τὴν ἄχραντη πλευρά Του».
Τρίτον: Ἡ ἀπόλυτη κατάνυξη κατὰ τὴ λειτουργικὴ σύναξη. Δυστυχῶς δὲν θεωροῦμε μεγάλη ἁμαρτία τὴν ἀπροσεξία, ἀκόμα καὶ τὴν ἀταξία κατὰ τὴ φρικτὴ ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας.
Ρωτάει ὁ ἱερὸς Πατέρας: Δὲν ντρεπόμαστε; Δὲν κοκκινίζουμε;
«Ἄνθρωπε, τί κάνεις; Ὁ ἱερέας προέτρεψε: Ψηλά το νοῦ καὶ τὴν καρδιά! Καὶ σὺ ἀπάντησες: Ἔχουμε πρὸς τὸν Κύριο! Δὲν ντρέπεσαι καὶ δὲν κοκκινίζεις ποῦ λὲς ψέματα τούτη τὴν ὥρα τὴ φοβερή; Πῶ, πῶ! Ἕτοιμη ἡ τράπεζα. Ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ γιὰ σένα σφαγιάζεται. Ὁ ἱερέας ἀγωνίζεται γιὰ σένα. Τὸ θυσιαστήριο πυρακτώνεται γιὰ σένα. Στέκουν τὰ Χερουβίμ, πετοῦν τὰ Σεραφίμ. Μυριάδες ἄγγελοι παραστέκουν…Τὸ Αἷμα ἀπ’ τὴν πλευρὰ τοῦ Κυρίου χύνεται γιὰ σένα στὸ ἅγιο Ποτήριο…Σὺ δὲν φοβᾶσαι; Δὲν τρέμεις; Δὲν κοκκινίζεις; Ψέματα λὲς καὶ τούτη τὴν ὥρα; Στῶμεν καλῶς! Γεμάτοι φόβο καὶ τρόμο, μὲ τὰ μάτια κάτω, μὲ τὴν ψυχὴ ἐπάνω. Νὰ στενάζουμε ἄφωνα, μὲ τὴν καρδιὰ ὅμως νὰ φωνάζουμε. Ἃς στεκόμαστε στὸ ναὸ ἀμετακίνητοι, χωρὶς νὰ μιλᾶμε, χωρὶς νὰ κινούμαστε. Τὰ μάτια οὔτε ἐδῶ οὔτε ἐκεῖ. Σοβαροί, γεμάτοι κατάνυξη καὶ φόβο Θεοῦ. Αὐτὰ πολλὲς φορὲς θὰ σᾶς τὰ λέω, μέχρι νὰ διορθωθεῖτε…Πῶς μπαίνουμε στὴν ἐκκλησία; Φυσικά, ὅπως πρέπει καὶ ὁρίζει ὁ Θεός. Στὴ ψυχὴ καμιὰ κακία νὰ μὴ κρατᾶμε. Ὅλους νὰ τοὺς συγχωρᾶμε. Πῶς θὰ ποῦμε, «Σβῆσε τὶς ἁμαρτίες μας, ὅπως κι ἐμεῖς συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους»;
(Ἀρχιμ. Δανιὴλ Γ. Ἀεράκη, Προσχωμεν (7) σ.24-28)
Γιὰ τὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου στὴν ἁγία Τράπεζα ἀρκεῖ ἡ ἱερωσύνη τοῦ πρεσβυτέρου ἢ τοῦ ἐπισκόπου.
Γιὰ τὴν πρόσληψη ὅμως τοῦ μυστηρίου μέσ’ στὸν πιστὸ ἀπαιτεῖται ἡ συνειδητὴ μετοχή.
Ἀπὸ ὁμιλία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου (θ’ περὶ μετανοίας, Ε.Π.Ε. 30,314-316) ἀποσπᾶμε μικρὲς περικοπές, ὅπου τονίζονται τρεῖς ἀπ’ τοὺς βασικοὺς ὅρους τῆς συνειδητῆς αὐτῆς μετοχῆς.
Πρώτον: Ἡ ἀδιάλειπτη παρουσία στὴν «ἐπισυναγωγὴ» τῆς Ἐκκλησίας, στὸν Κυριακάτικο ἐκκλησιασμό. Εἶχαν, φαίνεται, ἀπὸ τότε ἀρχίσει οἱ ἀπουσίες ἀπ’ τὸ Κυριακὸ Δεῖπνο. Σήμερα τὸ ἀπουσιολόγιο εἶναι πυκνότερο ἀπ’ τὸ παρουσιολόγιο.
«Ἔχει 168 ὧρες ἡ ἑβδομάδα. Μιὰ ὥρα ξεχώρισε γιὰ τὸν ἑαυτὸ Τοῦ ὁ Θεός. Σὺ κι αὐτὴ τὴν ὥρα (τῆς Κυριακῆς) τὴν ξοδεύεις σὲ κοσμικὰ καὶ γελοία; Κι ὅταν ἔρχεσαι, πῶς ἔρχεσαι; Μὲ μολυσμένη καρδιὰ στὰ μυστήρια; Ἂν ἐπισκεπτόσουν βασιλιὰ ἢ ἄλλο ἄρχοντα, θάχες λασπωμένα τὰ χέρια;»
Δεύτερον: Ἡ ἀκράδαντη πίστη, ὅτι ὅλος σὲ ὅλον! Αὐτὸ συμβαίνει κατὰ τὴ Μετάληψη. Ὅλος ὁ Χριστὸς σ’ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή μας! Ἀφαιρεῖ ὁ ἱερὸς Πατὴρ κάθε λογισμό, γιὰ τὸ τί γίνεται καὶ ποὺ πηγαίνει ὁ θεῖος Μαργαρίτης.
«Μὴ θαρρεῖς πὼς εἶναι ψωμὶ καὶ κρασί. Δὲν ἀποβάλλονται, ὅπως οἱ ἄλλες τροφές. Ὅπως τὸ κερί, στὴν ἐπαφὴ μὲ τὴ φωτιά, γίνεται ὅλο ἕνα μαζί της, ἔτσι κι ἐδῶ, ἑνώνονται τὰ μυστήρια μ’ ὅλη τὴν ὕπαρξή μας. Δὲν μεταλαμβάνετε ἀπὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἀπ’ τὴ λαβίδα τῶν Σεραφείμ. Τὰ χείλη μᾶς ρουφᾶνε τὸ σωτήριο Αἷμα ἀπ’ τὴν ἄχραντη πλευρά Του».
Τρίτον: Ἡ ἀπόλυτη κατάνυξη κατὰ τὴ λειτουργικὴ σύναξη. Δυστυχῶς δὲν θεωροῦμε μεγάλη ἁμαρτία τὴν ἀπροσεξία, ἀκόμα καὶ τὴν ἀταξία κατὰ τὴ φρικτὴ ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας.
Ρωτάει ὁ ἱερὸς Πατέρας: Δὲν ντρεπόμαστε; Δὲν κοκκινίζουμε;
«Ἄνθρωπε, τί κάνεις; Ὁ ἱερέας προέτρεψε: Ψηλά το νοῦ καὶ τὴν καρδιά! Καὶ σὺ ἀπάντησες: Ἔχουμε πρὸς τὸν Κύριο! Δὲν ντρέπεσαι καὶ δὲν κοκκινίζεις ποῦ λὲς ψέματα τούτη τὴν ὥρα τὴ φοβερή; Πῶ, πῶ! Ἕτοιμη ἡ τράπεζα. Ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ γιὰ σένα σφαγιάζεται. Ὁ ἱερέας ἀγωνίζεται γιὰ σένα. Τὸ θυσιαστήριο πυρακτώνεται γιὰ σένα. Στέκουν τὰ Χερουβίμ, πετοῦν τὰ Σεραφίμ. Μυριάδες ἄγγελοι παραστέκουν…Τὸ Αἷμα ἀπ’ τὴν πλευρὰ τοῦ Κυρίου χύνεται γιὰ σένα στὸ ἅγιο Ποτήριο…Σὺ δὲν φοβᾶσαι; Δὲν τρέμεις; Δὲν κοκκινίζεις; Ψέματα λὲς καὶ τούτη τὴν ὥρα; Στῶμεν καλῶς! Γεμάτοι φόβο καὶ τρόμο, μὲ τὰ μάτια κάτω, μὲ τὴν ψυχὴ ἐπάνω. Νὰ στενάζουμε ἄφωνα, μὲ τὴν καρδιὰ ὅμως νὰ φωνάζουμε. Ἃς στεκόμαστε στὸ ναὸ ἀμετακίνητοι, χωρὶς νὰ μιλᾶμε, χωρὶς νὰ κινούμαστε. Τὰ μάτια οὔτε ἐδῶ οὔτε ἐκεῖ. Σοβαροί, γεμάτοι κατάνυξη καὶ φόβο Θεοῦ. Αὐτὰ πολλὲς φορὲς θὰ σᾶς τὰ λέω, μέχρι νὰ διορθωθεῖτε…Πῶς μπαίνουμε στὴν ἐκκλησία; Φυσικά, ὅπως πρέπει καὶ ὁρίζει ὁ Θεός. Στὴ ψυχὴ καμιὰ κακία νὰ μὴ κρατᾶμε. Ὅλους νὰ τοὺς συγχωρᾶμε. Πῶς θὰ ποῦμε, «Σβῆσε τὶς ἁμαρτίες μας, ὅπως κι ἐμεῖς συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους»;
(Ἀρχιμ. Δανιὴλ Γ. Ἀεράκη, Προσχωμεν (7) σ.24-28)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου