Σημεία δε τοις πιστεύσασι ταύτα παρακολουθήσει εν τω ονόματι μου…γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς» (Μάρκ.16,17)
Ανάμεσα στα σημεία που θα παρακολουθήσουν τους «πιστεύσαντας» συγκαταλέγονται, κατά την υπόσχεση του Κυρίου, και οι καινές (καινούργιες) και παράδοξες γλώσσες, με τις οποίες οι Μαθητές θα μιλήσουν στον κόσμο και θα του φανερώσουν τα «μεγαλεία του Θεού». Κατά το μέτρο που αξιώνονται οι αληθινοί μαθητές του Χριστού να ζήσουν την «απαρχή της άλλης βιωτής», μιλάνε πράγματι «καθώς το Πνεύμα δίδει αυτοίς αποφθέγγεσθαι». Για την Ορθοδοξία μια τέτοια καινή και παράδοξη γλώσσα, με την οποία μίλησε και μιλάει στο κόσμο, είναι ακριβώς η εικόνα. Και μάλιστα δεν συνιστά απλώς μια «γλώσσα», έναν τρόπο εκφράσεως, αλλά εισέρχεται ως νόημα και αλήθεια στον πλούτο της πίστεώς της και αποτελεί αποφασιστικό σημείο της διδαχής της.
Πράγματι, αν ο Χριστός είναι η «απαράλλακτη εικόνα του Πατέρα», και ο «κατ’ εικόνα Θεού» πλασμένος άνθρωπος μόνον όταν γίνεται «εικόνα Χριστού» ξαναβρίσκει τη «φύση» του, το «αρχαίον κάλλος», τότε πρέπει να δούμε στην εικόνα κάτι παραπάνω από μια «γλώσσα», δηλαδή από ένα απλό μέσο εκφράσεως. Ο εικονισμός υπάρχει και στο βάθος, όχι μόνο στη μέθοδο, στην όψη των πραγμάτων, στον τρόπο διατυπώσεως της θεολογικής αλήθειας. Αυτός ο εικονισμός είναι το επίπεδο, ο ορίζοντας και η ενδότερη φύση των θεολογικών πραγματικοτήτων. Η εικόνα είναι η «των πραγμάτων αλήθεια», ο «κανών της πίστεως», που εκτοπίζει τα νεκρά είδωλα της διανοίας, τη σκληρή και ακίνητη φιλοσοφική ιδέα της ουσίας, με την πραότητα, το ιλαρό φως, τη ζωντάνια της παρουσίας.
Και στο έργο της θείας Οικονομίας και στο μυστήριο της προσοικειώσεως της σωτηρίας η εικόνα γίνεται η αποφασιστική «κατηγορία» για την ορθόδοξη θεωρία «Μόρφωσόν σου τον Χριστόν εν τω μέλλοντι αναγεννάσθαι» εύχεται η Εκκλησία κατά το Βάπτισμα, και αυτό το έργο της μεταμορφώσεως του ανθρώπου συνεχίζεται αδιάκοπα· «διά τούτο η Εκκλησία σπαργά και ωδίνει, μέχρι περ αν ο Χριστός εν ημίν μορφωθή γεννηθείς» (Μεθόδιος Ολύμπου).
Δηλαδή το κύριο θέμα για την Ορθοδοξία είναι ακριβώς αυτό: η μεταμόρφωση του κτιστού, η αποκατάσταση της αμαυρωθείσης εικόνας, η συμμετοχή στο κάλλος και στη δόξα του Μονογενούς Υιού που είναι «εικών του Θεού του αοράτου». Αυτή η ενδόμυχη εμμονή, συνέχεια και πιστότητα της Ορθοδοξίας στο «σημείο» της εικόνας, που παρουσιάζεται με τον τόνο που παραδίδει και ερμηνεύει τον πλούτο των σχετικών βιβλικών μαρτυριών, με την αλήθεια του δόγματος, με τον τρόπο του ήθους και της ασκήσεως, με τη λατρευτική τέχνη και, τέλος, με το ύφος και το αίσθημα ζωής των ορθοδόξων λαών, σφραγίζει ανεξάλειπτα τον ιδιόμορφο ορθόδοξο χαρακτήρα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο τελικός θρίαμβος της ορθοδόξου πίστεως συνδέεται με την αναστήλωση των εικόνων.
Έτσι η εικόνα δεν είναι για την Ορθοδοξία απλά και μόνο αισθητική οδός ή πρακτική μέθοδος για την προσέγγιση του μυστηρίου της πίστεως. Δεν είναι οι εικόνες απλώς βιβλία για τους αγράμματους, ως εάν οι εγγράμματοι να μη τις έχουν ανάγκη. Διδάσκουν όλους, όχι γιατί πληροφορούν, αλλά γιατί οδηγούν όλους στον ουρανό. Δεν είναι ωραίες ως έργα τέχνης, αλλά διότι μας αποκαλύπτουν την πραγματικότητα την απρόσιτη στους αισθητούς οφθαλμούς, το αιώνιο κάλλος «του ωραίου κάλλει παρά πάντας βροτούς». Αυτό που αναφέρεται στη Θεοτόκο, ότι «όλη η δόξα της θυγατρός του βασιλέως έσωθεν», ισχύει ανάλογα και για την πιό ταπεινή και ακαλαίσθητη ορθόδοξη εικόνα. «Το άρρητον φως των αρετών σου, Χριστέ, τις διηγήσεται;» Αυτή τη διήγηση, την ιστόρηση, αναλαμβάνει η ορθόδοξη εικονογραφία, κερδίζοντας τη σημασία της ως «σημείο» από την πραγματικότητα στην οποία μας παραπέμπει. «Η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει». Αυτή ακριβώς η αναγωγή, η διάβαση, σαν άλλο πασχάλιο μυστήριο, γίνεται το κλειδί για την κατανόηση της αλήθειας της.
Δηλαδή για την Ορθοδοξία ο άξονας της προσπάθειας δεν είναι η μετάφραση του μυστηρίου, αλλά η δική μας διάβαση εν μυστηρίω προς την «καινήν γην». Όχι το πως θα μεταφέρουμε και θα αποτυπώσουμε και θα εγκλωβίσουμε το «υπερούσιο» και «ανέκφραστο» και «απερινόητο» στα όρια και στα εκφραστικά μέσα του κόσμου τούτου, αλλά το πως δεν θα γίνουμε «απειθείς τη ουρανίω οπτασία», κατά τον λόγον του Παύλου, αλλά θα ανοίξουμε τα μάτια μας στο «άκτιστο φως», προς εκείνα «α οφθαλμός ουκ είδε», πως θα πραγματώσουμε τη «μεγάλη είσοδο» εικονίζοντες τα Χερουβείμ. Πιστή στη θεμελιώδη αλήθεια ότι « Εκείνος επτώχευσεν, ίνα ημείς τη Εκείνου πτώχεια πλουτήσωμεν» η Ορθοδοξία μας διδάσκει με την εικόνα όχι πώς να κρατήσουμε Εκείνον στη δική μας φτώχεια, αλλά πώς ν’ ανεβούμε στο δικό του πλούτο. Αυτό το ορθόδοξο κατόρθωμα επιτυγχάνεται, επειδή η εικόνα είναι διαβατική, πασχαλιά, όχι ως καλλιτέχνημα η πρακτική γλώσσα, αλλά ως «σημείο» ως «καινή γλώσσα», ως φανέρωση δόξας που περιλάμπει εκείνον που την θεάται και την ασπάζεται, και τον εισάγει στο θέμα της, στο γεγονός που αναπαριστά, ως προσκυνητή και μέτοχο. Κάτι που μας θυμίζει τη σκηνή των ποιμένων κατά τη Γέννηση, όπου «δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς», ή την αντίστοιχη μαρτυρία του Ιωάννη: «εθεασάμεθα την δόξαν Αυτού, δόξαν ως Μονογενούς παρά Πατρός».
Η εικόνα λοιπόν είναι για την Ορθοδοξία όχι απλώς υπόθεση τέχνης και αισθητικής, αλλά η πιό φυσική και αξιόπιστη γλώσσα της, επειδή γίνεται τρόπος και στάση ζωής, ήθος και ύφος και ουσιώδης διάσταση της αλήθειας της, σημείο από τα καίρια της διδασκαλίας της και της θεολογίας της και ίσως συνιστά το ενδότερο σημείο του είναι της. Αυτό αποκαλύπτουν τα θέματα και τα στοιχεία της ζωής της και της σκέψεως της: η Ανάσταση, η Μεταμόρφωση, ο Χριστός ως εικόνα και απαύγασμα του Πατέρα ο άνθρωπος ως εικόνα του Θεού, οι Άγιοι ως εικόνες του Χριστού, η Εκκλησία ως εικόνα της Αγίας Τριάδας, η Λειτουργία, ο ορθόδοξος μοναχισμός με τη θεωρία του ακτίστου φωτός· κάθε τι κρύβει το θέμα της εικόνας. Όλα υπάρχουν και βιώνονται όχι καθ’ εαυτό, αλλ’ ως διάβαση, αναγωγή, πέρασμα, Πάσχα. Το καθ’ ένα βρίσκει τον εαυτό του μέσα στο άλλο κατά τον λόγο του Κυρίου «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα». Το κάθε τι δεν αναπαύεται στον εαυτό του, αλλά οδεύει, διαβαίνει προς το πρωτότυπο. Αυτή η διάβαση είναι η ουσία της αλήθειας της εικόνας αλλά και της Ορθοδοξίας. Είναι το βασικό, θεμελιώδες στοιχείο του είναι της και του κηρύγματός της. Χρησιμοποιώντας μια άλλη γλώσσα (φιλοσοφικής οντολογίας λόγου χάρη) μιλώντας έξω από τον ορίζοντα και το επίπεδο της αλήθειας της εικόνας, αποτολμούμε ή διακινδυνεύουμε να φυλακίσουμε την «καινή κτίση» στους «παλαιούς ασκούς», να υποτάξουμε τον μόνον «αεί και ωσαύτως όντα» εις τα «μη όντα», τα καταργούμενα του κόσμου τούτου. Κάπου εδώ φαίνεται ν’ αρχίζει η πτώση. Η πτώση και της ζωής μας και της θεολογίας μας. Γιατί σ’ Εκείνον που φανερώθηκε «εν ετέρα μορφή», είτε στους περιπατούντες σε αγρό, είτε στο Θαβώρ, είτε στο υπερώο, ταιριάζει μια «καινή και παράδοξη γλώσσα», τίποτα λιγότερο.
Γι’ αυτό, ξαναγυρίζοντας κάθε φορά και με κάθε τρόπο στην ορθόδοξη εικονογραφία, είναι σαν να ξαναγυρίζουμε στον «οίκο του Πατρός», στις ρίζες μας, στην Ορθοδοξία.
Πώς μπορεί να γίνει σωστά αυτή η επιστροφή; Γιατί όχι και πάλι με τον τρόπο της εικόνας, την προσκύνηση; Ανακαλύπτοντας «τη πτωχεία τα πλούσια». Προσκυνώντας όχι τυπικά, «τοις χείλεσι», αλλά κάνοντας την προσκύνηση των εικόνων και ήθος και φρόνημα, και έργο ζωής και τρόπο υπάρξεως. Ως απλοί πιστοί ή καλλιτέχνες ή ποιμένες ή θεολόγοι, «αιτούμενοι συγχώρεσιν των πταισμάτων ημών».
(Ιάκωβου Μάϊνα, “Η καινή γλώσσα των εικόνων”, Περ. «Σύναξη»)
Ανάμεσα στα σημεία που θα παρακολουθήσουν τους «πιστεύσαντας» συγκαταλέγονται, κατά την υπόσχεση του Κυρίου, και οι καινές (καινούργιες) και παράδοξες γλώσσες, με τις οποίες οι Μαθητές θα μιλήσουν στον κόσμο και θα του φανερώσουν τα «μεγαλεία του Θεού». Κατά το μέτρο που αξιώνονται οι αληθινοί μαθητές του Χριστού να ζήσουν την «απαρχή της άλλης βιωτής», μιλάνε πράγματι «καθώς το Πνεύμα δίδει αυτοίς αποφθέγγεσθαι». Για την Ορθοδοξία μια τέτοια καινή και παράδοξη γλώσσα, με την οποία μίλησε και μιλάει στο κόσμο, είναι ακριβώς η εικόνα. Και μάλιστα δεν συνιστά απλώς μια «γλώσσα», έναν τρόπο εκφράσεως, αλλά εισέρχεται ως νόημα και αλήθεια στον πλούτο της πίστεώς της και αποτελεί αποφασιστικό σημείο της διδαχής της.
Πράγματι, αν ο Χριστός είναι η «απαράλλακτη εικόνα του Πατέρα», και ο «κατ’ εικόνα Θεού» πλασμένος άνθρωπος μόνον όταν γίνεται «εικόνα Χριστού» ξαναβρίσκει τη «φύση» του, το «αρχαίον κάλλος», τότε πρέπει να δούμε στην εικόνα κάτι παραπάνω από μια «γλώσσα», δηλαδή από ένα απλό μέσο εκφράσεως. Ο εικονισμός υπάρχει και στο βάθος, όχι μόνο στη μέθοδο, στην όψη των πραγμάτων, στον τρόπο διατυπώσεως της θεολογικής αλήθειας. Αυτός ο εικονισμός είναι το επίπεδο, ο ορίζοντας και η ενδότερη φύση των θεολογικών πραγματικοτήτων. Η εικόνα είναι η «των πραγμάτων αλήθεια», ο «κανών της πίστεως», που εκτοπίζει τα νεκρά είδωλα της διανοίας, τη σκληρή και ακίνητη φιλοσοφική ιδέα της ουσίας, με την πραότητα, το ιλαρό φως, τη ζωντάνια της παρουσίας.
Και στο έργο της θείας Οικονομίας και στο μυστήριο της προσοικειώσεως της σωτηρίας η εικόνα γίνεται η αποφασιστική «κατηγορία» για την ορθόδοξη θεωρία «Μόρφωσόν σου τον Χριστόν εν τω μέλλοντι αναγεννάσθαι» εύχεται η Εκκλησία κατά το Βάπτισμα, και αυτό το έργο της μεταμορφώσεως του ανθρώπου συνεχίζεται αδιάκοπα· «διά τούτο η Εκκλησία σπαργά και ωδίνει, μέχρι περ αν ο Χριστός εν ημίν μορφωθή γεννηθείς» (Μεθόδιος Ολύμπου).
Δηλαδή το κύριο θέμα για την Ορθοδοξία είναι ακριβώς αυτό: η μεταμόρφωση του κτιστού, η αποκατάσταση της αμαυρωθείσης εικόνας, η συμμετοχή στο κάλλος και στη δόξα του Μονογενούς Υιού που είναι «εικών του Θεού του αοράτου». Αυτή η ενδόμυχη εμμονή, συνέχεια και πιστότητα της Ορθοδοξίας στο «σημείο» της εικόνας, που παρουσιάζεται με τον τόνο που παραδίδει και ερμηνεύει τον πλούτο των σχετικών βιβλικών μαρτυριών, με την αλήθεια του δόγματος, με τον τρόπο του ήθους και της ασκήσεως, με τη λατρευτική τέχνη και, τέλος, με το ύφος και το αίσθημα ζωής των ορθοδόξων λαών, σφραγίζει ανεξάλειπτα τον ιδιόμορφο ορθόδοξο χαρακτήρα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο τελικός θρίαμβος της ορθοδόξου πίστεως συνδέεται με την αναστήλωση των εικόνων.
Έτσι η εικόνα δεν είναι για την Ορθοδοξία απλά και μόνο αισθητική οδός ή πρακτική μέθοδος για την προσέγγιση του μυστηρίου της πίστεως. Δεν είναι οι εικόνες απλώς βιβλία για τους αγράμματους, ως εάν οι εγγράμματοι να μη τις έχουν ανάγκη. Διδάσκουν όλους, όχι γιατί πληροφορούν, αλλά γιατί οδηγούν όλους στον ουρανό. Δεν είναι ωραίες ως έργα τέχνης, αλλά διότι μας αποκαλύπτουν την πραγματικότητα την απρόσιτη στους αισθητούς οφθαλμούς, το αιώνιο κάλλος «του ωραίου κάλλει παρά πάντας βροτούς». Αυτό που αναφέρεται στη Θεοτόκο, ότι «όλη η δόξα της θυγατρός του βασιλέως έσωθεν», ισχύει ανάλογα και για την πιό ταπεινή και ακαλαίσθητη ορθόδοξη εικόνα. «Το άρρητον φως των αρετών σου, Χριστέ, τις διηγήσεται;» Αυτή τη διήγηση, την ιστόρηση, αναλαμβάνει η ορθόδοξη εικονογραφία, κερδίζοντας τη σημασία της ως «σημείο» από την πραγματικότητα στην οποία μας παραπέμπει. «Η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει». Αυτή ακριβώς η αναγωγή, η διάβαση, σαν άλλο πασχάλιο μυστήριο, γίνεται το κλειδί για την κατανόηση της αλήθειας της.
Δηλαδή για την Ορθοδοξία ο άξονας της προσπάθειας δεν είναι η μετάφραση του μυστηρίου, αλλά η δική μας διάβαση εν μυστηρίω προς την «καινήν γην». Όχι το πως θα μεταφέρουμε και θα αποτυπώσουμε και θα εγκλωβίσουμε το «υπερούσιο» και «ανέκφραστο» και «απερινόητο» στα όρια και στα εκφραστικά μέσα του κόσμου τούτου, αλλά το πως δεν θα γίνουμε «απειθείς τη ουρανίω οπτασία», κατά τον λόγον του Παύλου, αλλά θα ανοίξουμε τα μάτια μας στο «άκτιστο φως», προς εκείνα «α οφθαλμός ουκ είδε», πως θα πραγματώσουμε τη «μεγάλη είσοδο» εικονίζοντες τα Χερουβείμ. Πιστή στη θεμελιώδη αλήθεια ότι « Εκείνος επτώχευσεν, ίνα ημείς τη Εκείνου πτώχεια πλουτήσωμεν» η Ορθοδοξία μας διδάσκει με την εικόνα όχι πώς να κρατήσουμε Εκείνον στη δική μας φτώχεια, αλλά πώς ν’ ανεβούμε στο δικό του πλούτο. Αυτό το ορθόδοξο κατόρθωμα επιτυγχάνεται, επειδή η εικόνα είναι διαβατική, πασχαλιά, όχι ως καλλιτέχνημα η πρακτική γλώσσα, αλλά ως «σημείο» ως «καινή γλώσσα», ως φανέρωση δόξας που περιλάμπει εκείνον που την θεάται και την ασπάζεται, και τον εισάγει στο θέμα της, στο γεγονός που αναπαριστά, ως προσκυνητή και μέτοχο. Κάτι που μας θυμίζει τη σκηνή των ποιμένων κατά τη Γέννηση, όπου «δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς», ή την αντίστοιχη μαρτυρία του Ιωάννη: «εθεασάμεθα την δόξαν Αυτού, δόξαν ως Μονογενούς παρά Πατρός».
Η εικόνα λοιπόν είναι για την Ορθοδοξία όχι απλώς υπόθεση τέχνης και αισθητικής, αλλά η πιό φυσική και αξιόπιστη γλώσσα της, επειδή γίνεται τρόπος και στάση ζωής, ήθος και ύφος και ουσιώδης διάσταση της αλήθειας της, σημείο από τα καίρια της διδασκαλίας της και της θεολογίας της και ίσως συνιστά το ενδότερο σημείο του είναι της. Αυτό αποκαλύπτουν τα θέματα και τα στοιχεία της ζωής της και της σκέψεως της: η Ανάσταση, η Μεταμόρφωση, ο Χριστός ως εικόνα και απαύγασμα του Πατέρα ο άνθρωπος ως εικόνα του Θεού, οι Άγιοι ως εικόνες του Χριστού, η Εκκλησία ως εικόνα της Αγίας Τριάδας, η Λειτουργία, ο ορθόδοξος μοναχισμός με τη θεωρία του ακτίστου φωτός· κάθε τι κρύβει το θέμα της εικόνας. Όλα υπάρχουν και βιώνονται όχι καθ’ εαυτό, αλλ’ ως διάβαση, αναγωγή, πέρασμα, Πάσχα. Το καθ’ ένα βρίσκει τον εαυτό του μέσα στο άλλο κατά τον λόγο του Κυρίου «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα». Το κάθε τι δεν αναπαύεται στον εαυτό του, αλλά οδεύει, διαβαίνει προς το πρωτότυπο. Αυτή η διάβαση είναι η ουσία της αλήθειας της εικόνας αλλά και της Ορθοδοξίας. Είναι το βασικό, θεμελιώδες στοιχείο του είναι της και του κηρύγματός της. Χρησιμοποιώντας μια άλλη γλώσσα (φιλοσοφικής οντολογίας λόγου χάρη) μιλώντας έξω από τον ορίζοντα και το επίπεδο της αλήθειας της εικόνας, αποτολμούμε ή διακινδυνεύουμε να φυλακίσουμε την «καινή κτίση» στους «παλαιούς ασκούς», να υποτάξουμε τον μόνον «αεί και ωσαύτως όντα» εις τα «μη όντα», τα καταργούμενα του κόσμου τούτου. Κάπου εδώ φαίνεται ν’ αρχίζει η πτώση. Η πτώση και της ζωής μας και της θεολογίας μας. Γιατί σ’ Εκείνον που φανερώθηκε «εν ετέρα μορφή», είτε στους περιπατούντες σε αγρό, είτε στο Θαβώρ, είτε στο υπερώο, ταιριάζει μια «καινή και παράδοξη γλώσσα», τίποτα λιγότερο.
Γι’ αυτό, ξαναγυρίζοντας κάθε φορά και με κάθε τρόπο στην ορθόδοξη εικονογραφία, είναι σαν να ξαναγυρίζουμε στον «οίκο του Πατρός», στις ρίζες μας, στην Ορθοδοξία.
Πώς μπορεί να γίνει σωστά αυτή η επιστροφή; Γιατί όχι και πάλι με τον τρόπο της εικόνας, την προσκύνηση; Ανακαλύπτοντας «τη πτωχεία τα πλούσια». Προσκυνώντας όχι τυπικά, «τοις χείλεσι», αλλά κάνοντας την προσκύνηση των εικόνων και ήθος και φρόνημα, και έργο ζωής και τρόπο υπάρξεως. Ως απλοί πιστοί ή καλλιτέχνες ή ποιμένες ή θεολόγοι, «αιτούμενοι συγχώρεσιν των πταισμάτων ημών».
(Ιάκωβου Μάϊνα, “Η καινή γλώσσα των εικόνων”, Περ. «Σύναξη»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου