Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ - Διήγημα - ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Δὲ μ᾿ λὲς Σαραφιανέ, τί κάνουν ἐκεῖνα τὰ μ᾿λάρια τ᾿ Γιάννη τ᾿ Ἀργαστιώτη;

Τὴν ἐρώτησιν αὐτὴν ἀπηύθυνε περιοδικῶς ὁ Γιάννης ὁ Λιοσαῖος εἰς τὸν Σαραφιανόν, τὸν φαιδρὸν καὶ ἀνοικτόκαρδον καταστηματάρχην τοῦ ὡραίου, σχεδὸν ἐξοχικοῦ μαγαζιοῦ, τοῦ γερω-Θωμαδάκη. Ὁ γέρων ἦτο πατὴρ τοῦ Σαραφιανοῦ καὶ ὡς μαγαζὶ ἐχρησίμευεν ὅλον σχεδὸν τὸ ὑπόγειον τῆς εὐρυχώρου οἰκίας, συνεχομένης μὲ μέγα κῆπον καὶ αὐλήν, παρὰ τὴν ἐσχατιὰν τοῦ χωρίου, καὶ ἐχούσης πρὸ αὐτῆς μικρὰν πλατεῖαν μὲ δύο τεραστίας πλατυφύλλους μορέας.


Ὁ Σαραφιανὸς ἐπροσπάθει μὲ διαφόρους τρόπους νὰ διασκεδάζῃ τὰς περιοδικὰς ταύτας νοσταλγίας τοῦ μπαρμπα-Γιάννη τοῦ Λιοσαίου. Τοῦ προσέφερε τσιγάρον μὲ καπνὸν καὶ μὲ ὀλίγην μπαρούτην – ὅσον διὰ νὰ γείνῃ ἀκίνδυνος μικρὰ ἔκρηξις, ἱκανὴ νὰ τσιροφλίσῃ τὰς τρίχας τοῦ μύστακος· τὸν ἐφίλευε τουρσὶ ἀπὸ ἀκρόδρυα «πιμπιράμφον» (τσιτσίραβλα), στυφὰ καὶ εὐώδη ὑπόξινα, τὸν ἐκέρνα ἐντόπιον ῥακί, καὶ τοῦ ἔβαζε κρασί, ὅσον ἥρκει διὰ νὰ κάμῃ κέφι ὁ μπαρμπα-Γιάννης. Διότι εὐκόλως ἔπαιρνε φωτιά. Μὲ δύο ποτήρια ἦταν ἱκανὸς νὰ φουσκώσῃ τὴν γκάϊδα καὶ ν᾿ἀρχίσῃ νὰ χορεύῃ ὁλομόναχος τὸν βουκολικόν, ὑποκάτω ἀπὸ τὰς ὁλοπράσινας μορέας, κατέμπροσθεν τοῦ μαγαζίου.

Εἶνε ἀληθὲς ὅτι, ὅσον εὔκολα εὐθυμοῦσε, τόσον γρήγορα ἐχόλιαζε. Μέσα εἰς τὴν ὁλοφούσκωτην γκάϊδαν ἔπλεεν ἡ εὐθυμία, εἰς τὸν πάτον τῆς γκάϊδας, ἀντηχούσης μὲ γογγυσμό, ἡ δυσθυμία ἐφώλευεν. Εἰς ὅλην τὴν ζωήν του σχεδόν, ἄλλο ἐπάγγελμα δὲν εἶχεν, εἰμὴ νὰ εἶνε παραγυιὸς – κοπέλλι – τοῦ Γιάννη τοῦ Ἀργαστιώτη, τοῦ μυλωνᾶ. Ἀλλὰ διὰ τὴν ἀκρίβειαν, παραπάνω ἀπὸ 15 φορὲς ὑπῆρξε παραγυιός του, καὶ παραπάνω ἀπὸ 15 φορὲς τοῦ ἔφευγε μέσ᾿ στὴ μέση καὶ τὸν ἄφηνε μάρμαρο. Ἦτο στραβόξυλον. Εἰς τὸ γόνα τὸ ἔτρωγε τὸ ψωμί.

Εἰς τὴν ἐλαχίστην ἀφορμὴν ἐθύμωνεν, ἐγκατέλειπε τὴν ἐργασίαν κι᾿ ἔφευγεν.

Ἦτο αὐτὸς 15 χρόνια γεροντότερος ἀπὸ τὸν ἀφεντικό του, νέον ἄνθρωπον καὶ πατέρα τέκνων· αὐτὸς ἦταν ἄγαμος, ἀπόκληρος, ἀκτήμων. Δὲν εἶχε «στὸν ἥλιο μοίρα».

Τότε, ἀφοῦ τὸ δαιμόνιον τῆς μελαγχολίας ἐξεθύμαινε κάπως, μετὰ μίαν ἢ δύο ἡμέρας ἐπέρνα ἀπὸ τὸ μαγαζὶ τοῦ Σαραφιανοῦ καὶ μὲ θλιβερὸν τόνον τὸν ἠρώτα:

- Δὲ μ᾿ λές, τί κάνουν ἐκεῖνα τὰ μ᾿λάρια τ᾿ Γιάννη τ᾿ Ἀργαστιώτη;

***

Βεβαίως τὰ ἐπονοῦσεν ὁ μπαρμπα-Γιάννης τὰ μουλάρια ἐκεῖνα. Κι᾿ ἐκεῖνα τὸν ἐγνώριζαν καὶ τὸν ἐκτιμοῦσαν πολύ. Ἦσαν ὁ Ἀράπης, ἓν ἀλογάκι μαῦρον, πολὺ τρελλόν, καὶ τὸ ὁποῖον δὲν ἐδέχετο ἄλλον ἄνθρωπον πλησίον του, εἰμὴ τὸν ἀφέντην καὶ τὸν Λιοσαῖον. Ἡ Μούλα μεγαλόσωμος, ῥωμαλέα μὲ κοκκινωπὸν τρίχωμα, καὶ τὸ Μελαψί, τὸ χαϊδευμένον τῆς κυρᾶς του. Ὅλα ἦσαν πολυβασανισμένα ἀπὸ τὴν βαρεῖαν καὶ μονότονον ἐργασίαν τοῦ ἀλογομύλου καὶ ἦσαν νευροπαθῆ καὶ ὀξύχολα, ὅσον καὶ ὁ Γιάννης ὁ Λιοσαῖος.

***

Μίαν χρονιάν, τὰς ἡμέρας τοῦ Πάσχα, καὶ πάλιν ὁ Γιάννης εἶχε δραπετεύσει ἀπὸ τὸν μύλον. Ὁ Σαραφιανὸς τοῦ ἔλεγε:

- Δὲν κάθησες τουλάχιστον νὰ φᾶς τ᾿ ἀρνί;

- Δὲν μὲ μέλλει γιὰ τ᾿ ἀρνί, ἀπήντησεν ὁ Λιοσαῖος. Λυπᾶμαι ἐκεῖνα τὰ ζά…

Τὴν Δευτέραν καὶ Τρίτην τοῦ Πάσχα, ἀκόμη καὶ τὴν Παρασκευὴν τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ὁπότε γίνεται φαιδροτάτη πανήγυρις, καὶ τὴν Κυριακὴν τοῦ Θωμᾶ, ὅτε ἡ ἐκκλησία ψάλλει· «Σήμερον ἔαρ μυρίζει καὶ καινὴ κτίσις χορεύει», ὁ Γιάννης ὁ Λιοσαῖος ἐχόρευε κι᾿ ἐπήδα μὲ τὴν γκάϊδά του, ἔξωθεν τοῦ μαγαζίου τοῦ Θωμαδάκη, ὑπὸ τὸ πυκνὸν τῶν μορεῶν φύλλωμα. Καὶ τὴν ἡμέραν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου – «ἀνέτειλε τὸ ἔαρ δεῦτε εὐωχηθῶμεν…» – εἶχε γίνει μεγάλη σύναξις, ὑπὸ τὰ πελώρια δένδρα, ἀνδρῶν καὶ παιδίων καὶ μικρῶν κορασίων, διὰ ν᾿ ἀπολαύσουν τὸ θέαμα τῶν αἰπολικῶν χορῶν τοῦ Γιάννη καὶ ὀλίγων ἄλλων ἀγροδιαίτων νέων καὶ πανηγυριστῶν, κατελθόντων τὴν δείλην ἀπὸ τὸ βουνόν, ὅπου εἶχεν ἑορτασθῆ εἰς τὸ ἐξωκκλήσιόν του ὁ Ἅγιος.

Ὁ Λιοσαῖος ὅλος ἔνθους, ἐφύσα δαιμονιωδῶς τὸν βαρύαυλον, ἐκβάλλων διατόρους βαρεῖς ἤχους κι᾿ ἐγούρλωνε ἐκστατικὰ τὰ ὄμματα, αἱ παρειαί του καὶ τὸ στόμα του εἶχαν γίνει ἕνα μὲ τὴν γκάϊδαν. Ἔψαυε μὲ τὴν πλάτην του τὸν κορμὸν τοῦ δένδρου, ἀντεστήλωνε τὸν ἕνα του πόδα, ἔκαμπτε τὸν ἄλλον, κι᾿ ἐπάλλετο ὅλος, σύμφωνα μὲ τὸν ῥυθμὸν τοῦ μέλους, συνοδεύων τὸν εὔθυμον πηδηκτὸν χορὸν τῶν νεαρῶν σατυρίσκων τοῦ βουνοῦ:

Τῆς μικρῆς ξανθῆς τα νάζια
μὤβαλαν πολλὰ μαράζια.
Στὸ βουνό, στὸ μετερίζι,
σκύβ᾿ ἡ Ἀθοῦσα βοτανίζει,
κι᾿ ἡ ποδιά της ἀνεμίζει…

Τὰ παιδιά, οἱ θεαταὶ τῆς ψυχαγωγίας αὐτῆς ἐπευφήμουν, ἄλλα μὲ παιδικὴν εἰρωνίαν καὶ ἄλλα μὲ ἀφελῆ θαυμασμὸν τὸν χορὸν καὶ τὴν μουσικὴν ταύτην. Ὁ Σαραφιανὸς ἔφερνε γύρους ἀνάμεσα εἰς τὸν χορὸν καὶ τὸν ὅμιλον, ἔδιδε κέρματα εἰς τοὺς χορευτὰς κι᾿ ἔρριχνε πειράγματα εἰς τὸν Λιοσαῖον.

- Ὤμορφα, ὤμορφα Γιάννη· κύτταξε μὴ σκάσῃ ἡ γκάϊδα καὶ τότε τί θὰ γίνουμε!

Αἴφνης, τὴν ὥραν τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, μακρυνὸς θόρυβος ἀκούεται. Φαιδρὰ ᾄσματα, τῶν ὁποίων ἡ ἠχὼ ἤρχετο ἔξωθεν ἀπὸ τὰ λειβάδια, πλησιάζουσα ὁλονέν, ἄλλη πολυάριθμος παρέα, κατέρχεται ἀπὸ τὸ βουνόν, ἐπιστρέφουσα ἀπὸ τὴν πανήγυριν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Οἱ νέοι οἱ ἀποτελοῦντες αὐτὴν ἄλλοι πεζοί, ἄλλοι ὀχούμενοι ἐπὶ ὀναρίων, φαιδροί, στεφανωμένοι μὲ ρόδα καὶ μὲ παπαροῦνες, μὲ κλάδους πλατάνων καὶ μὲ φτέρες, πλησιάζουν εἰς τὰς δύο μορέας, χαιρετίζουν, καὶ ἄλλοι κάθηνται εἰς τοὺς σανιδένιους πάγκους, ἄλλοι μὲ ἐλεύθερον τρόπον πιάνονται εἰς τὸν ἴδιον χορόν, τῆς παρέας τοῦ Γιάννη τοῦ Λιοσαίου.

Ὁ εἷς τούτων βιάζει μὲ θάρρος τὸν Γιάννη νὰ πιασθῇ ὁ ἴδιος εἰς τὸν χορόν, χωρὶς ν᾿ ἀφίσῃ τὴν γκάϊδαν, καὶ μὲ τὴν δεξιὰν χεῖρα νὰ κρατῇ τὸ ὄργανόν του, μὲ τὴν ἀριστερὰν νὰ κρατῆται ἀπὸ τὴν χεῖρα τοῦ ἰδίου, ὅστις ἐτάχθη αὐτὸς δεύτερος, καὶ νὰ τὸν «βγάλῃ στὸν κάβο» ἤτοι νὰ σύρῃ τὸν χορόν.

Ὁ Γιάννης γελῶν, ἐφιλοτιμήθη ν᾿ ἀνταποκριθῇ εἰς τὴν ἰδιοτροπίαν τοῦ εὐθύμου νέου, κι ἐπροσπάθει ὅπως ἠδύνατο νὰ φυσᾷ τὴν γκάϊδα καὶ νὰ χορεύῃ ἅμα.

Ἀλλὰ μόλις ἔκαμε δύο γύρους, εἷς ἄλλος ἀπὸ τοὺς πανηγυριστάς, τοὺς νεωστὶ ἐλθόντας, ὅστις δὲν ἔλαβε μέρος εἰς τὸν χορόν, ἐπλησίασεν τὸν Λιοσαῖον καὶ τοῦ ὡμίλησε μὲ σιγανὴν φωνήν.

***

Αἴφνης ὁ Γιάννης, ἀφήσας τὴν χεῖρα τοῦ χορευτοῦ, πετὰ τὴν γκάϊδαν κάτω, τρέχει καὶ γίνεται ἄφαντος κατὰ τὰ λειβάδια. Οἱ παρεστῶτες πρὸς στιγμὴν ἔμεινον ἄφωνοι ἀπὸ τὴν ἔκπληξιν.

***

Τί εἶχε συμβεῖ;

- Τί τοῦ εἶπες Γιώργη; εἶπεν ἐκεῖνος ἐκ τῶν πανηγυριστῶν, ὅστις εἶχε βιάσει τὸν Λιοσαῖον νὰ πιασθῇ εἰς τὸν χορόν, πρὸς τὸν ἄλλον, τὸν ὁμιλήσαντα εἰς τὸ οὖς τοῦ Γιάννη.

- Τοῦ εἶπα τί ἐμάθαμε στὸν δρόμο.

- Καὶ τί σ᾿ ἔμελλε;… Νά τώρα μᾶς χάλασες τὴν διασκέδασι.

- Ἡμεῖς εἴδαμε καὶ πάθαμε νὰ τὸν βάλουμε στὸ καντίνι, εἶπε γελῶν ὁ Σαραφιανός. Εἶτα ἐπέφερε:

- Μὰ τί τρέχει;

***

Κατ᾿ ἐκείνην τὴν στιγμὴν ὁ Γιάννης ὁ Λιοσαῖος εἶχε διατρέξει τὰ λειβάδια, τὸν πρώτον κάμπον ἔξω του χωριοῦ, ἔφθασεν εἰς τὰ Βουρλίδια, τὴν κοιλάδα, τρέχων τὸ ρέμμα-ρέμμα, καὶ ἤρχισε νὰ τρέχῃ εἰς τὸ βουνὸν τὸν ἀνήφορον. Ὅταν ἔφθασε εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα, τὰ λίαν γνωστὰ εἰς αὐτόν, ἤρχισε νὰ συρίζῃ ἓν σύριγμα τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο νὰ ἀπευθύνεται εἰς κάποιον ζῶν πλάσμα.

Εἶτα μετὰ τὸ σύριγμα ἐφώναζε:

- Μούλα! ἔ, μούλα! σ σ σ σ σ, ἔ, Μούλα!

Μικρὸν παραπονετικὸν χρεμέτισμα ἀπήντησεν εἰς τὴν πρόσκλησιν ταύτην. Ὁ Γιάννης ἔτρεξε, καὶ μετ᾿ ὀλίγον ἐντὸς μικρᾶς χαράδρας εὗρε δύο ζῷα, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο ὅτι ἀρτίως εἶχαν σταματήσει, ὕστερ᾿ ἀπὸ βιαστικὸν περπάτημα. Ἦσαν κάθιδρα καὶ ἀσθμαίνοντα.

Ἐδέχθησαν τὸν Γιάννη μετὰ προφανοῦς χαρᾶς, τείναντα τὰς κεφαλὰς καὶ τοὺς λαιμούς των εἰς θωπείαν.

Ἦσαν ἡ Μούλα καὶ τὸ Μελαψί, καὶ τὰ δύο ἐκ τῶν ζῴων τοῦ ἀλογομύλου.

***

Ἰδοὺ τί εἶχεν εἰπεῖ ὁ Γιώργης εἰς τὸν Λιοσαῖον.

- Τί κάθεσαι Γιάννη; Ἡ Μούλα ἐπηλάλησε… Ἔρριξε μιὰ γυναῖκα κάτω.

Ὁ Γιάννης δὲν ἐζήτησε πλατυτέραν ἐξήγησιν, ἤξευρεν ὅτι ὁ Γιάννης ὁ Ἀργαστιώτης μ᾿ ὅλην τὴν οἰκογένειάν του, καὶ μὲ τὰ τρία μουλάρια του, ἦτο πρῶτος εἰς ὅλα τα πανηγύρια καὶ πόσῳ μᾶλλον δὲν θὰ ἐπήγαινεν εἰς τὸν Ἅϊ-Γιώργη, τοῦ λεβέντη καὶ καβαλλάρη τὴν ἑορτήν; Ἠννόησε λοιπὸν ὅτι ἡ Μούλα ἀναγκασθεῖσα νὰ δεχθῇ ἀκουσίως βάρος ἀνθρώπων εἶχε ρίξει τὸ φορτίον της καὶ εἶχεν ἀποσκιρτήσει.

Δὲν τὸν ἔμελλε τὸν Γιάννη διὰ τὸ ἀνθρώπινον φορτίον, τὸ ὁποῖον εἶχε ἀποῤῥίψει μὲ μικρὸν ἄλλως κίνδυνον τὸ ζῷον, τὸν ἔμελλε διὰ τὴν Μούλαν, διὰ τὸν Ἀράπη καὶ τὸ Μελαψί.

Γι᾿ αὐτὸ ἔτρεξε, ἔφθασε καὶ ὡδήγησε εἰς τὸν σταῦλον τῶν τὰ ζῷα. Ἀπὸ τότε ὁ Γιάννης ἐπανῆλθε εἰς τὸν ἀλογόμυλον.

Η σύναξη των αγίων δώδεκα Αποστόλων

Στις 30 Ιουνίου η Εκκλησία µας εορτάζει τους Δώδεκα Αποστόλους του Χριστού, την «δωδεκάριθμον φάλαγγα» των πρωταγωνιστών του Πνεύματος, όπως αναφέ­ρει ένας ύμνος της εορτής.

Είναι οι άνθρωποι που τους επέλεξε ο Θεάνθρωπος, για να αποτελέσουν τον πυρήνα της Εκκλησίας και να γίνουν οι συνεχιστές του απολυτρωτικού έργου Του στον κόσμο. Το αποστολικό αξίωμα είναι το πιο τιμητικό αξίωμα στην Εκκλησία. Υπερέχει από κάθε άλλο αξίωμα.

Έφεραν δε εις πέρας την τιμητική αποστολή τους οι Απόστολοι με τη Χάρη και βοήθεια του Παναγίου Πνεύ­ματος, που έλαβαν κατά την ημέρα της Πεντηκοστής.



Δεν είχαν κατά κόσµον προσόντα, στα οποία θα μπορούσαν να βασισθούν και να προχωρήσουν στο έργο της διαδόσεως του Ευαγγελίου. Ωραία ερωτά ο Ιερός Χρυσόστομος: «Tίνι γάρἐθάρρουν;». Πού μπορούσαν να στηριχθούν και να έχουν θάρρος για το έργο τους; «Τῇ δεινότητι τῶν λόγων;», στη ρητορική τους μήπως ικανότητα; «Ἀλλά πάντων ἦσαν ἀμαθέστεροι», απαντά ο ίδιος ιερός Πατήρ. Ήσαν αγράμματοι ψαράδες. Αλλά μήπως μπορούσαν να βασισθούν, συνεχίζει ο Χρυσόστομος, «τῇπεριουσίᾳ τῶν χρημάτων;», στον πλούτο τους; «Ἀλλ’ οὐδέ ράβδον, οὐδέ ὑποδήματα εἶχον», ήσαν δηλαδή πάμπτωχοι υλικά.«Ἀλλά τῇ περιφανείᾳ του γένους;», επιμένει να ερωτά ο Άγιος. Μήπως κατήγοντο από κάποιο ξακουστό γένος και αυτό τους έδινε «αέρα» και θάρρος; «Ἀλλ’ εὐτελεῖς ἦσαν καί ἐξ εὐτελῶν»,απαντά. Ήσαν άνθρωποι άσημοι του άπλου λαού, παιδιά φτωχών γονέων με τίπο­τε το εντυπωσιακό κατά κόσµον (ΕΠΕ 12,370).

Και όμως αυτοί οι άσημοι, οι αγράμματοι και φτωχοί, με τη χάρη και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος ανέτρεψαν το κατεστημένο των αιώνων, φώτισαν τη σκοτισμένη ανθρωπότητα, άνοιξαν την μετά Χριστόν εποχή στην ιστορία του κόσμου, εξευγένισαν με το κήρυγμα του Ευαγγελίου τα ήθη και εξαγίασαν με τη Χάρη των Μυστηρίων της Εκκλησίας τους ανθρώπους.

Η προσφορά των Αγίων Αποστολών στην ιστορία του πολιτισμού είναι θεμελιώδης. Έθεσαν τα ισχυρά και αδιάσειστα θεμέλια, για να μπορεί να ζει ο κόσμος µας. Και αν σήμερα παραπαίει ο κόσμος, είναι γιατί δεν θέλει να στηρίζεται στα ακλόνητα εκείνα θεμέλια, τα οποία έθεσαν βαθιά στη γη μας οι Αγιοπνευματοκίνητοι εκείνοι άνθρωποι, οι οποίοι κήρυξαν στην τότε γνωστή οικουμένη το Ευαγγέλιο. Υπέγραψαν δε το κήρυγμά τους με το αίμα τους, με την ζωή τους. Σύμφωνα με τον «Συναξαριστή» του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, οι άγιοι Απόστολοι περάτωσαν την αποστολή τους ως εξής:

Οι πρωτοκορυφαίοι Πέτρος και Παύλος μαρτύρησαν στη Ρώμη , ο πρώτος με σταυρικό θάνατο, με την κεφαλή του προς τη γη, και ο δεύτερος με αποκεφαλισμό.
Ο άγιος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος μαρτύρησε στην Πάτρα, σε σταυρό με σχήμα Χ.
Ο άγιος Ιάκωβος, ο αδελφός του αγίου Ιωάννου, θανατώθ­ηκε, πρώτος από όλους τους Αποστόλους, από τον Ηρώδη τον Αγρίππα με αποκεφαλισμό στα Ιεροσόλυμα.
Ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής εξορίσθηκε στην Πάτμο και τελικά πέθανε στην Έφεσο.
Ο άγιος Φίλιππος σταυρώθηκε στην Ιεράπολη της Συρίας.
Ο άγιος Θωμάς τρυπήθηκε με ακόντια και λόγχες στη χώρα των Ινδών και παρέδωσε εκεί την ψυχή του.
Ο άγιος Βαρθολομαίος σταυρώθηκε στην Ουρβανούπολη της Ινδίας.
Ο άγιος Ματθαίος μαρτύρησε διά λιθοβολισμού και πυρός στην Ιεράπολη της Συρίας.
Ο άγιος Ιάκωβος ο του Αλφαίου περάτωσε το αποστολικό έργο του κρεμασμένος σ’ ένα σταυρό.
Ο άγιος Σίμων ο Ζηλωτής και Κανανίτης παρέδωσε το πνεύμα του καρφωμένος σ’ ένα σταυρό στη Μαυριτανία της Αφρικής.
Ο άγιος Ιούδας ο Θαδδαίος θανατώθηκε με τόξα στη Μεσοποταμία κρεμασμένος σ’ ένα δέντρο.
Τέλος, ο άγιος Ματθίας, που πήρε τη θέση του προδότη Ιούδα, παρέδωσε την ψυχή του με φρικτά βασανιστήρια στην Αιθιοπία.
Αυτοί ήσαν οι άγιοι Απόστολοι, τα εκλεκτά δοχεία της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, οι Φωτοδότες που με το κήρυγμα και τη ζωή τους έδωσαν υψηλό, ουσιαστικό νόημα στη ζωή των ανθρώπων. Οι αληθινά πνευματικοί άνθρωποι, που εμπνέουν και σήμερα όσους θέλουν να ζουν μια ζωή αληθινά πνευματική.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Σύναξη των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων

Οι Απόστολοι του Χρίστου θα ξεχωρίζουν μέσα στην Ιστορία της Εκκλησίας, σαν οι υπέρλαμπροι αστέρες πρώτου μεγέθους της πνευματικής ζωής. Την 30η Ιουνίου, η Εκκλησία γιορτάζει τους δώδεκα Αποστόλους που αρχικά εξέλεξε ο Κύριος, πλην του Ιούδα Ισκαριώτη. Αυτοί είναι: Σίμωνας (Πέτρος), Ανδρέας, Ιάκωβος, Ιωάννης, Φίλιππος, Θωμάς, Βαρθολομαίος (Ναθαναήλ), Ματθαίος, Ιάκωβος του Αλφαίου, Σίμωνας ο Ζηλωτής, Ιούδας ο αδελφός του Ιακώβου του μικρού και ο Ματθίας, που εξελέγη μέσα στο υπερώο τις παραμονές της Πεντηκοστής, σε αντικατάσταση του Ιούδα του Ισκαριώτη. Τη ζωή του καθενός των Αποστόλων αυτών, σκιαγραφούμε στις ιδιαίτερες γιορτές τους. Εδώ γίνεται υπενθύμιση της ενότητας που είχαν μεταξύ τους, αλλά και της ηθικής τους, που τόσο συνέβαλε στην πνευματική εν Χριστώ αναγέννηση του κόσμου. Έχουμε, λοιπόν, χρέος και εμείς οι αγωνιζόμενοι χριστιανοί, να κινούμαστε στα ίχνη τους και με θερμό ζήλο για τη διάδοση του σωτηριώδους μηνύματος του Ευαγγελίου, που διέπνεε κι αυτούς, να γίνουμε μιμητές του έργου τους.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς δωδεκάπυρσος, λυχνία ἔλαμψαν, οἱ Δωδεκάριθμοι, Χριστοῦ Ἀπόστολοι, Πέτρος καὶ Παῦλος σὺν Λουκᾶ, Ἀνδρέας καὶ Ἰωάννης, Βαρθολομαῖος Φίλιππος, σὺν Ματθαίω καὶ Σίμωνι, Μᾶρκος καὶ Ἰάκωβος, καὶ Θωμὰς ὁ μακάριος, καὶ ηὔγασαν τοὺς πίστει βοώντας χαίρετε Λόγου οἱ αὐτόπται.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ´.
Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ , ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν, τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς.
Κατοικισθέντες ἐν φωτὶ ἀπροσίτῳ, ὡς οἰκητήρια φωτὸς πεφυκότες, οἶκον ὑμῶν τὸν ἅγιον φωτίζετε ἀεί, θείαις προσφοιτήσεσιν· ὅθεν πίστει βοῶμεν· Σκότους ἡμᾶς ῥύσασθε, καὶ παντοίων κινδύνων, καὶ χαλεπῶν ἐθνῶν ἐπιδρομῆς, ἐκδυσωποῦντες τὸν Κτίστην Ἀπόστολοι.

Ὁ Οἶκος
Τράνωσόν μου τὴν γλῶτταν Σωτήρ μου, πλάτυνόν μου τὸ στόμα, καὶ πληρώσας αὐτό, κατάνυξον τὴν καρδίαν μου, ἵνα οἷς λέγω ἀκολουθήσω, καὶ ἃ διδάσκω, ποιήσω πρῶτος· πᾶς γὰρ ποιῶν καὶ διδάσκων, φησίν, οὗτος μέγας ἐστίν· ἐὰν γὰρ λέγω, καὶ μὴ πράττω, ὡς χαλκὸς ἠχῶν λογισθήσομαι. Διὸ λαλεῖν μοι τὰ δέοντα, καὶ ποιεῖν τὰ συμφέροντα δώρησαι, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

Μεγαλυνάριον
Πέτρον Παῦλον Μᾶρκον σὺν τῷ Λουκᾶ, Φίλιππον, Ἀνδρέαν, Ἰωάννην τε καὶ Θωμᾶν, Σίμωνα Ματθαῖον, καὶ τὸν Βαρθολομαῖον, σὺν θείῳ Ἰακώβῳ ὕμνοις τιμήσωμεν.


Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Ο ιερέας και ο άγγελος μαζί στην προσκομιδή

Κάποιος ιερεύς, σε μία αγρυπνία, και ενώ είχε αρχίσει την Προσκομιδή, δυσκολευόταν, τρόπον τινά, με μόνο το φως ενός κεριού να διαβάζει τα ονόματα.

Ξαφνικά, διαπίστωσε ότι το φως του κεριού, πού ήταν παραπλεύρως, όλως περιέργως, έγένετο πιο δυνατό! Και τότε αναρωτήθηκε:

-Πώς είναι δυνατόν; Πώς φέγγει περισσότερο τώρα το κερί;

Κι όπως γύρισε το κεφάλι του, βλέπει να στέκεται μπροστά του στα τρία τέσσερα μέτρα με πολύ σεβασμό και ευλάβεια ένας Άγγελος.

Στην αρχή απολιθώθηκε, μαρμάρωσε στη θέση του και έκανε αρκετή ώρα να συνέλθη. Αλλά ή παρουσία του Αγγέλου, του γλύκανε την ψυχή κατά τέτοιον τρόπον, ώστε ή κατάνυξης μέσα του να αυξηθεί πολύ, να απόκτηση ή ψυχή του πολύ μεγάλη γλυκύτητα, μία, τρόπον τινά, ένωση με την παρουσία του αγίου Αγγέλου.

Και παρόντος του αγίου Αγγέλου, τελείωσε την ιερά Πρόθεσι, είπε το «Ευλογημένη ή βασιλεία…» και άρχισε τη Θεία Λειτουργία.

Ό Άγγελος ήταν πάντοτε παρών, μέχρι πού τελείωσε και την Κατάλυσι.

Ό ιερεύς δεν μπορούσε να συγκράτηση την συγκίνηση του, την κατάνυξη και το δέος, πού τον είχε καταλάβει μπροστά σ’ αυτήν την παρουσία, διότι ήταν ένα γεγονός, πού του συνέβαινε πρώτη φορά στη ζωή του. Άλλωστε, αυτά τα γεγονότα συμβαίνουν, δεν ξέρω! πιθανόν να κάνω λάθος, μια-δύο φορές στη ζωή ενός ευλαβούς και ταπεινού ιερέως.

Ασφαλώς όμως θα υπάρχουν κι άλλοι άγιοι ευλαβέστατοι και χαριτωμένοι κληρικοί παντός βαθμού, πού έχουν θεϊκές αποκαλύψεις κάπως πιο συχνά! Ό Θεός γνωρίζει…

Ό παππούλης, παρέμεινε στη θέση του. Δεν ξεντύθηκε, κάθισε σε μια καρέκλα μέσα στο ιερό Βήμα και συνεχώς έκλαιγε. Έκλαιγε και δεν μπορούσε να συνέλθη από την κατάνυξη, το δέος και την συντριβή πού ένιωθε.

Έτσι παρέμεινε για ώρα πολλή απολαμβάνοντας με συγκίνηση και ταπείνωση όσα βίωσε στη Θεία Λειτουργία με την παρουσία του άγιου Αγγέλου.

Ό διακριτικός και άγιος Γέροντας του με διαβεβαίωσε για την αλήθεια του γεγονότος.

Από τότε ή πίστης του ιερέως αυτού έγινε βράχος ακλόνητος, αυτός δε με πολύ δέος στην καρδιά λειτουργούσε πλέον τα πανάχραντα Μυστήρια.

Πηγή: (ΒΙΒΛΙΟΓ. ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ)-Ιστολόγιο  Εκκλησία Παναγίας Αγίας Νάπας

Η πέτρα της πίστεως, ο Απόστολος Πέτρος και το πρωτείο εξουσίας

Πρεσβ. Άγγελος Αγγελακόπουλος εφημέριος Ι.Ν. Παναγίας Μυριδιωτίσσης Νέου Φαλήρου Πειραιώς



Όταν ο Κύριος και οι Μαθητές Του έφθαναν «εις τα μέρη της Καισαρείας της Φιλίππου»[1], ρώτησε, κατά τον Ευ. Ματθαίο, τους Αποστόλους, να Του αποκριθούν ποιά γνώμη είχαν οι άνθρωποι γι’ Αυτόν. Εκείνοι Του αποκρίθηκαν : «Οι μεν Ιωάννην τον Βαπτιστήν, άλλοι δε Ηλίαν, έτεροι δε Ιερεμίαν ή ένα των προφητών»[2].
«Υμείς δε τίνα με λέγετε είναι;»[3] τους ξαναρώτησε ο Κύριος. Στην ερώτηση αυτή αποκρίθηκε τότε ο Απ. Πέτρος και είπε: «Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος»[4].
Από την απάντηση αυτή χάρηκε τότε ο Κύριος και, στρεφόμενος προς το μέρος του, είπε: «Μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ’ ο πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς. Καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής»[5].

Από τα πιο πάνω λόγια φαίνεται καθαρά ότι ο Απ. Πέτρος μίλησε εξ ονόματος όλων των Μαθητών και εξ αιτίας της πρωτοβουλίας του αυτής και άλλων παρομοίων χαρακτηρίσθηκε από τους αγίους Πατέρες ως «πρόκριτος των Αποστόλων», «έξαρχος», «κορυφαίος» κ.ο.κ.
Το ότι με τη λέξη «πέτρα» ο Κύριος εννοούσε την ομολογία της θεότητός Του, γίνεται φανερό και από το θηλυκό γένος της λέξεως αυτής. Δεν είπε, δηλ., ο Κύριος «και σε σένα, τον Πέτρο, θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου», αλλά «στην «πέτρα» αυτή, που προ ολίγου ομολόγησες για την θεότητά μου, θα οικοδομηθεί η Εκκλησία, που για τον λόγο αυτό θα είναι ασάλευτος στους αιώνες»[6]. Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι η «πέτρα», για την οποία έκανε λόγο ο Κύριος, ήταν η πίστη στα θεϊκά Του λόγια και γενικότερα στη θεία Του φύση.
Οι άγιοι Πατέρες στη λέξη «πέτρα» είδαν την ομολογία της θεότητος του Κυρίου, επάνω στην οποία στηρίχθηκε η Εκκλησία, που για τον λόγο αυτό ακριβώς είναι ακατάλυτη και ακατανίκητη μέσα στους αιώνες[7].

Ο άγιος Κύριλλος λέει: «Φρονώ ότι με την λέξη «πέτρα» πρέπει να εννοήσουμε την ακλόνητη πίστη των Αποστόλων»[8]. Ο άγιος Ιλάριος, επίσκοπος Πουατιέ, λέει: « ‘Πέτρα’ είναι η ευλογημένη και μοναδική πέτρα της πίστεως, που ομολογήθηκε από το στόμα του Αγίου Πέτρου˙ πάνω σ’ αυτή την πέτρα ομολογίας πίστεως θεμελιώθηκε η Εκκλησία»[9].
«Ο Θεός» , όπως λέει ο άγιος Ιερώνυμος, «ίδρυσε την Εκκλησία Του πάνω σ’ αυτή την πέτρα, κι απ’ αυτή την πέτρα ο Απ. Πέτρος πήρε την ονομασία του»[10]. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει: ««Επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν», δηλ. πάνω στην πίστη της ομολογίας».
Ποιά ήταν η ομολογία του Αποστόλου; «Συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεου του ζώντος»[11].
Ο άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων[12], ο άγιος Βασίλειος Σελευκείας και οι άγιοι Πατέρες της Δ΄ Οικ. Συν. της Χαλκηδόνος τα ίδια ακριβώς διδάσκουν.
Ο άγιος Αυγουστίνος, ο μεγαλύτερος λατίνος θεολόγος, γράφει: «Τί σημαίνουν οι λόγοι «επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν»; Σημαίνουν ότι πάνω σ ’αυτή την πίστη, πάνω σ’ αυτά τα λόγια: «Συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος»[13].
«Πάνω σ’ αυτή την πέτρα της ομολογίας σου θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου. Η δε πέτρα ήταν ο Χριστός»[14]. Η γνώμη του αγίου Αυγουστίνου πάνω σ’ αυτό το περίφημο χωρίο ήταν και γνώμη ολόκληρης της Χριστιανοσύνης στην εποχή του[15].

Γιατί τα αναφέραμε όλ’ αυτά; Επειδή, δυστυχώς, το χωρίο αυτό περί της πέτρας έχει υποστεί κατάφωρη παρερμηνεία εκ μέρους των αιρετικών παπικών και λατίνων.

Μία από τις καινοτομίες, κακοδοξίες και αιρέσεις του Παπισμού είναι και το περιβόητο πρωτείο εξουσίας του πάπα. Κατά την επίσημη διδασκαλία του Παπισμού, ο επίσκοπος Ρώμης κατέχει την ύψιστη και καθολική εξουσία εφ’ όλης της Εκκλησίας, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, υπερέχει όλων των άλλων επισκόπων, τους οποίους εγκρίνει, εκλέγει, ελέγχει και διοικεί. Θεωρεί τον εαυτό του κεφαλή της Εκκλησίας, λίθο ακρογωνιαίο και άμεσο διάδοχο του Απ. Πέτρου, πρωτεύοντα μεταξύ των Αποστόλων, όχι ως προς την τιμή, αλλά ενδεδυμένο με υπέρτατες εξουσίες επί της Εκκλησίας. Αυτό αποτελεί δόγμα για τον Παπισμό, το οποίο έλαβε άκαμπτο περιεχόμενο κατά την Α΄ Βατικάνειο Σύνοδο το 1870.

Για να στηρίξουν και να δικαιολογήσουν την ασυναρτησία, την κακοδοξία, την αίρεση του παπικού πρωτείου, ανάμεσα στα άλλα (ψευδοκωνσταντίνειες-ψευδοϊσιδώρειες δωρεές), επικαλούνται και το ανωτέρω χωρίο[16], που αναλύσαμε.
Κατά τους παπικούς, ο Κύριος χαρακτήρισε ως «πέτρα» τον Απ. Πέτρο, κάνοντας λογοπαίγνιο με το όνομά του, ο οποίος είναι ο θεμέλιος λίθος της Εκκλησίας, ο κλειδούχος των ουρανών και ο ταμιούχος της Χάριτος.
Και αφού ο πάπας είναι διάδοχος του Απ. Πέτρου, κληρονομεί, θείω δικαίω, όλα τα του Πέτρου. Ο Απ. Πέτρος διαχειρίζεται ως μονάρχης τα πάντα στην Εκκλησία, επομένως μονάρχης και κυρίαρχος της Εκκλησίας είναι και ο διάδοχός του, ο πάπας.

Πού, όμως, υπονοείται ότι ο Απ. Πέτρος είναι ο θεμέλιος λίθος της Εκκλησίας, ο μόνος ταμιούχος της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος; Πουθενά. Όπως προαναφέραμε, τόσο ο Ίδιος ο Κύριος, όσο και η Κ.Δ., αλλά και η συμφωνία των αγίων πατέρων (consensus partum), λένε ότι πέτρα και λίθος ακρογωνιαίος είναι ο Χριστός[17].

Το ανίσχυρο και ανυπόστατο της απόψεως περί πρωτείου εξουσίας του Απ. Πέτρου καταδεικνύεται και από τα εξής γεγονότα :

1. Στην Αποστολική Σύνοδο, που συνεκλήθη στα Ιεροσόλυμα το 49 μ.Χ., πρόεδρος ήταν ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, η γνώμη του οποίου περί του θέματος της περιτομής των εθνικών έγινε αποδεκτή από όλους τους Αποστόλους.
Εάν ο Απ. Πέτρος είχε πρωτείο εξουσίας, τότε αυτός θα ήταν πρόεδρος της Αποστολικής Συνόδου και όχι ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, και αυτού (του Απ. Πέτρου) τη γνώμη θα ασπάζονταν οι Απόστολοι και όχι του αγίου Ιακώβου. Όμως, δεν έγινε έτσι.

2. Στο επεισόδιο του διαπληκτισμού μεταξύ των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου περί του θέματος της περιτομής των εθνικών, επεκράτησε τελικά η θέση του Απ. Παύλου, υποχωρούντος του Απ. Πέτρου. Εάν ο Απ. Πέτρος είχε πρωτείο εξουσίας, τότε θα επέβαλε μοναρχικά τη γνώμη του και δεν θα υποχωρούσε. Όμως, δεν έγινε έτσι.

3. Κατά την Πεντηκοστή, βλέπουμε ότι το Άγιον Πνεύμα εκάθισε με τη μορφή πυρίνων γλωσσών σε καθένα από τα κεφάλια των Αποστόλων ισομερώς και ισόποσα. Όλοι οι Απόστολοι διαμοιράστηκαν την ίδια γλώσσα. Εάν ο Απ. Πέτρος είχε πρωτείο εξουσίας, τότε θα έπρεπε ή το Άγιον Πνεύμα να καθίσει αποκλειστικά και μόνον στον Απ. Πέτρο χωρίς να φωτίσει τους υπολοίπους ένδεκα, ή κάποια γλώσσα μεγαλύτερη και ανισότερη από τις υπόλοιπες να καθίσει στο κεφάλι του Απ. Πέτρου. Όμως, δεν έγινε έτσι.

4. Όταν ο Χριστός ομιλούσε στους Μαθητές Του για το Πάθος Του, τον Σταυρικό θάνατο, την ταφή και την Ανάσταση, τότε ο Απ. Πέτρος, ανθρωποπρεπώς και κοσμικώς σκεπτόμενος, άρχισε να Τον επιτιμά και προσπάθησε να μεταπείσει, να αποδιώξει και να αποτρέψει τον Κύριο από το πικρό ποτήριον του Σταυρού και του θανάτου.
Τότε, όμως, εισέπραξε από τον Κύριό μας ένα πολύ αυστηρό και σκληρό χαρακτηρισμό : «Ύπαγε οπίσω μου Σατανά˙ σκάνδαλόν μου ει˙ ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων»[18]. Ο ίδιος ο Κύριος αποκαλεί τον Απ. Πέτρο σατανά και σκάνδαλο! Εάν ο Απ. Πέτρος είχε πρωτείο εξουσίας, τότε δεν θα τον χαρακτήριζε έτσι ο Κύριος, αλλά θα έπρεπε να ακούσει τον Απ. Πέτρο και να αποφύγει τον Σταυρικό θάνατο. Όμως, δεν έγινε έτσι.

5. Είναι γνωστή η τριπλή άρνηση του Απ. Πέτρου, αλλά και η μετά δακρύων μετάνοιά του και η αποκατάστασή του στο Αποστολικό αξίωμα από τον ίδιο τον Κύριο. Εάν ο Απ. Πέτρος είχε πρωτείο εξουσίας, τότε δεν θα χρειαζόταν να μετανοήσει και να επαναποκατασταθεί στο αξίωμά του. Θα παρέμενε αμετανόητος, όπως ο Ιούδας, και εκτός Χριστού. Όμως, δεν έγινε έτσι.

6. Η παράδοση της Εκκλησίας μαρτυρεί ότι Μήτηρ των (Ορθοδόξων) Εκκλησιών είναι η Σιών, τα Ιεροσόλυμα και όχι η Ρώμη, λόγω της δράσεως του Ιησού Χριστού. «Χαίρε Σιών αγία, Μήτηρ των Εκκλησιών»[19]. Εάν ο Απ. Πέτρος είχε πρωτείο εξουσίας, τότε θα έπρεπε Μήτηρ των Εκκλησιών να είναι η Ρώμη. Όμως, δεν συμβαίνει έτσι.
Η διαφορετική ερμηνεία των λόγων αυτών από τους παπικούς οφείλεται στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν εσκεμμένα την πτώση των παπών στο λάκκο της κενοδοξίας, της αλαζονίας, της δαιμονικής υπερηφανείας και του εωσφορικού εγωισμού, που είναι τόσο μεγάλη, ώστε να χαρακτηρίζεται από τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς ως τέταρτη μέσα στην ιστορία, ύστερα από τις πτώσεις του Σατανά, του Αδάμ και του Ιούδα[20].

Εν κατακλείδι, οι ορθόδοξες θέσεις, που αποδέχεται η Εκκλησία μας περί του θέματος, είναι οι εξής :

1. Ο Ιησούς Χριστός έδωσε στους Αποστόλους Του την ίδια ακριβώς εξουσία, που έδωσε και στον άγιο Πέτρο.

2. Οι Απόστολοι ουδέποτε αναγνώριζαν στο πρόσωπο του αγίου Πέτρου τον τοποτηρητή του Ιησού Χριστού και τον αλάθητο διδάσκαλο της Εκκλησίας.

3. Ο άγιος Πέτρος ουδέποτε θεωρούσε πως ήταν πάπας και ουδέποτε ενεργούσε κατά τον τρόπο, με τον οποίο ενεργούν οι πάπες.

4. Οι Σύνοδοι των πρώτων τεσσάρων αιώνων, αναγνωρίζοντας την υψηλή θέση, που οι επίσκοποι Ρώμης κατείχαν στην Εκκλησία, χάρη στη σπουδαιότητα της Ρώμης, απέδιδαν στον επίσκοπο Ρώμης μονάχα πρωτείο τιμής, αλλά ουδέποτε πρωτείο εξουσίας ή δικαιοδοσίας.

5. Οι άγιοι Πατέρες, στο περίφημο χωρίο «συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν», ουδέποτε θεωρούσαν ότι εύρισκαν το νόημα ότι η Εκκλησία οικοδομήθηκε πάνω στον Απ. Πέτρο (super Petrum)˙ θεωρούσαν ωστόσο ότι εύρισκαν σ’ αυτό το χωρίο το νόημα ότι η Εκκλησία οικοδομήθηκε πάνω στην πέτρα (επί τη πέτρα – super petram), δηλ. πάνω στην ομολογία πίστεως του Αποστόλου[21].

Παρ’ όλη την ξεκάθαρη και κρυστάλλινη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί του θέματος του πρωτείου, ο μεν Πάπας παραμένει αμετανόητος, διεκδικώντας παγκόσμια εξουσία, προτείνει και επιβάλλει την «ένωση των Εκκλησιών» υπό το μοντέλο και τον τύπο της Ουνίας.
Να γίνει δηλ. μια «ουνιτική ένωση των Εκκλησιών», όπου η κάθε «Εκκλησία» θα διατηρήσει μεν και δεν θα αλλάξει τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμά της (ασχέτως αν αυτά είναι σύμφωνα με την Παράδοση, την Αγία Γραφή, το Ευαγγέλιο, τις Οικ. Συνόδους, τους Ιερούς Κανόνες, τους αγίους Πατέρες και τα συγγράμματά τους), αλλά θα αναγνωρίζει δε το πρωτείο εξουσίας του Πάπα εφ’ όλης της οικουμένης, θα τον μνημονεύει στις ακολουθίες και τα δίπτυχα και θα εξαρτάται απ’αυτόν. Ο Πάπας όλα μπορεί να τα αλλάξει και να τα αποποιηθεί.
Μόνο δύο πράγματα δεν μπορεί να αποχωριστεί˙ το πρωτείο και το αλάθητο. Οι δε Ορθόδοξοι Οικουμενιστές, μέσω του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Παπικών, προωθούν την αναγνώριση του παπικού πρωτείου εξουσίας, προσπαθούν να κάνουν μία άμικτη μίξη μεταξύ συνοδικού θεσμού και παπικού πρωτείου και ομιλούν για μετασυνοδικότητα[22].
Στόχος είναι η προβολή του αντιχρίστου Πάπα ως παγκοσμίου πολιτικού και θρησκευτικού ηγέτου, ο οποίος με τη σειρά του θα παραδώσει την εξουσία του κόσμου στον Αντίχριστο.
Ποιόν θα ακολουθήσουμε, λοιπόν, και με ποιόν θα πάμε; Με τον Πάπα, τους Οικουμενιστές και τον Αντίχριστο ή με τον Απ. Πέτρο και τον Χριστό; Με το θηρίον ή με το Αρνίον; Η τελική έκβαση της ιστορίας και η νίκη ανήκει στο Εσφαγμένο Αρνίο.

[1] Ματθ. 16,13.
[2] Ματθ. 16,14.
[3] Ματθ. 16,15.
[4] Ματθ. 16,16.
[5] Ματθ. 16,17.
[6] ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Αθήναι 1979, σ. 304.
[7] ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΠΙΤΣΙΛΚΑΣ, Η αληθινή «πέτρα» της πίστεως και της ζωής˙ η πίστη στη θεία φύση του Κυρίου, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη,  σσ. 10-13.
[8] ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ, Περί  Αγίας Τριάδος, βιβλίο 4ο.
[9] ΑΓΙΟΣ ΙΛΑΡΙΟΣ,  Περί  Αγίας Τριάδος, βιβλίο 2ο, 6ο.
[10] ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ, Εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, βιβλίο 6ο.
[11] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία 53η.
[12] ΑΓΙΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ, Εις την προς Εφεσίους επιστολή του  Απ. Παύλου, Β΄ κεφ.
[13] ΑΓΙΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΙΠΠΩΝΟΣ,  Εις την Α΄ επιστολήν του Αγ. Ιωάννου, Β΄ πραγματεία.
[14] Του ιδίου,  Εις το κατά  Ιωάννην Ευαγγέλιον, ομιλία 124η.
[15] Γνωρίζετε το αληθινό πρόσωπο του παπισμού; Γνωρίζετε ότι ο παπισμός είναι αίρεση; εκδ.  Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη, σσ. 28-29.
[16] Ματθ. 16,18-19.
[17] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΟΚΟΡΗΣ, Παπικές πλάνες˙ σύντομος έλεγχος και ανασκευή, Αθήναι 1996, σσ. 29,30,35.
[18] Ματθ. 16,23.
[19] 3ο κεκραγάριο τροπάριο του πλ.δ’ ήχου του Μεγάλου Εσπερινού του Σαββάτου.
[20] ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, Αθήναι 1970, σ. 152.
[21] Γνωρίζετε το αληθινό πρόσωπο του παπισμού; Γνωρίζετε ότι ο παπισμός είναι αίρεση;  εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη, σ. 30.
[22] Σχ. βλ. Η ευχαριστιακὴ εκκλησιολογία, την οποία κηρύσσει ο Μητρ. Περγάμου κ. Ιωάννης Ζηζιούλας. Χαρακτηρίζεται η «ευχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία» ως ο Δούρειος ίππος, μέσω του οποίου θα ενωθει το μεγαλύτερο τμήμα των μελών της Ορθοδόξου Εκκλησίας με το Βατικανό. (Η αίρεση της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας συνδέεται με το Πρωτείο του Πάπα). Ο Σεβ. Περγάμου αναπτύσσει την θεωρία της ιερότητος του πρωτείου του Πάπα, το οποίο η εκκοσμικευμένη Ορθοδοξία δεν ηδύνατο να  κατανοήσει. Ο ίδιος ο Περγάμου έχει πει : «Κοσμικοί παράγοντες, οι οποίοι κυριαρχούσαν τότε στην εκκοσμικευμένη Ορθοδοξία δεν της επέτρεψαν να δει την Ιερότητα του πρωτείου» και «Η Εκκλησία έχει ανάγκη το παπικό πρωτείο».
(«Βαρύταται κατηγορίαι επί αιρέσει εναντίον του φιλοπαπικού Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου», Ορθόδοξος Τύπος  (13-4-2012) 1,7 και Bose Ιταλίας, Ορθόδοξος Τύπος (16-7-1999) και  Ορθόδοξος Χριστιανικός Αγωνιστικός Σύλλογος «ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ» και Φιλορθόδοξος Ένωσις «ΚΟΣΜΑΣ ΦΛΑΜΙΑΤΟΣ»,  «Οι βασικές κακοδοξίες του αιρετικού επισκόπου κ. Ζηζιούλα», Κοσμάς Φλαμιάτος 10 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2011) 15).
Επίσης, ο Μητρ. Προύσης Ελπιδοφόρος Λαμπρινιάδης (Οικουμενικό Πατριαρχείο, Ηγούμενος Ι.Μ. Χάλκης και Καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ.) έχει αναπτύξει την λατινογενή «μετασυνοδική» εκκλησιολογία. Ο ίδιος ισχυρίζεται : «Η άρνηση αναγνωρίσεως πρωτείου τινός στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ενός πρωτείου το οποίο δεν μπορεί να ενσαρκώσει παρά κάποιος Πρώτος – τουτέστι κάποιος Επίσκοπος, ο οποίος έχει το προνόμιο να είναι ο πρώτος μεταξύ των αδελφών του Επισκόπων – συνιστά αίρεση. Είναι απαράδεκτο αυτό που συνήθως λέγεται ότι η ενότητα μεταξύ των Ορθοδόξων διασφαλίζεται είτε υπό μιάς κοινής πίστεως και λατρείας είτε υπό του θεσμού της Οικουμενικής Συνόδου. Και οι δύο αυτοί παράγοντες είναι απρόσωποι, ενώ στην ορθόδοξη θεολογία μας η αρχή της ενότητάς μας είναι πάντοτε ένα πρόσωπο. Πράγματι, όπως στο επίπεδο της Αγίας Τριάδος η αρχή της ενότητας δεν είναι η θεία ουσία, αλλά το πρόσωπο του Πατρός (η «μοναρχία» του Πατρός), έτσι και στο εκκλησιολογικό επίπεδο, στην τοπική εκκλησία, το σημείο της ενότητας δεν είναι το πρεσβυτέριο ή η κοινή λατρεία των χριστιανών, αλλά το πρόσωπο του Επισκόπου. Επομένως, επί πανορθοδόξου επιπέδου η αρχή της ενότητας δεν μπορεί να στηρίζεται επί μίας ιδέας η ενός θεσμού, αλλά πρέπει να είναι κάποιο πρόσωπο, αν βέβαια θέλουμε να παραμείνουμε συνεπείς στη θεολογία μας».
(Επίσκεψις  698 [31-03-2009], Σύναξη Κληρικών και Μοναχών, ««Ουκ εσμέν των Πατέρων σοφώτεροι»˙ αναίρεση της επιχειρηματολογίας του Οικουμενισμού με αφορμή την ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στη Μεγίστη Λαύρα», Φώτης Κόντογλου, έκδ. Σύναξη Ορθοδόξων Ρωμηών, Τρίκαλα, Χριστούγεννα 2011, σ. 82 και Ορθόδοξος Τύπος (2-12-2011) 6 και Θεοδρομία ΙΓ΄ (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2011) 635-6).
impantokratoros.gr

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Πέτρος και Παύλος Πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι

Ο Πέτρος καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και ήταν γιος του Ιωνά, αδελφός του Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτόκλητου. Ο Πέτρος και ο Ανδρέας ήταν ψαράδες στη λίμνη Γεννησαρέτ. Είχε νυμφευθεί στην Καπερναούμ, όπου έμενε οικογενειακά μαζί με την πεθερά του. Όπως μας πληροφορεί το Ευαγγέλιο, όταν ο Ιησούς έφθασε στη λίμνη της Γεννησαρέτ συνάντησε τους δυο αδελφούς Πέτρο και Ανδρέα οι οποίοι έριχναν τα δίχτυα τους. Αμέσως μετά την κλήση τους, άφησαν τα δίχτυα και τις οικογένειές τους και τον ακολούθησαν. Ψαράς στο επάγγελμα, ήταν τύπος αυθόρμητος, ορμητικός, και τη ζωή του κοντά στο Χριστό τη μαθαίνουμε από τα τέσσερα Ευαγγέλια, ενώ την αποστολική του δράση, από τις πράξεις των Αποστόλων. Έγραψε και δύο Καθολικές Επιστολές, μέσα στις οποίες να τι προτρέπει τους χριστιανούς: «Νήψατε, γρηγορήσατε, ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α΄ Πέτρου, ε΄ 8). Δηλαδή εγκρατευθείτε, γίνετε άγρυπνοι και προσεκτικοί. Διότι ο αντίπαλος και κατήγορός σας ο διάβολος, σαν λιοντάρι που βρυχάται, περιπατεί με μανία και ζητάει ποιον να τραβήξει μακριά από την πίστη και να τον καταπιεί. Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, ο Πέτρος, δίδαξε το Ευαγγέλιο στην Ιουδαία, στην Αντιόχεια, στον Πόντο, στην Γαλατία, στην Καππαδοκία, στην Ασία και τη Βιθυνία. Κατά την παράδοση (που σημαίνει ότι δεν είναι απόλυτα ιστορικά διασταυρωμένο) έφτασε μέχρι την Ρώμη, όπου επί Νέρωνος (54-68μ.Χ.) υπέστη μαρτυρικό θάνατο, αφού τον σταύρωσαν χιαστί, με το κεφάλι προς τα κάτω περί το έτος 64 μ.Χ.

Ο δε Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας σε ένα χωρίο που ονομάζεται Γίσχαλα και στην αρχή ήταν σκληρός διώκτης του Χριστιανισμού. Το 36 μ.Χ. περίπου, όταν κάποτε μετέβαινε στη Δαμασκό για να διώξει και εκεί χριστιανούς, έγινε θαύμα στο οποίο φανερώθηκε ο Χριστός, ο οποίος τον πρόσταξε να πάει στον Ανανία ο οποίος τον κατήχησε και τον βάπτισε. Έτσι, έγινε ο μεγαλύτερος κήρυκας του Ευαγγελίου, θυσιάζοντας μάλιστα και την ζωή του γι’ αυτό. Ονομάστηκε ο πρώτος μετά τον Ένα και Απόστολος των Εθνών, λόγω των τεσσάρων μεγάλων αποστολικών περιοδειών του. Είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Ελλάδος. Συνέγραψε 14 επιστολές προς τις Εκκλησίες τις οποίες εκείνος ίδρυσε. Τη ζωή του με τις περιπέτειές του θα τα δει κανείς, αν μελετήσει τις Πράξεις των Αποστόλων, αλλά και τις 14 Επιστολές του στην Καινή Διαθήκη. Ο Απόστολος Παύλος θέλει κάθε χριστιανός, όπως και ο ίδιος, να αισθάνεται και να λέει: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Προς Γαλάτας β΄ 20). Δηλαδή, δε ζω πλέον εγώ, ο παλαιός άνθρωπος, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός. Και ακόμα, «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Προς Κολασσαείς γ΄ 11). Να διευθύνει, δηλαδή, όλες τις εκδηλώσεις τις ανθρώπινης ζωής μας ο Χριστός. Ο Απόστολος Παύλος υπέστη μαρτυρικό θάνατο (χωρίς να είναι απόλυτα ιστορικά διασταυρωμένο) δι’ αποκεφαλισμού στη Ρώμη μεταξύ των ετών 64 - 67 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν, τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

Κυριακή 28 Ιουνίου 2015

Σκέψεις στο Ευαγγέλιο της Κυριακής

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη

῾οὐδέ ἐν τῷ ᾽Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εὗρον᾽ (Ματθ. 8, 10)

Στό γνωστό περιστατικό τῆς θεραπείας τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου μᾶς παραπέμπει τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Δ´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου, κατά τό ὁποῖο ὁ Κύριος ῾ἐντυπωσιασμένος᾽ ἀπό τήν πίστη ἑνός ἑκατοντάρχου, ἑνός δηλαδή εἰδωλολάτρη στήν οὐσία, τόν ἐπαινεῖ γι᾽ αὐτήν καί ἀνταποκρίνεται στό αἴτημά του: ῾ὡς ἐπίστευσας, γενηθήτω σοι᾽. Ἡ προσέγγιση τῆς πίστης αὐτῆς τοῦ ρωμαίου ἀξιωματούχου λειτουργεῖ καί ἐδῶ - γιά νά χρησιμοποιήσουμε ἕνα σύγχρονο ψυχολογικό ὅρο - ἀρχετυπικά.

 1. ῎Εχει ἐπισημανθεῖ ὅτι δύο φορές ὁ Κύριος ἐπαίνεσε τήν πίστη τῶν ἀνθρώπων σ᾽ ᾽Εκεῖνον ὡς τή φανέρωση τοῦ Θεοῦ: στήν περίπτωση τῆς Χαναναίας γυναίκας, πού παρακαλοῦσε τόν Κύριο γιά τή δαιμονισμένη κόρη της, καί στήν περίπτωση τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, δηλαδή στίς περιπτώσεις δύο θεωρουμένων εἰδωλολατρῶν. ᾽Ενῶ κανονικά θά ἔπρεπε στούς ῾υἱούς τῆς βασιλείας᾽, τούς ᾽Ισραηλίτες, νά ὑπάρχει ἡ πίστη αὐτή, διότι ἡ πίστη στόν Θεό εἶναι τό χαρακτηριστικό τοῦ λαοῦ πού ἐπιλέχθηκε ἀπό Αὐτόν πρός σωτηρία τοῦ κόσμου, τοῦτο δέν συμβαίνει. Τό ἀντίθετο μάλιστα. Τό σύνηθες δυστυχῶς στόν λαό αὐτό τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ ἀπιστία καί ἡ σκληροκαρδία -  καταστάσεις πού ἔλεγχαν διαρκῶς οἱ ἀπεσταλμένοι ἀπό τόν Θεό προφῆτες, ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ πίστη εἶναι ἕνα λουλούδι, πού φυτρώνει ὄχι ἐκεῖ, πού νομικά, θά ἔλεγε κανείς, ὑπάρχει τό ἔδαφός της, στά πλαίσια δηλαδή ἑνός συγκεκριμένου λαοῦ, ἀλλά ἐκεῖ πού ὑπάρχει ῾καρδιά᾽, δηλαδή καλή διάθεση καί ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας, ἄρα ὁπουδήποτε στόν κόσμο καί σ᾽ ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο.

2. Ἡ ἐπαινουμένη ἀπό τόν Κύριο μεγάλη πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου, ὅπως καί ἡ ἀνάλογη βεβαίως τῆς Χαναναίας, δέν ἐξαντλεῖται σέ μία ἀποδοχή ἁπλῶς τοῦ Χριστοῦ ὡς ἑνός δασκάλου καί καθοδηγητῆ ἤ ἀκόμη καί ὡς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ σέ ἕνα ὅμως νοησιαρχικό καί ἰδεολογικό ἐπίπεδο. Διότι ῾καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίττουσι᾽ (ἅγιος ᾽Ιάκωβος), ὅπως καί ῾οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ἀλλ᾽ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς᾽ (ὁ Κύριος). ᾽Εκεῖνο πού γίνεται ἀποδεκτό ὡς πίστη εἶναι αὐτό πού ἐνεργοποιεῖ τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό μέ ἄλλα λόγια πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά φεύγει ἀπό τήν ῾ἡσυχία᾽ του καί τήν ἄνεση τῶν παθῶν του καί νά στρέφεται μέ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, ἀλλάζοντας ἑπομένως τρόπο ζωῆς. Αὐτή ἡ πίστη, πού χαρακτηρίζεται μεγάλη, ῾συγκινεῖ᾽ τόν Χριστό καί Τόν κάνει νά ἀνταποκρίνεται ὁλοπρόθυμα καί ἄμεσα: ῾ἐγώ ἐλθών θεραπεύσω αὐτόν᾽. Καί ναί μέν δέν ἐπῆγε τελικῶς ὁ ῎Ιδιος, ἀλλά ἡ ἀπάντησή Του ὁδήγησε στό ἴδιο ἀποτέλεσμα: ῾ὡς ἐπίστευσας, γενηθήτω σοι᾽. ῎Ετσι ἡ μεγάλη πίστη εἶναι ἐκείνη πού γίνεται θεραπευτική ἐνέργεια γιά τόν ἄνθρωπο καί τούς οἰκείους του.

3. Ποιά τά γνωρίσματα τῆς μεγάλης πίστης, ὅπως αὐτά φαίνονται στήν παραπάνω περίπτωση;

(1) ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στόν Χριστό καί τά λόγια Του, ὅτι δηλαδή εἶναι ᾽Εκεῖνος στόν Ὁποῖο φανερώνεται ὁ Θεός, ᾽Εκεῖνος στόν Ὁποῖο ὑπάρχει ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς ἡ μεγάλη πίστη ὑπερβαίνει ὁποιαδήποτε ἀμφιβολία καί δυσπιστία, πού κάνει τόν ἄνθρωπο δίψυχο καί ἄρα ἀνίκανο νά δεχθεῖ στήν ὕπαρξή του τόν Θεό. Ἡ μεγάλη πίστη εἶναι αὐτή στήν ὁποία μᾶς προσανατολίζει διαρκῶς καί ἡ ᾽Εκκλησία μας, μέ τήν προτροπή ῾ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα᾽. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στίς περιπτώσεις δύσπιστης προσέγγισης στό πρόσωπό Του, ὅπως γιά παράδειγμα τοῦ ἀρχισυναγώγου, μέ τό: ῾εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν᾽, προέτρεπε στήν ὑπέρβαση καί στήν ἐμπιστοσύνη σ᾽ Ἐκεῖνον, ἄν ἤθελε κανείς νά δεῖ αἰσθητά στή ζωή του τήν ἐνέργεια τῆς χάριτός Του: ῾εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι᾽.

(2) ἡ ταπείνωση ὡς συναίσθηση τῆς μικρότητας καί τῆς ἀνεπάρκειας τοῦ ἀνθρώπου. Συγκινεῖ πράγματι ἡ περίπτωση τοῦ ρωμαίου αὐτοῦ, πού ῾ἐκτός᾽ ἀκόμη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ εὑρισκόμενος, ἄν θά μποροῦσε νά τό πεῖ κανείς, ἀφοῦ ῾τό Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ᾽, παρουσιάζει μία ταπείνωση, τήν ὁποία ἐπισημαίνουμε μόνο στούς βίους τῶν ἁγίων τῆς ᾽Εκκλησίας. ῾Κύριε, οὐκ εἰμί ἱκανός, ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς᾽. Καί ξέρουμε ὅτι χωρίς τήν ταπείνωση οὐσιαστικά πίστη στόν Θεό δέν ὑφίσταται. Ποῦ νά σταθεῖ ὁ Θεός, ἄν τό ἐγώ τοῦ ἀνθρώπου ἔχει γεμίσει τήν καρδιά του καί τόν κάνει νά ἐπιζητεῖ μόνον τήν ἀνθρώπινη δόξα; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πάλι μᾶς ἀπεκάλυψε ὅτι ῾πῶς δύνασθε πιστεῦσαι, δόξαν παρ᾽ ἀλλήλων λαμβάνοντες καί τήν δόξαν τήν παρά τοῦ μόνου Θεοῦ οὐκ ἐπιζητοῦντες;᾽

(3) τό ἐνδιαφέρον γιά τόν συνάνθρωπο, ἐν προκειμένῳ ἕναν δοῦλο. Ὁ Κύριος – δέν βλασφημοῦμε, ἄν λίγο Τόν ἑρμηνεύσουμε - πρέπει νά συγκινήθηκε ἰδιαίτερα ἀπό τήν ἀγωνία τοῦ ἀξιωματικοῦ γιά τόν δοῦλο του, γιατί ῾θύμιζε᾽ σ᾽ἕνα βαθμό τή δική Του ἐνέργεια σωτηρίας γιά τόν ἄνθρωπο: ῾Αὐτός Θεός ὤν ἐπτώχευσεν, ἵνα ἡμεῖς τῇ αὐτοῦ πτωχείᾳ πλουτήσωμεν᾽. Ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ῾κλίνει οὐρανούς᾽ καί κατέρχεται πρός τόν ῾κατώτερο᾽ ἄνθρωπο. Προφανῶς, ἡ ἀγάπη αὐτή τοῦ ἑκατοντάρχου στόν δοῦλο του ῾λυγίζει᾽ τήν ἀπειρία τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μας.

 ᾽Εμπιστοσύνη στόν Χριστό, ταπείνωση, ἐνδιαφέρον γιά τούς ἄλλους. Τά κύρια γνωρίσματα τῆς μεγάλης πίστης, πού ἐνεργοποιοῦν τή σώζουσα καί θεραπευτική ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ. Μήπως καί στή δική μας δύσκολη καί δεινῶς βασανιζόμενη ἐποχή, μέ συμπτώματα πνευματικῆς καί ἠθικῆς παραλυσίας, ἡ λύση θά ἔρθει ὄχι ἀπό τίς συμμαχίες καί τά προγράμματα τῶν ῾ἄσπονδων᾽ φίλων μας, Εὐρωπαίων ἤ μή, ἀλλά ἀπό τήν ἐπιθυμία καί τήν προσπάθειά μας νά ἀποκτήσουμε τή μεγάλη πίστη πού ἐπαινεῖ ὁ Χριστός; Ἡ ἱστορία τῆς ᾽Εκκλησίας μας αὐτό τουλάχιστον ἀποδεικνύει. Ὅταν πολλοί ἅγιοι βεβαιώνουν ὅτι ὁ κόσμος μας στέκεται ἀκόμη, γιατί ὑπάρχουν ἐκεῖνοι πού προσεύχονται καί ζοῦν κατά Θεόν, τότε γιατί νά πιστεύσουμε ὅτι ὑπάρχει ἄλλη ἀποτελεσματική λύση; Ποιός πιά ῾φυσιολογικός᾽ ἄνθρωπος, μέ λίγη γνώση τῆς ἱστορίας καί λίγη πίστη στόν Θεό, μπορεῖ νά ἔχει ἐμπιστοσύνη στά ἀνθρώπινα σχέδια; Μήπως δέν ἰσχύει πάντοτε αὐτό πού λέει τό γνωμικό: ῾ἐκεῖ πού σχεδιάζουν οἱ ἄνθρωποι, γελάει ὁ Θεός;᾽

Σκέψεις στον Απόστολο της Κυριακής

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη

῾Νυνί δέ ἐλευθερωθέντες ἀπό τῆς ἁμαρτίας δουλωθέντες δέ τῷ Θεῷ ἔχετε τόν καρπόν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν, τό δέ τέλος ζωήν αἰώνιον᾽ (Ρωμ. 6, 22)

 ῾Ο ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας σέ ἀντιπαράθεση πρός τόν ἄνθρωπο τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καί οἱ συνέπειες τῶν ἐπιλογῶν τοῦ καθενός εἶναι τό κεντρικό θέμα τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος τῆς Κυριακῆς Δ´ Ματθαίου ἀπό τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Μέ ξεκάθαρο τρόπο ὁ ἀπόστολος ἀναφέρει ὅτι ἡ ἐπιλογή τῆς ἁμαρτίας μπορεῖ νά συνιστᾶ ἐλευθερία ἀπό τόν Θεό καί τό ἅγιο θέλημά Του, συνιστᾶ ὅμως ὑποδούλωση στά πάθη μέ ἀποτέλεσμα τόν θάνατο. ῾Ψωνίζεις θάνατο μέ τήν ἁμαρτία᾽ κατά τήν διατύπωσή του. ῾Η ἐπιλογή ὅμως τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀπόφαση νά εἶναι κανείς δοῦλος τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ στήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά πάθη τῆς ἁμαρτίας, φέρνει τόν ἁγιασμό του, ζεῖ ὁ ἄνθρωπος ἤδη ἀπό τώρα τήν αἰώνια ζωή πού ἔφερε ὁ Χριστός. ᾽Ελευθερία ἀπό τήν ἁμαρτία ὡς ὑποδούλωση στόν Θεό, ἁγιασμός, αἰώνια ζωή: ἡ καταγραφή τῆς πορείας τοῦ ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου.

 1. Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἐπανειλημμένως ὁ ἀπόστολος στίς ἐπιστολές του τονίζει τήν ὀδυνηρή καί τραγική γιά τόν ἄνθρωπο κατάληξη τῆς ἁμαρτίας: τόν ἴδιο τόν θάνατο. ῞Ο,τι ἡ Γένεση, τό πρῶτο βιβλίο τῆς ῾Αγίας Γραφῆς ἤδη ἀπό τά πρῶτα κεφάλαιά της, καταγράφει ὡς δραματική πορεία τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, κατά τήν ὁποία ἡ ἐπιλογή τῆς ἁμαρτίας ὁδήγησε στόν πνευματικό θάνατο πρῶτα, δηλαδή τήν  ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό, καί τήν συνέπειά του ἔπειτα, τόν σωματικό θάνατο, τό ἴδιο ἀναφέρει καί ὁ ἀπόστολος. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἠθικολογικά: ἀπλῶς ὡς μία ἀπόκλιση τοῦ ἀνθρώπου ἤ ὡς μία παράβαση ἑνός καθήκοντος, συνεπῶς δέν ἀλλοιώνει κάτι ἀπό τήν φύση τοῦ ἀνθρώπου. Μία τέτοια ἐπιφανειακή κατανόησή της μπορεῖ νά γίνεται ἀποδεκτή ἀπό τούς ἑτεροδόξους, δέν συνιστᾶ ὅμως τήν ἀποκαλυμμένη πραγματικότητα, ἀλλ᾽ οὔτε καί τήν ἐμπειρία τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς. Κι ἡ πραγματικότητα κι ἡ ἐμπειρία εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἁμαρτία ζεῖ κάθε φορά πού τήν πραγματοποιεῖ τόν ἴδιο τόν θάνατό του, ἤ μέ ἄλλη διατύπωση: κάθε φορά πού ἁμαρτάνει ὑποδουλώνεται ὅλο καί περισσότερο στά πάθη του καί τόν ὑποκινοῦντα αὐτά πονηρό διάβολο, γενόμενος ἔτσι κι αὐτός σατανάς, ἀντικείμενος δηλαδή στόν Θεό, εἰσπράττοντας τά ἀνάλογα ἐπίχειρα: τήν θλίψη καί τήν στενοχώρια καί τό ἄγχος.  ῾ᾯ τις ἤττηται, τούτῳ καί δεδούλωται᾽: σέ ὅ,τι κανείς ἔχει νικηθεῖ, σ᾽ αὐτό καί ἔχει ὑποδουλωθεῖ, κατά τήν ἄλλη γνωστή φράση τῆς Γραφῆς. ῞Οπως καί: ῾θλίψις καί στενοχωρία παντί τῷ ἐργαζομένῳ τό κακόν᾽.

 2. ᾽Από αὐτήν τήν τραγικότητα μᾶς ἔσωσε ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός σημειώνει ὁ ἀπόστολος. ῏Ηλθε ὁ Κύριος, σήκωσε ἐπάνω Του διά τῆς σταυρικῆς Του θυσίας τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, κατεπάτησε τόν καρπό της τόν θάνατο, μᾶς ἔδωσε καί πάλι τήν ζωή. ᾽Εν Χριστῷ Ἰησοῦ ὁ ἄνθρωπος ἀνέπνευσε καί πάλι τόν ἀέρα τῆς ἐλευθερίας καί ἤδη ἀπό τήν φθαρτή αὐτή ζωή ἀπολαμβάνει τήν αἰώνια ζωή πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τόν ῎Ιδιο. ῾Τό δέ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωή αἰώνιος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν᾽ (Τό δῶρο πού χαρίζει ὁ Θεός εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, τήν ὁποία ἔφερε ὁ ᾽Ιησοῦς Χριστός, ὁ Κύριός μας). Κι αὐτό συμβαίνει γιατί ὁ Κύριος προσέλαβε τόν ἄνθρωπο μέσα στόν ῾Εαυτό Του, συνεπῶς ὅλα τά καλά ἀποτελέσματα ἀπό τήν νίκη Του ἀπέναντι στήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο μεταβιβάζονται καί σ᾽ αὐτόν. ᾽Αρκεῖ ἀσφαλῶς ὁ ἄνθρωπος νά θέλει τόν Χριστό, πού θά πεῖ νά πιστέψει σ᾽ Αὐτόν ὡς Σωτήρα τῆς ζωῆς του. Κι ἡ πίστη αὐτή ὡς γνωστόν δέν ἔχει θεωρητικό χαρακτήρα. Ξεκινᾶ ἀπό τήν ὥρα πού ὁ ἄνθρωπος θά βαπτιστεῖ στό ἅγιο ὄνομά Του καί θά χριστεῖ ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ τελειώνεται ἀδιάκοπα στόν βαθμό πού ὁ πιστός θά μετέχει τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου καί θά ἐπιβεβαιώνει τήν χαρισματική αὐτή κατάσταση μέ τήν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν Του.

 3. Αὐτή δέν εἶναι ἡ πραγματικότητα πού βλέπουμε σέ ὅλους τούς ἁγίους μας; ῾Η ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, λέει ὁ ἀπόστολος, φέρει ὡς καρπό τόν ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου. ῾῎Εχετε τόν καρπόν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν᾽.  ῎Αν οἱ ἅγιοί μας ἅγιασαν, ἦταν ὄχι ἀσφαλῶς γιατί εἶχαν κάποια περίεργα καί παράδοξα ἰδιώματα ὡς ἄνθρωποι, ὄχι γιατί ἦταν διαφορετικοί – πολλοί ἀπό αὐτούς ἦταν πολύ πιό ἄγριοι ἀπό ἐμᾶς ὡς πρός τόν χαρακτήρα τους - ἀλλά γιατί πίστεψαν στόν Χριστό καί ἄφησαν τήν χάρη Του νά ἐνεργήσει μέσα στήν ὕπαρξή τους. ῎Εγιναν δηλαδή μέλη Χριστοῦ καί ἔνιωσαν ὅτι μπορεῖ καί ὁ δικός τους ἑαυτός νά γίνει δίοδος γιά νά φανερώνεται ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο. Μέ ἄλλα λόγια ὁ κάθε ἅγιος τῆς ᾽Εκκλησίας μας, συνεπῶς καί ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς δυνάμει, συνιστᾶ τόν σαφή ὑπομνηματισμό τῶν λόγων σήμερα τοῦ ἀποστόλου: ῾ἐλευθερώθηκαν ἀπό τήν ἁμαρτία, ἔγιναν δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, ἁγίασαν, ζοῦν τήν αἰώνια ζωή᾽. Δέν εἶναι τυχαῖο γι᾽ αὐτό πού τούς ἁγίους μας τούς χαρακτηρίζουμε ὡς ῾ἐφαρμοσμένο Εὐαγγέλιο᾽ ἤ πού σ᾽ αὐτούς βλέπουμε τήν καθαρότητα τῆς ὀρθῆς χριστιανικῆς  πίστης μας, ὁπότε προσβλέποντας πάντοτε σ᾽ αὐτούς καί ἐμβαπτιζόμενοι στήν κατά Χριστόν ζωή τους δοξολογοῦμε σωστά τόν Θεό, μέ τήν ἔννοια καί τῆς ὀρθῆς δόξας-πίστης σ᾽ Αὐτόν καί τῆς ὀρθῆς ὑμνολόγησής Του.

4. Δύο παρατηρήσεις ὅμως εἶναι ἀναγκαῖες ἀκόμη στά λόγια τοῦ ἀποστόλου.

(α) Μιλάει καταρχάς ὁ ἅγιος Παῦλος γιά ἐλευθερία ἀπό τήν ἁμαρτία καί δουλεία στόν Θεό. Δέν πρέπει νά κατανοήσουμε τήν σχέση αὐτή παρατακτικά: τό ἕνα μετά τό ἄλλο. Δέν ἐλευθερώνεται δηλαδή ὁ ἄνθρωπος πρῶτα ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἀκολουθεῖ ἔπειτα ἡ δουλεία στόν Θεό. Κατά τήν πίστη μας ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερώνεται ἀπό τήν ἁμαρτία (καί τόν θάνατο καί τόν διάβολο βεβαίως) τήν ὥρα πού ὑποδουλώνεται στόν Κύριο. ῾Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν᾽ εἶπε ὁ ῎Ιδιος. ῞Οσο μέ ἄλλα λόγια στρέφεται ὁλοκληρωτικά ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη στόν Θεό καί γίνεται δούλη ᾽Εκείνου, τόσο καί ἀπελευθερώνεται ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά πάθη της. ῞Οπως συμβαίνει μέ τόν ἄνθρωπο πού στρεφόμενος πρός τό φῶς φεύγει ἀπό τό σκοτάδι, κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἐδῶ. Συνεπῶς ἡ ἐλευθερία ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά πάθη εἶναι εὐθέως ἀνάλογη πρός τήν δουλεία στόν Θεό. ῎Ετσι κατανοεῖται καί ἡ ἐπιμονή τῶν ἁγίων μας, παλαιοτέρων καί νεωτέρων, νά μήν ἀσχολούμαστε πολύ πολύ μέ τόν διάβολο καί τίς σκοτεινές διδασκαλίες πού ὑποβάλλει, ἀλλά μέ τόν Κύριο καί τά ἁγιασμένα λόγια Του. Θέλω νά γεμίσω μέ φῶς τήν ζωή μου καί μέσα στήν ταλαιπωρία τοῦ ἁμαρτωλοῦ αὐτοῦ κόσμου ἡ καρδιά μου νά εἶναι εὐωδιαστός λειμώνας; ᾽Αδιάκοπα νά μνημονεύω τό ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου καί νά πλατύνεται ἡ διάνοιά μου στά λόγια Του εἴτε ἀπό τό Εὐαγγέλιο εἴτε ἀπό τούς ὕμνους τῆς ᾽Εκκλησίας μας εἴτε ἀπό τά συναξάρια τῶν ἁγίων Του. ῾Ο Χριστός καί ὄχι ὁ ἀντίχριστος νά εἶναι τό μέλημά μου.

(β) Καί δεύτερον, ὅταν ὁ ἀπόστολος μιλάει γιά δουλεία στόν Θεό δέν ἐννοεῖ τήν δουλεία ἐκείνη πού κατανοεῖται κατά τά ἀνθρώπινα: ὡς ὑποβάθμιση καί καταβαράθρωση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. ῾Η κατανόηση αὐτή ἀποτελεῖ διαστροφή τοῦ ἀνθρώπου καί ἀλλοίωση ὅλης τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψης. ῾Ο ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο ὡς φυσικό παράδειγμα γιά νά ἐκφράσει πιό ἄμεσα τήν σκέψη του, ἀλλά πάντοτε μέ τίς προϋποθέσεις τοῦ Κυρίου, ὁ ῾Οποῖος εἶπε: ῾Οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους. ῾Υμεῖς φίλοί μου ἐστέ᾽. Δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει τό γεγονός ὅτι ὁ Κύριος μᾶς δημιούργησε ῾κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσίν᾽ Του, συνεπῶς μέ θεοείδεια τέτοια πού παραπέμπει ἀκριβῶς στόν ῎Ιδιο. ᾽Απαρχῆς ὁ ἄνθρωπος χαρακτηρίζεται ὡς υἱός τοῦ Θεοῦ - ῾ἐγώ εἶπα υἱοί Θεοῦ ἐστε καί υἱοί ῾Υψίστου πάντες᾽ - συνεπῶς ὁ Κύριος ἔρχεται στόν κόσμο ὥστε τόν ὑπόδουλο πιά στήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο ἄνθρωπο νά τόν ἀποκαταστήσει στήν πρώτη του κι ἀκόμη περισσότερο κατάσταση. Εἴπαμε: οἱ ἅγιοι – καί μέσα σ᾽ αὐτούς εἴμαστε κι ὅλα τά πιστά μέλη τοῦ ζωντανοῦ σώματός Του τῆς ᾽Εκκλησίας – συνιστοῦν μία ἄλλη παρουσία ᾽Εκείνου, προέκτασή Του στόν κόσμο, κλαδιά στό δένδρο Αὐτοῦ.

 ῎Αν οἱ χριστιανοί συνεχίζουμε νά ἁμαρτάνουμε καί νά μήν συνειδητοποιοῦμε τήν τραγικότητα στήν ὁποία περιπίπτουμε, τραγικότητα μέ ὀλέθρια ἀποτελέσματα καί ἐδῶ καί  αἰωνίως, εἶναι προφανῶς γιατί δέν ζοῦμε ὅσο πρέπει τήν μεγαλειώδη προοπτική τῆς ζωῆς πού μᾶς ἔφερε καί μᾶς προσφέρει ὁ Κύριος στήν ᾽Εκκλησία Του, καί τό φῶς μέ τό ὁποῖο μᾶς περιλούζει. Προσκολλημένοι συνήθως στά ψεκτά πάθη μας νομίζουμε ὅτι ἐκεῖ βρίσκεται ἡ ζωή μας. Καί δέν καταλαβαίνουμε ὅτι ἔτσι ροκανίζουμε τό κλαδί πάνω στό ὁποῖο βρισκόμαστε καί ρουφᾶμε τό ἴδιο τό αἷμα μας. Ἡ ζωή ὅμως, ὡς πραγματική καί αἰώνια ζωή, βρίσκεται στό δέντρο πού εἶναι ὁ Χριστός καί στήν βρώση καί τήν πόση τοῦ δικοῦ Του αἵματος.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Εύρεση των Τιμίων Λειψάνων των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου

Αγωνίσθηκαν και οι δύο στα χρόνια του Διοκλητιανού (292 μ.Χ.).

Ο Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και ο Ιωάννης από την Έδεσσα. Άριστα καταρτισμένοι στην ιατρική επιστήμη, προσέφεραν τις υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς στους φτωχότερους συνανθρώπους τους. Και όχι μόνο δεν έπαιρναν χρήματα από κανένα, αλλά και οι ίδιοι έδιναν τα δικά τους, μέχρι που έμειναν φτωχοί. Γι' αυτό και επονομάστηκαν Ανάργυροι. Μαζί με την ιατρική βοήθεια που προσέφεραν στους πάσχοντες, μετέδιδαν σ' αυτούς και τη σωτήρια αλήθεια του Ευαγγελίου. Τα λόγια τους έδωσαν φως του Χριστού σε πολλούς ειδωλολάτρες.

Άλλα η δράση τους καταγγέλθηκε στις αρχές, με αποτέλεσμα να τους αποκεφαλίσουν και άξια να πάρουν το στεφάνι του μαρτυρίου. Τότε οι χριστιανοί τους έθαψαν κρυφά, και όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αρκάδιος και Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας ο Θεόφιλος (400 μ.Χ.), τα άγια λείψανα τους βρέθηκαν και με πανηγυρικό τρόπο έγινε η ανακομιδή τους. Πολλοί, μάλιστα, ασθενείς που άγγιξαν αυτά, θεραπεύθηκαν. Έτσι, επιβεβαιώνεται ότι οι «δίκαιοι εἰς τὸν αἰῶνα ζώσι, καὶ ἐν Κυρίῳ ὃ μισθὸς αὐτῶν» (Σοφία Σολομώντος, ε' 15). Οι δίκαιοι δηλαδή, ζουν αιώνια, και η ανταμοιβή που αρμόζει σ' αυτούς βρίσκεται στα χέρια του Κυρίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’.
Τὰ θαύματα τῶν Ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστὲ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, βουλὰς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς βασιλείας τὰ σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας χάριτος, τὴ ἐνεργεῖα, ἀναβλύζοντα, θαυμάτων ρεῖθρα, ἀναργύρως τὰ σεπτὰ ὑμῶν λείψανα, ἐκ τῶν λαγόνων τῆς γῆς κόσμω ἔλαμψαν, Κῦρε θεόφρον, Ἰωάννη τὲ ἔνδοξε, ὅθεν ἅπαντες, τὴν τούτων τιμῶντες εὕρεσιν, αἰτοῦμεν δι' ὑμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ τῆς θείας χάριτος, τὴν δωρεὰν τῶν θαυμάτων, εἰληφότες, Ἅγιοι, θαυματουργεῖτε ἐν κόσμῳ, ἄπαντα, ἡμῶν τὰ πάθη τῇ χειρουργίᾳ, τέμνετε, τῇ ἀοράτῳ Κῦρε θεόφρον, σὺν τῷ θείῳ Ἰωάννῃ, ὑμεῖς γὰρ θεῖοι, ἰατροὶ ὑπάρχετε.


Σάββατο 27 Ιουνίου 2015

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής

Μτθ. Η´ 5-13)

Εῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσελθόντι τῷ ᾿Ιησοῦ εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος. Καὶ λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ᾿Εγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἑκατόνταρχος ἔφη· Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. Καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ᾿ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ. ᾿Ακούσας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· ᾿Αμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται  μετὰ ᾿Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. Καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς τῷ ἑκατοντάρχῳ· ῞Υπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. Καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ.



Απόδοση σε απλή γλώσσα

Εκεῖνο τὸν καιρό, μόλις μπῆκε ὁ ᾿Ιησοῦς στὴν Καπερναούμ, τὸν πλησίασε ἕνας  ἑκατόνταρχος καὶ τὸν παρακαλοῦσε μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια· «Κύριε, ὁ δοῦλος μου εἶναι κατάκοιτος στὸ σπίτι, παράλυτος, καὶ ὑποφέρει φοβερά». ῾Ο ᾿Ιησοῦς τοῦ λέει· «᾿Εγὼ θὰ ἔρθω καὶ θὰ τὸν θεραπεύσω». ῾Ο ἑκατόνταρχος τοῦ ἀποκρίθηκε· «Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σὲ δεχτῶ στὸ σπίτι μου· πὲς ὅμως μόνον ἕνα λόγο, καὶ θὰ γιατρευτεῖ ὁ δοῦλος μου. Εἶμαι κι ἐγὼ ἄνθρωπος κάτω ἀπὸ ἐξουσία, καὶ ἔχω στρατιῶτες στὴ διοίκησή μου· λέω στὸν ἕνα “πήγαινε” καὶ πηγαίνει, καὶ στὸν ἄλλο “ἔλα” καὶ ἔρχεται, καὶ στὸν δοῦλο μου “κάνε αὐτὸ” καὶ τὸ κάνει». ῞Οταν τὸν ἄκουσε ὁ ᾿Ιησοῦς, θαύμασε καὶ εἶπε σ᾿ ὅσους τὸν ἀκολουθοῦσαν· «Σᾶς βεβαιώνω πὼς τόση πίστη οὔτε ἀνάμεσα στοὺς ᾿Ισραηλίτες δὲν βρῆκα. Καὶ σᾶς λέω πὼς θά ᾿ρθουν πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολὴ καὶ δύση καὶ θὰ καθίσουν μαζὶ μὲ τὸν ᾿Αβραάμ, τὸν ᾿Ισαὰκ καὶ τὸν ᾿Ιακὼβ στὸ τραπέζι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐνῶ οἱ κληρονόμοι τῆς βασιλείας θὰ πεταχτοῦν ἔξω στὸ σκοτάδι· ἐκεῖ θὰ κλαῖνε, καὶ θὰ τρίζουν τὰ δόντια τους». ῞Υστερα εἶπε στὸν ἑκατόνταρχο ὁ ᾿Ιησοῦς· «Πήγαινε, κι ἂς γίνει αὐτὸ ποὺ πίστεψες». Καὶ γιατρεύτηκε ὁ δοῦλος ἐκείνη τὴν ὥρα.

Ο Απόστολος της Κυριακής

(῾Ρωμ. στ´ 18-23)

Αδελφοί, ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας ἐδουλώθητε τῇ δικαιοσύνῃ. ᾿Ανθρώπινον λέγω διὰ τὴν ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς ὑμῶν. ῞Ωσπερ γὰρ παρεστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ ἀκαθαρσίᾳ καὶ τῇ ἀνομίᾳ εἰς τὴν ἀνομίαν, οὕτω νῦν παραστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ δικαιοσύνῃ εἰς ἁγιασμόν. ῞Οτε γὰρ δοῦλοι ἦτε τῆς ἁμαρτίας, ἐλεύθεροι ἦτε τῇ δικαιοσύνῃ. Τίνα οὖν καρπὸν εἴχετε τότε ἐφ᾿ οἷς νῦν ἐπαισχύνεσθε; Τὸ γὰρ τέλος ἐκείνων θάνατος. Νυνὶ δὲ ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας δουλωθέντες δὲ τῷ Θεῷ ἔχετε τὸν καρπὸν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν, τὸ δὲ τέλος ζωὴν αἰώνιον. Τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος, τὸ δὲ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωὴ αἰώνιος ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.



Απόδοση σε απλή γλώσσα

Αδελφοί, εἶστε ἐλεύθεροι πιὰ ἀπὸ τὸν ζυγό τῆς ἁμαρτίας κι ὑπηρετεῖτε τὸ καλὸ καὶ τὸ δίκαιο. Χρησιμοποιῶ τὴν ἀνθρώπινη εἰκόνα τῆς δουλείας, γιατὶ δὲν μπορεῖτε ἀλλιώτικα νὰ μὲ καταλάβετε. Παλιότερα εἴχατε ὑποδουλώσει ὅλο τὸ εἶναι σας σὲ πάθη καὶ πράξεις ἀντίθετες στὸ θεϊκὸ θέλημα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ζεῖτε ἀντίθετα πρὸς τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. ῎Ετσι πρέπει καὶ τώρα νὰ ὑποδουλώσετε ὅλο τὸ εἶναι σας στὸ θεϊκὸ θέλημα, γιὰ νὰ βρεθεῖτε κοντὰ στὸν Θεό. Μὴν ξεχνᾶτε πώς, ὅσον καιρὸ ἤσασταν ὑπόδουλοι στὴν ἁμαρτία, ἤσασταν μακριὰ ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ποιὸ ἦταν τὸ κέρδος σας ἀπὸ τὴ διαγωγή σας ἐκείνη; Ντρέπεστε τώρα γι’ αὐτήν, γιατὶ ὁδηγοῦσε τελικὰ στὸν θάνατο. Τώρα ὅμως εἶστε ἐλεύθεροι πιὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία κι ἀνήκετε στὸν Θεό. Καρπὸς τῆς καινούριας ζωῆς σας εἶναι ἡ ἁγιοσύνη, καὶ τὸ τέλος τῆς πορείας σας εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Γιατὶ ὁ μισθὸς ποὺ δίνει ἡ ἁμαρτία εἶναι ὁ θάνατος, ἐνῶ τὸ δῶρο ποὺ χαρίζει ὁ Θεὸς εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, τὴν ὁποία ἔφερε ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὁ Κύριός μας.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Σαμψών ο Ξενοδόχος

Ο Άγιος Σαμψών, γεννήθηκε στη Ρώμη από πλουσίους αλλά ευσεβείς και ενάρετους γονείς. Ευφυής ως ήτο, σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία και ιατρική. Επιθυμώντας από τη μικρή του ηλικία να ζήσει κατά το χριστιανικό πρότυπο ζωής, μεταχειρίσθηκε την ιατρική όχι ως επικερδές επάγγελμα αλλά για καθαρά φιλανθρωπικούς και ευεργετικούς σκοπούς. Προσέτρεχε χωρίς διακρίσεις σε οποιονδήποτε είχε την ανάγκη του βοηθώντας τον, παρηγορώντας τον και στηρίζοντάς τον στην πίστη. Όταν εκοιμήθησαν οι γονείς του, μοίρασε την μεγάλη περιουσία την οποία κληρονόμησε και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί επισκέφθηκε όλα τα μοναστήρια. Εκεί έβρισκε ουσιαστικά καταφύγιο για να ηρεμεί και να μελετά τις Θείες Γραφές. Η φήμη του, η οποία γρήγορα εξαπλώθηκε προσέλκυσε την εύνοια και αυτού του μεγάλου αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Συγχρόνως η μεγάλη θεολογική του κατάρτιση και οι άλλες του αρετές, κίνησαν το ενδιαφέρον του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνά, ο οποίος τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Κάποτε ο Ιουστινιανός προσβλήθηκε από βαρεία ασθένεια και ζήτησε τη βοήθεια του Αγίου. Ο Όσιος προσευχήθηκε θερμά και κατόρθωσε να σώσει τη ζωή του αυτοκράτορα. Εκείνος θέλοντας να τον ευχαριστήσει και να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στον Άγιο, έκτισε ένα νοσοκομείο το οποίο γρήγορα αναδείχθηκε σε μεγάλο φιλανθρωπικό ίδρυμα όπου κατέφευγαν οι άποροι και οι αδύναμοι για να θεραπευθούν και να εύρουν παρηγοριά και στήριγμα. Έχοντας επιτελέσει ένα τεράστιο και θεάρεστο έργο, κοιμήθηκε ειρηνικά σε βαθιά γεράματα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ φέρων τὴν μίμησιν, τῶν τοῦ Θεοῦ οἰκτιρμῶν, ἐνθέου χρηστότητας, ἀναβλυστάνεις κρουνούς, Σαμψῶν Ἱερώτατε, σὺ γὰρ θεομιμήτω, ἑλλαμφθεῖς συμπάθεια, ὤφθης τῶν τεθλιμμένων, καὶ πασχόντων ἀκέστωρ, παρέχων ἐνὶ ἐκάστω, ρώσιν καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἰατρὸν πανάριστον, καὶ πρεσβευτὴν εὐπρόσδεκτον, οἱ τῇ σορῷ σου τῇ θείᾳ προστρέχοντες, Σαμψὼν θεόφρον Ὅσιε, συνελθόντες σε ὕμνοις, καὶ ψαλμοῖς ἀνυμνοῦμεν, Χριστὸν δοξάζοντες, τὸν τοιαύτην σοι χάριν παρέχοντα τῶν ἰάσεων.

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

Ο ευλαβέστατος ιερέας και η θυγατέρα του

Σ’ ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί ζούσε προ ετών ένας ιερέας ευλαβέστατος. Η ψυχούλα του ήταν γεμάτη στοργή για το ποίμνιό του και ειδικά για τους πονεμένους. Έφτασε όμως η μέρα που δοκιμάστηκε κι εκείνος και πόνεσε πολύ.

Η κόρη του, μια εξαιρετική κοπέλα, είχε παντρευτεί πρόσφατα μ’ ένα νοικοκυρεμένο παληκάρι.

Έφτασε, λοιπόν, ο καιρός να φέρει στον κόσμο το πρώτο παιδάκι της. Κατά τον τοκετό όμως, πέθανε! Πήγε Μάρτυρας να συναντήσει τον Πλάστη της, αφήνοντας πολύ πόνο πίσω της.

Ο ιερέας πατέρας της πόνεσε κι αυτός πολύ στο χωρισμό, αλλά με ακλόνητη Πίστη στο Θεό πρόσφερε δοξολογία στο άγιο όνομά Του. Την αγάπη του δε, για την θυγατέρα του εξέφραζε με θερμές προσευχές για την ψυχή της και με κρυφές ελεημοσύνες.

Ο ιερέας είχε έναν αδελφό καπετάνιο που, απόμαχος πια της θάλασσας, είχε γίνει στεριανός για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Είχε δημιουργήσει περιουσία κι απολάμβανε πλέον τους κόπους του. Δυστυχώς όμως ήταν σχεδόν άπιστος, παρ’ όλο που είχε καλή καρδιά. Τα βραδάκια, όταν μαζεύονταν στο φιλόξενο σπίτι του παπά μαζί με μερικούς φίλους, κάποιους αγαθούς νησιώτες που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στην εκκλησία, έπιναν το ζεστό τους φασκόμηλο και κουβέντιαζαν. Ο καπετάνιος ένα βράδυ ειρωνεύτηκε τον ιερέα και του είπε:

- Σιγά καημένε παπά, μην υπάρχει άλλη ζωή και σε βλέπει η κόρη σου τι λέμε και τι κάνουμε!

Ο ιερέας με πραότητα προσπάθησε να τον βοηθήσει ν’ αποβάλει την απιστία, γιατί ήξερε πως κατά βάθος υπέφερε η ψυχή του μέσα στη θανατερή παγωνιά της. Εκείνος όμως δε φάνηκε να επηρεάζεται.

Ένα βράδυ, λοιπόν, ο ιερέας βλέπει τη θυγατέρα του στον ύπνο του. Ήταν ολόφωτη. Λευκοντυμένη, χαρούμενη, και του λέει: “Πατέρα, σ’ ευχαριστώ για όλα. Για την αγάπη σου, τις προσευχές σου, και τις ελεημοσύνες που κάνεις για την ψυχή μου. Πες, σε παρακαλώ, και στον θείο μου (τον καπετάνιο) ότι τον ευχαριστώ για το ψάρι που μούστειλε!”.

Αυτά είπε κι ενώ χαμογελούσε αγγελικά, τόνειρο έσβησε…

Ο ιερέας , όταν σηκώθηκε το πρωί, αισθανόταν μεγάλη χαρά και συγκίνηση.

Το βράδυ διηγήθηκε τόνειρο στη συντροφιά. Όλοι συγκινήθηκαν, μόνο ο καπετάνιος κοιτούσε δύσπιστα τον αδελφό του. Όταν όμως του είπε ότι η ανιψιά του τον ευχαριστεί για το ψάρι που της έστειλε, κι ότι δεν μπορεί να εξηγήσει αυτά τα λόγια της, ο καπετάνιος τινάχθηκε όρθιος. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα και τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν. Απ’ το στόμα του βγήκε η κρυφή Πίστη της καρδιάς του:

- “Θεέ μου!”, ψιθύρισε και μια κοίταζε τον ένα και μια τον άλλον σαστισμένος.

Όλοι τον ρώτησαν τι συνέβαινε. Γιατί τόση ταραχή, γιατί τόση συγκίνηση; Εκείνος, όταν συνήλθε κάπως, ξανακάθησε στην καρέκλα του και χωρίς να εμποδίζει τα δάκρυά του να τρέχουν στο ηλιοψημένο πρόσωπό του, τους είπε με ταπεινή φωνή:

- “Ναι, είναι αλήθεια, ζουν οι ψυχές και μας βλέπουν! Ανήμερα στην κηδεία της ετοιμαζόμουν να κατέβω στην εκκλησία, όπου θα την διαβάζατε. Είχα πολύ πόνο μέσα μου. Το ξέρεις, παπά, πόσο αγαπούσα αυτή τη θυγατέρα σου. Ήταν πάντα άγγελος…

Εκείνη τη στιγμή έφθασε ένας φίλος μου ψαράς κάτω απ’ τον πέρα γιαλό. Τούχα πει πως, όταν έπιανε καλό ψάρι να μου τόφερνε κι εγώ θα το πλήρωνα όσο-όσο.

Εκείνη όμως τη στιγμή με νευρίασε η παρουσία του, καθώς κρατούσε το ροφό κρεμασμένο στο πλάι του. Του είπα λοιπόν απότομα:

- Δε θέλω ψάρια σήμερα, δεν θέλω τίποτε. Σήμερα κηδεύω την ανηψιά μου!

Ο άνθρωπος όταν τάκουσε πάγωσε και με κοίταζε αμίλητος. Τον λυπήθηκα και του είπα:

- Όμως, να, στο πληρώνω και συ δώστο σε κανένα φτωχό για την ψυχή της!

Εκείνος πήρε τα χρήματα, με συλλυπήθηκε κι έφυγε γρήγορα. Το περιστατικό αυτό δεν τόπα σε κανέναν και το είχα ξεχάσει. Αλλά η ψυχούλα της δεν το ξέχασε και μούστειλε τις ευχαριστίες της”, είπε και σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τα δάκρυά του. Μετά χαμογέλασε γλυκά, μα τόσο γλυκά! Μέσα σ’ αυτό το χαριτωμένο χαμόγελο ο ιερέας διέκρινε το γλυκοχάραμα της αναγεννημένης Πίστεώς του. Η νύχτα της απιστίας έφυγε…

- “Δοξασμένο τόνομά Σου Πολυέλεε Κύριε”, ψιθύρισε ο ιερέας κα τον αγκάλιασε με το βλέμμα του…

«Νΰν κρίσις έστί τού κόσμου τούτου»!

Κρίση!

Λέξη πού έγινε εφιάλτης γιά τό έθνος μας. Μάστιγα, τύραννος ώμος των συνειδήσεων. Έρινύς πραγματική, πού έρχεται νά σκεπάσει μέ τό φρικιαστικό χνώτο της τά πάντα, νά καλύψει μέ τόν άπαίσιο σκοτεινό χιτώνα της κάθε εύοίωνη προοπτική γιά τό μέλλον αύτοΰ τού τόπου, νά μαράνει τό χαμόγελο στά χείλη των άνθρώπων, νά σκορπίσει παντού παγωνιά καί άνατριχίλα θανάτου.

Κρίση! Συννεφιά καί άγωνία, ταραχή βαθιά στις ψυχές. Καί μιά διαίσθηση, πού συνεχώς μετουσιώνεται σέ πραγματικότητα, ότι τά μαύρα πλοκάμια της άπλώνονται όλο καί εύρύτερα, παντού στόν κόσμο. Κρίση παγκόσμια... κρίση τού κόσμου!

Αλλά τί είναι πραγματικά κρίση τού κόσμου; Αν φύγουμε άπό τήν έπιφάνεια τών πραγμάτων καί θελήσουμε νά δούμε τό βάθος καί τής τωρινής κρίσεως, θά τό βρούμε στά λόγια τού Χριστού μας: «Νύν κρίσις έστί τού κόσμου τούτου» (Ίω. ιβ' 31).

Λόγια φοβερά. Λόγια πού έξήλθαν άπό τό στόμα τού Θεάνπου σε ωρα τραγική.

Ή ώρα τής φρικτής Του θυσίας έπάνω στό σταυρό πλησίαζε, όταν ό Κύριος ’Ιησούς πρόφερε τά λόγια αύτά.

Λόγια πού σηματοδοτούσαν τό άληθινό νόημα τής κρίσεως τού κόσμου όχι μόνο τή στιγμή έκείνη, άλλά καί τών έπόμενων αιώνων...

«Νύν κρίσις έστί τού κόσμου τούτου»!

Κρίσις σημαίνει δίκη καί κατά συνέπειαν διαχωρισμός. Ή άρχική σημασία τού ρήματος κρίνω είναι: κοσκινίζω, ξεδιαλέγω, χωρίζω. «Νύν», τώρα, τότε δηλαδή πού έλεγε τά λόγια αύτά ό Χριστός, είχε έρθει ή ώρα γιά νά κριθεΐ, νά δικαστεί καί νά χωριστεί ό κόσμος στά δυό. Ό σταυρός έπρόκειτο νά στηθεί στό μέσον σάν ζυγαριά δικαιοσύνης, καί ό κόσμος έπρεπε νά άποφασίσει τί θέση θά έπαιρνε άπέναντι στό σταυρό καί τόν Εσταυρωμένο. Αν δηλαδή θά άσπαζόταν τό μέγα Θύμα, τόν Κύριο πού πέθανε έπάνω έκεΐ, ή άν θά Τόν άπέρριπτε. Στήν πρώτη περίπτωση θά έπρεπε ό κόσμος νά δεχθεί τόν Χριστό καί  νά άσπαστεΐ τόν σταυρό  ώς τρόπο ζωής,  στη δεύτερη νά άρνηθεΐ τόν Χριστό καί νά ακολουθήσει τόν δρόμο της άνέσεως, της ηδονής. Ή ώρα είχε φτάσει. Ή στιγμή, στιγμή κρίσεως, στιγμή κρίσιμη. Ό κόσμος όλος μπροστά στό σταυρό κρινόταν, καί στά πρόσωπα των δύο ληστών εκατέρωθεν τού Εσταυρωμένου χωριζόταν στά δυό: σέ όσους άποδέχονταν τό σταυρό καί σέ όσους τόν χλεύαζαν καί τόν άπέρριπταν.

«Νυν κρίσις έστί τοΰ κόσμου τούτου». Καί σήμερα - «νΰν» - ή ίδια κρίση.

Κρίση τού κόσμου. Καί σήμερα κρίνεται - δικάζεται - ό κόσμος. Βρίσκεται έπί ξυροΰ άκμής, πάνω στήν κόψη τού ξυραφιού. Πού θά γείρει ή ζυγαριά; Πού θά κλίνουν οί συνειδήσεις; Καμπή ιστορική γιά τόν κόσμο, γιά τήν πατρίδα μας, γιά τούς Έλληνες. Οί έπιλογές μας ώς έθνους θά έχουν συνέπειες καταλυτικές γιά τό μέλλον μας. Καί οί έπιλογές δέν είναι πολλές. Δύο είναι. Πάντοτε οί ίδιες: ή άποδοχή τού σταυρού τού Χριστού ώς τρόπου ζωής ή άπόρριψή του. Τίποτε άλλο.

Μιλούμε γιά τήν πατρίδα μας. Τό έθνος τό έλληνικό έξαρχής έγκολπώθηκε τόν Χριστό καί έκανε τήν πίστη τού Χριστού ζωή του. Ζυμώθηκε μέ τήν Ορθοδοξία καί τήν μετουσίωσε σέ όρθοπραξία. Αιώνες ζοΰσε μέσα στό κλίμα αύτό, πού τού μετάγγιζε στά στήθη του πνοή, σφυγμό στις φλέβες του. Πυρήνας τής ζωής του, καρδιά τής ύποστάσεώς του ύπήρξε πάντοτε ή Ορθόδοξη ’Εκκλησία καί τό ήθος πού αύτή ένέπνεε, τής ταπεινώσεως καί τής πτωχείας. Ό Έλληνας γνώριζε έτσι νά ζεΐ, όπως οί άγιοί του, άναζητώντας «τη ταπεινώσει τά ύψηλά, τη πτωχεία τά πλούσια». Κι αύτός ό τρόπος καί τό ήθος ζωής προσέδιδε καί στό πρόσωπό του σεμνή εύπρέπεια, συστολή άγνή, κοσμιότητα, έγκαρτέρηση στις άτελείωτες δοκιμασίες του. Ήξερε νά σηκώνει τό σταυρό του ό Έλληνας μέ σεμνότητα καί πνευματική άξιοπρέπεια. Καί έτσι νά πορεύεται στή ζωή, πορεία σταυροαναστάσιμη.

Αύτός ό τρόπος ζωής, αύτό τό ήθος ήρθε νά άνατρέψει ό δυτικός τρόπος ζωής, ή σύγχρονη ειδωλολατρία, ή λατρεία τής ύλης, τού χρήματος, τής σάρκας. Άλλα ήθη τώρα έπικράτησαν: ή φιλαυτία, ή ματαιοδοξία, ή άλαζονεία, ή ϋβρις, ή άγερωχία, ή έκμετάλλευση, ή ήδονοθηρία. Πώς όμως αύτά νά συμβιβαστούν μέ τήν ούσία τής ύποστάσεώς μας, τήν έλληνορθόδοξη ταυτότητά μας; Νά λοιπόν πού πρέπει νά άποφασίσουμε: μέ τόν Χριστό ή μακριά Του;

Αύτή είναι ή ούσία τής κρίσεως. Κρινόμαστε αύτή τήν ώρα. Δικαζόμαστε. Καί τό έρώτημα ώς δαμόκλειος σπάθη έπικρέμαται άμείλικτο πάνω άπό τούς ώμους μας: Ποιόν δρόμο θά άποφασίσουμε νά άκολουθήσουμε ώς έθνος, ώς άτομα, ώς οικογένειες; Αύτόν τού Χριστού, τού σταυρού, πού οδηγεί τέλος στήν άνάσταση, ή τόν άλλον, τού κοσμικού φρονήματος, πού οδηγεί στήν άπώλεια;

Ή καμπή κρίσιμη. Οί καιροί ού μενετοί. Ό διαχωρισμός, ή κρίση τού κόσμου οξεία καί άφευκτη: «Νΰν κρίσις έστί τού κόσμου τούτου»! 

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Δαβίδ από τη Θεσσαλονίκη

Ο Όσιος Δαβίδ καταγόταν από τη βόρεια Μεσοποταμία, που ήταν μεγάλο μοναστικό κέντρο, και γεννήθηκε περί το 450 μ.Χ. Για λόγους που δεν αναφέρονται ήλθε στη Θεσσαλονίκη μαζί με το μοναχό Αδολά. Κατά το βιογράφο τους ο Όσιος εισήλθε αρχικά στη μονή των Αγίων Μαρτύρων Θεοδώρου και Μερκουρίου, επιλεγομένη Κουκουλλιατών, της οποίας η τοποθεσία προσδιορίζεται «ἐν τῷ ἀρκτικῷ μέρει τῆς πόλεως πλησίον τοῦ τείχους ἐν ᾧ ἐστι τὸ παραπόρτιον τῶν Ἀπροΐτων». Το προσωνύμιο «Κουκουλλιατῶν» ή «Κουκουλλατῶν» δηλώνει τους μοναχούς που έφεραν κουκούλιο, ίσως κατά ιδιάζοντα τρόπο, αν κρίνει κανείς από τις σωζόμενες απεικονίσεις του Οσίου, δηλαδή ριγμένο στους ώμους. Η θέση της μονής πρέπει να αναζητηθεί βορειοανατολικά της Ακροπόλεως, εκεί όπου αναγνωρίζεται το τοπωνύμιο «Κῆπος τοῦ Προβατᾶ».

Τα παραδείγματα των αγίων ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης, ιδιαιτέρως του Προφήτου και βασιλέως Δαβίδ, ο οποίος «τριετῆ χρόνον ᾐτήσατο, ἵνα δοθῇ αὐτῷ χρηστότης καὶ παιδεία καὶ σύνεσις», ώθησαν τον Όσιο Δαβίδ να αποφασίσει να καθίσει σε δένδρο αμυγδαλέας μέχρι ο Κύριος να του αποκαλύψει το θέλημά Του και να του χαρίσει σύνεση και ταπείνωση. Στο τέλος της τριετίας εμφανίσθηκε στον Όσιο Άγγελος Κυρίου, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι εισακούσθηκε η παράκλησή του και η δοκιμασία του ως δενδρίτου ασκητού έληξε. Ο Άγγελος του είπε να κατέλθει από το δένδρο και να συνεχίσει τον ασκητικό του βίο σε κελί αινών και ευλογών τον Θεό. Ο Όσιος κοινοποίησε την οπτασία αυτή στους μαθητές του, ζητώντας τη βοήθειά τους για την κατασκευή του κελιού. Η είδηση γρήγορα έφθασε στον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Δωρόθεο και σε όλη την πόλη.

Όταν ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός με τη Νεαρά 11, του 535 μ.Χ., απέσπασε από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τις βόρειες περιοχές του Ιλλυρικού και ανύψωσε την ιδιαίτερή του πατρίδα σε Αρχιεπισκοπή, υπό τον τίτλο της Νέας Ιουστινιανής, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ήταν ο Αριστείδης, ο οποίος αν και αποδέχθηκε τη μεταβολή, προσπάθησε όμως να περισώσει την πολιτική σημασία της πόλεως, με την επαναφορά της έδρας του υπάρχου του Ιλλυρικού από την Πρώτη Ιουστινιανή στη Θεσσαλονίκη. Ενώ η διάσπαση της εκκλησιαστικής διοικήσεως δεν μείωνε την αξία της Θεσσαλονίκης, η μετάθεση της έδρας της υπαρχίας συνιστούσε σοβαρό υποβιβασμό της πόλεως. Το αίτημα λοιπόν των Θεσσαλονικέων, καθώς και η επιθυμία του υπάρχου Δομνίκου, ήταν η επαναφορά της έδρας στη Θεσσαλονίκη, ιδέα που ενστερνίσθηκε με ενθουσιασμό ο Αρχιεπίσκοπος Αριστείδης. Στο σημείο αυτό ζητήθηκε η βοήθεια του Οσίου Δαβίδ για τη μεταφορά του αιτήματος στον Ιουστινιανό, διότι ο Αρχιεπίσκοπος, όπως ο Βίος εξηγεί, δεν μπορούσε «καταλιπεῖν τὴν πόλιν ἀδιοίκητον» και να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη. Εκτός των άλλων όμως, η προτίμηση του Οσίου Δαβίδ δείχνει τη βαρύτητα, αλλά και τις δυσχέρειες που προβλεπόταν ότι θα συναντούσε ένα παρόμοιο αίτημα στον Ιουστινιανό, ο οποίος προσφάτως είχε τιμήσει την ιδιαίτερή του πατρίδα, Πρώτη Ιουστινιανή, με τις έδρες της νέας Αρχιεπισκοπής και της υπαρχίας. Μετά από τόσα χρόνια εγκλεισμού ο Όσιος εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στο φως του ήλιου. Η μορφή του είχε αλλάξει. Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει μέχρι την οσφύ αυτού και τα γένια του μέχρι τους πόδες του, το δε άγιο πρόσωπό του έλαμπε σαν τις ακτίνες του ήλιου. Συνοδευόμενος από δύο μαθητές του, τον Θεόδωρο και τον Δημήτριο, απέπλευσε προς τη Βασιλεύουσα. Η φήμη όμως του Οσίου είχε προτρέξει. Έτσι, όταν έφθασε εκεί, όλη η Πόλη τον υποδέχθηκε. Η υποδοχή του από τη Θεοδώρα, σύζυγο του Ιουστινιανού, καθώς και οι τιμές και ο σεβασμός της προς το πρόσωπο του Οσίου, προκάλεσαν τον θαυμασμό όλων των παρισταμένων. Η Θεοδώρα κινήθηκε δραστήρια• έτσι, όταν επέστρεψε ο Ιουστινιανός, ο οποίος απουσίαζε σε επίσημες υποχρεώσεις, φρόντισε να προκαταλάβει τη γνώμη του θετικά υπέρ του Οσίου Δαβίδ, με αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας να προσκαλέσει τον Όσιο ενώπιον της συγκλήτου. Ο Όσιος παρουσιάσθηκε στη σύγκλητο κατά τρόπο θεαματικό κρατώντας στα χέρια του φωτιά με θυμίαμα που δεν κατέκαιγε τη σάρκα του. Το παράστημα του Οσίου καθώς και το προφανές θαύμα επέβαλε σε όλους κλίμα δέους και κατανύξεως, ώστε ο βασιλέας πρόθυμα ικανοποίησε το αίτημά του με σπουδή.

Κομίζοντας τα αγαθά νέα ο Όσιος απέπλευσε για τη Θεσσαλονίκη, την οποία όμως έμελλε μόνο από μακριά να ξαναδεί, διότι μόλις το πλοίο παρέκαμψε το ακρωτήριο εκείνος παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό. Το γεγονός συνέβη μεταξύ των ετών 535 – 541 μ.Χ.

Η είδηση της αφίξεως του ιερού λειψάνου του Οσίου κάτω από τις συνθήκες αυτές συγκλόνισε ολόκληρη την πόλη της Θεσσαλονίκης. Το σκήνωμα του Οσίου Δαβίδ αρχικά κατατέθηκε στον τόπο, όπου είχαν αποτεθεί παλαιότερα τα ιερά λείψανα των Μαρτύρων Θεοδούλου και Αγαθόποδος, στα δυτικά του λιμανιού. Ο Αρχιεπίσκοπος Αριστείδης με πολλή θλίψη όρισε πάνδημη κηδεία. Το λείψανο του Οσίου ενταφιάσθηκε στη μονή του, των Απροΐτων, σύμφωνα με την επιθυμία του.

Εκατόν πενήντα χρόνια μετά την κοίμηση του Οσίου, περί το 685 – 690 μ.Χ., έγινε μία προσπάθεια για τη διάνοιξη του τάφου, όταν ο ηγούμενος της μονής των Απροΐτων Δημήτριος «ἠθέλησεν ἀπὸ πολλὴν πίστιν λαβεῖν τι μέρος ἐκ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ λειψάνου». Μόλις όμως ξεκίνησε η εργασία αυτή, η πλάκα που κάλυπτε τον τάφο έσπασε και αυτό θεωρήθηκε ως φανέρωση του θελήματος του Οσίου να μη θιγεί. Το ιερό λείψανο παρέμεινε στην αρχική του θέση μέχρι την εποχή των σταυροφοριών. Κατά την περίοδο της λατινικής κυριαρχίας του μομφερρατικού οίκου στη Θεσσαλονίκη (1204 – 1222 μ.Χ.), το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην Ιταλία και το 1236 μ.Χ. απαντάται στην Παβία, απ’ όπου μεταφέρθηκε στο Μιλάνο, το 1967 μ.Χ.

Τελικά, το σεπτό λείψανο του Οσίου Δαβίδ μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και κατατέθηκε στη βασιλική του Αγίου Δημητρίου στις 16 Σεπτεμβρίου 1978 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς φοῖνιξ ἐξήνθησας, τῶν ἀρετῶν τοὺς καρπούς, ἀσκήσας ὡς ἄσαρκος, ἀμυγδαλῆς ἐν φυτῷ, Δαβὶδ Πάτερ Ὅσιε. Ὅθεν Θεσσαλονίκη, τοὶς ὀσίοις σου πόνοις, χάριν παρὰ Κυρίου, δαψιλῆ καρπουμένη, γεραίρει ὡς μεσίτην σέ, θερμὸν πρὸς τὸν Κύριον.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβὼν γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Δαυῒδ τὸ πνεῦμά σου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῇ ἀγάπῃ τοῦ Λόγου Πάτερ πτερούμενος, ἐπὶ τοῦ δένδρου διῆλθες ἀγγελικὴν βιοτήν, καὶ ἐξήνεγκας ἡμῖν καρποὺς τῆς χάριτος· ἐξ ὧν τρυφῶντες νοητῶς, ἐκβοῶμέν σοι πιστῶς, Δαβὶδ Ὁσίων ἀκρότης· μὴ διαλίπῃς πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψηχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς μιμητήν, τῶν οὐρανίων τάξεων, καὶ ἀγαθῶν, τῶν ἐπιγείων πάροικον, ἀπαξίως μακαρίζομεν, σὲ ὦ Δαβὶδ θεομακάριστε· τὸν βίον γὰρ ὡς ἄγγελος ἐτέλεσας, καὶ θείων δωρημάτων κατετρύφησας, ἐξ ὧν καὶ ἡμῖν μετάδος Ὅσιε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ'. Τὴν σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐγκρατείᾳ τὰ πάθη τὰ τῆς σαρκός, τῇ ψυχῇ ὑποτάξας Πάτερ σοφέ, ὡράθης μακάριε, μετὰ σώματος Ἄγγελος, καλιὰν δὲ πήξας, ὡς ὄρνις εὐκέλαδος, ἐν φυτῷ εἰς ὕψος, τὸν νοῦν ἀνεπτέρωσας· ὅθεν τῶν θαυμάτων, ἐνεργείας πλουτήσας, μετῆλθες πρὸς Κύριον, ὃν ἐκ βρέφους ἐπόθησας· διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον
Ἤνεγκας ὡς κλῆμα ἐν τῇ Ἐδέμ, ἑστὼς ὑπὲρ φύσιν, ἐπὶ δένδρου πάτερ Δαβίδ, βότρυας ἡδίστους, ἠθῶν δικαιοσύνης, δι΄ὧν ἀεὶ εὐφραίνεις τοὺς σὲ γεραίροντας.


Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Λόγος Αγ.Λουκά Κριμαίας εις το Γενέθλιον του Τιμίου, Ενδόξου,Προφήτου και Βαπτιστού Ιωάννου

Στήν ιστορία του ανθρωπίνου γένους υπάρχουν μόνο δύο σημαντικά γεγονότα, τα όποια ό Θεός τα αναγγέλλει μέσω του Αρχαγγέλου Γαβριήλ. Καί αυτά είναι ή Γέννηση του Προαιώνιου Υίοΰ του Θεοΰ κατά σάρκα καί ή γέννηση του Προδρόμου καί Βαπτιστού του Ιωάννου, του μείζονος «εν γεννητοΐς γυναικών» (Ματθ. 11, 11), σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου Ιησού Χρίστου. Την γέννηση του Προδρόμου ακολουθεί καί το θαΰμα της λύσεως της γλώσσας του πατέρα του Ζαχαρία, την οποία έδεσε ό Αρχάγγελος γιατί δεν πίστεψε στα λόγια του.

Ή γέννηση του δοξάστηκε με τον προφητικό λόγο του Ζαχαρία, ό όποιος είπε: «Καί συ, παιδίον, προφήτης υψίστου κληθήση• προπορεύση γαρ προ προσώπου Κυρίου έτοιμάσαι οδούς αυτού, του δούναι γνώσιν σωτηρίας τω λαώ αυτού, εν άφέσει αμαρτιών αυτών δια σπλάγχνα ελέους Θεοΰ ημών, εν οϊς έπεσκέψατο ημάς ανατολή εξ ύψους έπιφάναι τοις εν σκότει καί σκιά θανάτου καθημένοις, του κατευθΰναι τους πόδας ημών εις όδόν ειρήνης» (Λκ. 1, 76-79).

"Ολη ή ζωή του Προδρόμου ήταν μία ζωή ασυνήθιστη. Για τα παιδικά του χρόνια γνωρίζουμε μόνο αυτό, το όποιο μας λέει ό ευαγγελιστής Λουκάς,
οτι δηλαδή, «ηυξανε και έκραταιουτο πνεύματι, καί ην εν ταίς έρήμοις έως ημέρας αναδείξεως αυτού προς τον Ισραήλ» (Λκ. 1, 80). Πώς καί πότε βρέθηκε το παιδί στην έρημο δεν το γνωρίζουμε ακριβώς . Κατά την παράδοση, ό βασιλιάς Ηρώδης μετά την σφαγή των νηπίων στη Βηθλεέμ ήθελε να σκοτώσει καί τον Ιωάννη, δεν μπόρεσε όμως να τον βρει. Το γεγονός αυτό τον εξόργισε πολύ καί γι" αυτό διέταξε να σκοτώσουν τον πατέρα του, τον Ζαχαρία. Ή μητέρα του, άφοΰ έμαθε ότι οί στρατιώτες ψάχνουν το παιδί, το πήρε καί πήγε μαζί του σε μία έρημη ορεινή περιοχή. Άφού έζησαν λίγο καιρό εκεί ή μητέρα του πέθανε καί ό μικρός Ιωάννης έμεινε μόνος του στην έρημο.

Δεν γνωρίζουμε πώς τον έτρεφε Κύριος ό Θεός, πώς τον προστάτευε από τα άγρια ζώα, ούτε μας είναι γνωστό πώς έμαθε ό νέος Πρόδρομος να τρώει ακρίδες καί άγριο μέλι. "Ομως πιστεύουμε σταθερώς πώς για τον Θεό όλα είναι δυνατά. "Ηδη, λοιπόν, από την αρχή ή ζωή του μείζονος «εν γεννητοΐς γυναικών» (Μτ. 11, 11) ήταν μια ζωή πρωτοφανής καί ανήκουστη. "Εμεινε στην έρημο εντελώς μόνος του μέχρι την ηλικία των τριάντα ετών. Τί έκανε στην έρημο; Με τι άσχολεΐτο; Κανένα εργόχειρο δεν είχε, δεν είχε καί τα βιβλία, ούτε ήξερε τα γράμματα.

Οί βιογραφίες των μεγάλων φιλοσόφων, όπως του Ντεκάρτ καί του Κάντ, μας διηγούνται ότι αυτοί οί άνθρωποι ολόκληρες ώρες καί ημέρες κάθονταν στίς πολυθρόνες τους, βυθισμένοι στίς σκέψεις τους. Βαθειά είναι ή φιλοσοφία αλλά ακόμα βαθύτερος είναι ό θεολογικός στοχασμός, ή ανώτερη μορφή της προσευχής, την οποία οι άγιοι πατέρες ονομάζουν νοερά προσευχή. Είναι ασύλληπτο μεγάλο το βάθος της κοινωνίας εν Πνεύματι πού έχουν οι μεγάλοι άγιοι με τον Θεό. Ό όσιος Παύλος ό Θηβαίος για 91 χρόνια ζοΰσε στην έρημο άγνωστος στον κόσμο, έχοντας κοινωνία μόνο με τον Θεό. Ό Αρσένιος ό Μέγας νύχτες ολόκληρες, μέχρι την ανατολή του ηλίου, στεκόταν με τα υψωμένα προς τον ουρανό χέρια. Ό όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ χίλιες ημέρες καί χίλιες νύχτες προσευχόταν στο Θεό πάνω σε μία λοξή πέτρα. Ασφαλώς το ίδιο ήταν καί το έργο του Ιωάννη του Προδρόμου κατά την παραμονή του στην έρημο. Μέσα στον αδιάκοπο στοχασμό περί Θεού καί περί τίς τύχες του κόσμου, στην βαθιά κοινωνία προσευχής με τον Θεό μεγάλωνε ή δύναμη του πνεύματος του καί αυξανόταν ή κατανόηση των οδών της σωτηρίας, τίς όποιες θα έπρεπε να διδάσκει στον λαό, ό όποιος χανόταν μέσα στίς αμαρτίες του. Θα έπρεπε να αλλάξει τις σκέψεις καί τα αισθήματα του λάου, να τα κάνει πιο βαθιά. Να τους παροτρύνει να μετανοήσουν και να αλλάξουν τίς διεστραμμένες καί πονηρές οδούς τους.


Για αυτόν ακριβώς το σκοπό, να προετοιμάσει δηλαδή την οδό για τον Κύριο και τον Σωτήρα μας τον Ιησού Χριστό, προοριζόταν ό μεγάλος Του Πρόδρομος. Γι' αυτό ακριβώς όλη ή ζωή του εξ απαλών ονύχων καί μέχρι την στιγμή πού άρχισε να κηρύττει στίς όχθες του Ιορδάνη ποταμού ήταν πρωτοφανής και ανήκουστη. Αυτό το κήρυγμα της μετανοίας εϊλκυε προς αυτόν χιλιάδες ανθρώπους καταποντισμένους στην ματαιότητα της κοσμικής ζωήςΑς δοξολογήσουμε καί ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο καί Θεό μας πού έστειλε στον αμαρτωλό αυτό κόσμο τον μεγαλύτερο απ' όλους, τον ασκητή καί τον κήρυκα της ανώτατης αλήθειας, τον Πρόδρομο Ιωάννη. Καί σ' αυτή την ήμερα της ευλογημένης καί γεμάτης χάρη Γεννήσεως του ας κλείνουμε ενώπιον του τα γόνατα καί τίς καρδιές μας, υμνώντας καί δοξολογώντας τον. Αμήν

Το Γενέθλιον του Τιμίου, Ενδόξου, Προφήτου, Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου

Του Ἀρχιμ. Σεραπίωνος Μιχαλάκη


Στις 24 Ιουνίου η Αγία του Χριστού Εκκλησία τιμά και εορτάζει το Γενέθλιο του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, ο οποίος είχε την μεγαλύτερη τιμή από κάθε άλλο άνθρωπο, είχε δηλαδή την τιμή να βαπτίση τον ίδιο τον Δεσπότη Χριστό. Αυτόν διάλεξε ο Κύριός μας από όλους τους γηγενείς για υπουργό του φρικτού Μυστηρίου της Βαπτίσεώς του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Αγία μας Εκκλησία τρία μόνο Γενέθλια τιμά καί εορτάζει: 1) του Δεσπότου και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου 2) της Παναχράντου Αυτού Μητρός Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας στις 8 Σεπτεμβρίου και 3) του ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου στις 24 Ιουνίου.

Είναι πράγματι ο Τίμιος Πρόδρομος η μεγαλύτερη μορφή της Εκκλησίας μας κατά την αψευδή μαρτυρία του Κυρίου μας που είπε: «δεν υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους που γεννήθηκαν από γυναίκα (δηλαδή κατά τους όρους της φύσεως, αφού ο ίδιος ο Χριστός γεννήθηκε εκ Πνεύματος Αγίου και εκ της Παρθένου Μαρίας υπέρ φύσιν) μεγαλύτερος από τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο».

Ενός λοιπόν τέτοιου Θεομαρτύρητου άνδρα το Γενέθλιο τιμούμε και δοξάζομε. Και είναι φυσικό το γεγονός, ότι προηγήθηκαν πολλά παράδοξα και καινοφανή γεγονότα πριν από την Γέννησή του, τα οποία μας τα διηγείται ο Ευαγγελιστής Λουκάς στο πρώτο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του με κάθε λεπτομέρεια.

Λέγει λοιπόν ότι στις ημέρες του Βασιλιά Ηρώδη ζούσε στην Ιουδαία κάποιος ιερέας που λεγόταν Ζαχαρίας. Είχε σύζυγό του την Ελισάβετ, η οποία ήταν απόγονος του Ααρών του προφήτου.

Ο Ζαχαρίας και η Ελισάβετ ήταν άνθρωποι στολισμένοι με πολλές αρετές, με φόβο Θεού, με δικαιοσύνη, με ευλάβεια και σωφροσύνη, και τηρούσαν επιμελώς τις εντολές του Θεού. Παρόλο όμως που αγαπούσαν τον Θεό, ο Κύριος δοκίμαζε την υπομονή τους και την πίστη τους. Και για πολλά χρόνια δεν άκουγε την δέησή τους, που τον παρακαλούσαν να τους χαρίση παιδί.

Ειχαν πια γεράσει πολύ και ο Ζαχαρίας και η στείρα σύζυγός του Ελισάβετ και δεν είχαν πλέον ελπίδα να τεκνοποιήσουν, αφού οι όροι της φύσεως είχαν παρέλθει λόγω του γήρατος. Ούτε όμως περίμεναν πλέον την απάντηση στις προσευχές τους, που πολλές φορές είχαν κάνει στον Θεό, αλλ’ υποτάσσονταν αδίστακτα στο θέλημά του και δέχονταν, χωρίς δυσαρέσκεια τη δοκιμασία και το όνειδος της ατεκνίας τους.

Ενώ λοιπόν ο ιερέας Ζαχαρίας βρισκόταν στο Ναό και θυμίαζε στο Ιερό Βήμα, φανερώθηκε σ’ αυτόν Άγγελος Κυρίου για να προμυνήσει τη γέννηση του επιγείου και ενσάρκου Αγγέλου, του Βαπτιστού Ιωάννου. Βλεποντάς τον ο Ζαχαρίας ταράχθηκε και φοβήθηκε τόσο πολύ ώστε έμεινε εκστατικός. Τότε ο Άγγελος άρχισε να του λέγει τα εξής: «Μή φοβάσαι Ζαχαρία. Γιατί ο Θεός δέχθηκε την προσευχή σου και η γυναίκα σου η Ελισάβετ θα γεννήσει υιόν. Και θα τον ονομάσεις Ι ω ά ν ν η . Και θα δοκιμάσης μεγάλη χαρά και αγαλλίασι. Πολλοί θα χαρούν για την γέννησή του γιατί θα είναι μεγάλος και περιφανής ενώπιον του Θεού. Θα λάβει όλο το πλήρωμα της Θείας Χάριτος και θα γεμίση από τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, όταν ακόμη θα κυοφορείται στην κοιλιά της μητέρας του Ελισάβετ. Και θα επιστρέψει (με το κήρυγμά του) πολλούς Ισραηλίτες στη γνώση του αληθινού Θεού, του Κυρίου αυτών».

Ακούγοντας έκπληκτος ο Ζαχαρίας όλο αυτό τό ξενήκουστο γι’ αυτόν μήνυμα του Αγγέλου, κατεπλάγη και τον ρώτησε γεμάτος απορία:

«Πως είναι δυνατό να γίνη αυτο; και με ποιο τρόπο θα το γνωρίσω και θα το πιστεύσω; Πως μπορώ να βεβαιωθώ, τη στιγμή που είμαι τόσο γέρων στην ηλικία και η γυναίκα μου ομοίως υπέργηρη και στείρα;»

Τότε ο Αγγελος του είπε: «Εγώ που σου μιλώ είμαι ο Άρχων Γαβριήλ, που στέκομαι μπροστά στο Θρόνο του Θεού και με έστειλε ο Θεός να σου πω όλα αυτά τα χαρμόσυνα μηνύματα. Όμως επειδή δεν τα πίστεψες, θα μείνεις άλαλος μέχρι την ημέρα που θα εκπληρωθούν όσα σου προανήγγειλα, δηλαδή μέχρι να γεννηθεί ο Ιωάννης».

Πράγματι από εκείνη την ημέρα έμεινε ο Ζαχαρίας βουβός και άλαλος, έως ότου η Ελισάβετ γέννησε με χαρά τόν Πρόδρομο. Ντρεπόταν όμως να διακυρήξει την γεννησή του για το τόσο πολύ προχωρημένο γήρας της.


ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ
ΤΟΥ ΓΕΝΕΘΛΙΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

Στήν εικόνα του Γεννεσίου του Προδρόμου η Ελισάβετ βρίσκεται πάνω σε μεγαλόπρεπο και υψηλό κρεβάτι. Τα ενδύματά της περιβάλλουν με σεμνότητα όλο το γηρασμένο σώμα της. Είναι λεχώ, δηλαδή μόλις γέννησε το παιδί της, τον Πρόδρομο Ιωάννη. Μολονότι τον απέκτησε στο βαθύ γήρας της, στο πρόσωπό της διακρίνουμε πιο έντονα τα χαρακτηριστικά της συστολής και της σεμνής σωφροσύνης, παρά τα χαρακτηριστικά της έξαλλης χαράς που ήταν φυσικό να συνέβαινε σε μια άλλη συνηθισμένη γυναίκα. Η Ελισάβετ δόξαζε τον Θεό και στον καιρό της ατεκνίας της και τώρα πού παρ' ελπίδα έγινε Μητέρα. Πίσω της διακρίνουμε ένα καταστόλιστο μαξιλάρι, για την ανάπαυση του σώματός της μετά τις ωδίνες του τοκετού καί ακόμη πιό πίσω τήν οικία της σεμνή και επιβλητική. Η οροφή της οικίας είναι σκεπασμένη με κόκκινο ένδυμα πού συμβολίζει τό κάλυμα του νόμου. Πλάι της στέκονται οι θεραπαινίδες, που ετοιμάζουν την τράπεζα του φαγητού και της προσφέρουν από τα παρατιθέμενα εδέσματα, για την ενδυνάμωση του σώματός της.

Στο κάτω μέρος της εικόνας άλλη θεραπαινής γνέθει νήμα και με την άκρη του ποδιού της κινεί τον λίκνο, δηλαδή την κούνια του νεογέννητου Ιωάννη. Η κούνια σκεπασμένη με λευκό ύφασμα, φυλάει τον θησαυρό, δηλαδή το βρέφος που θα δώσει τέλος στη σκιά του νόμου και θα οδοποιήσει τήν ημέρα του φωτός και της χάριτος. Ο Ιωάννης είναι τυλιγμένος με τα σπάργανα όπως τα συνηθισμένα βρέφη, αλλά φορεί και φωτοστέφανο. Το πρόσωπό του λάμπει από χάρη, γιατί έχει ήδη γεμίσει από το Αγιο Πνεύμα, όπως προανήγγειλε ο Αγγελος Κυρίου. Δίπλα του, από τα δεξιά βλέπουμε τον πατέρα του τον Ζαχαρία, να κάθεται σε κάθισμα ωραίο, με ταπεινό αλλά και λαμπρό υποπόδιο και να γράφη σε πινακίδα, με τον κάλαμό του, την λέξη Ι ω ά ν ν η ς. Είναι το όνομα που θα δοθεί στο βρέφος.

Γιατί οι συγγενείς και ολοι οι γνωστοί και γείτονες που είχαν συναθροισθεί στην οικία του Ζαχαρία, περίμεναν να δοθεί στο βρέφος - όπως ήθελε η παράδοση - το όνομα του πατέρα του δηλαδή «Ζαχαρίας». Αλλά η Ελισάβετ έλεγε ότι θα ονομασθεί Ιωάννης. Όλοι απορημένοι ζήτησαν και τήν γνώμη του Ζαχαρία και εκείνος σαν βουβός και αλαλος που ήταν, εγραψε σε πινακίδα το όνομα Ιωάννης, προξενώντας θαυμασμό σε όλους τους παρευρισκομένους. Τότε με θαυμαστό τρόπο λύθηκε ο δεσμός της γλώσσας του και είπε την θαυμάσια ωδή, που διαβάζομε στό α΄ κεφάλαιο του κατά Λουκάν Αγίου Ευαγγελίου (Λουκ. α΄, 68-79):

«Ας είναι ευλογημένος ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, γιατί ήρθε και λύτρωσε το λαό του.

Για χάρη μας έστειλε ένα δυνατό σωτήρα από τη γενιά του Δαβίδ, του δούλου του, όπως ακριβώς είχε πει αιώνες πριν με το στόμα των αγίων προφητών του.

Μ’ αυτόν μας έσωσε από τους εχθρούς μας και από την εξουσία όλων όσοι μας μισούσαν.

Έδειξε την ευσπλαχνία του στους πατέρες μας κι επλήρωσε την άγια διαθήκη του˙

τήρησε τον όρκο που έδωσε στον πατέρα μας τον Αβραάμ, να μας αξιώσει, αφού γλιτώσουμε απ’ τα χέρια των εχθρών, να τον λατρεύουμε σαν άνθρωποι που του ανήκουμε και κάνουμε το σωστό ενώπιόν τους σ’ όλη μας τη ζωή.

Κι εσύ, παιδί μου θα ονομαστείς προφήτης του ύψιστου Θεού, γιατί θα προπορευτείς πριν από τον Κύριο για να ετοιμάσεις το δρόμο του, να κάνεις γνωστή στο λαό του τη σωτηρία με τη συχώρεση των αμαρτιών τους.

Επειδή ο Θεός μας είναι γεμάτος ευσπλαχνία, θα κάνει ν’ ανατείλει για μας ένα φως από ψηλά, για να φωτίσει αυτούς που ζουν στο σκοτάδι και κάτω από τη σκιά του θανάτου, και να οδηγήσει τα βήματά μας στο δρόμο της ειρήνης».

Όντως τα λόγια του Ζαχαρία θαυμάσια και χαροποιά. Κανενός ανθρώπου η γέννηση συνδυάσθηκε με τέτοια γεγονότα και μηνύματα, όπως του Ιωάννου. Γι’ αυτό και είναι για όλους ο λύχνος που φωτίζει, η αυγή πού μαρτυρεί τον Ήλιο Χριστό, ο τελευταίος Προφήτης που είδε με τα μάτια του τον Μεσσία και τον κήρυξε και τον βάπτισε στον Ιορδάνη ποταμό. Αυτός που προσκύνησε τον Χριστό από την μήτρα της μητέρας του Ελισάβετ, όταν την επισκέφθηκε η Θεοτόκος φέροντας στην κοιλιά της τον Δεσπότη Χριστό. «Ένδοθεν γαρ ο δούλος αινούσε τον Δεσπότην», όπως σημειώνει ο υμνωδός.

Αυτός ο Ιωάννης είδε το Αγιο Πνεύμα, εν είδει περιστεράς να κατεβαίνει προς τον Κύριο, και να επισφραγίζει την φωνή του Θεού Πατρός, που ακούστηκε εξ Ουρανού: «Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός εν ω ηυδόκησα Αυτού ακούετε».


«Προφήτα και Πρόδρομε της παρουσίας Χριστού, αξίως ευφημήσαι σε ουκ ευπορούμεν ημείς οι πόθω τιμώντες σε στείρωσις γαρ τεκούσης και πατρός αφωνία, λέλυνται τη ενδόξω και σεπτή σου γεννήσει και σάρκωσις Υιού του Θεού κόσμω κηρύττεται».

Άγιος Παναγιώτης ο Καισαρεύς

Ο Νεομάρτυρας αυτός μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη για τη χριστιανική του πίστη, στις 24 Ιουνίου 1765 μ.Χ. Το τίμιο λείψανο του, ενταφιάστηκε από τους χριστιανούς με τιμές στον Ναό της Ζωοδόχου Πηγής στην Κωνσταντινούπολη. (Σύμφωνα με άλλες πληροφορίες, ο μάρτυρας αυτός μαρτύρησε το έτος 1767 μ.Χ. και σε ηλικία 20 χρονών).


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα τῆς Καισαρείας, καὶ ὁμότροπος τῶν ἀθλοφόρων ἀνεδείχθης, Παναγιώτη μακάριε· τοῦ γὰρ Σωτῆρος κηρύξας τὸ ὄνομα ,ὑπὲρ αὔτοῦ τὸ σὸν αἷμα ἐξέχεας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν το μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος δ´. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῶν Μαρτύρων σύναθλος τῇ σῇ ἀθλήσει ἀνεδείχθης, ἔνδοξε ὑπὲρ Χριστοῦ σφαγιασθείς· διὸ στεφάνῳ τῆς δόξης σε ὦ Παναγιώτη, Χριστὸς ἐστεφάνωσε.

Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀθλήσει ἐφαίδρυνας τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, προσθήκη δὲ γέγονας τοῖς ἂπ᾿ αἰῶνος καλῶς, ἀθλήσασιν ἔνδοξε· ὅθεν ζωῆς τοῦ ξύλου, σὺν αὐτοῖς ἀπολαύων, πρέσβευε, Παναγιώτη, ἐκτενῶς δυσωποῦμεν, ῥυσθῆναι πάσης ἀνάγκης, τοὺς σὲ μακαρίζοντας.

Ὁ Οἶκος
Τῆς εὐσεβείας τῷ φωτὶ τὸν νοῦν διηυγασμένος τοῦ μαρτυρίου· τὴν ὁδὸν διήνυσας προθύμως καὶ πρὸς ἀθάνατον ζωὴν ὑπὲρ Χριστοῦ θανατωθεῖς ἐσκήνωσας ἐνδόξως· οὗ γὰρ ἔπτηξας τυραννικὸν θυμὸν, οὐδὲ ἐπαγγελιῶν ἐπτόησαι, δωρεαῖς ἀλλ᾿ ἐρηρεισμένος τῇ πέτρᾳ τῆς πίστεως, καὶ πρὸς τὰ μέλλοντα ἀγαθὰ ἀποσκοπῶν νεότητος παρ’ εἶδες ἀκμὴν καὶ πᾶσαν τὴν ἐν κόσμῳ τιμὴν καὶ τὸν θάνατον, ὡς γλυκεῖαν ἠσπάσω ζωὴν ὡ Παναγιώτη, διὸ στεφάνῳ τῆς δόξης σε, Χριστὸς ἐστεφάνωσε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν μαρτύρων ὁ μιμητής, καὶ τῶν Καισαρέων ἐγκαλλώπισμα ἱερὸν, χαίροις Παναγιώτη, Χριστοῦ νέε ὀπλίτα, τῆς εὐσεβείας ἄνθος, τὸ εὐωδέστατον.


Όσιος Αθανάσιος ο Πάριος

Ο Όσιος Αθανάσιος ο Πάριος (το πραγματικό του επώνυμο ήταν Τούλιος αλλά από την πολλή αγάπη του προς τη γενέτειρα του, το αντικατέστησε με το Πάριος) ήταν ένας επιφανής θεολόγος και μέγας διδάσκαλος του Γένους, από τους πολυγραφότερους και σπουδαιότερους συγγραφείς της εποχής του. Γεννήθηκε στο Κώστο της Πάρου το 1722 μ.Χ. Ο πατέρας του Απόστολος καταγόταν από την Καταβατή Σίφνου, που και σήμερα ζουν εκεί Τούλιοι η Τόληδες. Η μητέρα του ήταν Παριανή, από το αρχοντικό γένος Δαμία.

Την πρώτη του παιδεία την έλαβε στη γενέτειρα του και συνέχισε, το 1745 μ.Χ., στη Σμύρνη κοντά στον Ιερόθεο Δενδρινό και τον Ιατροφιλόσοφο Χριστόδουλο. Το 1752 μ.Χ. αναχώρησε για το Άγιο Όρος και γράφτηκε στην περιώνυμη Αθωνιάδα Σχολή, που διηύθυνε ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης και αργότερα ο Ευγένιος Βούλγαρης. Μαθήματα άκουσε αργότερα στην Κέρκυρα και από τον Νικηφόρο Θεοτόκη. Με παράκληση του Παν. Παλαμά ήλθε στο Μεσολόγγι αλλά μετακλήθηκε στη Θεσσαλονίκη για να διδάξει (1767 - 1770 μ.Χ.). Από την Αθωνιάδα Σχολή, όπου κλήθηκε για να διδάξει, αναγκάστηκε να αποχωρήσει εξαιτίας της αναμίξεως του στις έριδες των Κολλυβάδων. Έφτασε στη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε τη διεύθυνση της εκεί Σχολής μέχρι το 1786 μ.Χ. Επιθυμώντας να επιστρέψει στην Πάρο, αναχώρησε στα τέλη του 1786 μ.Χ. από τη Θεσσαλονίκη, αλλά τελικά βρέθηκε στη Χίο.

Διευθυντής της Σχολής της Χίου κατόρθωσε να τη διευρύνει και να την οδηγήσει σε μεγάλη ακμή (1788 - 1811 μ.Χ.). Σε ηλικία 90 περίπου χρόνων αποσύρθηκε στο μονίδριο του Αγίου Γεωργίου Ρευστών, όπου πέθανε στις 24 Ιουνίου 1813 μ.Χ. Στην επιτύμβια πλάκα ο συνασκητής του Όσιος Νικηφόρος  έγραψε:

«Η πολύκροτος Αθανασίου φήμη
Η περικλεής και πανένδοτος μνήμη
Πάντων τοις ωσίν ενηχεί θαυμασίως
Και εις έπαινον πάντας κινεί αξίως....».

Στον ίδιο τάφο ετάφη αργότερα ο Όσιος Νικηφόρος. Τα οστά του οσίου Αθανασίου μεταφέρθηκαν στο οστεοφυλάκειο του εκεί ναϋδρίου, αλλά αποτεφρώθηκαν κατά τον εμπρησμό του 1822 μ.Χ.

Η Αγιοκατάταξη του Αγίου Αθανασίου έγινε το 1995 μ.Χ. Ακολουθία προς τιμήν του αγίου έγραψε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.

Ο Αθανάσιος ανήκει στη μεγάλη χορεία των διδασκάλων του Γένους που με όλη τους τη δύναμη εργάστηκαν ακαταπόνητα για τη μόρφωση του. Πρέπει όμως να σημειωθεί εδώ ότι ο Πάριος διδάσκαλος ήταν πολέμιος των νέων ιδεών του Διαφωτισμού και της Γαλλικής επαναστάσεως, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε να ξεσηκώσει τη σφοδρότατη διαμαρτυρία του Αδαμάντιου Κοραή.

Το συγγραφικό έργο του καλύπτει ευρύτατο χώρο της θεολογικής και της θύραθεν επιστήμης. Τα έργα του, εκδομένα και ανέκδοτα, θα μπορούσαν να καταταγούν στις παρακάτω γενικές κατηγορίες: Απολογητικά, Δογματοκανονικά, Λειτουργικά, Παιδαγωγικά, Βιογραφικά, Ποιητικά, Ομιλίες - λόγοι, Επιστολές.

Απολογητικά
1) Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο Aντίπαπας (ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός) (1785 μ.Χ.)
2) Aντιφώνησις
3) Oυρανού κτίσις
4) Nέος Ραψάκης
5) Φραγγέλιον
6) Aλεξίκακον πνευματικόν
7) Απολογία Χριστιανική (1798 μ.Χ.)
8) Έκθεσις ορθοδόξου Πίστεως
9) Eγχειρίδιον απολογητικόν

Δογματοκανονικά
10) Δήλωσις
11) Επιτομή
12) Προαναφώνησις
13) Λατίνων αναβαπτισμός
14) Περί νεομαρτύρων
15) Έθος και Παράδοσις
16) Επιστολή
17) Λόγος εις την Β' Κυριακήν των νηστειών
18) Βάπτισμα ανάγκης
19) Χρίσις με μύρον των επιστρεφόντων ετεροδόξων
20) Ερωτήματα
21) Απόκρισις
22) Θεόν ουδείς εώρακε πώποτ
23) Περί αγγέλων και θείου κάλλους
24) Περί Εκκλησιασμού
25) Επιστροφή εις ορθοδοξίαν Αρμενίου
26) Σαφής απόδειξις ότι οι ετερόδοξοι είναι αιρετικοί

Λειτουργικά
27) Ο Μέγας Αγιασμός
28) Περί των αγίων εικόνων
29) Περί αναθημάτων, σκευών και αμφίων
30) Περί μνημοσύνων
31) Η γονυκλισία της Πεντηκοστής

Παιδαγωγικά
32) Γραμματική του Νεοφύτου
33) Ρητορική πραγματεία
34) Στοιχεία Μεταφυσικής
35) Σχολική επίτασις
36) Θεματογραφία
37) Εξήγησις, της «προς τους νέους παραινέσεως του Μεγάλου βασιλείου»
38) Διογένης ή περί αρετής
39) Εξήγησις, εις τον «προς Δημόνικον του Ισοκράτους παραινετικόν λόγον κλπ»

Βιογραφικά
40) Βίος του εν αγίοις Πατρός ημών Κλήμεντος αρχ/που Βουλγαρίας ( Μετάφραση στη δημοτική)
41) Βίος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
42) Μαρτύριον αγίου Γεωργίου του Εφεσίου (+1806)
43) Μαρτύριον του αγίου Ιωάννου του Κρητός (+1811)
44) Μαρτύριον αγίου Δημητρίου του Χίου (+1802)
45) Διήγησις του εν Χίω θαύματος του Τιμίου Προδρόμου κατά των Αγαρηνών εν έτει 1740
46) Διήγησις του εν Χίω γεγονότος θαύματος, της Υπεραγίας Θεοτόκου κατά αρμενίων εν έτει 1748
47) Βίος και πολιτεία του αγίου Μακαρίου Νοταρά
48) Συναξάρια όλων των Κυριακών και των μεγάλων εορτών

Ποιητικά
49) Επιγράμματα
50) Ακολουθία εις Άγιον Κλήμεντα
51) Ακολουθία εις άγιον Γρηγόριον Παλαμάν
52) Ακολουθία εις Άγιον Ελευθέριον
53) Ακολουθία εις Άγιον Φανούριον
54) Ακολουθία εις Αγίαν Παρασκευήν
55) Ακολουθία εις Άγιον νεομ. Δημήτριον
56) Ακολουθία εις Άγιον Μακάριονω
57) Ακολουθία εις Οικουμενικήν Σύνοδον Αγίας Σοφίας
58) Ανάπτυξις τροπαρίου Αγίας Παρασκευής, «Την σπουδήν σου τη κλήσει κατάλληλον»

Ομιλίες-Λόγοι (Σώζονται)
59) Εις Αγίαν Αικατερίναν
60) Εις Μέγαν Αθανάσιον
61) Εις Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου
62) Εις τον Τίμιον Σταυρόν
63) Εξήγησις του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού κλπ

Επιστολές (Σώζονται λίγες)
64) Δύο απολογητικές προς Κοραήν - Ιωάννην - Παναγ. Παλαμάν κ.ά. (κώδ. 5716 και 6175 Ι.Μ. Αγ. Παντελεήμονος Άθω
65) Εις Μονήν Πάτμου
66) Προς θεοφιλέστατον επίσκοπον (Εις Μονήν Πάτμου)
67) Προς επίσκοπον Αρδαμερίου
68) Προς μητροπολίτην Γεννάδιον
69) Προς ελλογιμότατον Κυπριανόν (χειρ. 1344, Εθνική Βιβλιοθήκη)


Ἀπολυτίκιον
Σοφία κοσμούμενος, παντοδαπεί ευσεβώς, διδάσκαλος ένθεος, της Εκκλησίας Χριστού, και βίου ορθότητος, στήλη λαμπρά ωράθης, Αθανάσιε Πάτερ. Όθεν η νήσος Πάρος, τη ση δόξη καυχάται, και πάντες σου τα θεία, τιμώμεν προτερήματα.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός