Διακόνου Επιφανίου Παπαντωνίου
Το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα προέρχεται από το 8ο κεφάλαιο του κατά Λουκά ιερού Ευαγγελίου και διηγείται τη θαυμαστή θεραπεία των δαιμονιζομένων στην πόλη των Γεργεσηνών. Το περιστατικό αυτό, τοποθετείται χρονικά, αμέσως μετά το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων και της καταπαύσεως των υδάτων.
Ο Κύριος λοιπόν, μαζί με τους μαθητές του κατέπλευσε με πλοιάριο απέναντι από τη Γαλιλαία, ανατολικά, στην περιοχή των Γεργεσηνών. Τα Γέργεσα ή Γάδαρα ήταν πόλη της δεκαπόλεως της Παλαιστίνης. Η ζωή των ανθρώπων ήταν απρόσεχτη, αφού έκτρεφαν χοίρους πράγμα που σύμφωνα με το Μωσαϊκό νόμο απαγορευόταν.
Μόλις λοιπόν ο Χριστός, βγήκε από το πλοίο, αρκετά καλά έξω από την πόλη, βρέθηκε σ’ ένα φρικώδες θέαμα. Είδε να βγαίνουν μέσα από το κοιμητήριο της περιοχής εκείνης δύο δαιμονιζόμενοι.
Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος κάνει λόγο για θεραπεία δύο δαιμονιζομένων, οι Ευαγγελιστές Μάρκος και Λουκάς, ομιλούν για ένα δαιμονιζόμενο. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σημειώνει πως, αυτό δεν σημαίνει ότι οι Ευαγγελιστές διαφωνούν μεταξύ τους, αλλά απλώς διηγούνται με διαφορετικό τρόπο το αυτό περιστατικό. Ενώ οι θεραπευθέντες δαιμονιζόμενοι δηλ. ήταν δύο, οι Μάρκος και Λουκάς ξεχώρισαν και έκαναν λόγο για έναν «τον χαλεπώτερον τούτων». (Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, ΒΕΠΕ τ. 65, σ. 80)
Η παρουσία και μόνο του Κυρίου, χωρίς ακόμα να μιλήσει καθόλου ο ίδιος στους πάσχοντες, κατετρόμαξε τα δαιμόνια τα οποία τους είχαν κυριεύσει για τα καλά. Έτσι και αυτός ακόμα ο πιο άγριος και απειλητικός από τους δύο, όταν είδε τον Χριστό και τους μαθητές, όχι μόνο δεν επιτέθηκε εναντίον τους αλλά αντίθετα γονυπετύς έπεσε στα πόδια του Χριστού και τον προσκύνησε. Στην περίπτωση αυτή η μανία των δαιμόνων κατεύνασε και ο δυστυχισμένος άνθρωπος έπεσε με σεβασμό στα πόδια του Χριστού.
Τα πονηρά πνεύματα όμως αναγνώρισαν τη θεότητα του Κυρίου και προαισθάνθηκαν τον κίνδυνο που διέτρεχαν με την παρουσία του σ’ εκείνο το μέρος. Και με το στόμα των θυμάτων τους έκραξαν «τι ημίν και σοι Ιησού, υιέ του Θεού; Ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς». Αναγνώρισαν κατ’ αρχήν ότι, ο Ιησούς Χριστός ήταν ο Υιός του Θεού, ο οποίος ήλθε στη γη να καταργήσει την εξουσία τους. Δεν περίμεναν όμως ότι είχε φθάσει η ώρα της τιμωρίας τους. Γι’ αυτό το λόγο εκφράζουν την αγωνία και την απελπισία τους και με φωνή μεγάλη θέτουν το ερώτημα προς τον Χριστό « Ποια σχέσις υπάρχει μεταξύ ημών και σου, Ιησού Υιέ του Θεού; Ήλθες σε αυτό τον τόπο πρόωρα να μας βασανίσης;
Στη συνέχεια διηγείται ο ιερός ευαγγελιστής, «Επηρώτησεν αυτόν, ο Ιησούς». Ρώτησε ο Κύριος, τον αγριώτερον από τους δυο δαιμονιζομένους, ποιο είναι το όνομά του. Τότε εκείνος που είχε χάσει την δική του προσωπικότητα και ταυτιζόταν πλήρως με τα πολλά δαιμόνια που είχαν εισέλθει μέσα του, απάντησε ότι λεγόταν λεγεών. Η λέξη αυτή σήμαινε στρατιωτικό σώμα, αποτελούμενο από πολλούς στρατιώτες. Στην περίπτωση αυτή, δήλωνε μεγάλο πλήθος πονηρών πνευμάτων.
Οι δαίμονες αναγνωρίζοντας την παντοδυναμία του Κυρίου, ωμολογούν ότι, περίμεναν να τιμωρηθούν κάποτε απ’ Αυτόν και τον παρακαλούν να μη διατάξει την ώρα εκείνη να βγουν μέσα από τα σώματα των θυμάτων τους και να τους εξαποστείλει στον Άδη. Εάν πρόκειται να μας βγάλεις έξω από τους ανθρώπους, επέτρεψε μας να μεταβούμε στο κοπάδι των χοίρων, το οποίο πράγματι υπήρχε σε κάποια απόσταση από το μέρος εκείνο. Έτσι λοιπόν ο Κύριος, ενώ απορρίπτει την παράκληση τους να μη τους βγάλει από τους ανθρώπους, δέχεται τη δεύτερη εισήγησή τους και τους επιτρέπει να μεταβούν μέσα στους χοίρους. Το αποτέλεσμα: οι χοίροι, οι οποίοι αριθμούνταν περίπου δύο χιλιάδες, κατελήφθησαν από μανία και από το πάνω μέρος του κρημνού έπεσαν μέσα στη θάλασσα και πνίγηκαν.
Αυτή η καταστροφική μανία των δαιμόνων, μας διδάσκει την μεγάλη και καταστροφική τους δύναμη με την οποία σήμερα θα μπορούσαν να προκαλέσουν μεγάλη καταστροφή και στους ανθρώπους. Παράλληλα, γίνεται όμως αντιληπτό ότι, χωρίς τη θέληση του Θεού κανένα κακό δεν μπορούν να προκαλέσουν οι δαίμονες. Όταν εναποθέτουμε όλα μας τα προβλήματα και τις δυσκολίες στην πρόνοια και προστασία του Θεού, μπορούμε να αισθανόμαστε ασφαλείς. Διότι, η πρόνοια του Θεού καλύπτει όλα τα όντα και ενεργεί και εκδηλώνεται πάντοτε προς το πνευματικό συμφέρον μας.
Ο Ιησούς Χριστός εξάλλου, χρησιμοποίησε τον πνιγμό ως παιδαγωγική τιμωρία των Γεργεσηνών, οι οποίοι με το να βόσκουν και να τρώγουν χοιρινό κρέας, παρέβαιναν τη διάταξη του Μωσαϊκού νόμου, δια της οποίας οι χοίροι θεωρούνταν ακάθαρτα ζώα και δεν επιτρεπόταν στους Εβραίους να τρώνε το κρέας τους. Ενεργώντας με αυτό τον τρόπο ο Κύριος, τους καλούσε να απαρνηθούν την ασέβειαν τους για να αποφύγουν μεγαλύτερη τιμωρία από τον Θεό, του οποίου τον νόμο καταπατούσαν.
Οι πρώτοι που εντυπωσιάστηκαν και τρομοκρατήθηκαν από όσα θαυμαστά συνέβηκαν ήταν οι φύλακες των χοίρων. Έφυγαν, αναφέρει ο ευαγγελιστής και αφού πήγαν στην πόλη, ανήγγειλαν στους κατοίκους όλα όσα συνέβησαν. Τότε όλοι μαζί όσοι άκουσαν για το θαύμα, έτρεξαν, ήρθαν προς τον Χριστό και αντίκρισαν ένα άλλο καταπληκτικό θέαμα, το οποίο αποτελούσε έμπρακτη απόδειξη αυτού που προηγήθηκε. Ο άγριος και επικίνδυνος άνθρωπος, από τον οποίο είχαν ήδη αποχωρήσει τα δαιμόνια, να κάθεται κοντά στα πόδια του ευεργέτου του, ντυμένος και σωφρονισμένος. Αμέσως, φόβος τους κατέλαβε. Και αντί να αισθανθούν δέος προς τον Κύριον που μετέβαλε σε σώφρονα και σεμνό τον μέχρι πρότινος δαιμονισμένο, να τον ευχαριστήσουν που τους απάλλαξε από την απειλή κάτω από την οποία ζούσαν, να τον προσκαλέσουν στη πόλη τους για να ακούσουν τον λόγο του και να ζητήσουν τη θεραπεία των ασθενών τους, αντίθετα άρχισαν να τον παρακαλούν να φύγει από την περιοχή τους, από τα όρια της πόλης τους.
Η παρουσία του ανάμεσά τους, θα αποτελούσε γι’ αυτούς ένα δριμύ έλεγχο και για άλλες αμαρτίες οι οποίες τους βάρυναν. Αλλά και η ολική ζημιά που υπέστησαν μετά τον πνιγμό των χοίρων, αύξανε περισσότερο τον φόβο μέσα τους, μήπως η παρουσία του Χριστού γίνει πρόξενος σ’ αυτούς και άλλων τιμωριών. Ο Ιησούς Χριστός, μετά την άρνηση των κατοίκων της πόλης να τον δεχθούν, προχωρά προς την παραλία για να αναχωρήσει με το πλοίο, να επιστρέψει πίσω στη Γαλιλαία. Ο θεραπευθείς τον παρακαλούσε να τον αφήσει να τον ακολουθήσει και να μείνει για πάντα κοντά του. Και σήμερα, όπως και τότε, ο εωσφόρος έχει τους συνεργάτες του στις κοινωνίες των ανθρώπων, που επιδίδονται σε μαγείες, πνευματισμό, δολοφονίες, ληστείες, τρομοκρατικά χτυπήματα, ανηθικότητα, πολέμους, εμπόριο ναρκωτικών και άλλα πολλά. Οι άνθρωποι όμως που βαθιά πιστεύουν στο Θεό, έχουν χρέος να μην εφησυχάζουν και δεν παραμένουν αδρανείς, παρά γίνονται απόστολοι αγάπης, όπως ο θεραπευθείς πρώην δαιμονόπληκτος του Ευαγγελίου που ακολουθώντας την προτροπή του Χριστού “έφυγε διαλαλώντας σ’ όλη την πόλη όσα (καλά) έκανε σ’ αυτόν”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου