Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Το ερώτημα του θανάτου είναι λοιπόν ένα σκληρό ερώτημα. Συγκλονίζει υπαρξιακά την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Η απάντηση σ’ αυτό σχετίζεται με τα τρία πατερικά κίνητρα για τη ύπαρξη: τον φόβο, τον μισθό και την αγάπη. Ο φόβος για το άγνωστο γεννά την θρησκεία. Γεννά ενίοτε τον μηδενισμό και τον υλισμό, ο οποίος θεωρεί ότι η πέτρα του μνήματος αποτελεί το τέρμα της ύπαρξης. Η θρησκεία στηρίζεται στον μισθό. Εάν καταφέρουμε να ελκύσουμε την προσοχή του θεού, εξασφαλίζουμε ως ανταμοιβή την αιώνια ευτυχία και ανάπαυση κοντά του. Εάν πληρώσουμε για ό,τι δεν ευχαριστεί το Θεό σ’ αυτή τη ζωή, τότε, ελεύθεροι από χρέη, θα ζήσουμε καλά κοντά του. Εάν όχι, μας περιμένει η αιώνια τιμωρία ως συνέπεια και αμοιβή για την παρακοή μας. Υπάρχει και η αγάπη για τις αξίες, κυρίως για την δικαιοσύνη και ό,τι θεωρείται ότι εκφράζει την θρησκεία, όπως επίσης και η αγάπη και η καλοσύνη για τον άνθρωπο, που όποιος την βιώνει γίνεται αποδεκτός από μεγάλη μερίδα των ανθρώπων σ’ αυτό τον κόσμο, αλλά και ελπίζει ότι θα βρει χαρά στον άλλο. Κι αν ακόμη δεν υπάρχει άλλος κόσμος, αφήνει καλό όνομα πίσω του και παρηγορείται ότι η μνήμη του θα παραμείνει ζωντανή. Σ’ αυτό βοηθά και το να αφήσει παιδιά, απογόνους, που διατηρούν τις καταβολές του και έτσι παρατείνεται κατά κάποιον τρόπο και η παρουσία του ιδίου. Αυτό αποτελεί μία μικρή παρηγοριά, χωρίς όμως να λύνει τη βαθύτερη αγωνία της ύπαρξης: γιατί να πεθαίνουμε;
Ο θάνατος είναι μία φυσική κατάσταση για τον άνθρωπο, αλλά και για κάθε ύπαρξη. Ό,τι έχει αρχή, δεν μπορεί να μην έχει και τέλος. Ό,τι εισέρχεται βιολογικά, πρέπει και να εξέλθει από τον βιολογικό χρόνο. Η φθορά της φύσεως είναι ακατανίκητη. Ο άνθρωπος μπορεί να την αναστείλει, να την αναβάλλει, να την αναπληρώσει, όχι όμως και να την διαγράψει. Υπάρχει όμως και μία άλλη φθορά, αυτή της προαιρέσεως. Είναι το κακό που ο ίδιος ο άνθρωπος κάνει στον εαυτό του, όταν τον αφήνει έκθετο στα πάθη, στο άγχος, στις καταχρήσεις, στην άσωτη ζωή, όταν εκμεταλλεύεται την φύση και υφίσταται τις συνέπειες αυτής της εκμετάλλευσης, όταν ο άνθρωπος παραδίδει τον εαυτό του σ’ αυτό που ονομάζουμε «ιδιοτέλεια» παντός είδους. Η Εκκλησία ονομάζει την φθορά της προαιρέσεως «αμαρτία». Χαρακτηριστικό αυτής της φθοράς η κυριαρχία του ανθρώπινου θελήματος, το οποίο αυτοθεοποιείται.
Η Παναγία χαρακτηρίζεται από τον υμνογράφο του Ακαθίστου Ύμνου ως «το άνθος της αφθαρσίας». Δεν αναφέρεται ο υμνογράφος στην φθορά της φύσεως. Δεν τον ενδιαφέρει. Δεν είναι το πρόβλημά του αυτό. Αναφέρεται στη φθορά της προαιρέσεως και μας λέει ότι η Παναγία είναι εκείνη που ανέτειλε ως λουλούδι από το δέντρο της αφθαρσίας. Η Παναγία νίκησε τη φθορά της προαιρέσεως με τη ζωή της, με τον αγώνα της, με τη σχέση της με το Θεό. Νίκησε δηλαδή την αμαρτία της ιδιοτέλειας, της ασωτίας, της κακίας. Νίκησε τον φόβο με την υπακοή στο Θεό. Νίκησε τον μισθό, με την άρνησή της να κατανοήσει το μυστήριο που συντελούνταν μέσα της μόνο με τον λογισμό και την λογική, και την συγκατάβασή της σε ό,τι ο Θεός της έδινε. Οικειώθηκε την αγάπη, τόσο αφήνοντας τον Χριστό να λάβει υπόσταση εντός της, όσο και αναλαμβάνοντας την ευθύνη να τον αναθρέψει, να τον ακολουθήσει, να τον συντροφεύσει εν ταπεινώσει στην επίγειο δράση Του, αλλά και στην Γολγοθά και στην Ταφή και να φτάσει μέχρι τον Τάφο συναντώντας Τον αναστημένο. Και εμπιστεύθηκε τον Υιό και Θεό της μέχρι την παραλαβή του πνεύματός της, αλλά και την μετάσταση του σώματός της, για να βρίσκεται δίπλα Του στην αιωνιότητα. Άφησε το θέλημά της στα χέρια του Θεού και κατέστη το άφθαρτο λουλούδι, το οποίο διδάσκει, στολίζει, ομορφαίνει τη ζωή του κόσμου. Και δεν μαραίνεται, όχι γιατί μένει απλώς στην μνήμη μας άφθαρτη, αλλά γιατί συνεχίζει να ζει. Η προσευχή της στον Υιό και Θεό της κάνει θαύματα για μας. Το βλέπουμε στο πλήθος των εικόνων της, αλλά και στη συνείδηση των ανθρώπων που πιστεύουν στη χάρη της και λαμβάνουν δύναμη, παρηγοριά, ίαση.
Για να γίνει όμως αυτό η Παναγία γίνεται η προσωποποίηση της εγκράτειας, της άσκησης. Χωρίς κόπο και ασκητικότητα, χωρίς προσευχή, χωρίς εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού, χωρίς νίκη κατά των λογισμών και των παθών, δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί η φθορά της προαιρέσεως, που γεννά τον πνευματικό θάνατο. Και δεν είναι η ίδια μόνο η προσωποποίηση της εγκρατείας, της παρθενίας του νου, της καρδιάς και του σώματος. Είναι και αυτή που στεφανώνει όσους διαλέγουν αυτό τον δρόμο. Τους μοναχούς και τους ασκητές. Τους ανθρώπους που ζούνε εν τω κόσμω διαλέγοντας την εμπιστοσύνη και την αγάπη στο Θεό. Την πιστότητα στις σχέσεις τους με τους άλλους. Την πάλη κατά των λογισμών, της κακίας, της κατακρίσεως, του ψεύδους. Αυτούς που αγωνίζονται να νηστέψουν και σωματικά και πνευματικά. Αυτούς που καταβάλλουν τον μικρότερο ή τον μεγαλύτερο κόπο για το Θεό.
Και η Παναγία γίνεται το πρότυπο της νίκης κατά του θανάτου. Και η σχέση μας μαζί της μας παρηγορεί αληθινά, διότι μας δείχνει ότι νικώντας την φθορά της προαιρέσεως, θα καταργηθεί και για μας και η φθορά της φύσεως, η οποία είναι πρόσκαιρη. Θα έρθει η ανάσταση για τον καθέναν από εμάς, η οποία θα ξαναδώσει στην υπόστασή μας αιώνια ζωή, αλλά και την ίδια στιγμή το πνεύμα μας, η ψυχή μας, το πρόσωπό μας θα παραμένουν στην αγκαλιά του Χριστού προσδοκώντας την κοινήν ανάστασιν. Και δίπλα μας θα βρίσκεται η ίδια η Παναγία, το πρότυπό μας. Πρώτη ανάμεσα στους αγίους, θα καλεί και θα περιμένει τον καθέναν από εμάς, να την συντροφεύσουμε όχι απλώς λαμβάνοντας μία ανάπαυση από τους κόπους της ζωής, αλλά την χαρά της όντως αθανασίας και της κοινωνίας με τον Θεό της Αγάπης. Και η αγάπη δεν είναι παθητική ξεκούραση, αλλά ζωή, φως, χαρά, δημιουργία και εν τω νυν και εν τω μέλλοντι αιώνι.
Όλα αυτά δεν είναι απλώς ιδέες ή κατασκευάσματα ανθρώπων. Είναι η εμπειρία των αγίων της Εκκλησίας μας. Είναι η εμπειρία της πίστης ανά τους αιώνες. Στο χέρι του καθενός είναι να την γευτεί. Και η Παναγία δεν θα μας αφήνει.
Η επιθυμία του ανθρώπου να παραμείνει αθάνατος αγγίζει κάθε ύπαρξη. Δεν είναι μόνο η ομορφιά του κόσμου τούτου, στον οποίο ζούμε. Είναι και το ότι ο κόσμος αυτός
είναι ο μοναδικά γνωστός για τον καθέναν μας. Όσες δυσκολίες κι αν υπάρχουν, εδώ γεννιόμαστε, εδώ μεγαλώνουμε, εδώ δημιουργούμε, εδώ χαιρόμαστε, εδώ λυπόμαστε, αυτές τις εικόνες και τις παραστάσεις έχουμε. Γι’ αυτό και η αίσθηση ότι θα φύγουμε από αυτόν τον κόσμο για να πάμε κάπου αλλού, δεν αποτελεί ευχάριστη παρηγορία στον άνθρωπο, ακόμη κι αν υπάρχει η βεβαιότητα ότι ο άλλος κόσμος είναι κάτι ανώτερο και ομορφότερο από τον εδώ. Το επέκεινα δεν παύει να παραμένει άγνωστο.
είναι ο μοναδικά γνωστός για τον καθέναν μας. Όσες δυσκολίες κι αν υπάρχουν, εδώ γεννιόμαστε, εδώ μεγαλώνουμε, εδώ δημιουργούμε, εδώ χαιρόμαστε, εδώ λυπόμαστε, αυτές τις εικόνες και τις παραστάσεις έχουμε. Γι’ αυτό και η αίσθηση ότι θα φύγουμε από αυτόν τον κόσμο για να πάμε κάπου αλλού, δεν αποτελεί ευχάριστη παρηγορία στον άνθρωπο, ακόμη κι αν υπάρχει η βεβαιότητα ότι ο άλλος κόσμος είναι κάτι ανώτερο και ομορφότερο από τον εδώ. Το επέκεινα δεν παύει να παραμένει άγνωστο.
Το ερώτημα του θανάτου είναι λοιπόν ένα σκληρό ερώτημα. Συγκλονίζει υπαρξιακά την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Η απάντηση σ’ αυτό σχετίζεται με τα τρία πατερικά κίνητρα για τη ύπαρξη: τον φόβο, τον μισθό και την αγάπη. Ο φόβος για το άγνωστο γεννά την θρησκεία. Γεννά ενίοτε τον μηδενισμό και τον υλισμό, ο οποίος θεωρεί ότι η πέτρα του μνήματος αποτελεί το τέρμα της ύπαρξης. Η θρησκεία στηρίζεται στον μισθό. Εάν καταφέρουμε να ελκύσουμε την προσοχή του θεού, εξασφαλίζουμε ως ανταμοιβή την αιώνια ευτυχία και ανάπαυση κοντά του. Εάν πληρώσουμε για ό,τι δεν ευχαριστεί το Θεό σ’ αυτή τη ζωή, τότε, ελεύθεροι από χρέη, θα ζήσουμε καλά κοντά του. Εάν όχι, μας περιμένει η αιώνια τιμωρία ως συνέπεια και αμοιβή για την παρακοή μας. Υπάρχει και η αγάπη για τις αξίες, κυρίως για την δικαιοσύνη και ό,τι θεωρείται ότι εκφράζει την θρησκεία, όπως επίσης και η αγάπη και η καλοσύνη για τον άνθρωπο, που όποιος την βιώνει γίνεται αποδεκτός από μεγάλη μερίδα των ανθρώπων σ’ αυτό τον κόσμο, αλλά και ελπίζει ότι θα βρει χαρά στον άλλο. Κι αν ακόμη δεν υπάρχει άλλος κόσμος, αφήνει καλό όνομα πίσω του και παρηγορείται ότι η μνήμη του θα παραμείνει ζωντανή. Σ’ αυτό βοηθά και το να αφήσει παιδιά, απογόνους, που διατηρούν τις καταβολές του και έτσι παρατείνεται κατά κάποιον τρόπο και η παρουσία του ιδίου. Αυτό αποτελεί μία μικρή παρηγοριά, χωρίς όμως να λύνει τη βαθύτερη αγωνία της ύπαρξης: γιατί να πεθαίνουμε;
Ο θάνατος είναι μία φυσική κατάσταση για τον άνθρωπο, αλλά και για κάθε ύπαρξη. Ό,τι έχει αρχή, δεν μπορεί να μην έχει και τέλος. Ό,τι εισέρχεται βιολογικά, πρέπει και να εξέλθει από τον βιολογικό χρόνο. Η φθορά της φύσεως είναι ακατανίκητη. Ο άνθρωπος μπορεί να την αναστείλει, να την αναβάλλει, να την αναπληρώσει, όχι όμως και να την διαγράψει. Υπάρχει όμως και μία άλλη φθορά, αυτή της προαιρέσεως. Είναι το κακό που ο ίδιος ο άνθρωπος κάνει στον εαυτό του, όταν τον αφήνει έκθετο στα πάθη, στο άγχος, στις καταχρήσεις, στην άσωτη ζωή, όταν εκμεταλλεύεται την φύση και υφίσταται τις συνέπειες αυτής της εκμετάλλευσης, όταν ο άνθρωπος παραδίδει τον εαυτό του σ’ αυτό που ονομάζουμε «ιδιοτέλεια» παντός είδους. Η Εκκλησία ονομάζει την φθορά της προαιρέσεως «αμαρτία». Χαρακτηριστικό αυτής της φθοράς η κυριαρχία του ανθρώπινου θελήματος, το οποίο αυτοθεοποιείται.
Η Παναγία χαρακτηρίζεται από τον υμνογράφο του Ακαθίστου Ύμνου ως «το άνθος της αφθαρσίας». Δεν αναφέρεται ο υμνογράφος στην φθορά της φύσεως. Δεν τον ενδιαφέρει. Δεν είναι το πρόβλημά του αυτό. Αναφέρεται στη φθορά της προαιρέσεως και μας λέει ότι η Παναγία είναι εκείνη που ανέτειλε ως λουλούδι από το δέντρο της αφθαρσίας. Η Παναγία νίκησε τη φθορά της προαιρέσεως με τη ζωή της, με τον αγώνα της, με τη σχέση της με το Θεό. Νίκησε δηλαδή την αμαρτία της ιδιοτέλειας, της ασωτίας, της κακίας. Νίκησε τον φόβο με την υπακοή στο Θεό. Νίκησε τον μισθό, με την άρνησή της να κατανοήσει το μυστήριο που συντελούνταν μέσα της μόνο με τον λογισμό και την λογική, και την συγκατάβασή της σε ό,τι ο Θεός της έδινε. Οικειώθηκε την αγάπη, τόσο αφήνοντας τον Χριστό να λάβει υπόσταση εντός της, όσο και αναλαμβάνοντας την ευθύνη να τον αναθρέψει, να τον ακολουθήσει, να τον συντροφεύσει εν ταπεινώσει στην επίγειο δράση Του, αλλά και στην Γολγοθά και στην Ταφή και να φτάσει μέχρι τον Τάφο συναντώντας Τον αναστημένο. Και εμπιστεύθηκε τον Υιό και Θεό της μέχρι την παραλαβή του πνεύματός της, αλλά και την μετάσταση του σώματός της, για να βρίσκεται δίπλα Του στην αιωνιότητα. Άφησε το θέλημά της στα χέρια του Θεού και κατέστη το άφθαρτο λουλούδι, το οποίο διδάσκει, στολίζει, ομορφαίνει τη ζωή του κόσμου. Και δεν μαραίνεται, όχι γιατί μένει απλώς στην μνήμη μας άφθαρτη, αλλά γιατί συνεχίζει να ζει. Η προσευχή της στον Υιό και Θεό της κάνει θαύματα για μας. Το βλέπουμε στο πλήθος των εικόνων της, αλλά και στη συνείδηση των ανθρώπων που πιστεύουν στη χάρη της και λαμβάνουν δύναμη, παρηγοριά, ίαση.
Για να γίνει όμως αυτό η Παναγία γίνεται η προσωποποίηση της εγκράτειας, της άσκησης. Χωρίς κόπο και ασκητικότητα, χωρίς προσευχή, χωρίς εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού, χωρίς νίκη κατά των λογισμών και των παθών, δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί η φθορά της προαιρέσεως, που γεννά τον πνευματικό θάνατο. Και δεν είναι η ίδια μόνο η προσωποποίηση της εγκρατείας, της παρθενίας του νου, της καρδιάς και του σώματος. Είναι και αυτή που στεφανώνει όσους διαλέγουν αυτό τον δρόμο. Τους μοναχούς και τους ασκητές. Τους ανθρώπους που ζούνε εν τω κόσμω διαλέγοντας την εμπιστοσύνη και την αγάπη στο Θεό. Την πιστότητα στις σχέσεις τους με τους άλλους. Την πάλη κατά των λογισμών, της κακίας, της κατακρίσεως, του ψεύδους. Αυτούς που αγωνίζονται να νηστέψουν και σωματικά και πνευματικά. Αυτούς που καταβάλλουν τον μικρότερο ή τον μεγαλύτερο κόπο για το Θεό.
Και η Παναγία γίνεται το πρότυπο της νίκης κατά του θανάτου. Και η σχέση μας μαζί της μας παρηγορεί αληθινά, διότι μας δείχνει ότι νικώντας την φθορά της προαιρέσεως, θα καταργηθεί και για μας και η φθορά της φύσεως, η οποία είναι πρόσκαιρη. Θα έρθει η ανάσταση για τον καθέναν από εμάς, η οποία θα ξαναδώσει στην υπόστασή μας αιώνια ζωή, αλλά και την ίδια στιγμή το πνεύμα μας, η ψυχή μας, το πρόσωπό μας θα παραμένουν στην αγκαλιά του Χριστού προσδοκώντας την κοινήν ανάστασιν. Και δίπλα μας θα βρίσκεται η ίδια η Παναγία, το πρότυπό μας. Πρώτη ανάμεσα στους αγίους, θα καλεί και θα περιμένει τον καθέναν από εμάς, να την συντροφεύσουμε όχι απλώς λαμβάνοντας μία ανάπαυση από τους κόπους της ζωής, αλλά την χαρά της όντως αθανασίας και της κοινωνίας με τον Θεό της Αγάπης. Και η αγάπη δεν είναι παθητική ξεκούραση, αλλά ζωή, φως, χαρά, δημιουργία και εν τω νυν και εν τω μέλλοντι αιώνι.
Όλα αυτά δεν είναι απλώς ιδέες ή κατασκευάσματα ανθρώπων. Είναι η εμπειρία των αγίων της Εκκλησίας μας. Είναι η εμπειρία της πίστης ανά τους αιώνες. Στο χέρι του καθενός είναι να την γευτεί. Και η Παναγία δεν θα μας αφήνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου