«Εξέστη τα σύμπαντα επί τη θεία δόξη σου· συ γαρ, απειρόγαμε Παρθένε, έσχες εν μήτρα τον επί πάντων Θεόν και τέτοκας άχρονον Υιόν, πάσι τοις υμνούσι σε, σωτηρίαν βραβεύοντα».
(Όλος ο κόσμος έμεινε έκπληκτος για τη θεία δόξα σου· διότι συ, απειρόγαμε Παρθένε, αξιώθηκες να δεχτείς στη μήτρα σου τον Θεό που βρίσκεται πάνω σε όλα τα κτίσματα (και τα εξουσιάζει), και έχεις γεννήσει τον άχρονο Υιό του Πατρός, ο οποίος χαρίζει τη σωτηρία σαν βραβείο σε όσους με ευλάβεια σε ανυμνούν.)
Η έκσταση είναι ο συνεπαρμός της ψυχής που γεννιέται μπροστά στο θαύμα. Βλέποντας κάτι μεγάλο ο άνθρωπος, το οποίον υπερβαίνει τα κοινά μέτρα και τους νόμους της φύσεως, κάτι που δεν μπορεί να εξηγήσει με το λογικό οπλισμό της φύσεώς του, κάτι ακατανόητο και ακατάληπτο, μένει άφωνος, πέφτει σε έκσταση, καταπλήσσεται. Ιδιαίτερα μάλιστα, όταν βλέπει το θαύμα του Θεού, κυριεύεται από ιερό τρόμο και θαυμασμό και ξεσπά σε ανύμνηση της θείας μεγαλειότητας και παντοδυναμίας.
Στη σειρά των θείων θαυμάτων, πρωτεύουσα θέση καταλαμβάνει ασφαλώς το θαύμα της Παρθένου. Πως δηλαδή η απειρόγαμος Κόρη, χωρίς να λειτουργήσουν σ’ αυτήν οι νόμοι της φυσικής συλλήψεως και της κυήσεως, μπόρεσε να συλλάβει και να γεννήσει. Η μεγάλη όμως στιγμή του θαύματος ήταν, το πως μπόρεσε να χωρήσει στη μήτρα της την άπειρη ουσία του Θεού, την ακατάληπτη, ακατάσχετη, και την ανέφικτη σε κάθε κτιστή δυνατότητα. Πώς μπόρεσε, αλήθεια, να χωρέσει ο αχώρητος και ακατάσχετος Θεός στο στενό χωρίο της Παρθένου; Μήπως είναι λήρος(παραμύθια) αυτά τα πράγματα; Για κείνους που κυριαρχούνται μονάχα από το λογικό, μπορεί να είναι. Αυτοί μένουν πίσω. Δεν έχουν δύναμη και αντοχή. Εγκλωβίζονται στα στεγανά διαμερίσματα του κριτικού λόγου, της διάνοιας. Πνευστιούν, πεθαίνουν. Ανεβαίνουν όμως εκείνοι που πιστεύουν στο θαύμα του Θεού, όσοι αποδέχονται με ταπείνωση και αφελότητα καρδιάς εκείνο που επίμονα αρνείται ο λογικός νους και η διάνοια. Αυτοί παθαίνουν τη θεοποιό έκπληξη, εναγκαλίζονται τον άπειρο Θεό! Σε ίσο μέτρο εκπληκτικό είναι και το πως ο άχρονος Υιός, αυτός που είναι έξω από τα φυσικά όρια του χρόνου, ο οποίος γεμίζει το χρόνο σε όλες τις ιστορικές του στιγμές και συγχρόνως υπέρκειται του χρόνου -που και αυτός προέρχεται από τη δική του άφθαρτη ενέργεια – μπορεί ως ουσία και υπόσταση να εισέλθει και να ζήσει στη χρονική των ανθρωπίνων πραγμάτων σκηνή. Και εδώ έχουμε μια φοβερή και άλυτη αντινομία, μια στιγμή τόσο φοβερά σκληρή για την ανθρώπινη διάνοια. Όσοι όμως μεγαλύνουν το όνομα της Παρθένου, δέχονται την αντινομία του θεομητορικού θαύματος, πιστεύοντας στον ανερμήνευτο Τόκο της, που τους σώζει από τις δυσκολίες της φθαρτής φύσεως και τους χαρίζει την αιώνια ζωή στην άρρητη μυσταγωγία της θείας βασιλείας.
«Οδόν η κυήσασα ζωής, χαίρε, πανάμωμε, η κατακλυσμού της αμαρτίας, σώσασα κόσμον· χαίρε Θεόνυμφε, άκουσμα και λάλημα φρικτόν· χαίρε ενδιαίτημα του Δεσπότου της κτίσεως».
(Χαίρε, πανάμωμε, συ που γέννησες την οδό που οδηγεί στη ζωή και έσωσες τον κόσμο από τον κατακλυσμό της αμαρτίας. Χαίρε, Θεόνυμφε, που είσαι λάλημα και άκουσμα φρικτό· χαίρε ενδιαίτημα του Δεσπότου της κτίσεως.)
Ο Χριστός είναι η οδός, η αλήθεια και η ζωή. Είναι ο ποιμένας ο καλός που παρέχει ασφάλεια στα πρόβατά του. Είναι η μυστική άμπελος, η οποία τρέφει με τους χυμούς της και ζωοποίει τα λογικά της κλήματα. Είναι ο άρτος της ζωής που παρέχει ζωήν αιώνια. Το νερό που σβύνει την πνευματική δίψα του ανθρώπου. Το φως που τον κατευθύνει στη λυτρωτική θεία αλήθεια. Μακριά από το Χριστό υπάρχει πυκνό σκοτάδι, πείνα και δίψα ψυχής, λιμοκτονία και θάνατος. Η Παρθένος Μαρία γέννησε την οδό της ζωής. Διά του μυστηρίου της οι άνθρωποι, κερδίζουν την υπόθεσή τους, εκείνο που αντιπροσωπεύουν στη γη, άσχετα αν πολλές φορές το αγνοούν, σιτιζόμενοι με τα χοιρώδη στοιχεία της φθοράς. Με τη Θεοτόκο άνοιξε ο δρόμος. Όποιος ελεύθερα τον ακολουθήσει θα βρει την αληθινή ζωή, θα γευθεί τον αιώνιο καρπό του δέντρου που φύτεψε ο Θεός στον Παράδεισο και τα κλωνάρια του οποίου εκτείνονται στη βασιλεία των ουρανών.
Χαιρετίζουμε την Παρθένο, γιατί με τη ζωή που γέννησε έσωσε τον κόσμο από τον κατακλυσμό της αμαρτίας. Όπως στους αλλοτινούς καιρούς, ο Θεός έσωσε στην κιβωτό τον Νώε από τον πνιγμό του κατακλυσμού που παρέσυρε και έπνιξε όλες τις αμαρτωλές σάρκες της αμαρτίας, έτσι και η νέα της χάριτος Κιβωτός, η απείρανδρη Κόρη, στα φωτεινά της διαμερίσματα έσωσε το γένος από τον πνιγμό της φθοράς και του πνευματικού θανάτου.
Χαιρετίζουμε τη θεόνυμφη Κόρη, εκείνην που αγάπησε υπερβολικά ο Θεός, ερασθείς του υπερκόσμιου κάλλους της, γιατί είναι άκουσμα και λάλημα φρικτό. Το άκουσμά της σκορπίζει δέος και ιερή φρικίαση στις πιστεύουσες καρδιές, γιατί είναι το ενδιαίτημα, η κατοικία του Δεσπότου της κτίσεως. Σ’ αυτήν δεν κατοικεί ο Θεός με τη χάρη του, όπως συμβαίνει στους άλλους ευσεβείς και ενάρετους, αλλά κατοίκησε ολόκληρος με την πληρότητα της φύσεως, της υποστάσεως και της θείας του ενέργειας. Και μπορεί μεν το μυστήριο να μη το κατανοούμε με την πενιχρή μας διάνοια, όμως ταπεινά το λατρεύουμε με την πιστεύουσα καρδιά μας, νοιώθοντας τους γλυκασμούς του να ευφραίνουν και να ωραΐζουν τις ψυχές μας!
«Ισχύς και οχύρωμα ανθρώπων, χαίρε Άχραντε, τόπε αγιάσματος της δόξης· νέκρωσις Άδου, νυμφών ολόφωτε· χαίρε των Αγγέλων χαρμονή· χαίρε η βοήθεια των πιστώς δεομένων σου».
(Χαίρε, Άχραντε, που είσαι η ισχύς και το οχύρωμα των ανθρώπων, τόπος άγιος της δόξας του Θεού·νέκρωση του Άδη και ολόφωτε Νυμφώνα· χαίρε, συ που είσαι η χαρά των Αγγέλων· χαίρε, η βοήθεια εκείνων που με πίστη σε επικαλούνται.)
Τα εγκώμια του υμνωδού συνεχίζονται. Χαιρετίζει την Παρθένο ως το οχύρωμα των ανθρώπων, επαναλαμβάνοντας εκείνο που είπε σε προηγούμενο τροπάριο. Την χαιρετίζει ως Άχραντη, που κανένας σπίλος αμαρτίας, κανένας ηθικός μολυσμός δεν σκιάζει την καθαρμένη από το Πνεύμα του Θεού συνείδησή της. Είναι η μόνη γυναίκα, η ωραία και καλή. Στην αγιασμένη και θεοχώρητη φύση της λάμπει ολοκάθαρη η δόξα του ουρανού, η λαμπρότητα της Θείας Βασιλείας. Μέσα στη μήτρα της νεκρώθηκε ο θάνατος, ηττήθηκε και καταργήθηκε η νέκρωση του Άδη, που κυριαρχούσε στα πεσμένα πλάσματα· και στήθηκε ο ολόφωτος Νυμφώνας των ουρανών, όπου τελούνται οι γάμοι του Θεού και της Νύμφης, του σώματος των αγιασμένων και εξαγορασμένων διά του αίματος του Αρνίου, όπου πανήγυρη φαιδρή και ήχος καθαρός εορταζόντων, όπου χοροί Αγγέλων και πνευματικές ηδύτητες και γλυκασμοί· όπου το Δείπνο το Μέγα, η ευωχία της υπέρτατης και αδιάδοχης χαράς στα φωτεινά σκηνώματα της Βασιλείας. Η Μαρία είναι η χαρμονή των Αγγέλων. Η άϋλη φύση τους δονείται από τη χάρη του υπέρτατου μυστηρίου στο οποίον ήθελαν, αλλά δεν μπορούσαν να παρακύψουν. Το μυστήριο το σεσιγημένο και απόκρυφο, το κρυμμένο στην απειρόσοφη θεία βουλή, τώρα γίνεται φανέρωση, γίνεται πραγματικότητα, γίνεται τραγούδι που ανυμνούν τα πυρίμορφα τάγματα των αγγέλων, βλέποντας στην Κόρη της Βασιλείας το νόημα και τη χαρά του παντός, τον λόγο και της δικής τους υπάρξεως. Σκιρτούν, λοιπόν, από χαρά και γιορτάζουν, υμνώντας τη Μητέρα την οποία διάλεξε ο Θεός για να στήσει σ’ αυτήν τη δόξα της Βασιλείας του.
Η Μαρία είναι συνάμα και η βοήθεια όλων εκείνων που με πίστη προστρέχουν στη χάρη της για να βρουν χάρη και έλεος στις δυσκολίες και στη σκληρή πάλη τους κατά των σκοτεινών δυνάμεων της αμαρτίας και των πνευμάτων της ακαθαρσίας.
«Πυρίμορφον όχημα του Λόγου χαίρε Δέσποινα, έμψυχε Παράδεισε, το ξύλον, εν μέσω έχων ζωής τον Κύριον, ου ο γλυκασμός ζωοποιεί πίστει τους μετέχοντας και φθορά υποκύψαντας».
(Χαίρε, Δέσποινα, συ που εχρημάτισες όχημα πυρίμορφο του Λόγου και είσαι έμψυχος Παράδεισος που στο μέσο του έχει τον Κύριον της ζωής, του οποίου η γλυκύτητα ζωοποιεί αυτούς που με πίστη μετέχουν σ’ αυτό και οι οποίοι υπέκυψαν στη φθορά.)
Τα εγκώμια διαδέχονται το ένα το άλλο. Ο ποιητής είναι ανεξάντλητος, χρησιμοποιώντας όσες εικόνες γνωρίζει από τα ιερά κείμενα της Γραφής και όσες εφευρίσκει η εμπνευσμένη ποιητική φαντασία του.
Την Μαρία την παρομοιάζει με όχημα το οποίο βγάζει φωτιά, στο οποίο κάθησε ο Λόγος για να κατέβει στη γη. Το πυρίμορφο αυτό όχημα το ετοίμασε ο προπομπός του Λόγου, το Πνεύμα το άγιο, το οποίον ευλογεί και αγιάζει τη θεία ενανθρώπηση. Ενώ ο Λόγος πέμπει το Πνεύμα στον κόσμο, το Πνεύμα πέμπει με τη σειρά του τον Λόγο, ετοιμάζοντας το επίγειο σκήνωμά του, δημιουργώντας την ανθρώπινη φύση του και χρίοντας τη λυτρωτική θεία οικονομία του.
Την παρομοιάζει με έμψυχο Παράδεισο. Η αναλογία βρίσκεται στην παλαιά οικονομία, στην πρώτη αρχή της ζωής, τον επίγειο παράδεισο της Εδέμ, στο μέσο του οποίου ο Θεός φύτεψε το δέντρο της ζωής. Ο Παράδεισος της νέας οικονομίας, αντί του παλαιού δέντρου, έχει μέσα του ένα άλλο καινούργιο δέντρο ζωής, τον Κύριο, το οποίο ρίζωσε στην άχραντη μήτρα της Παρθένου, φούντωσε και με τα κλαδιά του σκέπασε τον κόσμο. Το δέντρο αυτό έχει καρπούς ζωοποιητικούς. Δεν είναι σαν το παλαιό δέντρο της παρακοής, από το οποίο οι άνθρωποι τρύγησαν τη νέκρωση και το θάνατο. Από τους καρπούς του πηγάζουν η ζωή και η αφθαρσία. Οι καρποί του δεν αλλοιώνονται ούτε χάνονται. Δεν τους αγγίζει η φθορά. Είναι δε καρποί εύχυμοι και γλυκείς. Γλυκαίνουν και ομορφαίνουν τις ψυχές εκείνων που πλησιάζουν στο νέο δέντρο της ζωής, απλώνοντας τα χέρια για να δρέψουν τον καρπό «τον καλόν του ιδείν και κατανοήσαι». Δεν προσέρχονται δε από ένοχη επιθυμία και περιέργεια, όπως η παλαιά Εύα, της οποίας η αλογιστία νέκρωσε τον κόσμο· προσέρχονται με πίστη στον έμψυχο Παράδεισο της Θεοτόκου, για να δρέψουν από το δέντρο της το ζωογόνο γλυκασμό των καρπών του θεομητορικού της θαύματος, αποβάλλοντας τη φθορά στην οποίαν υπέκυψαν από την αλογιστία της Προμήτορος. Η νέα Εύα της χάριτος νίκησε και μεταμόρφωσε την πρώτη Εύα της ζωής!
«Ρωννύμενοι σθένει σου, πιστώς αναβοώμεν σοι· Χαίρε πόλις του Παμβασιλέως, δεδοξασμένα και αξιάκουστα, περί ης λελάληνται σαφώς· όρος αλατόμητος, χαίρε βάθος αμέτρητον».
(Παίρνοντας σθένος από τη δική σου δύναμη, σου φωνάζουμε με πίστη· χαίρε η πόλη του Παμβασιλέως, για την οποίαν πολλά ειπώθηκαν δοξασμένα και αξιάκουστα. Χαίρε συ, που είσαι όρος που δεν λατομήθηκε ποτέ, και βάθος μυστηρίου αμέτρητο.)
Ο λυρισμός του Υμνωδού συνεχίζεται αμείωτος. Οι πιστοί, αντλώντας δύναμη από το σθένος της Θεοτόκου, την χαιρετίζουν ως πόλη του Παμβασιλέως, περί της οποίας πολλά λέχθηκαν – κυρίως από την παλαιά προφητεία – δοξασμένα και αξιάκουστα. Η περίσεμνη Κόρη υπήρξε το κέντρο της αρχαίας προφητείας. Σ’ αυτήν συνέκλιναν «ρήσεις προφητών και αινίγματα», υπεμφαίνοντα τη σάρκωση του άχραντου Τόκου της. Έτσι, χαρακτηρίζεται ως όρος αλατόμητο. Προσφυέστατη εικόνα με την οποία μπορεί να παραβληθεί ο υπερφυής Τόκος της, η άφθορη σύλληψη και η απαράφθορη γέννηση. Όπως δηλαδή σ’ ένα αλατόμητο όρος δεν έχει δουλέψει ποτέ χέρι ανθρώπου, δεν έχει αφαιρεθεί κανένα κομμάτι του, παραμένοντας ολόκληρο και ακατέργαστο, έτσι και στο όρος της Μαρίας δεν πλησίασε άνθρωπος για ν’ αφαιρέσει κάτι απ’ αυτό, αλλά συνέλαβε και γέννησε υπερφυώς, χωρίς να χάσει την παρθενία της ή να υποστεί οποιαδήποτε άλλη βιολογική αλλοίωση. Μόνο το Πνεύμα του Θεού άγγιζε με την πνοή του τον άχραντο ναό του Θεού, για να ετοιμαστεί να οικήσει σ’ αυτόν ο άπειρος Λόγος του Πατρός, ανοίγοντας μεν τη μήτρα της ευλογημένης, χωρίς ωστόσο να καταλύσει την παρθενία του μητροπάρθενου κλέους της. Αυτό ακριβώς το μητροπάρθενο κλέος, η μητέρα «η άνευ ανδρός τετοκυία», η Παρθενομήτωρ, συνιστά βάθος μυστηρίου αμέτρητο. Μυστήριο δηλαδή απρόσιτο στον ανθρώπινο νου, στον πυθμένα του οποίου αδυνατεί να φθάσει η ανθρώπινη διάνοια και φυσικά πολύ λιγότερο να το βυθομετρήσει.
«Ευρύχωρον σκήνωμα, του Λόγου χαίρε Άχραντε· κόχλος η τον θείον μαργαρίτην, προαγαγούσα, χαίρε πανθαύμαστε· πάντων προς Θεόν καταλλαγή, των μακαριζόντων σε, Θεοτόκε, εκάστοτε».
(Χαίρε, Άχραντε συ, που χρημάτισες το ευρύχωρο σκήνωμα του Λόγου. Χαίρε, Πανθαύμαστε, συ που είσαι το όστρακο από το οποίο προήλθε ο θείος μαργαρίτης. Συ Θεοτόκε, που είσαι η προς Θεόν συμφιλίωση και καταλλαγή αυτών που κάθε φορά σε μακαρίζουν.)
«Ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν». Η σκήνωση του Θεού στον άνθρωπο έγινε στην ταπεινή Κόρη της Ναζαρέτ. Αλήθεια, πώς αλλιώς θα έμπαινε στην ιστορία των ανθρώπων; Πώς θα γινόταν αληθινός άνθρωπος με σάρκα, αίμα και οστά, αν δεν περνούσε πραγματικά από άνθρωπο, αν δεν γεννιόταν από μητέρα, αν δεν είχε αληθινή μάνα; Η απειρόσοφη βουλή του Θεού βρήκε την κατάλληλη λύση. Έδωσε μητέρα αληθινή στο Λόγο, όχι όμως και πατέρα. Μάνα, για να είναι αληθινός άνθρωπος, και όχι επίφαση ανθρώπου, φάντασμα. Όχι όμως και Πατέρα, για να κόψει το ρεύμα της φθοράς που διαιωνιζόταν με τη φυσική γέννηση, η οποία συνδεόταν με τη γεννήτρια της φθοράς, τη φύση του προπάτορα την πεσμένη στη φθορά και το θάνατο. Και το σκήνωμα του Λόγου ήταν ευρύχωρο. Μια μικρή μεν μήτρα γυναίκας στη βιολογική της διάσταση, μεγάλη όμως στο άπειρο μυστηριακό μέγεθος και το βάθος της. Μήτρα πλατυτέρα των ουρανών, για να χωρέσει μέσα της άνετα τον ποιητή των αιώνων, τον δημιουργό του παντός. Μήτρα πραγματικά θεοχώρητη, όπως την πλάτυνε στην απεραντοσύνη του το Πνεύμα του Θεού.
Στη συνέχεια η Μαρία παραβάλλεται με «κόχλον», όστρακο από το οποίον προήλθε το μαργαριτάρι του Θεού. Ωραία πραγματικά παρομοίωση τής θείας ενανθρωπήσεως. Όπως το μαργαριτάρι είναι σφηνωμένο στο όστρακο για να προέλκει απ’ αυτό μετά το άνοιγμά του, έτσι και ο Υιός του Θεού ήταν κρυμμένος στη μήτρα της Παρθένου για να προέλκει απ’ αυτή μετά τη γέννησή του. Με τη διαφορά βέβαια ότι το μεν όστρακο μετά το άνοιγμά του παραμένει πάντα ανοικτό· ενώ η μήτρα της Μαρίας άνοιξε μεν για να προέλθει εξ αυτής ο ένσαρκος Λόγος του Θεού, μετά τη γέννηση όμως Εκείνου έμεινε παντοτεινά κλειστή. Ήταν δε ο μαργαρίτης της Παρθένου σπάνιος και πολύτιμος, το στολίδι και ο πλούτος της ανθρωπότητας.
Η Θεοτόκος, προβάλλουσα το θείο μαργαρίτη, ομόρφηνε τον κόσμο, γιατί ο Τόκος της επέφερε την καταλλαγή των πάντων προς τον Θεό, τη συμφιλίωση του αποστατημένου παιδιού με τον Πατέρα του. Ένωσε τα σύμπαντα σε μια πελώρια φιλία, από την οποίαν αφαιρέθηκε το δηλητήριο της διασπάσεως, το κεντρί της έχθρας και της αποξενώσεως, που φύτρωσε στο μοιραίο κήπο της Εδέμ. Θεός και άνθρωπος έγιναν εκκλησία, ένωση αδιάσπαστη και αδιαχώριστη, ένωση αληθινής φιλίας και αγάπης.
(+Ανδρέα Θεοδώρου, Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Χαίρε Νύμφη, Ανύμφευτε», εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 35-44.)
(Όλος ο κόσμος έμεινε έκπληκτος για τη θεία δόξα σου· διότι συ, απειρόγαμε Παρθένε, αξιώθηκες να δεχτείς στη μήτρα σου τον Θεό που βρίσκεται πάνω σε όλα τα κτίσματα (και τα εξουσιάζει), και έχεις γεννήσει τον άχρονο Υιό του Πατρός, ο οποίος χαρίζει τη σωτηρία σαν βραβείο σε όσους με ευλάβεια σε ανυμνούν.)
Η έκσταση είναι ο συνεπαρμός της ψυχής που γεννιέται μπροστά στο θαύμα. Βλέποντας κάτι μεγάλο ο άνθρωπος, το οποίον υπερβαίνει τα κοινά μέτρα και τους νόμους της φύσεως, κάτι που δεν μπορεί να εξηγήσει με το λογικό οπλισμό της φύσεώς του, κάτι ακατανόητο και ακατάληπτο, μένει άφωνος, πέφτει σε έκσταση, καταπλήσσεται. Ιδιαίτερα μάλιστα, όταν βλέπει το θαύμα του Θεού, κυριεύεται από ιερό τρόμο και θαυμασμό και ξεσπά σε ανύμνηση της θείας μεγαλειότητας και παντοδυναμίας.
Στη σειρά των θείων θαυμάτων, πρωτεύουσα θέση καταλαμβάνει ασφαλώς το θαύμα της Παρθένου. Πως δηλαδή η απειρόγαμος Κόρη, χωρίς να λειτουργήσουν σ’ αυτήν οι νόμοι της φυσικής συλλήψεως και της κυήσεως, μπόρεσε να συλλάβει και να γεννήσει. Η μεγάλη όμως στιγμή του θαύματος ήταν, το πως μπόρεσε να χωρήσει στη μήτρα της την άπειρη ουσία του Θεού, την ακατάληπτη, ακατάσχετη, και την ανέφικτη σε κάθε κτιστή δυνατότητα. Πώς μπόρεσε, αλήθεια, να χωρέσει ο αχώρητος και ακατάσχετος Θεός στο στενό χωρίο της Παρθένου; Μήπως είναι λήρος(παραμύθια) αυτά τα πράγματα; Για κείνους που κυριαρχούνται μονάχα από το λογικό, μπορεί να είναι. Αυτοί μένουν πίσω. Δεν έχουν δύναμη και αντοχή. Εγκλωβίζονται στα στεγανά διαμερίσματα του κριτικού λόγου, της διάνοιας. Πνευστιούν, πεθαίνουν. Ανεβαίνουν όμως εκείνοι που πιστεύουν στο θαύμα του Θεού, όσοι αποδέχονται με ταπείνωση και αφελότητα καρδιάς εκείνο που επίμονα αρνείται ο λογικός νους και η διάνοια. Αυτοί παθαίνουν τη θεοποιό έκπληξη, εναγκαλίζονται τον άπειρο Θεό! Σε ίσο μέτρο εκπληκτικό είναι και το πως ο άχρονος Υιός, αυτός που είναι έξω από τα φυσικά όρια του χρόνου, ο οποίος γεμίζει το χρόνο σε όλες τις ιστορικές του στιγμές και συγχρόνως υπέρκειται του χρόνου -που και αυτός προέρχεται από τη δική του άφθαρτη ενέργεια – μπορεί ως ουσία και υπόσταση να εισέλθει και να ζήσει στη χρονική των ανθρωπίνων πραγμάτων σκηνή. Και εδώ έχουμε μια φοβερή και άλυτη αντινομία, μια στιγμή τόσο φοβερά σκληρή για την ανθρώπινη διάνοια. Όσοι όμως μεγαλύνουν το όνομα της Παρθένου, δέχονται την αντινομία του θεομητορικού θαύματος, πιστεύοντας στον ανερμήνευτο Τόκο της, που τους σώζει από τις δυσκολίες της φθαρτής φύσεως και τους χαρίζει την αιώνια ζωή στην άρρητη μυσταγωγία της θείας βασιλείας.
«Οδόν η κυήσασα ζωής, χαίρε, πανάμωμε, η κατακλυσμού της αμαρτίας, σώσασα κόσμον· χαίρε Θεόνυμφε, άκουσμα και λάλημα φρικτόν· χαίρε ενδιαίτημα του Δεσπότου της κτίσεως».
(Χαίρε, πανάμωμε, συ που γέννησες την οδό που οδηγεί στη ζωή και έσωσες τον κόσμο από τον κατακλυσμό της αμαρτίας. Χαίρε, Θεόνυμφε, που είσαι λάλημα και άκουσμα φρικτό· χαίρε ενδιαίτημα του Δεσπότου της κτίσεως.)
Ο Χριστός είναι η οδός, η αλήθεια και η ζωή. Είναι ο ποιμένας ο καλός που παρέχει ασφάλεια στα πρόβατά του. Είναι η μυστική άμπελος, η οποία τρέφει με τους χυμούς της και ζωοποίει τα λογικά της κλήματα. Είναι ο άρτος της ζωής που παρέχει ζωήν αιώνια. Το νερό που σβύνει την πνευματική δίψα του ανθρώπου. Το φως που τον κατευθύνει στη λυτρωτική θεία αλήθεια. Μακριά από το Χριστό υπάρχει πυκνό σκοτάδι, πείνα και δίψα ψυχής, λιμοκτονία και θάνατος. Η Παρθένος Μαρία γέννησε την οδό της ζωής. Διά του μυστηρίου της οι άνθρωποι, κερδίζουν την υπόθεσή τους, εκείνο που αντιπροσωπεύουν στη γη, άσχετα αν πολλές φορές το αγνοούν, σιτιζόμενοι με τα χοιρώδη στοιχεία της φθοράς. Με τη Θεοτόκο άνοιξε ο δρόμος. Όποιος ελεύθερα τον ακολουθήσει θα βρει την αληθινή ζωή, θα γευθεί τον αιώνιο καρπό του δέντρου που φύτεψε ο Θεός στον Παράδεισο και τα κλωνάρια του οποίου εκτείνονται στη βασιλεία των ουρανών.
Χαιρετίζουμε την Παρθένο, γιατί με τη ζωή που γέννησε έσωσε τον κόσμο από τον κατακλυσμό της αμαρτίας. Όπως στους αλλοτινούς καιρούς, ο Θεός έσωσε στην κιβωτό τον Νώε από τον πνιγμό του κατακλυσμού που παρέσυρε και έπνιξε όλες τις αμαρτωλές σάρκες της αμαρτίας, έτσι και η νέα της χάριτος Κιβωτός, η απείρανδρη Κόρη, στα φωτεινά της διαμερίσματα έσωσε το γένος από τον πνιγμό της φθοράς και του πνευματικού θανάτου.
Χαιρετίζουμε τη θεόνυμφη Κόρη, εκείνην που αγάπησε υπερβολικά ο Θεός, ερασθείς του υπερκόσμιου κάλλους της, γιατί είναι άκουσμα και λάλημα φρικτό. Το άκουσμά της σκορπίζει δέος και ιερή φρικίαση στις πιστεύουσες καρδιές, γιατί είναι το ενδιαίτημα, η κατοικία του Δεσπότου της κτίσεως. Σ’ αυτήν δεν κατοικεί ο Θεός με τη χάρη του, όπως συμβαίνει στους άλλους ευσεβείς και ενάρετους, αλλά κατοίκησε ολόκληρος με την πληρότητα της φύσεως, της υποστάσεως και της θείας του ενέργειας. Και μπορεί μεν το μυστήριο να μη το κατανοούμε με την πενιχρή μας διάνοια, όμως ταπεινά το λατρεύουμε με την πιστεύουσα καρδιά μας, νοιώθοντας τους γλυκασμούς του να ευφραίνουν και να ωραΐζουν τις ψυχές μας!
«Ισχύς και οχύρωμα ανθρώπων, χαίρε Άχραντε, τόπε αγιάσματος της δόξης· νέκρωσις Άδου, νυμφών ολόφωτε· χαίρε των Αγγέλων χαρμονή· χαίρε η βοήθεια των πιστώς δεομένων σου».
(Χαίρε, Άχραντε, που είσαι η ισχύς και το οχύρωμα των ανθρώπων, τόπος άγιος της δόξας του Θεού·νέκρωση του Άδη και ολόφωτε Νυμφώνα· χαίρε, συ που είσαι η χαρά των Αγγέλων· χαίρε, η βοήθεια εκείνων που με πίστη σε επικαλούνται.)
Τα εγκώμια του υμνωδού συνεχίζονται. Χαιρετίζει την Παρθένο ως το οχύρωμα των ανθρώπων, επαναλαμβάνοντας εκείνο που είπε σε προηγούμενο τροπάριο. Την χαιρετίζει ως Άχραντη, που κανένας σπίλος αμαρτίας, κανένας ηθικός μολυσμός δεν σκιάζει την καθαρμένη από το Πνεύμα του Θεού συνείδησή της. Είναι η μόνη γυναίκα, η ωραία και καλή. Στην αγιασμένη και θεοχώρητη φύση της λάμπει ολοκάθαρη η δόξα του ουρανού, η λαμπρότητα της Θείας Βασιλείας. Μέσα στη μήτρα της νεκρώθηκε ο θάνατος, ηττήθηκε και καταργήθηκε η νέκρωση του Άδη, που κυριαρχούσε στα πεσμένα πλάσματα· και στήθηκε ο ολόφωτος Νυμφώνας των ουρανών, όπου τελούνται οι γάμοι του Θεού και της Νύμφης, του σώματος των αγιασμένων και εξαγορασμένων διά του αίματος του Αρνίου, όπου πανήγυρη φαιδρή και ήχος καθαρός εορταζόντων, όπου χοροί Αγγέλων και πνευματικές ηδύτητες και γλυκασμοί· όπου το Δείπνο το Μέγα, η ευωχία της υπέρτατης και αδιάδοχης χαράς στα φωτεινά σκηνώματα της Βασιλείας. Η Μαρία είναι η χαρμονή των Αγγέλων. Η άϋλη φύση τους δονείται από τη χάρη του υπέρτατου μυστηρίου στο οποίον ήθελαν, αλλά δεν μπορούσαν να παρακύψουν. Το μυστήριο το σεσιγημένο και απόκρυφο, το κρυμμένο στην απειρόσοφη θεία βουλή, τώρα γίνεται φανέρωση, γίνεται πραγματικότητα, γίνεται τραγούδι που ανυμνούν τα πυρίμορφα τάγματα των αγγέλων, βλέποντας στην Κόρη της Βασιλείας το νόημα και τη χαρά του παντός, τον λόγο και της δικής τους υπάρξεως. Σκιρτούν, λοιπόν, από χαρά και γιορτάζουν, υμνώντας τη Μητέρα την οποία διάλεξε ο Θεός για να στήσει σ’ αυτήν τη δόξα της Βασιλείας του.
Η Μαρία είναι συνάμα και η βοήθεια όλων εκείνων που με πίστη προστρέχουν στη χάρη της για να βρουν χάρη και έλεος στις δυσκολίες και στη σκληρή πάλη τους κατά των σκοτεινών δυνάμεων της αμαρτίας και των πνευμάτων της ακαθαρσίας.
«Πυρίμορφον όχημα του Λόγου χαίρε Δέσποινα, έμψυχε Παράδεισε, το ξύλον, εν μέσω έχων ζωής τον Κύριον, ου ο γλυκασμός ζωοποιεί πίστει τους μετέχοντας και φθορά υποκύψαντας».
(Χαίρε, Δέσποινα, συ που εχρημάτισες όχημα πυρίμορφο του Λόγου και είσαι έμψυχος Παράδεισος που στο μέσο του έχει τον Κύριον της ζωής, του οποίου η γλυκύτητα ζωοποιεί αυτούς που με πίστη μετέχουν σ’ αυτό και οι οποίοι υπέκυψαν στη φθορά.)
Τα εγκώμια διαδέχονται το ένα το άλλο. Ο ποιητής είναι ανεξάντλητος, χρησιμοποιώντας όσες εικόνες γνωρίζει από τα ιερά κείμενα της Γραφής και όσες εφευρίσκει η εμπνευσμένη ποιητική φαντασία του.
Την Μαρία την παρομοιάζει με όχημα το οποίο βγάζει φωτιά, στο οποίο κάθησε ο Λόγος για να κατέβει στη γη. Το πυρίμορφο αυτό όχημα το ετοίμασε ο προπομπός του Λόγου, το Πνεύμα το άγιο, το οποίον ευλογεί και αγιάζει τη θεία ενανθρώπηση. Ενώ ο Λόγος πέμπει το Πνεύμα στον κόσμο, το Πνεύμα πέμπει με τη σειρά του τον Λόγο, ετοιμάζοντας το επίγειο σκήνωμά του, δημιουργώντας την ανθρώπινη φύση του και χρίοντας τη λυτρωτική θεία οικονομία του.
Την παρομοιάζει με έμψυχο Παράδεισο. Η αναλογία βρίσκεται στην παλαιά οικονομία, στην πρώτη αρχή της ζωής, τον επίγειο παράδεισο της Εδέμ, στο μέσο του οποίου ο Θεός φύτεψε το δέντρο της ζωής. Ο Παράδεισος της νέας οικονομίας, αντί του παλαιού δέντρου, έχει μέσα του ένα άλλο καινούργιο δέντρο ζωής, τον Κύριο, το οποίο ρίζωσε στην άχραντη μήτρα της Παρθένου, φούντωσε και με τα κλαδιά του σκέπασε τον κόσμο. Το δέντρο αυτό έχει καρπούς ζωοποιητικούς. Δεν είναι σαν το παλαιό δέντρο της παρακοής, από το οποίο οι άνθρωποι τρύγησαν τη νέκρωση και το θάνατο. Από τους καρπούς του πηγάζουν η ζωή και η αφθαρσία. Οι καρποί του δεν αλλοιώνονται ούτε χάνονται. Δεν τους αγγίζει η φθορά. Είναι δε καρποί εύχυμοι και γλυκείς. Γλυκαίνουν και ομορφαίνουν τις ψυχές εκείνων που πλησιάζουν στο νέο δέντρο της ζωής, απλώνοντας τα χέρια για να δρέψουν τον καρπό «τον καλόν του ιδείν και κατανοήσαι». Δεν προσέρχονται δε από ένοχη επιθυμία και περιέργεια, όπως η παλαιά Εύα, της οποίας η αλογιστία νέκρωσε τον κόσμο· προσέρχονται με πίστη στον έμψυχο Παράδεισο της Θεοτόκου, για να δρέψουν από το δέντρο της το ζωογόνο γλυκασμό των καρπών του θεομητορικού της θαύματος, αποβάλλοντας τη φθορά στην οποίαν υπέκυψαν από την αλογιστία της Προμήτορος. Η νέα Εύα της χάριτος νίκησε και μεταμόρφωσε την πρώτη Εύα της ζωής!
«Ρωννύμενοι σθένει σου, πιστώς αναβοώμεν σοι· Χαίρε πόλις του Παμβασιλέως, δεδοξασμένα και αξιάκουστα, περί ης λελάληνται σαφώς· όρος αλατόμητος, χαίρε βάθος αμέτρητον».
(Παίρνοντας σθένος από τη δική σου δύναμη, σου φωνάζουμε με πίστη· χαίρε η πόλη του Παμβασιλέως, για την οποίαν πολλά ειπώθηκαν δοξασμένα και αξιάκουστα. Χαίρε συ, που είσαι όρος που δεν λατομήθηκε ποτέ, και βάθος μυστηρίου αμέτρητο.)
Ο λυρισμός του Υμνωδού συνεχίζεται αμείωτος. Οι πιστοί, αντλώντας δύναμη από το σθένος της Θεοτόκου, την χαιρετίζουν ως πόλη του Παμβασιλέως, περί της οποίας πολλά λέχθηκαν – κυρίως από την παλαιά προφητεία – δοξασμένα και αξιάκουστα. Η περίσεμνη Κόρη υπήρξε το κέντρο της αρχαίας προφητείας. Σ’ αυτήν συνέκλιναν «ρήσεις προφητών και αινίγματα», υπεμφαίνοντα τη σάρκωση του άχραντου Τόκου της. Έτσι, χαρακτηρίζεται ως όρος αλατόμητο. Προσφυέστατη εικόνα με την οποία μπορεί να παραβληθεί ο υπερφυής Τόκος της, η άφθορη σύλληψη και η απαράφθορη γέννηση. Όπως δηλαδή σ’ ένα αλατόμητο όρος δεν έχει δουλέψει ποτέ χέρι ανθρώπου, δεν έχει αφαιρεθεί κανένα κομμάτι του, παραμένοντας ολόκληρο και ακατέργαστο, έτσι και στο όρος της Μαρίας δεν πλησίασε άνθρωπος για ν’ αφαιρέσει κάτι απ’ αυτό, αλλά συνέλαβε και γέννησε υπερφυώς, χωρίς να χάσει την παρθενία της ή να υποστεί οποιαδήποτε άλλη βιολογική αλλοίωση. Μόνο το Πνεύμα του Θεού άγγιζε με την πνοή του τον άχραντο ναό του Θεού, για να ετοιμαστεί να οικήσει σ’ αυτόν ο άπειρος Λόγος του Πατρός, ανοίγοντας μεν τη μήτρα της ευλογημένης, χωρίς ωστόσο να καταλύσει την παρθενία του μητροπάρθενου κλέους της. Αυτό ακριβώς το μητροπάρθενο κλέος, η μητέρα «η άνευ ανδρός τετοκυία», η Παρθενομήτωρ, συνιστά βάθος μυστηρίου αμέτρητο. Μυστήριο δηλαδή απρόσιτο στον ανθρώπινο νου, στον πυθμένα του οποίου αδυνατεί να φθάσει η ανθρώπινη διάνοια και φυσικά πολύ λιγότερο να το βυθομετρήσει.
«Ευρύχωρον σκήνωμα, του Λόγου χαίρε Άχραντε· κόχλος η τον θείον μαργαρίτην, προαγαγούσα, χαίρε πανθαύμαστε· πάντων προς Θεόν καταλλαγή, των μακαριζόντων σε, Θεοτόκε, εκάστοτε».
(Χαίρε, Άχραντε συ, που χρημάτισες το ευρύχωρο σκήνωμα του Λόγου. Χαίρε, Πανθαύμαστε, συ που είσαι το όστρακο από το οποίο προήλθε ο θείος μαργαρίτης. Συ Θεοτόκε, που είσαι η προς Θεόν συμφιλίωση και καταλλαγή αυτών που κάθε φορά σε μακαρίζουν.)
«Ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν». Η σκήνωση του Θεού στον άνθρωπο έγινε στην ταπεινή Κόρη της Ναζαρέτ. Αλήθεια, πώς αλλιώς θα έμπαινε στην ιστορία των ανθρώπων; Πώς θα γινόταν αληθινός άνθρωπος με σάρκα, αίμα και οστά, αν δεν περνούσε πραγματικά από άνθρωπο, αν δεν γεννιόταν από μητέρα, αν δεν είχε αληθινή μάνα; Η απειρόσοφη βουλή του Θεού βρήκε την κατάλληλη λύση. Έδωσε μητέρα αληθινή στο Λόγο, όχι όμως και πατέρα. Μάνα, για να είναι αληθινός άνθρωπος, και όχι επίφαση ανθρώπου, φάντασμα. Όχι όμως και Πατέρα, για να κόψει το ρεύμα της φθοράς που διαιωνιζόταν με τη φυσική γέννηση, η οποία συνδεόταν με τη γεννήτρια της φθοράς, τη φύση του προπάτορα την πεσμένη στη φθορά και το θάνατο. Και το σκήνωμα του Λόγου ήταν ευρύχωρο. Μια μικρή μεν μήτρα γυναίκας στη βιολογική της διάσταση, μεγάλη όμως στο άπειρο μυστηριακό μέγεθος και το βάθος της. Μήτρα πλατυτέρα των ουρανών, για να χωρέσει μέσα της άνετα τον ποιητή των αιώνων, τον δημιουργό του παντός. Μήτρα πραγματικά θεοχώρητη, όπως την πλάτυνε στην απεραντοσύνη του το Πνεύμα του Θεού.
Στη συνέχεια η Μαρία παραβάλλεται με «κόχλον», όστρακο από το οποίον προήλθε το μαργαριτάρι του Θεού. Ωραία πραγματικά παρομοίωση τής θείας ενανθρωπήσεως. Όπως το μαργαριτάρι είναι σφηνωμένο στο όστρακο για να προέλκει απ’ αυτό μετά το άνοιγμά του, έτσι και ο Υιός του Θεού ήταν κρυμμένος στη μήτρα της Παρθένου για να προέλκει απ’ αυτή μετά τη γέννησή του. Με τη διαφορά βέβαια ότι το μεν όστρακο μετά το άνοιγμά του παραμένει πάντα ανοικτό· ενώ η μήτρα της Μαρίας άνοιξε μεν για να προέλθει εξ αυτής ο ένσαρκος Λόγος του Θεού, μετά τη γέννηση όμως Εκείνου έμεινε παντοτεινά κλειστή. Ήταν δε ο μαργαρίτης της Παρθένου σπάνιος και πολύτιμος, το στολίδι και ο πλούτος της ανθρωπότητας.
Η Θεοτόκος, προβάλλουσα το θείο μαργαρίτη, ομόρφηνε τον κόσμο, γιατί ο Τόκος της επέφερε την καταλλαγή των πάντων προς τον Θεό, τη συμφιλίωση του αποστατημένου παιδιού με τον Πατέρα του. Ένωσε τα σύμπαντα σε μια πελώρια φιλία, από την οποίαν αφαιρέθηκε το δηλητήριο της διασπάσεως, το κεντρί της έχθρας και της αποξενώσεως, που φύτρωσε στο μοιραίο κήπο της Εδέμ. Θεός και άνθρωπος έγιναν εκκλησία, ένωση αδιάσπαστη και αδιαχώριστη, ένωση αληθινής φιλίας και αγάπης.
(+Ανδρέα Θεοδώρου, Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Χαίρε Νύμφη, Ανύμφευτε», εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 35-44.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου