«Σὲ ποιὲς περιπτώσεις μποροῦμε θεμιτὰ καὶ νόμιμα νὰ καταλύσουμε τὴν νηστεία;» εἶναι ἕνα σύνηθες ἐρώτημα πιστῶν πρὸς τοὺς ἱερεῖς καὶ ἰδιαίτερα πρὸς τοὺς πνευματικοὺς – ἐξομολόγους. «Ἀσθενὴς καὶ ὁδοιπόρος ἁμαρτίαν οὐκ ἔχει», εἶναι μιὰ ἐξίσου συνηθισμένη ἀπάντηση.
Πρόκειται ὅμως γιὰ μιὰ παρεξήγηση. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι οἱ παροιμίες ἀποτελοῦν καταστάλλαγμα τῆς μακρόχρονης ἐμπειρίας τῶν ἀνθρώπων. Καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀναγνωρίστηκαν παντοῦ καὶ πάντοτε ὡς ἀναμφισβήτητες ἀλήθειες. Μία ἀπὸ τὶς παροιμίες αὐτὲς εἶναι καὶ ἡ «ἀσθενὴς καὶ ὠδιπόρος (ἢ ὠδειπόρος) ἁμαρτίαν οὐκ ἔχει». Μὲ ἁπλούστερα λόγια: «Ὁ ἄρρωστος καὶ ἡ ἔγκυος γυναίκα δὲν ἁμαρτάνει ἐὰν δὲν νηστέψει».
Σήμερα ὅμως, οἱ περισσότεροι παρανοοῦν τὴν ἔννοια τῆς παραπάνω ρήσης, εἴτε ἀπὸ ἄγνοια τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας, εἴτε ἀπὸ τὴν ἀνορθόγραφη καταγραφὴ τῆς λέξης ὠδιπόρος (καὶ ὄχι ὁδοιπόρος = ταξιδιώτης).Ἔτσι, ἡ ρήση μετατράπηκε σὲ «ἀσθενὴς καὶ ὁδοιπόρος ἁμαρτίαν οὐκ ἔχει» δηλαδή: «Ὁ ἄρρωστος καὶ ὁ ταξιδιώτης δὲν ἔχει ἁμαρτάνει ἐὰν δὲν νηστέψει». Σύμφωνα μὲ τὴν παραπάνω λανθασμένη γραφή, ἀνάγνωση ἢ ἑρμηνεία, ὁ κάθε ταξιδιώτης (ἄσχετα ἐὰν ἔχει ταξιδέψει μὲ ἀεροπλάνο, πλοῖο, τρένο ἢ αὐτοκίνητο) μπορεῖ νὰ καταλύσει κάθε νηστεία, χωρὶς νὰ ἁμαρτήσει.
Βέβαια ἐὰν κάποιος δὲν θέλει νὰ νηστέψει, ἃς φάει, ὅ,τι θέλει. Δὲν εἶναι ἐκεῖ το πρόβλημα. Τὸ θέμα εἶναι νὰ μὴν ἐφευρίσκουμε δικαιολογίες, γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε τὴν ἀδυναμία μας. Ἀκόμη καὶ ἐὰν τὸ κείμενο ἐννοοῦσε «ὁδοιπόρο» καὶ ὄχι «ὠδιπόρο», θὰ δικαιολογοῦνταν ἡ κατάλυση μόνον στὴν περίπτωση ποὺ αὐτὸς ὁ (τέλος πάντων) «ὁδοιπόρος» ἦταν κάποιος ποὺ περπάτησε ἐπὶ πολλὲς ὧρες, κατάκοπος καὶ ἐξαντλημένος ἀπὸ τὶς κακουχίες τοῦ ταξιδιοῦ. Φτάνουμε ὅμως στὸ σημεῖο νὰ ἀπαλλάσσονται ἀπὸ τὴ νηστεία καὶ ὅσοι πηγαίνουν μία ἐκδρομή. Δὲν νηστεύουν μὲ τὴ δικαιολογία ὅτι ταξίδεψαν.
Ἀλλὰ ἃς ἐξηγήσουμε τί σημαίνει τὸ ὀρθὸ «ὠδιπόρος». Πρόκειται γιὰ λέξη σύνθετη ἀπὸ τὴν «ὠδι» καὶ «πόρος». Γιὰ τὴ λέξη «πόρος» λίγο – πολὺ ξέρουμε ὅτι ἔχει διάφορες σημασίες, ὅπως στὶς λέξεις εὔπορος, ἄπορος, οἱ πόροι τοῦ σώματος. Ἀκόμη ἔχουμε τὸ μοναδικὸ νησὶ ἀρσενικοῦ γένους, τὸν Πόρο. Πολλὰ χωριὰ μὲ τὸ ὄνομα Πόρος, διάφοροι οἰκισμοί, κάποιο βουνὸ στὴ Λευκάδα καὶ μία νησίδα στὸν Πατραϊκὸ κόλπο, κοντὰ στὸ Αἰτωλικὸ (βλ. περιοδικὸ Ἐπάλξεις, 2004).H λέξη ὅμως «ὠδι» προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «ὠδίνω», ποὺ ἔχει ἀρκετὲς σημασίες (κυριολεκτικά): Ἔχω ὠδίνες, κοιλοπονῶ, τίκτω, γεννῶ, ἀλλὰ καὶ (μεταφορικὰ) ἐπιθυμῶ πάρα πολὺ νὰ φάω, κάτι ὅπως ἡ ἐγκυμονούσα, κάνω κάτι νὰ τρέμει, σὰν τὴν ἑτοιμόγεννη γυναίκα (βλ. Ἀντιλεξικὸν ἢ Ὀνομαστικόν της Νεοελληνικῆς Γλώσσης, ἔκδ. β’, Ἀθῆναι 1990). Πόσες φορὲς λοιπὸν ἔχουμε ἀκούσει ὅτι ἡ ἔγκυος γυναίκα ζητᾶ νὰ φάει κάτι, γιὰ νὰ μὴν «ρίξει» τὸ παιδί, νὰ μὴν ἀποβάλλει;
Δικαιολογεῖται ἔτσι ἡ ἔγκυος νὰ μὴν νηστέψει, ἂν τὸ ζητὰ ὁ ὀργανισμός της, γιατί κινδυνεύει νὰ ἀποβάλλει τὸ παιδί της. Ἄλλωστε τὸ ὀρθὸ «ὠδιπόρος» ἔχει καὶ ἐννοιολογικὴ συνάφεια μὲ τὸ «ἀσθενής», καθὼς καὶ τὰ δύο ἀναφέρονται σὲ καταστάσεις σωματικῆς ἀνάγκης καὶ ἀδυναμίας, ποὺ δικαιολογεῖ τὴν κατάλυση τῆς νηστείας. Γι’ αὐτὸ καὶ τίθεται μεταξύ των δύο λέξεων τὸ συνδετικὸ «καί», ποὺ συνδέει παρεμφερεῖς ἔννοιες, ἀλλιῶς στὴν περίπτωση τοῦ «ὁδοιπόρου» θὰ ὑπῆρχε τὸ διαζευκτικὸ «ἤ», ποὺ συνδέει ἔννοιες ἐννοιολογικὰ διαφορετικές.
Ἔτσι, ὁ ταξιδιώτης δὲν δικαιολογεῖται. Ἀκόμη καὶ ἂν ὁ σοφὸς ποὺ εἶπε τὴν παροιμία ἐννοοῦσε τὸν πολὺ κατάκοπο, τότε θὰ τὴν ἔλεγε διαφορετικά. Θα χρησιμοποιοῦσε ἐνδεχόμενα λέξεις, ὅπως: Καταβεβλημένος, ἐξαντλημένος, καταπονημένος, καταπληγωμένος κ.α.
Βέβαια οἱ δύσπιστοι πρέπει νὰ ἔχουν πολὺ καλὴ ἐγκυκλοπαίδεια, γιὰ νὰ συμφωνήσουν μαζί μας. Πάντως θὰ ἔχουν ἀκούσει γιὰ τὶς ὠδίνες τοῦ τοκετοῦ καὶ ἴσως τὸ «ὤδινεν ὅρος καὶ ἔτεκε μῦν». Ἴσως πάλι νὰ ἔχουν ἀντίρρηση στὸ συντακτικό, γιατί τὸ θέμα τοῦ ρήματος «ὠδίνω» εἶναι «ὠδιν» καὶ συνεπῶς «ὠδιν + πόρος = ὠδινπόρος». Ἀλλὰ τὸ γράμμα «ν» πρὶν ἀπὸ τὸ «π» ἐξαφανίζεται, γιατί δὲν ἔχουμε λέξεις μὲ συνεχόμενα τὰ γράμματα «ν» καὶ «π». Aντίθετα, ἔχουμε συνεχόμενα τὰ «π» καὶ «ν», ὅπως πνοή. Κάποιες φορὲς τὸ «ν» μετατρέπεται σὲ «μ», ὅπως «σὺν + πνοια = σύμπνοια».
Ἔπειτα ἀπὸ ὅλα αὐτά, ἱερεῖς, θεολόγοι, ἱεροκήρυκες, ἐξομολόγοι καὶ κάθε χριστιανὸς καλῆς θελήσεως, ἃς διαφωτίσουμε καὶ τοὺς ὑπόλοιπους ὅτι ἡ σωστὴ παροιμία εἶναι: «Ἀσθενὴς καὶ ὠδιπόρος ἁμαρτίαν οὐκ ἔχει». Πρόκειται γιὰ μιὰ παροιμία πολὺ χρήσιμη στὴν ἐποχή μας. Εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ νηστεύουν, ἀλλὰ δὲν λείπουν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ βρίσκουν «νόμιμες» ὑπεκφυγές, νὰ ζαχαρώνουν τὸ χάπι καὶ νὰ κάνουν τὴν ἀδυναμία τοὺς ἀνάγκη.
Πρόκειται ὅμως γιὰ μιὰ παρεξήγηση. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι οἱ παροιμίες ἀποτελοῦν καταστάλλαγμα τῆς μακρόχρονης ἐμπειρίας τῶν ἀνθρώπων. Καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀναγνωρίστηκαν παντοῦ καὶ πάντοτε ὡς ἀναμφισβήτητες ἀλήθειες. Μία ἀπὸ τὶς παροιμίες αὐτὲς εἶναι καὶ ἡ «ἀσθενὴς καὶ ὠδιπόρος (ἢ ὠδειπόρος) ἁμαρτίαν οὐκ ἔχει». Μὲ ἁπλούστερα λόγια: «Ὁ ἄρρωστος καὶ ἡ ἔγκυος γυναίκα δὲν ἁμαρτάνει ἐὰν δὲν νηστέψει».
Σήμερα ὅμως, οἱ περισσότεροι παρανοοῦν τὴν ἔννοια τῆς παραπάνω ρήσης, εἴτε ἀπὸ ἄγνοια τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας, εἴτε ἀπὸ τὴν ἀνορθόγραφη καταγραφὴ τῆς λέξης ὠδιπόρος (καὶ ὄχι ὁδοιπόρος = ταξιδιώτης).Ἔτσι, ἡ ρήση μετατράπηκε σὲ «ἀσθενὴς καὶ ὁδοιπόρος ἁμαρτίαν οὐκ ἔχει» δηλαδή: «Ὁ ἄρρωστος καὶ ὁ ταξιδιώτης δὲν ἔχει ἁμαρτάνει ἐὰν δὲν νηστέψει». Σύμφωνα μὲ τὴν παραπάνω λανθασμένη γραφή, ἀνάγνωση ἢ ἑρμηνεία, ὁ κάθε ταξιδιώτης (ἄσχετα ἐὰν ἔχει ταξιδέψει μὲ ἀεροπλάνο, πλοῖο, τρένο ἢ αὐτοκίνητο) μπορεῖ νὰ καταλύσει κάθε νηστεία, χωρὶς νὰ ἁμαρτήσει.
Βέβαια ἐὰν κάποιος δὲν θέλει νὰ νηστέψει, ἃς φάει, ὅ,τι θέλει. Δὲν εἶναι ἐκεῖ το πρόβλημα. Τὸ θέμα εἶναι νὰ μὴν ἐφευρίσκουμε δικαιολογίες, γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε τὴν ἀδυναμία μας. Ἀκόμη καὶ ἐὰν τὸ κείμενο ἐννοοῦσε «ὁδοιπόρο» καὶ ὄχι «ὠδιπόρο», θὰ δικαιολογοῦνταν ἡ κατάλυση μόνον στὴν περίπτωση ποὺ αὐτὸς ὁ (τέλος πάντων) «ὁδοιπόρος» ἦταν κάποιος ποὺ περπάτησε ἐπὶ πολλὲς ὧρες, κατάκοπος καὶ ἐξαντλημένος ἀπὸ τὶς κακουχίες τοῦ ταξιδιοῦ. Φτάνουμε ὅμως στὸ σημεῖο νὰ ἀπαλλάσσονται ἀπὸ τὴ νηστεία καὶ ὅσοι πηγαίνουν μία ἐκδρομή. Δὲν νηστεύουν μὲ τὴ δικαιολογία ὅτι ταξίδεψαν.
Ἀλλὰ ἃς ἐξηγήσουμε τί σημαίνει τὸ ὀρθὸ «ὠδιπόρος». Πρόκειται γιὰ λέξη σύνθετη ἀπὸ τὴν «ὠδι» καὶ «πόρος». Γιὰ τὴ λέξη «πόρος» λίγο – πολὺ ξέρουμε ὅτι ἔχει διάφορες σημασίες, ὅπως στὶς λέξεις εὔπορος, ἄπορος, οἱ πόροι τοῦ σώματος. Ἀκόμη ἔχουμε τὸ μοναδικὸ νησὶ ἀρσενικοῦ γένους, τὸν Πόρο. Πολλὰ χωριὰ μὲ τὸ ὄνομα Πόρος, διάφοροι οἰκισμοί, κάποιο βουνὸ στὴ Λευκάδα καὶ μία νησίδα στὸν Πατραϊκὸ κόλπο, κοντὰ στὸ Αἰτωλικὸ (βλ. περιοδικὸ Ἐπάλξεις, 2004).H λέξη ὅμως «ὠδι» προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «ὠδίνω», ποὺ ἔχει ἀρκετὲς σημασίες (κυριολεκτικά): Ἔχω ὠδίνες, κοιλοπονῶ, τίκτω, γεννῶ, ἀλλὰ καὶ (μεταφορικὰ) ἐπιθυμῶ πάρα πολὺ νὰ φάω, κάτι ὅπως ἡ ἐγκυμονούσα, κάνω κάτι νὰ τρέμει, σὰν τὴν ἑτοιμόγεννη γυναίκα (βλ. Ἀντιλεξικὸν ἢ Ὀνομαστικόν της Νεοελληνικῆς Γλώσσης, ἔκδ. β’, Ἀθῆναι 1990). Πόσες φορὲς λοιπὸν ἔχουμε ἀκούσει ὅτι ἡ ἔγκυος γυναίκα ζητᾶ νὰ φάει κάτι, γιὰ νὰ μὴν «ρίξει» τὸ παιδί, νὰ μὴν ἀποβάλλει;
Δικαιολογεῖται ἔτσι ἡ ἔγκυος νὰ μὴν νηστέψει, ἂν τὸ ζητὰ ὁ ὀργανισμός της, γιατί κινδυνεύει νὰ ἀποβάλλει τὸ παιδί της. Ἄλλωστε τὸ ὀρθὸ «ὠδιπόρος» ἔχει καὶ ἐννοιολογικὴ συνάφεια μὲ τὸ «ἀσθενής», καθὼς καὶ τὰ δύο ἀναφέρονται σὲ καταστάσεις σωματικῆς ἀνάγκης καὶ ἀδυναμίας, ποὺ δικαιολογεῖ τὴν κατάλυση τῆς νηστείας. Γι’ αὐτὸ καὶ τίθεται μεταξύ των δύο λέξεων τὸ συνδετικὸ «καί», ποὺ συνδέει παρεμφερεῖς ἔννοιες, ἀλλιῶς στὴν περίπτωση τοῦ «ὁδοιπόρου» θὰ ὑπῆρχε τὸ διαζευκτικὸ «ἤ», ποὺ συνδέει ἔννοιες ἐννοιολογικὰ διαφορετικές.
Ἔτσι, ὁ ταξιδιώτης δὲν δικαιολογεῖται. Ἀκόμη καὶ ἂν ὁ σοφὸς ποὺ εἶπε τὴν παροιμία ἐννοοῦσε τὸν πολὺ κατάκοπο, τότε θὰ τὴν ἔλεγε διαφορετικά. Θα χρησιμοποιοῦσε ἐνδεχόμενα λέξεις, ὅπως: Καταβεβλημένος, ἐξαντλημένος, καταπονημένος, καταπληγωμένος κ.α.
Βέβαια οἱ δύσπιστοι πρέπει νὰ ἔχουν πολὺ καλὴ ἐγκυκλοπαίδεια, γιὰ νὰ συμφωνήσουν μαζί μας. Πάντως θὰ ἔχουν ἀκούσει γιὰ τὶς ὠδίνες τοῦ τοκετοῦ καὶ ἴσως τὸ «ὤδινεν ὅρος καὶ ἔτεκε μῦν». Ἴσως πάλι νὰ ἔχουν ἀντίρρηση στὸ συντακτικό, γιατί τὸ θέμα τοῦ ρήματος «ὠδίνω» εἶναι «ὠδιν» καὶ συνεπῶς «ὠδιν + πόρος = ὠδινπόρος». Ἀλλὰ τὸ γράμμα «ν» πρὶν ἀπὸ τὸ «π» ἐξαφανίζεται, γιατί δὲν ἔχουμε λέξεις μὲ συνεχόμενα τὰ γράμματα «ν» καὶ «π». Aντίθετα, ἔχουμε συνεχόμενα τὰ «π» καὶ «ν», ὅπως πνοή. Κάποιες φορὲς τὸ «ν» μετατρέπεται σὲ «μ», ὅπως «σὺν + πνοια = σύμπνοια».
Ἔπειτα ἀπὸ ὅλα αὐτά, ἱερεῖς, θεολόγοι, ἱεροκήρυκες, ἐξομολόγοι καὶ κάθε χριστιανὸς καλῆς θελήσεως, ἃς διαφωτίσουμε καὶ τοὺς ὑπόλοιπους ὅτι ἡ σωστὴ παροιμία εἶναι: «Ἀσθενὴς καὶ ὠδιπόρος ἁμαρτίαν οὐκ ἔχει». Πρόκειται γιὰ μιὰ παροιμία πολὺ χρήσιμη στὴν ἐποχή μας. Εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ νηστεύουν, ἀλλὰ δὲν λείπουν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ βρίσκουν «νόμιμες» ὑπεκφυγές, νὰ ζαχαρώνουν τὸ χάπι καὶ νὰ κάνουν τὴν ἀδυναμία τοὺς ἀνάγκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου