Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Νήστευε, όμως τον έτρεφαν οι έπαινοι των ανθρώπων.

Σὲ μιὰ κωμόπολη ζοῦσε κάποιος ποὺ τόσο πολὺ νήστευε, ὥστε ὅλοι νὰ τὸν διαφημίζουν σὰν μεγάλο νηστευτή. Ἡ φήμη του ἔφθασε καὶ στὸν ἀββὰ Ζήνωνα. Τότε ὁ ἀββὰς τὸν κάλεσε κοντά του. Ἐκεῖνος ἦρθε. Χαιρετήθηκαν καὶ κάθισαν.Ὁ ἀββὰς ἄρχισε τὸ ἐργόχειρό του καὶ ἡ ὥρα περνοῦσε σὲ ἀπόλυτη σιωπή. Ὁνηστευτής, μὴ μπορώντας νὰ μιλήσει, ἄρχισε νὰ στενοχωρεῖται καὶ ν’ ἀδημονεῖ. Στὸ τέλος δὲν ἄντεξε καὶ εἶπε:

– Εὐχήσου γιὰ μένα, ἀββά, γιατὶ θέλω νὰ φύγω.

– Γιατί; τὸν ρώτησε ἐκεῖνος.

– Νιώθω σφίξιμο στὴν καρδιά μου καὶ δὲν ξέρω τί συμβαίνει. Στὸν κόσμο νηστεύω μέχρι τὸ βράδυ καὶ δὲν νιώθω καμιὰ δυσκολία. Ἐδῶ στὴν ἔρημο δὲνἀντέχω.

– Στὸν κόσμο, τοῦ ἀπαντᾶ ὁ ἀββᾶς, ἀπὸ τὰ αὐτιά σου τρέφεσαι. Σὲ τρέφουν οἱἔπαινοι τῶν ἀνθρώπων. Πήγαινε λοιπόν καί, ὅπως οἱ ἄλλοι, νὰ κάνεις κάθε μέραἐνάτη (δηλ. νὰ γευματίζεις μιὰ φορὰ στὶς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα).

Ὁ νηστευτὴς πῆγε πάλι στὸν κόσμο καὶ μὲ δυσκολία καὶ θλίψη περίμενε τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ, ἐνῶ ἄλλοτε μὲ εὐκολία νήστευε μέχρι τὸ βράδυ. Τὸ διαπίστωσαν αὐτὸ οἱ γνωστοί του καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους:

– Φαίνεται ὅτι δαιμόνιο τὸν κυρίευσε.

Λυπημένος ἐκεῖνος πῆγε πάλι στὸν ἀββὰ Ζήνωνα καὶ τοῦ περιέγραψε τὴ νέα κατάσταση. Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:

– Αὐτὸς εἶναι ὁ σωστὸς δρόμος. Αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μακριὰ ἀπὸτοὺς ἐπαίνους νὰ ἐργάζεσαι μυστικὰ καὶ μὲ κόπο τὴν ἀρετή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου