«Κι αφού τους άκουσε εκείνος ο αλαζόνας και βάρβαρος, δεν βάσταξε το θάρρος των λόγων τους. Άναψε στο έπακρο από θυμό. Και συλλογιζόταν ποιο σατανικό τρόπο να βρει, ώστε να τους κάνει το θάνατο κι αργό και πικρό μαζί. Βρήκε λοιπόν κάτι πρωτότυπο και κοιτάχτε τι φοβερό. Έλαβε υπ’ όψη τη φύση της χώρας, ότι ήταν παγερή. Και την εποχή του χρόνου, ότι ήταν χειμώνας. Παραφύλαξε τη νύχτα, όπου προ παντός το κακό γίνεται πιο αβάσταχτο, αφού άλλωστε έπνεε τότε βοριάς. Πρόσταξε λοιπόν να τους γυμνώσουν όλους στο ύπαιθρο, καταμεσής της πόλης και να τους αφήσουν να πεθάνουν παγώνοντας. Και γνωρίζετε βέβαια όλοι όσοι έχετε πείρα του χειμώνα, πόσο ανυπόφορο είναι αυτό το είδος βασάνου. Κι ούτε είναι μπορετό να το παραστήσει κανείς σε άλλους, εξόν απ’ αυτούς που έχουν υπ’ όψη σχετικά παραδείγματα από την ίδια τους την πείρα. Το σώμα λοιπόν που βρέθηκε μέσα στο μεγάλο ψύχος, πρώτα ολάκερο γίνεται πελιδνό, καθώς πήζει το αίμα. Έπειτα κλονίζεται κι αναταράζεται, τα δόντια χτυπούν δυνατά, οι ίνες σπάζουν και χάνεται ο έλεγχος όλων των κινήσεων. Κι ένας κοφτερός πόνος, που δεν περιγράφεται και που φθάνει ως το μεδούλι των οστών, κάνει όσους παγώνουν να αισθάνονται απεριόριστη δυσφορία. Ύστερα το σώμα ακρωτηριάζεται, σαν να καίει και ν’ αποκόπτει τα άκρα η φωτιά. Γιατί η ζέστη διώχνεται από τα πέρατα του σώματος και φεύγει όλη μαζί στο βάθος κι έτσι αφήνει νεκρά τα μέρη απ’ όπου απομακρύνθηκε, τα δε άλλα, όπου συμμαζεύεται, τα κάνει να πονούν κι ο θάνατος, με το πάγωμα, επέρχεται λίγο-λίγο. Τότε λοιπόν στο ύπαιθρο να περάσουν τη νύχτα καταδικάσθηκαν, όταν η μεν λίμνη που γύρω της είναι η πόλη χτισμένη κι όπου οι άγιοι έκαναν αυτά τα κατορθώματα, έμοιαζε με γήπεδο ιπποδρομιών, έχοντας μεταμορφωθεί από τον πάγο. Το ψύχος την είχε κάνει σαν στερεό έδαφος κι οι περίοικοι μπορούσαν έτσι να περπατούν στην επιφάνειά της, χωρίς φόβο να βουλιάξουν. Τα δε ποτάμια που έρρεαν αέναα, αφού δέθηκαν από το πάγωμα, σταμάτησαν το ρου τους. Κι η ρευστή φύση του νερού άλλαξε κι έγινε σκληρή σαν πέτρα. Του δε βοριά οι ψυχρότατες πνοές κάθε έμψυχο το ωθούσαν στο θάνατο.
Τότε λοιπόν, σαν άκουσαν το πρόσταγμα (και βλέπε εδώ των ανδρών αυτών το ανίκητο φρόνημα), μετά χαράς πέταξαν κατά γης ο καθένας και τον τελευταίο χιτώνα. Κι όρμησαν προς το θάνατο που αιτία του ήταν το ψύχος, προτρέποντας ο ένας τον άλλο, σαν ν’ άρπαζαν λάφυρα. Δεν αποβάλλουμε, έλεγαν, ιμάτιο, αλλά τον παλαιόν άνθρωπο ξεντυνόμαστε, «που φθείρεται κατά τις επιθυμίες της απάτης» (Εφ. 4, 22). Σ’ ευχαριστούμε, Κύριε, που μαζί μ’ αυτό το ιμάτιο αποβάλλουμε και την αμαρτία. Αφού εξ αιτίας του φιδιού ντυθήκαμε (πρβλ. Γεν. 3, 21), ας γδυθούμε χάρη στον Χριστό. Ας μην κρατήσουμε πάνω μας ιμάτια για τον παράδεισο που χάσαμε. Τί ν’ ανταποδώσουμε στον Κύριο; Γδύθηκε κι ο Κύριός μας. Είναι τόσο σπουδαίο για το δούλο να πάθει ό,τι κι ο Κύριος; Άλλωστε και τον ίδιο τον Κύριο εμείς είμαστε που τον γδύσαμε. Γιατί εκείνο το τόλμημα στρατιώτες το έπραξαν. Εκείνοι τον έγδυσαν και «διεμερίσαντο τα ιμάτια» (Ματθ. 27, 35). Λοιπόν, κατηγορία γραμμένη εναντίον μας ας τη σβήσουμε οι ίδιοι. Δριμύς ο χειμώνας, αλλά γλυκός ο παράδεισος. Γεμάτο πόνο το πάγωμα, αλλά ευχάριστη η ανάπαυση. Λίγο ας περιμένουμε και θα βρεθούμε στη θαλπωρή της αγκάλης του πατριάρχη Αβραάμ. Με μια και μόνη νύχτα, ας κερδίσουμε ολόκληρη την αιωνιότητα. Ας καεί το πόδι, για να κροτεί χορευτικά μαζί με τους αγγέλους αδιάκοπα. Ας πέσει το χέρι, για να έχει θάρρος να υψώνεται δεητικά προς τον Κύριο. Πόσοι από τους συναδέλφους μας στο στρατό έπεσαν στη μάχη για ν’ αποδείξουν την αφοσίωσή τους σε βασιλιά φθαρτό; Κι εμείς, χάρη της πίστης στον αληθινό βασιλιά, θα λογαριάσουμε αυτή τη ζωή; Πόσοι υποβλήθηκαν στο θάνατο των κακοποιών, αφού καταδικάσθηκαν για τα εγκλήματά τους; Κι εμείς, για χάρη της δικαιοσύνης, δεν θα υποφέρουμε το θάνατο; Ας μην πλαγιοδρομήσουμε, συνάδελφοι, ας γυρίσουμε τις πλάτες στο διάβολο. Σάρκες είναι ας μη τις λυπηθούμε. Αφού οπωσδήποτε θα πεθάνουμε μια μέρα, ας πεθάνουμε για να ζήσουμε. «Ας γίνει η θυσία μας ενώπιόν σου» (Δαν. 3, 40), Κύριε. Κι ας μας δεχθείς σαν «θυσία ζώσα» (Ρωμ. 12, 1), ευάρεστη σε σένα, καθώς μας κατακαίει αυτό το ψύχος. Ωραία η προσφορά. Νέο το ολοκαύτωμα, που πραγματοποιείται όχι με φωτιά, αλλά με το ψύχος. Αυτά τα στηριχτικά λόγια ανταλλάσσοντας μεταξύ τους κι ο ένας τον άλλο προτρέποντας, έμοιαζαν με προχωρημένο τμήμα σε ώρα πολέμου κι έτσι έκαναν να περνά η νύχτα τους, υπομένοντας με γενναία καρδιά τα παρόντα, δοκιμάζοντας χαρά για τα ελπιζόμενα και καταγελώντας τον εχθρό. Κι ένα ήταν όλων το τάμα: Σαράντα μπήκαμε στο στάδιο κι οι σαράντα ας στεφανωθούμε. Κύριε. Ας μη χαλάσει τον αριθμό ούτε ένας. Είναι αριθμός τιμημένος. Τον τίμησες με τη νηστεία των σαράντα ημερών. Μέσ’ απ’ αυτόν, ο νόμος σου εισήλθε στον κόσμο. Ο προφήτης Ηλίας, αφού με τη νηστεία σαράντα ημερών εκζήτησε τον Κύριο, τέλος πέτυχε να τον δει. Και το μεν τάμα εκείνων αυτό ήταν. Ένας όμως από τον αριθμό τους λύγισε μπροστά στη δοκιμασία, λιποτάχτησε κι έφυγε, αφήνοντας απαρηγόρητο πένθος στους αγίους. Μα ο Κύριος δεν άφησε απραγματοποίητη την παράκλησή τους. Γιατί εκείνος που του είχε ανατεθεί η επιτήρηση των μαρτύρων, βρισκόταν πλησίον τους και θερμαινόταν σ’ ένα χώρο καταυλισμού, αναμένοντας τί θα συμβεί, έτοιμος να υποδεχθεί όσους στρατιώτες θα κατέφευγαν τυχόν εκεί. Αφού κι αυτό είχε προνοηθεί, να υπάρχει εκεί κοντά λουτρό, που να υπόσχεται γρήγορη τη βοήθεια σε όσους θ’ άλλαζαν γνώμη. Αυτό όμως που επινόησαν με κακό σκοπό οι εχθροί, να βρουν δηλαδή τέτοιο τόπο για το μαρτύριο, ώστε η έτοιμη παρηγοριά να παραλύει τη σταθερότητα των αγωνιστών, αυτό ακριβώς ανάδειξε λαμπρότερη την υπομονή των μαρτύρων. Γιατί καρτερικός δεν είναι όποιος στερείται τα αναγκαία, αλλά εκείνος που υπομένει τις δοκιμασίες ενώ γύρω του είναι άφθονες οι απολαύσεις.
Καθώς λοιπόν εκείνοι αγωνίζονταν κι αυτός περίμενε να δει τί θ’ απογίνει, βλέπει ένα παράξενο θέαμα. Κάποιες δυνάμεις να κατεβαίνουν από τα ουράνια και σαν βασιλικές δωρεές μεγάλες να μοιράζουν στους στρατιώτες. Αυτές οι δυνάμεις σε όλους τους άλλους μοίραζαν τις δωρεές, αλλά έναν μονάχα άφησαν αβράβευτο, αφού τον έκριναν ανάξιο για τις ουράνιες τιμές. Αυτός, ευθύς λυγίζοντας μπροστά στη δοκιμασία, λιποτάχτησε στους εχθρούς. Αξιοθρήνητο θέαμα για τους δικαίους: Ο στρατιώτης να το βάλει στα πόδια. Ο αριστέας να καταλήξει αιχμάλωτος. Το πρόβατο του Χριστού να πέσει στα δόντια του θηρίου. Αλλά το πιο αξιοθρήνητο είναι ότι και την αιώνια ζωή έχασε, αλλά και την εδώ κάτω δεν απόλαυε, γιατί η σάρκα του, μόλις ήλθε σ’ επαφή με τη θερμότητα, διαλύθηκε. Έτσι, αυτός που αγαπούσε τη ζωή του έπεσε, αμαρτάνοντας μάταια. Ο δήμιος όμως, σαν είδε να ξεστρατίζει και να τρέχει στο λουτρό, τον αντικατέστησε, παίρνοντας ο ίδιος τη θέση εκείνου. Κι αφού έριξε πέρα τα ρούχα του, βρέθηκε ανάμεσα στους γυμνούς, φωνάζοντας την ίδια με τους αγίους φράση: Είμαι χριστιανός. Κι έχοντας, με την ξαφνική του αλλαγή, εκπλήξει όσους ήταν παρόντες, αναπλήρωσε τον αριθμό και προσθέτοντας τον εαυτό του παρηγόρησε τη λύπη τους για εκείνον που άνανδρα έπεσε. Κι έτσι θυμήθηκε τους πολεμιστές, που, όταν πέσει κανείς στην πρώτη γραμμή της παράταξης, ευθύς τον αναπληρώνουν, ώστε το τείχος των ασπίδων εμπρός να μη διακοπεί με την απουσία του σκοτωμένου. Κάτι παρόμοιο λοιπόν κι αυτός έπραξε. Είδε τα ουράνια θαύματα, φωτίσθηκε από την αλήθεια, έτρεξε στον Κύριο, έγινε ένας από τους μάρτυρες. Έτσι, ξανασυνέβη ό,τι και με τους μαθητές του Χριστού. Έφυγε ο Ιούδας και τη θέση του πήρε ο Ματθίας (πρβλ. Πράξ. 1, 26). Μιμητής έγινε του Παύλου, χθες κατατρέχοντας, σήμερα κηρύττοντας το Ευαγγέλιο (Πράξ. 9, 20). Άνωθεν έλαβε κι αυτός την κλήση, «όχι από ανθρώπους, ούτε μέσω ανθρώπου» (Γαλ. 1, 1). Πίστεψε στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Βαφτίσθηκε σ’ αυτόν, όχι από άλλον, αλλά με τη δική του πίστη. Όχι στο νερό, αλλά στο δικό του αίμα.
Κι έτσι, ενώ ξημέρωνε, ακόμα αναπνέοντας, παραδόθηκαν στη φωτιά. Κι ό,τι απόμεινε από τη φωτιά, απορρίχτηκε στο ποτάμι, ώστε μες απ’ όλη την κτίση να περάσει το κατόρθωμα των μακαρίων εκείνων. Πάνω στη γη αγωνίσθηκαν. Απέναντι στον αέρα έδειξαν τη μεγάλη τους καρτερία. Στη φωτιά παραδόθηκαν. Το νερό τους υποδέχθηκε. Δική τους σαν να είναι η φράση: «Περάσαμε μες από φωτιά και νερό και μας έβγαλες σε ανάπαυση» (Ψαλ. 65, 12).
Η μητέρα ενός από τους μακαρίους εκείνους είδε τους άλλους να έχουν ήδη πεθάνει από το ψύχος, το γιο της δε ν’ αναπνέει ακόμα εξ αιτίας της σωματικής του δύναμης και της καρτερίας του στα δεινά. Οι δήμιοι, στο μεταξύ, τον είχαν παρατήσει, γιατί ήταν πιθανό ν’ αλλάξει γνώμη. Η ίδια τότε, με τα ίδια της τα χέρια, τον σήκωσε και τον έβαλε πάνω στην άμαξα, όπου οι υπόλοιποι σαν ένας σωρός φέρνονταν προς τη φωτιά, αληθινή μητέρα μάρτυρα. Δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ από δειλία, ούτε ξεστόμισε κάτι το τιποτένιο κι ανάξιο της ώρας. Αλλά είπε: Πήγαινε παιδί μου, στον καλό δρόμο, μαζί με τους συνομηλίκους σου, μαζί με τους συναδέλφους σου. Μη μείνεις έξω από την ομάδα τους. Μην εμφανισθείς στον Κύριο έπειτ’ απ’ αυτούς. Αληθινά, καλής ρίζας καλό βλαστάρι. Έδειξε η γενναία μητέρα πως τον είχε εκθρέψει με τις αλήθειες της πίστης μάλλον παρά με το γάλα της. Κι εκείνος, αφού έτσι ανατράφηκε, έτσι προπέμφθηκε από την ευσεβή μητέρα του. Ο δε διάβολος έφυγε καταντροπιασμένος. Γιατί, αφού κίνησε εναντίον τους όλα τα στοιχεία της φύσης, όλα τα είδε νικημένα από την αρετή εκείνων των ανδρών, τη μανιασμένη νύχτα, την παγερή χώρα, την εποχή της χρονιάς, τη γύμνωση των σωμάτων. Ω αγία ομάδα! Ω ιερή στρατιωτική μονάδα! Ω αδιάσπαστε συνασπισμέ! Ω κοινοί φύλακες του ανθρώπινου γένους! Καλόβολοι συμμέτοχοι των φροντίδων μας, συνεργοί στις δεήσεις μας, μεσολαβητές ισχυρότατοι, αστέρες της οικουμένης, άνθη των κατά τόπους Εκκλησιών. Δεν σας έκρυψε στα σπλάχνα της η γη, αλλά ο ουρανός σας υποδέχθηκε. Άνοιξαν για σας οι πύλες του παραδείσου. Άξιο θέαμα για τη στρατιά των αγγέλων, για τους πατριάρχες, για τους προφήτες, για τους δικαίους, άνδρες που όντας πάνω στο άνθος της νιότης, δεν λογάριασαν καθόλου τη ζωή, γιατί αγάπησαν τον Κύριο πάνω από γονείς, πάνω από τέκνα. Ενώ βρίσκονταν ακριβώς στην ηλικία που έχει μπροστά της τη ζωή, παρέβλεψαν την πρόσκαιρη ζωή, για να δοξάσουν το Θεό στα ίδια τους τα μέλη. Έγιναν θέαμα στον κόσμο. Και στους αγγέλους και στους ανθρώπους. Κι έτσι, όσους είχαν πέσει τους σήκωσαν, όσους αμφέβαλλαν τους στερέωσαν και στους πιστούς αύξησαν τον ιερό πόθο. Αφού ένα για χάρη της πίστης έστησαν τρόπαιο, μ’ ένα επίσης στεφάνι της δικαιοσύνης καταστολίσθηκαν, ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό τον Κύριό μας, που του ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Μετάφραση: Β. Μουστάκη)
Τότε λοιπόν, σαν άκουσαν το πρόσταγμα (και βλέπε εδώ των ανδρών αυτών το ανίκητο φρόνημα), μετά χαράς πέταξαν κατά γης ο καθένας και τον τελευταίο χιτώνα. Κι όρμησαν προς το θάνατο που αιτία του ήταν το ψύχος, προτρέποντας ο ένας τον άλλο, σαν ν’ άρπαζαν λάφυρα. Δεν αποβάλλουμε, έλεγαν, ιμάτιο, αλλά τον παλαιόν άνθρωπο ξεντυνόμαστε, «που φθείρεται κατά τις επιθυμίες της απάτης» (Εφ. 4, 22). Σ’ ευχαριστούμε, Κύριε, που μαζί μ’ αυτό το ιμάτιο αποβάλλουμε και την αμαρτία. Αφού εξ αιτίας του φιδιού ντυθήκαμε (πρβλ. Γεν. 3, 21), ας γδυθούμε χάρη στον Χριστό. Ας μην κρατήσουμε πάνω μας ιμάτια για τον παράδεισο που χάσαμε. Τί ν’ ανταποδώσουμε στον Κύριο; Γδύθηκε κι ο Κύριός μας. Είναι τόσο σπουδαίο για το δούλο να πάθει ό,τι κι ο Κύριος; Άλλωστε και τον ίδιο τον Κύριο εμείς είμαστε που τον γδύσαμε. Γιατί εκείνο το τόλμημα στρατιώτες το έπραξαν. Εκείνοι τον έγδυσαν και «διεμερίσαντο τα ιμάτια» (Ματθ. 27, 35). Λοιπόν, κατηγορία γραμμένη εναντίον μας ας τη σβήσουμε οι ίδιοι. Δριμύς ο χειμώνας, αλλά γλυκός ο παράδεισος. Γεμάτο πόνο το πάγωμα, αλλά ευχάριστη η ανάπαυση. Λίγο ας περιμένουμε και θα βρεθούμε στη θαλπωρή της αγκάλης του πατριάρχη Αβραάμ. Με μια και μόνη νύχτα, ας κερδίσουμε ολόκληρη την αιωνιότητα. Ας καεί το πόδι, για να κροτεί χορευτικά μαζί με τους αγγέλους αδιάκοπα. Ας πέσει το χέρι, για να έχει θάρρος να υψώνεται δεητικά προς τον Κύριο. Πόσοι από τους συναδέλφους μας στο στρατό έπεσαν στη μάχη για ν’ αποδείξουν την αφοσίωσή τους σε βασιλιά φθαρτό; Κι εμείς, χάρη της πίστης στον αληθινό βασιλιά, θα λογαριάσουμε αυτή τη ζωή; Πόσοι υποβλήθηκαν στο θάνατο των κακοποιών, αφού καταδικάσθηκαν για τα εγκλήματά τους; Κι εμείς, για χάρη της δικαιοσύνης, δεν θα υποφέρουμε το θάνατο; Ας μην πλαγιοδρομήσουμε, συνάδελφοι, ας γυρίσουμε τις πλάτες στο διάβολο. Σάρκες είναι ας μη τις λυπηθούμε. Αφού οπωσδήποτε θα πεθάνουμε μια μέρα, ας πεθάνουμε για να ζήσουμε. «Ας γίνει η θυσία μας ενώπιόν σου» (Δαν. 3, 40), Κύριε. Κι ας μας δεχθείς σαν «θυσία ζώσα» (Ρωμ. 12, 1), ευάρεστη σε σένα, καθώς μας κατακαίει αυτό το ψύχος. Ωραία η προσφορά. Νέο το ολοκαύτωμα, που πραγματοποιείται όχι με φωτιά, αλλά με το ψύχος. Αυτά τα στηριχτικά λόγια ανταλλάσσοντας μεταξύ τους κι ο ένας τον άλλο προτρέποντας, έμοιαζαν με προχωρημένο τμήμα σε ώρα πολέμου κι έτσι έκαναν να περνά η νύχτα τους, υπομένοντας με γενναία καρδιά τα παρόντα, δοκιμάζοντας χαρά για τα ελπιζόμενα και καταγελώντας τον εχθρό. Κι ένα ήταν όλων το τάμα: Σαράντα μπήκαμε στο στάδιο κι οι σαράντα ας στεφανωθούμε. Κύριε. Ας μη χαλάσει τον αριθμό ούτε ένας. Είναι αριθμός τιμημένος. Τον τίμησες με τη νηστεία των σαράντα ημερών. Μέσ’ απ’ αυτόν, ο νόμος σου εισήλθε στον κόσμο. Ο προφήτης Ηλίας, αφού με τη νηστεία σαράντα ημερών εκζήτησε τον Κύριο, τέλος πέτυχε να τον δει. Και το μεν τάμα εκείνων αυτό ήταν. Ένας όμως από τον αριθμό τους λύγισε μπροστά στη δοκιμασία, λιποτάχτησε κι έφυγε, αφήνοντας απαρηγόρητο πένθος στους αγίους. Μα ο Κύριος δεν άφησε απραγματοποίητη την παράκλησή τους. Γιατί εκείνος που του είχε ανατεθεί η επιτήρηση των μαρτύρων, βρισκόταν πλησίον τους και θερμαινόταν σ’ ένα χώρο καταυλισμού, αναμένοντας τί θα συμβεί, έτοιμος να υποδεχθεί όσους στρατιώτες θα κατέφευγαν τυχόν εκεί. Αφού κι αυτό είχε προνοηθεί, να υπάρχει εκεί κοντά λουτρό, που να υπόσχεται γρήγορη τη βοήθεια σε όσους θ’ άλλαζαν γνώμη. Αυτό όμως που επινόησαν με κακό σκοπό οι εχθροί, να βρουν δηλαδή τέτοιο τόπο για το μαρτύριο, ώστε η έτοιμη παρηγοριά να παραλύει τη σταθερότητα των αγωνιστών, αυτό ακριβώς ανάδειξε λαμπρότερη την υπομονή των μαρτύρων. Γιατί καρτερικός δεν είναι όποιος στερείται τα αναγκαία, αλλά εκείνος που υπομένει τις δοκιμασίες ενώ γύρω του είναι άφθονες οι απολαύσεις.
Καθώς λοιπόν εκείνοι αγωνίζονταν κι αυτός περίμενε να δει τί θ’ απογίνει, βλέπει ένα παράξενο θέαμα. Κάποιες δυνάμεις να κατεβαίνουν από τα ουράνια και σαν βασιλικές δωρεές μεγάλες να μοιράζουν στους στρατιώτες. Αυτές οι δυνάμεις σε όλους τους άλλους μοίραζαν τις δωρεές, αλλά έναν μονάχα άφησαν αβράβευτο, αφού τον έκριναν ανάξιο για τις ουράνιες τιμές. Αυτός, ευθύς λυγίζοντας μπροστά στη δοκιμασία, λιποτάχτησε στους εχθρούς. Αξιοθρήνητο θέαμα για τους δικαίους: Ο στρατιώτης να το βάλει στα πόδια. Ο αριστέας να καταλήξει αιχμάλωτος. Το πρόβατο του Χριστού να πέσει στα δόντια του θηρίου. Αλλά το πιο αξιοθρήνητο είναι ότι και την αιώνια ζωή έχασε, αλλά και την εδώ κάτω δεν απόλαυε, γιατί η σάρκα του, μόλις ήλθε σ’ επαφή με τη θερμότητα, διαλύθηκε. Έτσι, αυτός που αγαπούσε τη ζωή του έπεσε, αμαρτάνοντας μάταια. Ο δήμιος όμως, σαν είδε να ξεστρατίζει και να τρέχει στο λουτρό, τον αντικατέστησε, παίρνοντας ο ίδιος τη θέση εκείνου. Κι αφού έριξε πέρα τα ρούχα του, βρέθηκε ανάμεσα στους γυμνούς, φωνάζοντας την ίδια με τους αγίους φράση: Είμαι χριστιανός. Κι έχοντας, με την ξαφνική του αλλαγή, εκπλήξει όσους ήταν παρόντες, αναπλήρωσε τον αριθμό και προσθέτοντας τον εαυτό του παρηγόρησε τη λύπη τους για εκείνον που άνανδρα έπεσε. Κι έτσι θυμήθηκε τους πολεμιστές, που, όταν πέσει κανείς στην πρώτη γραμμή της παράταξης, ευθύς τον αναπληρώνουν, ώστε το τείχος των ασπίδων εμπρός να μη διακοπεί με την απουσία του σκοτωμένου. Κάτι παρόμοιο λοιπόν κι αυτός έπραξε. Είδε τα ουράνια θαύματα, φωτίσθηκε από την αλήθεια, έτρεξε στον Κύριο, έγινε ένας από τους μάρτυρες. Έτσι, ξανασυνέβη ό,τι και με τους μαθητές του Χριστού. Έφυγε ο Ιούδας και τη θέση του πήρε ο Ματθίας (πρβλ. Πράξ. 1, 26). Μιμητής έγινε του Παύλου, χθες κατατρέχοντας, σήμερα κηρύττοντας το Ευαγγέλιο (Πράξ. 9, 20). Άνωθεν έλαβε κι αυτός την κλήση, «όχι από ανθρώπους, ούτε μέσω ανθρώπου» (Γαλ. 1, 1). Πίστεψε στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Βαφτίσθηκε σ’ αυτόν, όχι από άλλον, αλλά με τη δική του πίστη. Όχι στο νερό, αλλά στο δικό του αίμα.
Κι έτσι, ενώ ξημέρωνε, ακόμα αναπνέοντας, παραδόθηκαν στη φωτιά. Κι ό,τι απόμεινε από τη φωτιά, απορρίχτηκε στο ποτάμι, ώστε μες απ’ όλη την κτίση να περάσει το κατόρθωμα των μακαρίων εκείνων. Πάνω στη γη αγωνίσθηκαν. Απέναντι στον αέρα έδειξαν τη μεγάλη τους καρτερία. Στη φωτιά παραδόθηκαν. Το νερό τους υποδέχθηκε. Δική τους σαν να είναι η φράση: «Περάσαμε μες από φωτιά και νερό και μας έβγαλες σε ανάπαυση» (Ψαλ. 65, 12).
Η μητέρα ενός από τους μακαρίους εκείνους είδε τους άλλους να έχουν ήδη πεθάνει από το ψύχος, το γιο της δε ν’ αναπνέει ακόμα εξ αιτίας της σωματικής του δύναμης και της καρτερίας του στα δεινά. Οι δήμιοι, στο μεταξύ, τον είχαν παρατήσει, γιατί ήταν πιθανό ν’ αλλάξει γνώμη. Η ίδια τότε, με τα ίδια της τα χέρια, τον σήκωσε και τον έβαλε πάνω στην άμαξα, όπου οι υπόλοιποι σαν ένας σωρός φέρνονταν προς τη φωτιά, αληθινή μητέρα μάρτυρα. Δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ από δειλία, ούτε ξεστόμισε κάτι το τιποτένιο κι ανάξιο της ώρας. Αλλά είπε: Πήγαινε παιδί μου, στον καλό δρόμο, μαζί με τους συνομηλίκους σου, μαζί με τους συναδέλφους σου. Μη μείνεις έξω από την ομάδα τους. Μην εμφανισθείς στον Κύριο έπειτ’ απ’ αυτούς. Αληθινά, καλής ρίζας καλό βλαστάρι. Έδειξε η γενναία μητέρα πως τον είχε εκθρέψει με τις αλήθειες της πίστης μάλλον παρά με το γάλα της. Κι εκείνος, αφού έτσι ανατράφηκε, έτσι προπέμφθηκε από την ευσεβή μητέρα του. Ο δε διάβολος έφυγε καταντροπιασμένος. Γιατί, αφού κίνησε εναντίον τους όλα τα στοιχεία της φύσης, όλα τα είδε νικημένα από την αρετή εκείνων των ανδρών, τη μανιασμένη νύχτα, την παγερή χώρα, την εποχή της χρονιάς, τη γύμνωση των σωμάτων. Ω αγία ομάδα! Ω ιερή στρατιωτική μονάδα! Ω αδιάσπαστε συνασπισμέ! Ω κοινοί φύλακες του ανθρώπινου γένους! Καλόβολοι συμμέτοχοι των φροντίδων μας, συνεργοί στις δεήσεις μας, μεσολαβητές ισχυρότατοι, αστέρες της οικουμένης, άνθη των κατά τόπους Εκκλησιών. Δεν σας έκρυψε στα σπλάχνα της η γη, αλλά ο ουρανός σας υποδέχθηκε. Άνοιξαν για σας οι πύλες του παραδείσου. Άξιο θέαμα για τη στρατιά των αγγέλων, για τους πατριάρχες, για τους προφήτες, για τους δικαίους, άνδρες που όντας πάνω στο άνθος της νιότης, δεν λογάριασαν καθόλου τη ζωή, γιατί αγάπησαν τον Κύριο πάνω από γονείς, πάνω από τέκνα. Ενώ βρίσκονταν ακριβώς στην ηλικία που έχει μπροστά της τη ζωή, παρέβλεψαν την πρόσκαιρη ζωή, για να δοξάσουν το Θεό στα ίδια τους τα μέλη. Έγιναν θέαμα στον κόσμο. Και στους αγγέλους και στους ανθρώπους. Κι έτσι, όσους είχαν πέσει τους σήκωσαν, όσους αμφέβαλλαν τους στερέωσαν και στους πιστούς αύξησαν τον ιερό πόθο. Αφού ένα για χάρη της πίστης έστησαν τρόπαιο, μ’ ένα επίσης στεφάνι της δικαιοσύνης καταστολίσθηκαν, ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό τον Κύριό μας, που του ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Μετάφραση: Β. Μουστάκη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου