«Τους σους υμνολόγους, Θεοτόκε, ως ζώσα και άφθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν στερέωσον· και εν τη θεία δόξη σου στεφάνων δόξης αξίωσον».
(Αυτών που σε υμνολογούν, Θεοτόκε, σαν πλούσια και ζωντανή πηγή δωρεών, στερέωσε τον πνευματικό θίασο που έχουν συγκροτήσει· και στη θεία δόξα σου αξίωσέ τους να λάβουν στεφάνια δόξας αμάραντης.)
Το σώμα των πιστών που προσκυνούν ευλαβικά το όνομα της Μητέρας του Θεού, είναι ευλογημένο από την υπεραγία Θεοτόκο. Διότι η Θεοτόκος είναι αέναη πηγή πνευματικών δωρημάτων. Από το θεομητορικό της μυστήριο αναβλύζουν χάρες πολλές. Και είναι φυσικό η Μητέρα του Θεού να προστατεύει το πνευματικό σώμα του Υιού της και να το στερεώνει στη χαρισματική του αύξηση και προκοπή. Ο ποιητής του Ειρμού διατυπώνει το αίτημα αυτό στην αγνή Θεομήτορα, με αισθήματα ευλαβικής ιεροπρέπειας. Και όχι μόνον αυτό. Ζητά παράλληλα και δόξα για τα παιδιά της από τη δοξασμένη Βασίλισσα του ουρανού και της γης, από την αρχόντισσα της θείας Βασιλείας, που είναι τόσο απλόχωρα γενναιόδωρη και μεταδοτική. Η άϋλη δόξα της Τριάδος, το άκτιστο φως του Χριστού, είναι ουσιοποιημένα στη φύση που αγίασε ο Θεός με τον ερχομό του στον κόσμο. Το εργαστήριο της Παρθένου ανακράθηκε ολοκληρωτικά με τη θεόμορφη ενέργεια του Πνεύματος του Θεού, πιο πολύ και πέρα από κάθε άλλη κτιστή φύση. Γι’ αυτό η Παναγία είναι πραγματικά «χαριτωμένη». Η χάρη της διαχέεται παντού, λάμπει στο πνευματοφόρο σώμα της Εκκλησίας, αστράφτει στο φωτοβόλο χώρο της θείας Βασιλείας και λαμπρύνει, στεφανώνοντας με τη δόξα της όλους εκείνους που αποδέχονται το άρρητο μυστήριο του Τόκου της και με συγκίνηση ψάλλουν τα άφθιτα μεγαλεία της!
«Στάχυν η βλαστήσασα τον θείον, ως χώρα ανήροτος σαφώς, χαίρε, έμψυχε τράπεζα, άρτον ζωής χωρήσασα· χαίρε του ζώντος ύδατος, πηγή ακένωτος. Δέσποινα».
(Χαίρε συ, που βλάστησες το θειο στάχυ, χωρίς να δεχτείς καλλιέργεια από δύναμη ανθρώπου. Χαίρε, Δέσποινα, συ που είσαι τραπέζι έμψυχο, που μπόρεσε να χωρέσει τον άρτο της ζωής· συ που είσαι πηγή του ζώντος ύδατος, που είναι αστείρευτη και ανεξάντλητη.)
Ο ποιητής εξακολουθεί το λυρισμό του. Βλέπει την Παναγία σαν ένα κομμάτι γης, στο οποίο βλάστησε το στάχυ του Θεού, χωρίς να δεχτεί σπορά, καλλιέργεια και φυσική περιποίηση και βροχή. Και φυσικά δεν ήταν αναίτια η βλάστηση εκείνη. Ήταν βλάστηση υπερφυσική που υπερέβαινε όλους τους νόμους και τους κανόνες, που παρατηρούνται στη φυσική τάξη των πραγμάτων. Εκείνο που έλειπε από την ανήροτη γη, το αλέτρι και οι λοιπές άλλες συνθήκες, αναπλήρωσε με την παντοδύναμη χάρη του το Πνεύμα του Θεού, από το οποίο βγήκε και η φυσική τάξη των πραγμάτων. Έτσι συντελέστηκε η παράδοξη σοδειά του Θεού, ο διφυής στάχυς της Παρθένου και του Υιού του Πατρός, για να γίνει ψωμί που βαστάχθηκε στο τραπέζι της Παρθένου, ψωμί ζωής που έφαγε και χόρτασε το πεινασμένο γένος των ανθρώπων, που πεινούσε στη μακρινή χώρα της αποστασίας του, στα σκοτάδια της θανατερής λιμοκτονίας του. Δεν έδωσε δε μονάχα το ψωμί το θαύμα της Παρθένου· έδωσε και το ζωντανό νερό, που είναι σε ίσο μέτρο απαραίτητο με το ψωμί για τη ζωή του ανθρώπου. Το νερό που άλλεται, δηλ. που αναβλύζει, «την ζωήν την αιώνιον», το οποίον ξεδιψά αληθινά τον κουρασμένο άνθρωπο, σβήνει τους ενδόμυχους πόθους του, ό,τι ευγενές εξακολουθεί να υπάρχει μέσα του και δεν κατόρθωσε ακόμη να αφανίσει η αμαρτία. Και το νερό της Παρθένου, κρυστάλλινο και δροσερό, είναι ακένωτο· δεν σταματά ποτέ ούτε εξαντλείται η ροή του, γιατί είναι η αστείρευτη ροή του πνεύματος του Θεού, που δεν χάνεται, όπως δεν χάνεται και ο ίδιος ο Θεός!
«Δάμαλις τον μόσχον η τεκούσα, τον άμωμον, χαίρε, τοις πιστοίς· χαίρε αμνάς κυήσασα, Θεού αμνόν τον αίροντα, κόσμου παντός τα πταίσματα· χαίρε θερμόν ιλαστήριον».
(Χαίρε, η δάμαλις που γέννησες τον μόσχο τον καθαρό και αψεγάδιαστο· χαίρε, η αμνάδα που εκύησες τον αμνό του Θεού, που σήκωσε πάνω του τα πταίσματα όλου του κόσμου· χαίρε Συ, που αναδείχτηκες φλογισμένο από τη χάρη ιλαστήριο των ανθρώπων.)
Ο ποιητής προχωρεί βαθύτερα στον ένθεο λυρισμό του. Παρομοιάζει τη Θεοτόκο με δάμαλι και αμνάδα, που έφεραν στον κόσμο το μόσχο τον άμωμο και τον αμνό του Θεού, που σήκωσε στους ώμους του τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Η δάμαλις, ο μόσχος και ο αμνός είχαν κάποια λειτουργικότητα στη λατρεία της Παλαιάς Διαθήκης. Ήσαν ζώα που προσφέρονταν ως θυσία εξιλαστήρια στο Θεό. Οι αρχαίοι Ισραηλίτες πίστευαν, ότι στα προς θυσία ζώα αυτά, μεταφέρονταν οι αμαρτίες εκείνων που τα πρόσφεραν στο Θεό, έτσι ώστε να τιμωρούνται αυτά αντί εκείνων για τις όποιες ενοχές τους, και έτσι οι αμαρτωλοί να συγχωρούνται, ελεούμενοι μπροστά στον άγιο Θεό. Οι αρχαίες όμως ζωοθυσίες – κυριότερες των οποίων ήταν η θυσία του Πασχάλιου αμνού και η μεγάλη θυσία της εορτής του Εξιλασμού – σήμαιναν, απλώς, χωρίς να μεταφέρουν στην πραγματικότητα το σημαινόμενο της τελέσεώς τους.
Δήλωναν την ανάγκην αφέσεως των αμαρτιών χωρίς όμως στην πραγματικότητα να την παρέχουν. Ήσαν προτυπώσεις απλές μιας άλλης μεγάλης θυσίας, η οποία πράγματι θα αφαιρούσε τις αμαρτίες του κόσμου και θα απάλλασσε το γένος από τις αθροισμένες του ενοχές (του αμαρτήματος του Προπάτορα και τις άλλες προσωπικές των ανθρώπων ενοχές). Αυτό το μεγάλο θύμα έφερε στον κόσμο η Μαρία. Σαν λογική δάμαλις και αμνάδα στην οποίαν έπνεε η χάρη και η ευλογία του Θεού, γέννησε το μόσχο και τον αμνό του Θεού τον καθαρό και αψεγάδιαστο, τον Υιό Του τον μονογενή, ο οποίος θεληματικά σήκωσε στους ώμους του τις αμαρτίες όλου του κόσμου, τις έφερε στο σταυρό στον οποίον, πεθαίνοντας, έπλυνε με το αίμα του τις ψυχές όλων των ανθρώπων από τις πολλές τους ενοχές, έδωσε άφεση αμαρτιών, και εξιλέωσε τον αποστάτη άνθρωπο ενώπιον του Πατέρα, από τον οποίον τόσο αλόγιστα ξεμάκρυνε στα όρη και τους γκρεμούς της αμαρτίας. Η Θεοτόκος ονομάζεται «ιλαστήριον των ανθρώπων» στην έννοια και στη σχέση αυτή· στην έννοια δηλαδή της θυσίας του Υιού του Θεού, στον οποίον έδωσε με τη δύναμη του παναγίου Πνεύματος την ανθρώπινη φύση του. Διότι στη διάσταση του χριστολογικού μυστηρίου πίσω από τον Υιό βρίσκεται πάντοτε η Μητέρα, αχώριστα δεμένη με τη λυτρωτική χάρη την οποίαν Εκείνος διακόνησε τον κόσμο.
«Όρθρος φαεινός, χαίρε η μόνη, τον ήλιον φέρουσα Χριστόν, φωτός κατοικητήριον· χαίρε το σκότος λύσασα, και τους ζοφώδεις δαίμονες, ολοτελώς εκμειώσασα».
(Χαίρε φαεινή αυγή, η οποία μόνη έφερες τον ήλιο (στον κόσμο) και αναδείχτηκες κατοικητήριο του (νοητού) φωτός. Χαίρε συ που αποδίωξες τα πνευματικά σκοτάδια και εκμηδένισες ολοτελώς τους ζοφερούς δαίμονες.)
Στο τροπάριο αυτό ο υμνωδός χρησιμοποιεί την αναλογική εικόνα του φωτός, που είναι τόσο προσφιλής στην αγιογραφική και αρχαία πατερική θεολογία, για να εικονίσει το μέγα μυστήριο του Χριστού και της άχραντης Μητέρας του. Στη θεοϋπόστατη σάρκα της Πανάγνου ρόδισε η αυγή του μεγάλου μυστηρίου. Διαγράφτηκε το προμήνυμα του υπέρλαμπρου γεγονότος. Και στον καιρό του φάνηκε ο Ήλιος στα φτωχικά χώματα της Βηθλεέμ από τον φωτεινό ορίζοντα της ταπεινής Κόρης, διαχέοντας τη φωτιστική λάμψη του σ’ ολόκληρη την κτίση. Ο Μέγας της δικαιοσύνης Ήλιος ήλθε σαν φως ντυμένος τη φωτεινή σάρκα της θεοχώρητης Νύμφης του, της Μητέρας που του ετοίμασε το Πνεύμα του, διά του οποίου Εκείνος πέμπεται και διαλάμπει στον κόσμο. Στο μυστήριο του Χριστού όλα είναι φωτοφάνεια και φωταύγεια. Όλα είναι φως, γιατί φως είναι η θεότητα και η δόξα του. Φως προχεόμενο αϊδίως από την άπειρη θεία ουσία του, φως ανέσπερο και αδιάδοχο, στο οποίο είναι κτισμένα και φέρονται τα σύμπαντα. Φως το Πνεύμα το άγιο· φως το ενδιαίτημα το άγιο του Υιού του ανθρώπου και του Θεού· φως ο άπειρος του Πατρός Λόγος ο ενοικήσας στην αμόλυντη σάρκα· φως η διδασκαλία του, το έργο του, η Βασιλεία του. Φως, παντού φως! Οι σκιερότητες και τα σκοτάδια της αμαρτίας χάθηκαν στη μεγάλη Ημέρα, στην Ανατολήν εξ ύψους. Η Θεοτόκος, στην οποία κατοίκησε σωματικά το φως, έλυσε τα σκοτάδια της αγνωσίας και της πλάνης. Οι άνθρωποι είδαν καθαρά και απροκάλυπτα την αλήθεια. Λευτερώθηκαν από το ψεύδος της ειδωλολατρείας, που τόσο ασφυκτικά καθόταν στο μάτι της ψυχής τους. «Οι καθήμενοι εν σκότει είδον φως μέγα». Είδαν τον Θεό, το όραμα του οποίου είχαν χάσει από το οπτικό πεδίο του πνεύματός τους, από την επενέργεια των σκοτεινών πνευμάτων της ακαθαρσίας και της πλάνης. Τους ζοφώδεις δαίμονες, που είναι οι εισηγητές της πνευματικής ζοφώσεως, του σκοτισμού του νου, και της πυκνότητας της πλανεμένης συνειδήσεως, εκμηδένισε ολοσχερώς η φωτοφόρος και φωτοδόχος λαμπάδα της Παρθένου, που με τη φωτιά του μυστηρίου της έλειωσε τις σάρκες του κολοσσού της πλάνης που φούντωσε στον κήπο τής Εδέμ, και από κει τύλιξε την ανθρωπότητα στα μελανά πέπλα του. Η Θεοτόκος καθάρισε το βιότοπο της ανθρώπινης ψυχής από τα σκοτεινά λύματα της αμαρτίας, που μόλυναν απτόητα τις πονεμένες καρδιές και μετέτρεπαν σε σκοτεινιασμένη κόλαση τη ζωή τους.
«Χαίρε πύλη μόνη ην ο Λόγος, διώδευσε μόνος η μοχλούς, και πύλας Άδου, Δέσποινα, τω τόκω σου συντρίψασα· χαίρε η θεία είσοδος των σωζωμένων πανύμνητε».
(Χαίρε, συ που είσαι η μοναδική πύλη από την οποίαν πέρασε μονάχα ο Λόγος· συ Δέσποινα, η οποία διά του καινοφανούς Τόκου σου συνέτριψες τους μοχλούς και τις βαρειές πύλες του Άδη. Χαίρε, συ πανύμνητε που είσαι η είσοδος από την οποία θα περάσουν οι σωζόμενοι.)
Ο ποιητής εδώ παρομοιάζει την Παρθένο με πύλη κλειστή, την οποίαν άνοιξε ο Λόγος του Θεού για να περάσει από αυτήν και να εισέλθει στον κόσμο. Την άνοιξε δε μονάχα αυτός και κανένας άλλος. Και όταν πέρασε από αυτήν, η πύλη ξανάκλεισε για να μείνει στο εξής παντοτεινά κλειστή. Μία πολύ ωραία εικόνα με την οποία η παλαιά προφητεία περιέγραψε την αειπαρθενία της Μαρίας. Διότι όπως παρθένος αγνή και άσπιλη συνέλαβε τον Χριστό χωρίς ανθρώπινη συνέργεια, έτσι και τον γέννησε, χωρίς ο τόκος να βλάψει τα σήμαντρα της παρθενίας της. Ούτε πάλι μετά τη γέννηση του Υιού της δέθηκε με άνδρα, για ν’ αποκτήσει μαζί του άλλα φυσικά παιδιά. Όπως παρθένος συνέλαβε, και παρθένος γέννησε και «μετά τόκον πάλιν παρθένος έμεινε». Στα λίγα αυτά λόγια συνοψίζεται θαυμάσια το μέγα και άφθαρτο μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως. Μία παρθένος ταπεινή και σεμνή, μία κόρη πάναγνη και άσπιλη, ένα τρυφερό πλάσμα της οποίας η φωταύγεια κάλυπτε ολόκληρη την κτίση και θάμπωνε τους αγγελικούς οφθαλμούς, λειτούργησε στο κοινό θαύμα της θεανθρώπινης ζωής, στους νέους ρυθμούς της ανακαινίσεως της πλάσεως, της μεταρρυθμίσεως του σύμπαντος. Και σημείο του θαύματος ήταν η μοναδική παρθενία της Πανάγνου, η μοναδική χάρη της Παναγίας! Πόσο αδικημένοι πραγματικά είναι όσοι δεν μπορούν να δουν το θεομητορικό αυτό δόγμα στο εσώτερο βάθος του μυστηρίου του Χριστού, μένοντας εγκλωβισμένοι στην ορθολογική βιολογική θεώρηση αυτού που και οι άγγελοι ακόμη, αδυνατούντες να κατανοήσουν, ανυμνούν απαύστως την Υπερευλογημένη!
Το θεομητορικό θαύμα όμως εγκλείει μέσα του δύναμη απεριόριστη· εγκλείει θεοδύναμη ενέργεια, την πυρίτιδα του Θεού που μόλις μπήκε στον Άδη, μόλις ήλθε σε επαφή με τα μουχλιασμένα θεμέλια της φθοράς, ανατίναξε το φοβερό εκείνο κολοσσό του θανάτου, έσπασε τις σκουριασμένες πύλες του, συνέτριψε τους μουχλιασμένους προαιώνιους μοχλούς της φοβερής εκείνης μηχανής, η οποία άλεθε ανελέητα τις ψυχές των νεκρών. Και συντρίβοντας το απαίσιο οικοδόμημα του Άδη, κατάργησε τη δύναμη της νεκρώσεως, ανοίγοντας διάπλατα την πύλη της σωτηρίας για το φοβισμένο γένος των ανθρώπων. Η σωτηρία έγινε και πάλι βατή στον αποστάτη άνθρωπο, τον ελεεινό τρόφιμο της φθοράς και του θανάτου!
(+Ανδρέα Θεοδώρου, Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Χαίρε Νύμφη, Ανύμφευτε», εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 18-25.)
(Αυτών που σε υμνολογούν, Θεοτόκε, σαν πλούσια και ζωντανή πηγή δωρεών, στερέωσε τον πνευματικό θίασο που έχουν συγκροτήσει· και στη θεία δόξα σου αξίωσέ τους να λάβουν στεφάνια δόξας αμάραντης.)
Το σώμα των πιστών που προσκυνούν ευλαβικά το όνομα της Μητέρας του Θεού, είναι ευλογημένο από την υπεραγία Θεοτόκο. Διότι η Θεοτόκος είναι αέναη πηγή πνευματικών δωρημάτων. Από το θεομητορικό της μυστήριο αναβλύζουν χάρες πολλές. Και είναι φυσικό η Μητέρα του Θεού να προστατεύει το πνευματικό σώμα του Υιού της και να το στερεώνει στη χαρισματική του αύξηση και προκοπή. Ο ποιητής του Ειρμού διατυπώνει το αίτημα αυτό στην αγνή Θεομήτορα, με αισθήματα ευλαβικής ιεροπρέπειας. Και όχι μόνον αυτό. Ζητά παράλληλα και δόξα για τα παιδιά της από τη δοξασμένη Βασίλισσα του ουρανού και της γης, από την αρχόντισσα της θείας Βασιλείας, που είναι τόσο απλόχωρα γενναιόδωρη και μεταδοτική. Η άϋλη δόξα της Τριάδος, το άκτιστο φως του Χριστού, είναι ουσιοποιημένα στη φύση που αγίασε ο Θεός με τον ερχομό του στον κόσμο. Το εργαστήριο της Παρθένου ανακράθηκε ολοκληρωτικά με τη θεόμορφη ενέργεια του Πνεύματος του Θεού, πιο πολύ και πέρα από κάθε άλλη κτιστή φύση. Γι’ αυτό η Παναγία είναι πραγματικά «χαριτωμένη». Η χάρη της διαχέεται παντού, λάμπει στο πνευματοφόρο σώμα της Εκκλησίας, αστράφτει στο φωτοβόλο χώρο της θείας Βασιλείας και λαμπρύνει, στεφανώνοντας με τη δόξα της όλους εκείνους που αποδέχονται το άρρητο μυστήριο του Τόκου της και με συγκίνηση ψάλλουν τα άφθιτα μεγαλεία της!
«Στάχυν η βλαστήσασα τον θείον, ως χώρα ανήροτος σαφώς, χαίρε, έμψυχε τράπεζα, άρτον ζωής χωρήσασα· χαίρε του ζώντος ύδατος, πηγή ακένωτος. Δέσποινα».
(Χαίρε συ, που βλάστησες το θειο στάχυ, χωρίς να δεχτείς καλλιέργεια από δύναμη ανθρώπου. Χαίρε, Δέσποινα, συ που είσαι τραπέζι έμψυχο, που μπόρεσε να χωρέσει τον άρτο της ζωής· συ που είσαι πηγή του ζώντος ύδατος, που είναι αστείρευτη και ανεξάντλητη.)
Ο ποιητής εξακολουθεί το λυρισμό του. Βλέπει την Παναγία σαν ένα κομμάτι γης, στο οποίο βλάστησε το στάχυ του Θεού, χωρίς να δεχτεί σπορά, καλλιέργεια και φυσική περιποίηση και βροχή. Και φυσικά δεν ήταν αναίτια η βλάστηση εκείνη. Ήταν βλάστηση υπερφυσική που υπερέβαινε όλους τους νόμους και τους κανόνες, που παρατηρούνται στη φυσική τάξη των πραγμάτων. Εκείνο που έλειπε από την ανήροτη γη, το αλέτρι και οι λοιπές άλλες συνθήκες, αναπλήρωσε με την παντοδύναμη χάρη του το Πνεύμα του Θεού, από το οποίο βγήκε και η φυσική τάξη των πραγμάτων. Έτσι συντελέστηκε η παράδοξη σοδειά του Θεού, ο διφυής στάχυς της Παρθένου και του Υιού του Πατρός, για να γίνει ψωμί που βαστάχθηκε στο τραπέζι της Παρθένου, ψωμί ζωής που έφαγε και χόρτασε το πεινασμένο γένος των ανθρώπων, που πεινούσε στη μακρινή χώρα της αποστασίας του, στα σκοτάδια της θανατερής λιμοκτονίας του. Δεν έδωσε δε μονάχα το ψωμί το θαύμα της Παρθένου· έδωσε και το ζωντανό νερό, που είναι σε ίσο μέτρο απαραίτητο με το ψωμί για τη ζωή του ανθρώπου. Το νερό που άλλεται, δηλ. που αναβλύζει, «την ζωήν την αιώνιον», το οποίον ξεδιψά αληθινά τον κουρασμένο άνθρωπο, σβήνει τους ενδόμυχους πόθους του, ό,τι ευγενές εξακολουθεί να υπάρχει μέσα του και δεν κατόρθωσε ακόμη να αφανίσει η αμαρτία. Και το νερό της Παρθένου, κρυστάλλινο και δροσερό, είναι ακένωτο· δεν σταματά ποτέ ούτε εξαντλείται η ροή του, γιατί είναι η αστείρευτη ροή του πνεύματος του Θεού, που δεν χάνεται, όπως δεν χάνεται και ο ίδιος ο Θεός!
«Δάμαλις τον μόσχον η τεκούσα, τον άμωμον, χαίρε, τοις πιστοίς· χαίρε αμνάς κυήσασα, Θεού αμνόν τον αίροντα, κόσμου παντός τα πταίσματα· χαίρε θερμόν ιλαστήριον».
(Χαίρε, η δάμαλις που γέννησες τον μόσχο τον καθαρό και αψεγάδιαστο· χαίρε, η αμνάδα που εκύησες τον αμνό του Θεού, που σήκωσε πάνω του τα πταίσματα όλου του κόσμου· χαίρε Συ, που αναδείχτηκες φλογισμένο από τη χάρη ιλαστήριο των ανθρώπων.)
Ο ποιητής προχωρεί βαθύτερα στον ένθεο λυρισμό του. Παρομοιάζει τη Θεοτόκο με δάμαλι και αμνάδα, που έφεραν στον κόσμο το μόσχο τον άμωμο και τον αμνό του Θεού, που σήκωσε στους ώμους του τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Η δάμαλις, ο μόσχος και ο αμνός είχαν κάποια λειτουργικότητα στη λατρεία της Παλαιάς Διαθήκης. Ήσαν ζώα που προσφέρονταν ως θυσία εξιλαστήρια στο Θεό. Οι αρχαίοι Ισραηλίτες πίστευαν, ότι στα προς θυσία ζώα αυτά, μεταφέρονταν οι αμαρτίες εκείνων που τα πρόσφεραν στο Θεό, έτσι ώστε να τιμωρούνται αυτά αντί εκείνων για τις όποιες ενοχές τους, και έτσι οι αμαρτωλοί να συγχωρούνται, ελεούμενοι μπροστά στον άγιο Θεό. Οι αρχαίες όμως ζωοθυσίες – κυριότερες των οποίων ήταν η θυσία του Πασχάλιου αμνού και η μεγάλη θυσία της εορτής του Εξιλασμού – σήμαιναν, απλώς, χωρίς να μεταφέρουν στην πραγματικότητα το σημαινόμενο της τελέσεώς τους.
Δήλωναν την ανάγκην αφέσεως των αμαρτιών χωρίς όμως στην πραγματικότητα να την παρέχουν. Ήσαν προτυπώσεις απλές μιας άλλης μεγάλης θυσίας, η οποία πράγματι θα αφαιρούσε τις αμαρτίες του κόσμου και θα απάλλασσε το γένος από τις αθροισμένες του ενοχές (του αμαρτήματος του Προπάτορα και τις άλλες προσωπικές των ανθρώπων ενοχές). Αυτό το μεγάλο θύμα έφερε στον κόσμο η Μαρία. Σαν λογική δάμαλις και αμνάδα στην οποίαν έπνεε η χάρη και η ευλογία του Θεού, γέννησε το μόσχο και τον αμνό του Θεού τον καθαρό και αψεγάδιαστο, τον Υιό Του τον μονογενή, ο οποίος θεληματικά σήκωσε στους ώμους του τις αμαρτίες όλου του κόσμου, τις έφερε στο σταυρό στον οποίον, πεθαίνοντας, έπλυνε με το αίμα του τις ψυχές όλων των ανθρώπων από τις πολλές τους ενοχές, έδωσε άφεση αμαρτιών, και εξιλέωσε τον αποστάτη άνθρωπο ενώπιον του Πατέρα, από τον οποίον τόσο αλόγιστα ξεμάκρυνε στα όρη και τους γκρεμούς της αμαρτίας. Η Θεοτόκος ονομάζεται «ιλαστήριον των ανθρώπων» στην έννοια και στη σχέση αυτή· στην έννοια δηλαδή της θυσίας του Υιού του Θεού, στον οποίον έδωσε με τη δύναμη του παναγίου Πνεύματος την ανθρώπινη φύση του. Διότι στη διάσταση του χριστολογικού μυστηρίου πίσω από τον Υιό βρίσκεται πάντοτε η Μητέρα, αχώριστα δεμένη με τη λυτρωτική χάρη την οποίαν Εκείνος διακόνησε τον κόσμο.
«Όρθρος φαεινός, χαίρε η μόνη, τον ήλιον φέρουσα Χριστόν, φωτός κατοικητήριον· χαίρε το σκότος λύσασα, και τους ζοφώδεις δαίμονες, ολοτελώς εκμειώσασα».
(Χαίρε φαεινή αυγή, η οποία μόνη έφερες τον ήλιο (στον κόσμο) και αναδείχτηκες κατοικητήριο του (νοητού) φωτός. Χαίρε συ που αποδίωξες τα πνευματικά σκοτάδια και εκμηδένισες ολοτελώς τους ζοφερούς δαίμονες.)
Στο τροπάριο αυτό ο υμνωδός χρησιμοποιεί την αναλογική εικόνα του φωτός, που είναι τόσο προσφιλής στην αγιογραφική και αρχαία πατερική θεολογία, για να εικονίσει το μέγα μυστήριο του Χριστού και της άχραντης Μητέρας του. Στη θεοϋπόστατη σάρκα της Πανάγνου ρόδισε η αυγή του μεγάλου μυστηρίου. Διαγράφτηκε το προμήνυμα του υπέρλαμπρου γεγονότος. Και στον καιρό του φάνηκε ο Ήλιος στα φτωχικά χώματα της Βηθλεέμ από τον φωτεινό ορίζοντα της ταπεινής Κόρης, διαχέοντας τη φωτιστική λάμψη του σ’ ολόκληρη την κτίση. Ο Μέγας της δικαιοσύνης Ήλιος ήλθε σαν φως ντυμένος τη φωτεινή σάρκα της θεοχώρητης Νύμφης του, της Μητέρας που του ετοίμασε το Πνεύμα του, διά του οποίου Εκείνος πέμπεται και διαλάμπει στον κόσμο. Στο μυστήριο του Χριστού όλα είναι φωτοφάνεια και φωταύγεια. Όλα είναι φως, γιατί φως είναι η θεότητα και η δόξα του. Φως προχεόμενο αϊδίως από την άπειρη θεία ουσία του, φως ανέσπερο και αδιάδοχο, στο οποίο είναι κτισμένα και φέρονται τα σύμπαντα. Φως το Πνεύμα το άγιο· φως το ενδιαίτημα το άγιο του Υιού του ανθρώπου και του Θεού· φως ο άπειρος του Πατρός Λόγος ο ενοικήσας στην αμόλυντη σάρκα· φως η διδασκαλία του, το έργο του, η Βασιλεία του. Φως, παντού φως! Οι σκιερότητες και τα σκοτάδια της αμαρτίας χάθηκαν στη μεγάλη Ημέρα, στην Ανατολήν εξ ύψους. Η Θεοτόκος, στην οποία κατοίκησε σωματικά το φως, έλυσε τα σκοτάδια της αγνωσίας και της πλάνης. Οι άνθρωποι είδαν καθαρά και απροκάλυπτα την αλήθεια. Λευτερώθηκαν από το ψεύδος της ειδωλολατρείας, που τόσο ασφυκτικά καθόταν στο μάτι της ψυχής τους. «Οι καθήμενοι εν σκότει είδον φως μέγα». Είδαν τον Θεό, το όραμα του οποίου είχαν χάσει από το οπτικό πεδίο του πνεύματός τους, από την επενέργεια των σκοτεινών πνευμάτων της ακαθαρσίας και της πλάνης. Τους ζοφώδεις δαίμονες, που είναι οι εισηγητές της πνευματικής ζοφώσεως, του σκοτισμού του νου, και της πυκνότητας της πλανεμένης συνειδήσεως, εκμηδένισε ολοσχερώς η φωτοφόρος και φωτοδόχος λαμπάδα της Παρθένου, που με τη φωτιά του μυστηρίου της έλειωσε τις σάρκες του κολοσσού της πλάνης που φούντωσε στον κήπο τής Εδέμ, και από κει τύλιξε την ανθρωπότητα στα μελανά πέπλα του. Η Θεοτόκος καθάρισε το βιότοπο της ανθρώπινης ψυχής από τα σκοτεινά λύματα της αμαρτίας, που μόλυναν απτόητα τις πονεμένες καρδιές και μετέτρεπαν σε σκοτεινιασμένη κόλαση τη ζωή τους.
«Χαίρε πύλη μόνη ην ο Λόγος, διώδευσε μόνος η μοχλούς, και πύλας Άδου, Δέσποινα, τω τόκω σου συντρίψασα· χαίρε η θεία είσοδος των σωζωμένων πανύμνητε».
(Χαίρε, συ που είσαι η μοναδική πύλη από την οποίαν πέρασε μονάχα ο Λόγος· συ Δέσποινα, η οποία διά του καινοφανούς Τόκου σου συνέτριψες τους μοχλούς και τις βαρειές πύλες του Άδη. Χαίρε, συ πανύμνητε που είσαι η είσοδος από την οποία θα περάσουν οι σωζόμενοι.)
Ο ποιητής εδώ παρομοιάζει την Παρθένο με πύλη κλειστή, την οποίαν άνοιξε ο Λόγος του Θεού για να περάσει από αυτήν και να εισέλθει στον κόσμο. Την άνοιξε δε μονάχα αυτός και κανένας άλλος. Και όταν πέρασε από αυτήν, η πύλη ξανάκλεισε για να μείνει στο εξής παντοτεινά κλειστή. Μία πολύ ωραία εικόνα με την οποία η παλαιά προφητεία περιέγραψε την αειπαρθενία της Μαρίας. Διότι όπως παρθένος αγνή και άσπιλη συνέλαβε τον Χριστό χωρίς ανθρώπινη συνέργεια, έτσι και τον γέννησε, χωρίς ο τόκος να βλάψει τα σήμαντρα της παρθενίας της. Ούτε πάλι μετά τη γέννηση του Υιού της δέθηκε με άνδρα, για ν’ αποκτήσει μαζί του άλλα φυσικά παιδιά. Όπως παρθένος συνέλαβε, και παρθένος γέννησε και «μετά τόκον πάλιν παρθένος έμεινε». Στα λίγα αυτά λόγια συνοψίζεται θαυμάσια το μέγα και άφθαρτο μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως. Μία παρθένος ταπεινή και σεμνή, μία κόρη πάναγνη και άσπιλη, ένα τρυφερό πλάσμα της οποίας η φωταύγεια κάλυπτε ολόκληρη την κτίση και θάμπωνε τους αγγελικούς οφθαλμούς, λειτούργησε στο κοινό θαύμα της θεανθρώπινης ζωής, στους νέους ρυθμούς της ανακαινίσεως της πλάσεως, της μεταρρυθμίσεως του σύμπαντος. Και σημείο του θαύματος ήταν η μοναδική παρθενία της Πανάγνου, η μοναδική χάρη της Παναγίας! Πόσο αδικημένοι πραγματικά είναι όσοι δεν μπορούν να δουν το θεομητορικό αυτό δόγμα στο εσώτερο βάθος του μυστηρίου του Χριστού, μένοντας εγκλωβισμένοι στην ορθολογική βιολογική θεώρηση αυτού που και οι άγγελοι ακόμη, αδυνατούντες να κατανοήσουν, ανυμνούν απαύστως την Υπερευλογημένη!
Το θεομητορικό θαύμα όμως εγκλείει μέσα του δύναμη απεριόριστη· εγκλείει θεοδύναμη ενέργεια, την πυρίτιδα του Θεού που μόλις μπήκε στον Άδη, μόλις ήλθε σε επαφή με τα μουχλιασμένα θεμέλια της φθοράς, ανατίναξε το φοβερό εκείνο κολοσσό του θανάτου, έσπασε τις σκουριασμένες πύλες του, συνέτριψε τους μουχλιασμένους προαιώνιους μοχλούς της φοβερής εκείνης μηχανής, η οποία άλεθε ανελέητα τις ψυχές των νεκρών. Και συντρίβοντας το απαίσιο οικοδόμημα του Άδη, κατάργησε τη δύναμη της νεκρώσεως, ανοίγοντας διάπλατα την πύλη της σωτηρίας για το φοβισμένο γένος των ανθρώπων. Η σωτηρία έγινε και πάλι βατή στον αποστάτη άνθρωπο, τον ελεεινό τρόφιμο της φθοράς και του θανάτου!
(+Ανδρέα Θεοδώρου, Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Χαίρε Νύμφη, Ανύμφευτε», εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 18-25.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου