Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Πῶς καθαρίζεται ἡ καρδιά

Γιὰ νὰ καθαρίσουμε τὴν καρδιὰ μᾶς πρέπει νὰ καταβάλουμε μεγάλες προσπάθειες, νὰ κάνουμε γενναίους ἀγῶνες. Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ συχνὰ δάκρυα, ἀδιάλειπτη καρδιακὴ προσευχὴ κι ἐγκράτεια. Πρέπει νὰ μελετᾶμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐπίσης τὰ κείμενα καὶ τοὺς βίους τῶν ἁγίων. Πάνω ἀπ’ ὅλα ὅμως ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ διαρκῆ μετάνοια, συχνὴ θεία κοινωνία καὶ καθημερινὸ αὐτοέλεγχο. Πρέπει ν’ ἀναλογιστοῦμε πόσο ἁγνοὶ πλάστηκαν οἱ πρωτόπλαστοι καὶ πὼς ἡ πονηριὰ τῆς ἁμαρτίας μπῆκε στὸν κόσμο. Νὰ στοχαστοῦμε μέσα μας τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν καὶ τὴν ὑποχρέωση ποὺ ἔχουμε νὰ μοιάσουμε στὸ πρωτότυπό μας, στὸν παναγνὸ Θεό. Νὰ συλλογιστοῦμε τὴ λύτρωση ποὺ δεχτήκαμε ἀπὸ τὸ ἀνεκτίμητο αἷμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τὴ θεία υἱοθεσία μᾶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, τὴν ἐντολὴ ποὺ μᾶς δόθηκε νὰ γίνουμε «ἅγιοι ἐν πάση ἀναστροφὴ» (Ἃ’ Πέτρ. ἃ’ 15). Πρέπει νὰ σκεφτόμαστε τὸ θάνατο, τὴν κρίση, τὴ φρικτὴ γέεννα.
Πρέπει ἐπίσης νὰ ὑπομένουμε πολλὲς θλίψεις, γιατί αὐτὲς θεραπεύουν τὶς πληγὲς τῆς ἁμαρτίας καὶ κατακαίουν τ’ ἀγκάθια τῶν παθῶν. «Διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἠμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. Ἰδ’ 22), λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὅλοι οἱ ἅγιοι πέρασαν ἀπὸ πολλὲς θλίψεις γιὰ ν’ ἀποκτήσουν καθαρότητα καρδιᾶς. Χωρὶς θλίψεις κανένας τους δὲ στεφανώθηκε. Μερικοὶ τράβηξαν πολλὰ ἀπὸ τοὺς διῶχτες τους, ἄλλοι ἐξαντλήθηκαν θεληματικὰ μὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες, ἄσκηση καὶ χαμαικοιτίες. Ἀγρυπνοῦσαν στὴν προσευχή, καὶ μὲ τὴ γλυκύτητά της ἀπόκρουαν κάθε ἁμαρτωλὴ προσβολή.
Συμμετεῖχαν, τακτικὰ στὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας, γιατί ἡ θεία κοινωνία εἶναι δυνατὸ ὅπλο καὶ μέσο γιὰ τὴν κάθαρση, τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν ἀνακαίνιση ψυχῆς καὶ σώματος. Μελετούσαν ὅλο καὶ περισσότερο καὶ πιὸ βαθιά το λόγο τοῦ Θεοῦ κι ὁ νοῦς τοὺς ἦταν ἀφοσιωμένος στὸν Κύριο. Καὶ κατὰ τὴν ἄσκηση ὅλων αὐτῶν, ἀπὸ τὰ μάτια κάποιων ἀπὸ κείνους τοὺς εὐλογημένους, ὅπως ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος, ἔτρεχαν ἀσταμάτητα δάκρυα. Τὰ δάκρυα τὰ ἔχουμε μεγάλη ἀνάγκη, γιατί καθαρίζουν τὴν καρδιά μας.

«Δακρύων μοὶ παρασχου, Χριστέ, ρανίδας, τὸν ρύπον τῆς καρδίας μου καθαιροῦσας», διαβάζουμε στὴν ἀκολουθία πρὸ τῆς θείας μεταλήψεως (ὠδὴ γ’). Καὶ στὸν κανόνα πρὸς τὸν Ἄγγελο φύλακα (ὠδὴ ἡ’) διαβάζουμε: «Ἀπὸ βλεφάρων δάκρυα, ἀστακτὶ καταρρέοντα, μετὰ δαψιλοὺς τῆς προχοῆς παρασχου μοί, δὶ’ ὅλον μὲ πλύνοντα, ἐκ κορυφῆς καὶ μέχρι ποδῶν, ὡς ὑπὲρ χιόνα, λευκανθέντα χιτώνα, φορέσας μετανοίας, εἰς νυμφώνα τὸν θεῖον, εἰσέλθω». Καὶ στὴν ἕκτη ὠδὴ τοῦ ἰδίου κανόνα: «Λιβάδας δακρυομβρύτους ὀμβρίζειν, τὸν στεγάζοντα ἐν ὕδασι λόγω, τὰ ἐαυτοῦ ὑψηλὰ ὑπερώα, χάριν μοὶ δοῦναι δυσώπει προστάτα μου· ὡς ἂν δὶ’ ἐκείνων καθαρθῆ ἡ καρδία μου καὶ καθορὰ τὸν Θεόν».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου