Ἀναμνήσεις τοῦ ἡγουμένου τῆς ἱ. Μονῆς Δοχειαρίου Ἁγ. Ὄρους
ἀρχιμ. Γρηγορίου Ζουμῆ τοῦ Παρίου
Τὸ πῆρα τὸ μάθημα καὶ τὸ κράτησα ἀπὸ τὸ 1957 μέχρι σήμερα. Καί, δόξα τῷ Θεῷ, γλύτωσα ἀπὸ τὴν καταιγίδα τῆς κατακρίσεως τῶν ἀδελφῶν μου.
Περιοδικό «Χριστιανική Σπίθα»
Ιανουάριος 2012
ἀρχιμ. Γρηγορίου Ζουμῆ τοῦ Παρίου
Εἶχε προσκέφαλο τὴν φασκομηλιὰ καὶ τὸ θυμάρι· σκέπη τὸν σχῖνο καὶ τὴν φίδα. Ἔσπερνε, θέριζε καὶ ἁλώνιζε· ἔσκαβε, φύτευε, κλάδευε καὶ τρυγοῦσε· ἔβοσκε, ἄρμεγε καὶ τυροκομοῦσε, γιὰ νά ᾿χη τὸ μοναστήρι τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασί, τὴν ἐλιὰ καὶ τὸ λάδι, τὸ γάλα καὶ τὸ τυρί. Αὐτὸς ὁ μικρὸς τὸ δέμας παπα-Ἠλίας μὲ τοὺς ἄλλους ἀγρότες μοναχοὺς ἄφησαν στὴν κυριολεξία τὰ κρέατά τους καὶ τὰ κόκκαλά τους στὰ μπαΐρια τοῦ μοναστηριοῦ. Πάντα οἱ ἀσεβεῖς περίοικοι ἔλεγαν «Ἔχει τὸ μοναστήρι», ἀλλὰ τὸ πῶς ἔχει δὲν τὸ ἔβλεπαν. Ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλο ἔσκαπταν τὴν πετρώδη νησιώτικη γῆ. Ἀποδίδει ἡ ἔρημη γῆ, ἀλλὰ ἂν τῆς δώσης, καὶ πολλὲς φορὲς παίρνεις πολὺ λιγώτερα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τῆς δίνεις. Ὁ ἀγρότης πάντα εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζῆ μὲ τὴν ἐλπίδα.
Κάποτε μπῆκα στὸ κελλὶ τοῦ παπα-Ἠλία.
–Γέροντα, τὸ κελλί σας εἶναι κατάμαυρο. Θέλει ἄσπρισμα.
–Δὲν ξεύρω, παιδί μου, πῶς εἶναι. Εἴκοσι χρόνια νύχτα μπαίνω, νύχτα βγαίνω.
Κάποια χρονιὰ κάναμε τὴν γιορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως στὸ ᾽ξωκκλήσι τῆς οἰκογένειας Δραγάτση. Στὴν ἐπιστροφὴ εἶδε κάποια ξερολιθιὰ γκρεμισμένη. Μοῦ λέγει·
–Πάρε τὰ ἱερὰ καὶ τὸ ζῶο καὶ πήγαινε στὸ μοναστήρι. Ἐγὼ θὰ κτίσω τὸν τοῖχο καὶ τὴν ὥρα τῆς τραπέζης θὰ εἶμαι στὸ Μοναστήρι.
Πράγματι, ὅταν χτυποῦσε τὸ τελευταῖο καμπανάκι γιὰ τὸ φαγητό, κάθιδρος ἀνέβαινε ὁ πατὴρ Ἠλίας γιὰ τὴν κοινὴ τράπεζα. Ἦταν καὶ αὐτὸς κανόνας τῆς Μονῆς· στὶς γιορτὲς κανείς νὰ μὴν ἀπουσιάζη ἀπὸ τὴν τράπεζα τοῦ κοινοβίου. Ἡ τάξη τῆς μονῆς θέλει ἀκρίβεια καὶ εὐλάβεια. Ἀπαιτεῖται δὲ πολὺς κόπος γιὰ τὴν εὐταξία τῆς λειτουργίας τοῦ κοινοβίου. Γιὰ νά ᾽σαι στὴν ὥρα σου στὴν ἐκκλησία, στὴν τράπεζα, στὴ διακονία, εἶναι σταυρὸς μεγάλος. Οἱ καλοὶ μοναχοὶ εἶχαν καὶ αὐτὸ μέσα στὴν ἐξομολόγησή τους· «Καὶ τὴν τάξη τῆς Μονῆς δὲν ἐφύλαξα», πρᾶγμα ποὺ ποτέ δὲν ἄκουσα ἀπὸ τοὺς νεώτερους. Μετὰ τὴν τράπεζα κάθισα μαζί του στὸ ξυλοκρέβατο τοῦ κελλιοῦ του.
–Γέροντα Ἠλία, δὲν εἶναι ὑπερβολὴ αὐτό, ποὺ καθίσατε μετὰ τὴν ἀγρυπνία καὶ τὴν Λειτουργία νὰ κτίσετε τὸ πεσμένο ντουβάρι; Ἂς τό ᾽κτιζε κάποιος ἄλλος.
–Παιδί μου Μανώλη, ὁ «κάποιος ἄλλος» εἶμαι πάντα ἐγώ· καὶ σήμερα καὶ αὔριο. Ὅσα χρόνια εἶμαι στὸ μοναστήρι ποτέ δὲν ἔψαξα τὸν κάποιον ἄλλον.
–Ναί, ἀλλ᾽ ἂν χτυπούσατε τὸ χέρι σας καὶ μάτωνε τὶς πέτρες, δὲν θὰ ἦταν κρῖμα;
–Αὐτὸ τὸ αἷμα, παιδί μου, θὰ διώξη τὸν δαίμονα. Ποτέ δὲν θ᾽ ἀναπαυθῆ σ᾽ αὐτὸ τὸ ντουβάρι.
Τὸ πῆρα τὸ μάθημα καὶ τὸ κράτησα ἀπὸ τὸ 1957 μέχρι σήμερα. Καί, δόξα τῷ Θεῷ, γλύτωσα ἀπὸ τὴν καταιγίδα τῆς κατακρίσεως τῶν ἀδελφῶν μου.
«–Ποιός τὸ ἄφησε τὸ δοχεῖο ἐδῶ; –Ἐγὼ τὸ ξέχασα ἐχθές. –Παραμέρισέ το καὶ μὴν ψάχνεις τὸν κάποιον ἄλλον».
Ὁ παπα – Ἠλίας σὰν λειτουργὸς ὑπῆρξε τελείως ἀνεπιτήδευτος· λειτουργοῦσε γιὰ νὰ λειτουργήση. Ἡ φωνή του δὲν ἦταν ἰδιαίτερα ὄμορφη, ἀλλ᾽ ἦταν παραπονιάρικη. Ὄχι γιατὶ ἦταν πάντα κουρασμένος, ἀλλὰ γιατὶ ἔβλεπε τοὺς νέους μοναχοὺς νὰ μὴν ἀγαποῦν τὴν μάνα γῆ καὶ τὴν χειρωνακτικὴ ἐργασία. Σήμερα, ἅμα ζοῦσε, θὰ ἔβλεπε τὸ θαῦμα τῆς προσευχῆς του ἀπὸ τὴν νέα ἀδελφότητα.
Τὸν ρώτησα πολλὲς φορὲς γιὰ τὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς καὶ τὴν κατακράτησή του στὶς φυλακὲς τοῦ Κορυδαλλοῦ ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς, καὶ τὸ μόνο ποὺ μοῦ ἀπαντοῦσε ἦταν· «Ὁ Θεὸς νὰ σ᾽χωρέση τὸν προδότη».
Ὁ παπα-Ἠλίας εἶχε μιὰ ἰδιαίτερη χάρη ἀπὸ τὸν Θεό· σὲ κοίταζε μέσα στὰ μάτια. Ὄχι λάγνα, ὄχι πονηρά, ὄχι ἐρευνητικά, ἀλλὰ ἀθῶα καὶ γαλήνια. Καὶ μετέδιδε αὐτὴν τὴ χάρη στὴν καρδιά σου, χωρὶς νὰ προλαβαίνης νὰ σκεφθῆς ἀπὸ ποῦ τὴν πῆρες. Αὐτὸ δὲν τὸ βρῆκα σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους.
Ἀνεπαύθη ἤρεμα καὶ γαλήνια, ὅπως κάθε καλὸς οἰκονόμος τῆς Χάριτος, στὸ φτωχὸ κελλί του καὶ ἐτάφη στὸ κοιμητήριο τῶν πατέρων, σὰν ἀληθινὸς πύκτης καὶ μάρτυρας τοῦ κοινοβιακοῦ βίου. Ὅταν ἤκουσε γέρων Ἁγιορείτης πὼς τὰ ροζιασμένα καὶ ξηρόδερμα χέρια τοῦ παπα-Ἠλία σταυρώθηκαν καὶ δέθηκαν, εἶπε τὰ ἑξῆς·
–Ἀδελφοί μου, ὅταν ἔπαυσε ὁ Ἀδὰμ νὰ καλλιεργῆ τὸν Παράδεισο καὶ νὰ τὸν φροντίζη καὶ ἀσχολεῖτο μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν τρυφή του, τὸν ἔδιωξε ὁ Θεός. Πολὺ φοβᾶμαι πώς, ἀφοῦ παύσαμε νὰ φροντίζουμε τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, ἕνεκα πολλῶν προφάσεων, ἡ Παναγία θὰ μᾶς διώξη καὶ θὰ βρεθοῦμε ἔξω ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἐπίγειο παράδεισο.
Περιοδικό «Χριστιανική Σπίθα»
Ιανουάριος 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου