Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

ΤΟ «ΟΥΚ ΕΣΤΙ ΜΟΥ ΑΞΙΟΣ» ΚΑΙ Η ΑΓΙΟΤΗΤΑ

Ἅγιος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀξίζει νὰ εἶναι μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, λέει ὁ Κύριός μας ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς μαθητές του καὶ πρὸς κάθε χριστιανό, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ Τὸν ἀκολουθήσει. Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν κόσμο, τοὺς φυσικοὺς συγγενεῖς του, ὅποιος δὲν σηκώνει τὸν σταυρό του καὶ δὲν ἀκολουθεῖ τὸν Χριστὸ δὲν ἀξίζει νὰ θεωρεῖται καὶ νὰ εἶναι μαθητής Του. «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστί μου ἄξιος. καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστί μου ἄξιος.  καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστί μου ἄξιος» (Ματθ. 10, 37-39). Ὅποιος εἶναι δεμένος μὲ τὸ παρελθόν του, ὅπως αὐτὸ ἐκφράζεται στὰ πρόσωπα τῶν γονέων του, ὅποιος εἶναι προσκολλημένος στὸ μέλλον, ὅπως αὐτὸ ἐκφράζεται στὰ πρόσωπα τῶν παιδιῶν του, ὅποιος εἶναι προσκολλημένος στὸν ἑαυτό του, στὸ παρόν του, ὅπως αὐτὸ ἐκφράζεται μὲ τὴν ἄρνηση νὰ ἀναλάβει τὸν σταυρό του καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὴν πορεία τῆς θυσίας, τῆς ἀγάπης, τῆς ἀφιέρωσης, τῆς προσφορᾶς, τῆς νίκης ἐναντίον τῶν παθῶν, δὲν ἀξίζει νὰ εἶναι μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἀξίζει τὴ δωρεὰ τῆς ἁγιότητας. Διότι ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἔχει ὡς κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ ὅ,τι ἔχει καὶ ὄχι τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Πρόσωπο Ἐκεῖνο ποὺ τοῦ δίνει ὅ,τι ἔχει, ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ τὴ ζωή, μέχρι τὰ πρόσωπα, τὰ βιώματα, τὶς δυνατότητες γιὰ ἀναζήτηση νοήματος, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος τελικὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἀκολουθήσει τὴν ὁδὸ τῆς ἁγιότητας, τὴν ὁδὸ τῆς μαθητείας στὸ Χριστό.
Οἱ πολλοὶ πιστεύουμε ὅτι ἅγιος εἶναι ὁ ἀναμάρτητος, ὁ ἀπροσάρμοστος στὰ δεδομένα τῆς ζωῆς, ὁ ἀφελής, ὁ ἀθῶος, αὐτὸς ποὺ πορεύεται μὲ τὸ σταυρὸ στὸ χέρι, ὁ μονίμως ἡττημένος ἀπὸ τοὺς ἰσχυρούς, ἀπὸ τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ πολιτισμοῦ, ὁ μονίμως περιθωριοποιημένος, ὁ ἀρνητὴς τῆς ζωῆς καὶ τῆς χαρᾶς ποὺ αὐτὴ κρύβει. Οἱ πολλοὶ ἀφήνουμε τοὺς ἁγίους στὴν ἄκρη. Στὴν καλύτερη περίπτωση τοὺς θαυμάζουμε διότι ὑπερβαίνουν τὰ μέτρα τῆς φύσης, τοὺς χαρακτηρίζουμε ὡς καλοὺς καὶ ξεχωριστοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μποροῦν νὰ προσευχηθοῦν στὸν Θεὸ γιὰ νὰ γίνουν τὰ θελήματά μας,. Στὴν συνηθέστερη περίπτωση προσπερνοῦμε τὴν ὕπαρξή τους. Δὲν εἶναι ὁ τρόπος τους γιὰ μᾶς. Ἀγαποῦμε τὸν ἑαυτό μας, τὰ ἀγαθά μας, τὰ οἰκεῖα μας πρόσωπα, τὸν χρόνο τῆς ζωῆς μας, ὅ,τι ἀπαρτίζει τὸ ἐγὼ καὶ τὸ ἔχειν μας. Ἀκόμη καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἕνα μικρὸ κομμάτι τῆς ζωῆς μας, τὸ ὁποῖο δὲν θέλουμε  νὰ γεμίσει τὸν χρόνο καὶ τὸ ἔχειν μας. Ἐκεῖνος ὅμως γνωρίζει νὰ περιμένει καὶ τὸ πιστεύουμε, διότι μᾶς συμφέρει.
Ἅγιος ὅμως εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀφήνει τὴν ὕπαρξή του νὰ γεμίσει ἀπὸ τὸν Θεό. Νὰ γεμίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν αἰωνιότητα, γιὰ τὴν Βασιλεία. Εἶναι ὁ διαθέσιμος γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, αὐτὸς ποὺ δὲν προσκολλᾶται στὸ ἐδῶ καὶ τώρα, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι ἀδιαφορεῖ ἢ δὲν αἰσθάνεται οἰκεῖος. Ἡ οἰκειότητα ὅμως τόσο μὲ τὰ πρόσωπα ὅσο καὶ μὲ τὸν χρόνο τῆς ζωῆς μας, παρελθόν, μέλλον, παρὸν δὲν ἔχει διάρκεια, δὲν εἶναι παράδοση στὴν αἰωνιότητα, ἀλλὰ δοκιμή της. Ὁ χρόνος μᾶς δίδεται γιὰ νὰ γνωρίσουμε ὅ,τι μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ αἰώνιο. Μαθαίνοντας νὰ ἀγαποῦμε, καλούμαστε νὰ μὴν ταυτιστοῦμε μὲ ὅ,τι ἀγαποῦμε, ἀλλὰ νὰ μάθουμε νὰ δίνουμε, νὰ σηκώνουμε τὸν σταυρὸ καὶ τὸν κόπο ποὺ ἡ ἀγάπη φέρει καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ νὰ δοξάζουμε τὸν Θεὸ ποὺ μᾶς ἔδωσε αὐτὴ τὴν εὐκαιρία. Πρωτίστως, καλούμαστε ἀπὸ τὰ πρόσωπα νὰ περάσουμε στὸ Μοναδικὸ Ἐκεῖνο Πρόσωπο ποὺ διὰ τῆς δικῆς Του ἀγάπης μᾶς σώζει, τὸν Χριστό.
Οἱ γονεῖς μᾶς ἐκφράζουν ὅ,τι ἀνήκει στὸ παρελθόν μας. Τὸν ἐρχομὸ στὴ ζωή, τὰ βιώματα, τὶς ἀξίες, τὰ θετικὰ καὶ τὰ ἀρνητικά τα ὁποῖα ἐσωτερικεύσαμε καὶ ἀπὸ τὰ ὁποῖα ξεκινήσαμε. Οἱ γονεῖς ἄλλοτε ἀπαιτοῦν ὑπακοή, ἄλλοτε μᾶς δίνουν ἐλευθερία, ἀλλὰ συχνὰ περιμένουν ἀπὸ ἐμᾶς τὴν ἀνταπόδοση καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη, θέλουν νὰ διαμορφώνουν τὶς ἰδέες μας, τὴν στάση ζωή μας, νὰ μονοπωλοῦν διὰ τῆς συγγένειας τὸν χρόνο, τὰ ἐνδιαφέροντα, τοὺς λογισμούς μας. Εἶναι δύσκολο νὰ ἀπεξαρτηθοῦμε ἀπὸ αὐτούς, διότι πάντοτε μέσα μας κυριαρχεῖ ἡ μομφὴ τῆς ἀχαριστίας. Ὅποιος μένει σ’ αὐτοὺς καθιστᾶ τὸ παρελθὸν τοῦ τρόπο καὶ προτεραιότητα ζωῆς καὶ καθιστᾶ την  ἐλευθερία ἀπὸ αὐτὸ ἐνοχή. Προτάσσει τὴν ἀνάγκη νὰ ἀποδεικνύει στοὺς γονεῖς του ὅτι τοὺς ἀγαπᾶ καὶ τοὺς εὐχαριστεῖ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν μπορεῖ νὰ προχωρήσει σὲ μιὰ ἄλλη θέαση ζωῆς. Ἀκόμη καὶ στὴν πνευματική του πορεία ὁ ἄνθρωπος κρατᾶ τὰ βιώματα τῶν γονέων του ὡς δύναμη συνήθειας καὶ δὲν τολμᾶ νὰ κάνει τὸ δικό του βῆμα ἀνακάλυψης τοῦ τί ἀληθινὰ εἶναι ὁ Θεὸς γι’ αὐτόν, ἐνῶ ἂν ἐπιχειρήσει νὰ ἀνοίξει νέο δρόμο, διαπιστώνει ὅτι «ἐχθροί του ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ» (Ματθ. 10,36).
Τὰ παιδιὰ μᾶς ἐκφράζουν ὅ,τι ἀνήκει στὸ μέλλον, στὴν προέκταση τῆς ζωῆς μας στὴν ἀθανασία, στὴν αἰωνιότητα. Θὰ ζοῦμε μέσω τῶν παιδιῶν μας, ἀκόμη κι ἂν ὁ θάνατος μᾶς καταπιεῖ. Ἔτσι ἀγαποῦμε τὰ παιδιὰ μᾶς ὄχι μόνο γιατί πιστεύουμε ὅτι μᾶς ἀνήκουν, ἀλλὰ καὶ γιατί εἶναι ἡ ἐλπίδα μας ὅτι θὰ ἐκπληρώσουν τὰ ὄνειρά μας, ὅτι θὰ μᾶς δώσουν χαρά, ὅτι θὰ μᾶς καταξιώσουν.  Αὐτὴ ἡ ἀγάπη δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ δοῦμε τὸ προσωπικό μας μέλλον, τὸ ὑπαρξιακό. Καὶ αὐτὸ ἔχει νὰ κάνει πάλι μὲ τὴ σχέση μας μὲ τὸν Χριστό. Διότι αὐτὴ ἡ σχέση μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ ζήσουμε ἐσχατολογικὰ ἀπὸ τὸ τώρα. Χωρὶς νὰ πάψουμε νὰ ἀγαποῦμε, νὰ μεριμνοῦμε, νὰ προσευχόμαστε, νὰ στηρίζουμε «υἱοὺς ἢ θυγατέρας», ἡ ἀγάπη αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ μείνει ἡ ἀποκλειστικὴ ἀγάπη τῆς ζωῆς μας. Ἡ ἀποκλειστικότητα μᾶς κρατᾶ κλεισμένους, ἐνῶ ἡ ἀγάπη εἶναι ἄνοιγμα πρὸς ὅλους τους ἀνθρώπους καὶ πρωτίστως πρὸς τὸν Θεό. Καλούμαστε λοιπὸν νὰ βλέπουμε τοὺς ἄλλους μὲ τὸν τρόπο ποὺ βλέπουμε τὰ παιδιά μας. Νὰ εἶναι ὅλοι, ἀκόμη καὶ οἱ ἐχθροί μας οἱ εἰκόνες τοῦ Θεοῦ πρὸς τὶς ὁποῖες μποροῦμε νὰ προσφέρουμε αὐτὸ ποὺ ὁ Χριστὸς μᾶς προσφέρει: τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀλήθεια. Χωρὶς διακρίσεις καὶ ἰδιοτέλειες. Καὶ αὐτὸ δὲν ἔχει νὰ κάνει τόσο μὲ τὸ ὑλικὸ ἐπίπεδο, ὅσο μὲ τὴ διάθεση τῆς καρδιᾶς.
Τέλος, τὸ προσωπικό μας παρὸν διακρίνεται ἀπὸ μία αὐθόρμητη τάση νὰ ἀποφύγουμε τὴν ἄρση τοῦ σταυροῦ ἢ τῶν σταυρῶν μας καὶ τὴ διάθεση νὰ ἐπιλέξουμε τὴν εὐκολία καὶ τὴν ἄνεση.  Αν μάλιστα ἀναλογιστοῦμε τὸ  δόγμα τοῦ πολιτισμοῦ μας, τὸ  «φάγωμεν, πίωμεν, ἀπολαύωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκωμεν»,  διαπιστώνουμε ὅτι ὁ τρόπος τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἑλκυστικός. Δὲν εἶναι μόνο ὅτι ὁ Χριστὸς χρειάζεται χρόνο ἐντός μας, χρειάζεται νὰ γίνει τὸ κέντρο καὶ τοῦ χρόνου καὶ τοῦ τρόπου μας. Εἶναι καὶ ὅτι ζητᾶ ἀπὸ ἐμᾶς νὰ μὴν ἀρνηθοῦμε τοὺς σταυρούς μας. Νὰ σηκώσουμε τὰ φορτία τῶν παθῶν μας καὶ νὰ τοῦ τὰ προσφέρουμε. Νὰ σηκώσουμε τὰ φορτία τῶν ἄλλων. Νὰ σηκώσουμε τὰ φορτία τελικά του ἐαυτοῦ μας καὶ νὰ ζητήσουμε καὶ νὰ ἀγωνιστοῦμε μὲ μετάνοια, ταπείνωση καὶ ὑπομονή, πρωτίστως ὅμως μὲ ἀποφασιστικότητα, ἀπὸ Ἐκεῖνον νὰ τὰ μεταποιήσει στὸν τρόπο Του, νὰ γίνει κοινωνός μας καὶ νὰ γίνουμε «θείας φύσεως κοινωνοὶ» κοντά Του. Αὐτὸς ὁ τρόπος ἔχει τὸ τίμημά του μὴ συμβιβασμοῦ μὲ τὸ ἐκκοσμικευμένο πνεῦμα. Ἔχει ὅμως καὶ τὴν εὐλογία τῆς χάριτος, τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς προσφέρει ἐν Ἁγίω Πνεύματι πλουσίως, ἐνισχύοντάς μας καὶ κάνοντας τὸ δυσβάσταχτο φορτίο νὰ φαίνεται ἐλαφρὸν (Ματθ. 11, 30).

Ἅγιος δὲν εἶναι ὁ τέλειος, ὁ ἀναμάρτητος, οὔτε κατ’ ἀνάγκην ὁ περιθωριοποιημένος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἅγιος γίνεται αὐτὸς ποὺ ἀγωνίζεται. Αὐτὸς ποὺ ἀντλεῖ δύναμη καὶ παραδείγματα ἀπὸ ὅσους προηγήθηκαν στὴν ὁδὸ αὐτή. Αὐτὸς ποὺ ζεῖ τὴν χαρὰ τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωή του καὶ γίνεται καρπὸς τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτὸς ποὺ ἀγωνίζεται νὰ γίνει  ἅγιος μπορεῖ νὰ περιθωριοποιεῖται ἀπὸ τοὺς πολλούς. Παραμένει ὅμως  σημεῖο ἀναφορᾶς τόσο γὰ τὸ περιβάλλον τοῦ ὅσο καὶ γιὰ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τὸν ἀπορρίπτουν. Διότι τὸ λυχνάρι δὲν κρύβεται στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ τὸ διαλύει. Ἔστω καὶ γιὰ λίγο. Ὅποιος εἶναι δίπλα του, τουλάχιστον βλέπει ποῦ πορεύεται. Ἔχουμε λοιπὸν ἀνάγκη ὄχι μόνο ἀπὸ ἁγίους, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ θέσουμε τὴν ἁγιότητα ὡς στόχο τῆς ζωῆς μας. Ὄχι γιὰ νὰ ὑπεραιρόμεθα, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπενθυμίζουμε στὸν ἑαυτό μας ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε μαθητές Του. Μᾶς θέλει ἀξίους Του. Βεβαίως κάτι τέτοιο μὲ τὰ δικά μας μέτρα εἶναι ἀνέφικτο. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅμως ἀναπληρώνει τὰ ἐλλείποντα καὶ θεραπεύει τὰ ἀσθενῆ. Ἃς δοῦμε λοιπὸν τόσο τὸν τρόπο ποὺ ζοῦμε ἐν χρόνω ὅσο καὶ τοὺς στόχους τῆς ζωῆς μᾶς μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν προοπτική. Εἶναι δρόμος εὐλογίας καὶ ὄντως ζωῆς. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου