Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Γέροντας Παΐσιος: Ὁ διάβολος δὲν ἀπογοητεύεται εὔκολα!

-Γέροντα,δὲν μᾶς λὲς κάτι γιὰ τὸ διάβολο,ὁ ὁποῖος τόσο μᾶς ταλαιπωρεῖ καὶ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπ’τὸ Θεό;
-Γιὰ τὸ διάβολο νὰ μιλήσουμε ἢ γιὰ τοὺς ἀγγέλους; Ἐγὼ βέβαια,δὲν ξέρω γιὰ τοὺς ἀγγέλους.Γιὰ τὸ διάβολο ὅμως μπορῶ νὰ σᾶς πῶ δυὸ ἱστορίες.
Ὁ Γέροντας περίμενε λίγο νὰ πιοὺν τὸ νερὸ καὶ οἱ ἄλλοι καὶ ἄρχισε:
-Ὅταν ἤμουν στὸ μοναστήρι τοῦ Στομίου στὴν Κόνιτσα,ὁ διάβολος προσπαθοῦσε νὰ μὲ παρασύρει χρησιμοποιώντας διάφορους τρόπους.

Ἕνα βράδυ,μετὰ τὸ ἀπόδειπνο,ἔλεγα τὴν εὐχὴ στὸ κελὶ καθισμένος σ’ἕνα σκαμνί.Εἶχα μιὰ καλὴ κατάσταση.Ξαφνικὰ ἀκούω διάφορα ὄργανα,κλαρίνα καὶ νταούλια.Παραξενεύτηκα.”Τι εἶναι τοῦτα πάλι”,εἶπα.”Το πανηγύρι πέρασε.Ποιοὶ παίζουν τώρα ὄργανα ἐκεῖ στὸν ξενώνα;”
Σηκώθηκα ἂπ΄τὸ σκαμνὶ καὶ κοίταξα ἀπ’τὸ παράθυρο ἔξω.Ἦταν παντοῦ ἡσυχία.Τότε κατάλαβα ὅτι ὁ διάβολος ἤθελε νὰ διακόψω τὴν προσευχή.
-Ἀκούγονταν καθαρά τα ὄργανα,Γέροντα; ρώτησε ἕνας ἀπ’τὴν παρέα.Μήπως νομίσατε ὅτι ἀκούγονταν;
-Τί λὲς βρὲ παλικάρι; Ἄκουγα τὰ ὄργανα,ὅπως ἀκούγονται καὶ στὸ πανηγύρι στὶς 8 Σεπτεμβρίου. Εἶχαν ὄρεξη οἱ ὀργανοπαῖχτες τοῦ διαβόλου. Ἀντηχοῦσαν οἱ ρεματιές.
-Μετά,Γέροντα,ἡσύχασες; Σταμάτησαν οἱ πειρασμοί;
-Ὄχι. Ὁ διάβολος δὲν ἀπογοητεύεται εὔκολα.Ἐγὼ ξανακάθισα στὸ σκαμνὶ γιὰ νὰ συνεχίσω τὴν εὐχή.Προσπάθησα νὰ συγκεντρωθῶ, ἀλλὰ δὲν μὲ ἄφησε.Μετὰ ἀπὸ λίγη ὥρα γέμισε τὸ κελί μου μὲ δυνατὸ φῶς. Ξαφνιάστηκα πάλι. Εἶδα ἀκόμα τὴν ὀροφὴ νὰ ἐξαφανίζεται καὶ νὰ μπαίνει στὸ κελὶ μιὰ φωτεινὴ στήλη,ποὺ ξεκινοῦσε ἀπ’τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ. Στὴν κορυφὴ αὐτῆς τῆς στήλης ὑπῆρχε ἕνας ξανθὸς νέος,ποὺ ἔμοιαζε μὲ τὸ Χριστό.Δὲν ἔβλεπα ὅμως ὁλόκληρό το πρόσωπό του.
Σηκώθηκα ἀπ’τὸ σκαμνὶ γιὰ νὰ δῶ καλύτερα.Ἐκείνη τὴ στιγμὴ μιὰ ἐσωτερικὴ φωνὴ μὲ διαβεβαίωνε ὅτι εἶδα τὸ Χριστό.Ἐγὼ ἀντέδρασα ἀμέσως.Ἔκανα τὸ σταυρό μου καὶ μονολόγησα:”Ποιὸς εἶμαι ἐγὼ ποῦ ἀξιώθηκα νὰ δῶ τὸ Χριστό; Ἐγὼ εἶμαι ἀναξιος”.Αὐτὸ ἦταν.Τὸ φῶς καὶ ὁ δῆθεν Χριστὸς χάθηκαν. Ἡ ὀροφὴ ἦταν στὴ θέση της.
-Αὐτὲς οἱ καταστάσεις δὲν προκαλοῦν φόβο,Γέροντα; Νομίζω ὅτι ἐγὼ προσωπικὰ δὲν θ’ἄντεχα, εἶπε ἕνας ἄλλος.
-Τί νὰ ἔκανα; Μποροῦσα νὰ τὸν ἀποφύγω τὸ διάβολο; Ὅμως πρέπει νὰ ξέρετε ὅτι χρειάζεται θάρρος καὶ προσευχή. Μὴ νομίζετε ὅτι ὁ διάβολος εἶναι πολὺ δυνατός. Δειλὸς καὶ φοβητσιάρης εἶναι. Δὲν πρέπει νὰ τὸν πιστεύουμε. Τί νὰ σᾶς πῶ!
Κάποτε προθυμοποιήθηκε νὰ μ’ἐξυπηρετήσει.
Θυμᾶμαι,πού,ὅταν ἔφυγα ἀπ’τὸ Στόμιο καὶ πῆγα στὸ Σινά,στὸ ἀσκητήριο τῆς Ἁγίας Ἐπιστήμης, ὁ διάβολος συχνὰ μ’ἐνοχλοῦσε. Ἐκεῖ το κελάκι εἶχε τρία τέσσερα σκαλάκια καὶ πιὸ πέρα ὑπῆρχαν διάφορες σπηλιές. Ὅταν εἶχε ἀστροφεγγιά, μοῦ ἄρεσε νὰ βγαίνω ἔξω καὶ νὰ τρυπώνω σὲ κάποια σπηλιὰ γιὰ νὰ κάνω τὴν προσευχή μου πιὸ ἔντονη.
Μιὰ φορὰ λοιπὸν φόρεσα τὴν κάπα μου καὶ βγῆκα ἔξω.Δὲν εἶχε πολὺ φῶς.Εἶχα ἕνα τσακμάκι καὶ τὸ ἀναβόσβηνα,γιὰ νὰ βλέπω τὰ σκαλοπάτια καὶ τὰ βράχια.Κάποια στιγμὴ τὸ τσακμάκι δὲν ἄναβε.Τότε ἕνα δυνατὸ φῶς,σὰν νὰ ἦταν ἀπὸ προβολέα,ἦρθε ἀπ’τὸν ἀπέναντι βράχο καὶ φώτισε τὰ πάντα γύρω.
Ἐγὼ ἀγρίεψα λίγο καὶ ψιθύρισα: «Νὰ μοῦ λείψουν τέτοια φῶτα». Καὶ ἀμέσως ξαναμπῆκα στὸ κελί. Εὐθύς το φῶς χάθηκε. Εἴδατε τὸ διάβολο, μοῦ ἀχρήστεψε τὸ τσακμάκι καὶ θέλησε νὰ μ’ἐξυπηρετήσει. Σκέφτηκε: «Κρίμα δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ καλὸς καλόγερος νὰ παιδεύεται; Ἃς τοῦ δώσω ἐγὼ φῶς!»Εἴδατε καλοσύνη! Ἤθελε νὰ μὲ φωτίσει!
-Γέροντα,μετὰ ἀπὸ μιὰ παρουσία τοῦ διαβόλου,τι νιώθει κανείς; Αἰσθάνεται δυνατὸς ἢ τὸν μαραζώνει ὁ φόβος;
-Εἶναι φοβερὸ νὰ βλέπεις τὸ διάβολο δίπλα σου.Ὅμως ἐμεῖς ἔχουμε τὸ Χριστὸ μέσα μας καὶ μποροῦμε ν’ἀντιμετωπίζουμε τὸ διάβολο χωρὶς πανικό. Εἶναι μεγάλο κατόρθωμα νὰ τὸν διώχνεις ἀπὸ κοντά σου μὲ τὴν προσευχή.
-Γέροντα,σ’εὐχαριστοῦμε γιὰ τὶς ἐμπειρίες ποὺ μᾶς διηγήθηκες,εἶπαν ὅλοι μὲ μιὰ φωνή.
-Τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία νὰ εὐχαριστεῖτε, εἶπε ὁ Γέροντας κι ἄρχισε νὰ τοὺς ἀποχαιρετάει.



Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Διηγήσεις γιὰ τὸν Γέροντα Παΐσιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου