Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Πειρασμοί και πνευματικός νόμος κατά τον Όσιο Ιωσήφ τον Ησυχαστή.

Το σύνθημα του αειμνήστου Γέροντος που εφάρμοζε διαρκώς ήταν το «δος αίμα, και λάβε Πνεύμα» των Πατέρων. Τολμηρός και ανδρείος όπως ήταν από την φύση του, δεν άφηνε περιθώρια ερωτηματικών ή αμφιβολίας στη ζωή του. Στον άριστο όμως αυτό συνδυασμό συνετέλεσε και η θερμή πίστη του, με θετικά πάντοτε αποτελέσματα. Αποφασιστικότητα, τόλμη και η προς τον Θεό πίστη -το μόνο που απαιτείται από την λογική φύση- είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της ελευθερίας του ανθρώπου που εκδηλώνουν τη θέλησή του.
Αυτά προκαλούν και φέρνουν την θεία ενέργεια, που θεραπεύει τα ασθενή και συμπληρώνει τις ελλείψεις. Με την βοήθεια του Θεού και με τις προϋποθέσεις που αναφέραμε ο Γέροντας δεν έκρινε τίποτε ως αδύνατο. Εκείνοι όμως που δεν μπορούσαν να φθά¬σουν στην κατάσταση αυτή, τον παρεξηγούσαν ως ελλειπή ή υπερβολικό. Σε κάθε πρόβλημα που φαινόταν δύσκολο ή περίπλοκο, ο Γέροντας είχε έτοιμη την απάντηση- «πού είναι ο Θεός;». Αυτό σήμαινε γι’ αυτόν ότι οπωσδήποτε θα το λύσει ο Θεός. Η στάση αυτή, που ήταν βασική αρχή του στηριζόταν όχι μόνο στη βαθύτερη πίστη -αυτήν που σύμφωνα με τους Πατέρες λέγεται “πίστη της θεωρίας”- αλλά και στην κηδεμονία του πνευματικού νόμου, απ’ όπου εξαρτούσε τα πάντα σε όλη τη ζωή του. Οτιδήποτε συνέβαινε, το έκρινε με βάση τον πνευματικό νόμο.
Ιδιαίτερα όμως σκεπτόταν έτσι για τα δικά μας προσωπικά θέματα που μας απασχολούσαν. Στην αρχή της παραμονής μας κοντά του κάναμε συχνότερες επισκέψεις για συμβουλές και παρακολούθηση. Φυσικά, είτε του λέγαμε είτε δεν του λέγαμε τα θέματα που μας απασχολούσαν, εκείνος μας ερμήνευε με λεπτομέρεια το νόημα των γεγονότων. Άρχιζε από τα αποτελέσματα και ανέλυε με την σειρά αυτά που προηγήθηκαν ως και αυτήν την προσβολή. Ερμήνευε το από πού, γιατί και πόσο, με τέτοια ακρίβεια, ώστε μέναμε κατάπληκτοι από την θέση που είχε μέσα του «ο νόμος του πνεύματος της ζωής».
Κάποτε που κάναμε ένα λάθος (πόσα δεν δημιουργεί η απειρία!) μου έβαλε κανόνα να κάνω τον άσκοπο κόπο μιας μεγάλης οδοιπορίας. Επειδή γνώριζα ότι τίποτε δεν κάνει χωρίς λόγο, δεν πρόβαλα ερωτηματικά, αλλά μου είπε μόνος του· «αν δεν προκαλέσουμε μαζί με την μετάνοια και μία ανάλογη φιλοπονία, δεν ικανοποιούμε την κρίση του πνευματικού νόμου και ενδέχεται να μας έλθει πειρασμός με άγνωστη εξέλιξη». Μπορώ να πω ότι ο πνευματικός νόμος ήταν η βάση και το κριτήριο σε όλα τα πράγματα και σε όλες τις κινήσεις μας και στις γενικές και μερικές υποθέσεις μας. Ο αββάς Μάρκος λέει· «γνώσις αληθής υπάρχει η των θλιβερών υπομονή· και το μη αιτιάσθαι τους ανθρώπους επί ταις εαυτού συμφοραίς». Ο Γέροντας συνήθιζε επίσης να αναφέρεται συχνά στην σημασία των πειρασμών. Τους έβλεπε ως περιεκτικό σύνολο των ποικίλων δεινών με τα οποία δοκιμάζεται ολόκληρη η ανθρωπότητα και ως γεγονότα που απασχολούν τα επί μέρους άτομα.
Έχοντας ως βάση τον πνευματικό νόμο, δεχόταν τις παιδαγωγικές παρεμβάσεις της περιεκτικής προνοίας του Θεού ως όργανα κατάλληλα για την διόρθωση των ανθρώπων και τα ονόμαζε πειρασμούς. Αν και γνώριζε σε βάθος την σημασία της ωφέλειας από αυτούς και επαναλάμβανε το πατερικό απόφθεγμα «έπαρον τους πειρασμούς και ουδείς ο σωζόμενος» και το «ανένδεκτον του μη ελθείν» αυτούς, λεπτολογούσε με ακρίβεια τα αίτια και τις αφορμές που τους προκαλούν και μας δίδασκε να τους αποφεύγουμε, όσο είναι δυνατόν. Το κέντρο της εμπειρίας του βρισκόταν στο διπλό καθήκον, όπως το ονόμαζε: από την μία πλευρά στη συνετή αντιμετώπιση των αιτίων και αφορμών, ώστε να προλαμβάνονται, και από την άλλη -όσες φορές συμβαίνουν- να αντιμετωπίζονται γενναία με πίστη και ελπίδα για την ωφέλεια που επακολουθεί. «Οι απροσδοκήτως συμβαί¬νοντες ημίν πειρασμοί, οικονομικώς ημάς φιλοπόνους διδάσκουσιν είναι, και μη βουλομένους εις μετάνοιαν έλκουσιν». Και πάλιν «αι επερχόμεναι θλί¬ψεις τοις ανθρώποις, των ίδιων κακών εισίν έκγονα». Με αυτά μας υπενθύμιζε ο αείμνηστος τον καθηγητή του πνευματικού νόμου, όπως τον καλούσε, τον αββά Μάρκο τον Ασκητή.
Στο πρακτικό μέρος της εν Χριστώ ζωής κρύβεται το περιπλοκότερο μυστήριο της ανθρώπινης ζωής. Δύο τιτάνιες έλξεις, που συνδέονται με τον άνθρωπο, προκαλούν την πελώρια και αδιάσπαστη διελκυστίνδα με κέντρο τον άνθρωπο, τον οποίο σύρουν με μανία η κάθε μία προς το μέρος της για να τον κατακτήσουν. Δύο αγάπες, που στέκονται η μία αντίθετη στην άλλη και είναι στραμμένες προς τους δύο πόλους, αποτελούν το κίνητρο των δύο έλξεων: η προς τον Θεό αγάπη και η αγάπη αυτού του κόσμου. Το θύμα, ο άνθρωπος, δεν είναι πάντοτε σε θέση να διακρίνει ενσυνείδητα τις προτιμήσεις του, και γι’ αυτό προκύπτουν οι εκ των υστέρων μεταβολές. Τα μέσα, οι αφορμές και οι αιτίες, που προκαλούν την αφύπνιση στους περιπλεγμένους ανθρώπους σε αυτές τις έλξεις, λέγονται πειρασμοί. Να τους περιγράψουμε; «Εξαριθμήσομαι αυτούς, λέει ο Ψαλμωδός, και υπέρ άμμον πληθυνθήσονται». Κάτι όμως, έστω και ελάχιστο, πρέπει να αναφέρουμε από τις εμπειρίες του Γέροντος, που είχε την δύναμη να αναλύει τους πειρασμούς με εξαιρετικά λεπτή διάκριση.
Γενικά θεωρούσε «πάντα πειρασμόν επωφελή» αλλά περισσότερη βαρύτητα απέδιδε στην ερμηνεία των ειδικών πειρασμών της αμελείας και της οιήσεως, τους οποίους αποκαλούσε συντριπτικούς. Ο Θεός ασφαλώς θέλει και καλεί όλους να Τον ακολουθήσουν, αλλά δεν δέχονται όλοι την κλήση Του. Πάντως όσοι δέχθηκαν αυτή την κλήση δοκιμάζονται σκληρά, σε βαθμό που Εκείνος ορίζει και ανάλογα με την γνώση που τους χάρισε. Η αρνητική πλευρά, που επιβουλεύεται τους θεόκλητους, είναι η αγάπη του κόσμου τούτου, του «εν τω πονηρώ κειμένου». Αυτή με δόλιο και υποκριτικό τρόπο καταφέρνει μερικούς να απατήσει και στους υπολοίπους, που δεν πείθονται στην απάτη, επιχειρεί με ανοιχτή και απροκάλυπτη βία να στραγγαλίσει την προαίρεση τους. Η αμείλικτη πίεση των “αλλοιώσεων” του κά¬κιστου αυτού γείτονά μας δεν αφήνει αμετάβλητη την καλή πρόθεση και αρχή. Είναι πολλοί και γνωστοί με λεπτομέρεια από τους Πατέρες μας οι λόγοι που προκαλούν τις αλλοιώσεις. Αυτοί είναι είτε φυσικοί, που προκαλούνται από τις αδιάβλητες ανάγκες μας, είτε επίκτητοι, που προκαλούνται από τα πάθη και τους δαίμονες. Αλλά, είτε προέρχονται από την μία αίτια είτε από την άλλη, η ουσία είναι ότι επιβουλεύονται την προαίρεσή μας. Σε αυτή την αδιάκοπη διελκυστίνδα εδρεύουν συνεχώς οι πειρασμοί. Κανείς, από όσους πλέουν το πολυκύμαντο αυτό πέλαγος του βίου δεν μένει ανέπαφος από την πάλη με αυτούς. Η απειρία, η άγνοια, η αδυναμία, η βαρύτητα της πήλινης σάρκας, το κακό παρελθόν, τα πάθη, οι συνήθειες, και πάνω από όλα αυτά ο διάβολος, αλλοιώνουν και διακόπτουν την ορθή πρόθεση και μεταβάλλουν τον καλό σκοπό. «Ο εν τοις μέλεσιν ημών νόμος της αμαρτίας» που είναι «η εκ νεότητος εγκειμένη επί τα πονηρά διάνοια ημών» χαλαρώνει την καλή πορεία, που χάραξαν η κλήση από τον Θεό και η ευγένεια της προθέσεως. Δεν μένει τώρα άλλο μέσο για αφύπνιση και προώθηση, παρά οι συμβατικές επιφορές, που είναι και λέγονται πειρασμοί.
(Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, «Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής», εκδ. Ι.Μ.Βατοπαιδίου-Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 1 )

Όταν υπάρχει το όνομα του Θεού, όλα πάνε καλά.(Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου)

Τίποτε δεν είναι ισάξιο με την προσευχή, διότι και τα αδύνατα τα κάνει δυνατά και τα δύσκολα εύκολα και κάθε δυσχέρεια την εξομαλύνει. Αυτήν κατόρθωσε και ο μακάριος Δαυίδ, γι’ αυτό κι έλεγε: «πολλές  φορές  κατά τη διάρκεια της  ημέρας σε δοξολόγησα για τις δίκαιες κρίσεις σου» (Ψαλμ. 118, 164). Κι εάν άνθρωπος βασιλιάς, βυθισμένος μέσα σε χιλιάδες φροντίδες που τον τραβούσαν από παντού, παρακαλούσε το Θεό τόσες φορές την ημέρα, ποιά απολογία ή συγχώρηση θα έχουμε εμείς, που αν και έχουμε τόσο ελεύθερο χρόνο, δεν Τον ικετεύουμε συνεχώς και μάλιστα όταν πρόκειται να καρπωθούμε τέτοιο κέρδος;
Τίποτε δεν μας βοηθά τόσο να επιδοθούμε στην αρετή, όσο το να μιλούμε συνεχώς στο Θεό και διαρκώς να τον ευχαριστούμε και να του ψάλλουμε. Χωρίς τη θεία συμπαράσταση κανένα αγαθό δεν θα έλθει στις ψυχές μας η δε βοήθεια του Θεού αγγίζει τους πόνους μας και τους ανακουφίζει πολύ, εάν δει ότι αγαπούμε την προσευχή και συνεχώς παρακαλούμε το Θεό και προσδοκούμε όλα τα αγαθά να μάς έλθουν από Εκείνον.
Όταν λοιπόν δω κάποιον που δεν αγαπά την προσευχή, ούτε έχει θερμό και μεγάλο έρωτα γι’ αυτήν, είναι ήδη σ’ έμενα φανερό ότι αυτός ο άνθρωπος δεν έχει τίποτε γενναίο στη ψυχή του. Αλλά όταν δώ κάποιον που αχόρταγα επιδίδεται στη λατρεία του Θεού και θεωρεί σαν μία από τις μεγαλύτερες ζημιές το να μην προσεύχεται συνεχώς, συμπεραίνω ότι αυτός ασκεί με βεβαιότητα κάθε αρετή και είναι ναός του Θεού.
Κανένα όφελος δεν θα προέλθει από την προσευχή, κι αν ακόμη διαρκέσει πολύ, όταν αυτός που προσεύχεται επιμένει στις αμαρτίες. Γι’ αυτό σε άφησε να πέσεις σ’ αυτό το απροσδόκητο κακό, για να Τον επικαλεσθείς. Αλλά οι πολλοί σε τέτοιες καταστάσεις αποβάλλουν και την ευλάβεια που είχαν, ενώ πρέπει να κάνουν το αντίθετο. Διότι, επειδή ο Θεός μας αγαπά πάρα πολύ, γι’ αυτό μας αφήνει να θλιβόμαστε, για να συνδεθούμε στενότερα μαζί του. Γιατί και οι μητέρες φοβερίζοντας τα ατίθασα παιδιά τους με διάφορες μάσκες τα αναγκάζουν να καταφεύγουν στην αγκαλιά τους, μη θέλοντας να τα στενοχωρήσουν, αλλά με αυτούς τους τρόπους να τα κρατήσουν κοντά τους.
Έτσι και ο Θεός, θέλοντας να μας έχει μόνιμα συνδεδεμένους μαζί Του, σαν κάποιος μανιώδης εραστής, ή μάλλον επειδή είναι πιο μανιώδης από κάθε εραστή, σε αφήνει να περιέλθεις σε τέτοιες ανάγκες, για να ασχολείσαι συνεχώς με την προσευχή και αφήνοντας τα άλλα, να Τον επικαλείσαι διαρκώς και να μεριμνάς για την σχέση σου με αυτόν.
Δεν εμποδιζόμαστε να προσευχηθούμε καρδιακά και περπατώντας, και ο νους μας να βρίσκεται ψηλά… Όταν υπάρχει το όνομα του Θεού, όλα πάνε καλά· όλα να τα κάνεις στο όνομα του Κυρίου και όλα θα ευοδωθούν τίποτε δεν είναι ίσο με το όνομα αυτό: «Το όνομά σου είναι σαν μύρο που άδειασε » λέγει (Άσμα 1,  2). Αυτός που το πρόφερε γέμισε αμέσως με ευωδία… Εάν πεις «στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» με πίστη, τα πέτυχες όλα. Με αυτό το όνομα επέστρεψαν στην πίστη όλη την οικουμένη, καταλύθηκε η τυραννία, απατήθηκε ο διάβολος, ανοίχθηκαν οι ουρανοί, εμείς αναγεννηθήκαμε. «Ως θαυμαστόν το όνομά σου εν πάση τη γη…» (Ψαλμ. 8,  2). Φθάνει μόνο να επικαλεσθούμε το όνομα του Θεού και θα τα επιτύχουμε όλα σε υπερβολικό βαθμό.
(«Ο κόσμος της Προσευχής», εκδ. Κάλαμος)

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Οἱ Ἅγιοι Κύρος καὶ Ἰωάννης οἱ Θαυματουργοί Ἀνάργυροι καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς Ἀθανασία, Θεοδότη, Θεοκτίστη καὶ Εὐδοξία οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κύρος καὶ Ἰωάννης ἄθλησαν κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Κύρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ἐνῶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας.
Ὅταν ξέσπασε ὁ διωγμὸς τοῦ Διοκλητιανοῦ, ὁ Ἅγιος Κύρος πῆγε σὲ ἕνα παραθαλάσσιο τόπο τῆς Ἀραβίας καί, ἀφοῦ περιεβλήθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα, κατοίκησε στὸν τόπο αὐτό.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐκεῖ ἄκουσε γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε ὁ Ἅγιος Κύρος. Στὴν συνέχεια μετέβη στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἀπὸ ἐκεῖ, ἀφοῦ ἀπὸ διάφορες φῆμες ἔμαθε ποῦ διέμενε ὁ Ἅγιος Κύρος, πῆγε καὶ τὸν βρῆκε καὶ ἔμεινε μαζί του. Τὰ θαύματα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων συνέγραψε ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ( 11 Μαρτίου), διότι οἱ Ἅγιοι θεράπευσαν τὰ μάτια του.
Κατὰ τὴν περίοδο τοῦ διωγμοῦ συνελήφθη καὶ ἡ Ἁγία Ἀθανασία, ποὺ ἦταν χήρα, καθὼς ἐπίσης καὶ οἱ τρεῖς θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη καὶ Εὐδοξία. Ἡ εἴδηση τάραξε τὸν Κύρο καὶ τὸν Ἰωάννη. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι, ἐπειδὴ φοβήθηκαν μήπως αὐτὲς δειλιάσουν ἀπὸ τὴν σκληρότητα τῶν βασανιστηρίων, ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας τῆς φύσεως τῆς γυναίκας, ἔσπευσαν κοντά τους καὶ ἔδιναν σὲ αὐτὲς θάρρος, ἐνῶ παράλληλα προετοιμάζονταν καὶ οἱ ἴδιοι γιὰ τὸ μαρτύριο. Καὶ πράγματι, συνελήφθησαν καὶ αὐτοὶ καὶ ὁδηγήθηκαν στὸν ἡγεμόνα.
Ἐκεῖ διακήρυξαν μὲ παρρησία καὶ θάρρος τὴν πίστη τους στὸν Θεό. Μάταια ὁ ἡγεμόνας ζητοῦσε νὰ κάμψει τὴν ἀνδρεία τῆς μητέρας, δείχνοντας σὲ αὐτὴ τὶς θυγατέρες της καὶ ἐπιρρίπτοντάς της τὴν ἐνοχή. Ἐκείνη, ἀφοῦ στράφηκε πρὸς τὶς θυγατέρες της, τὶς ἐνίσχυε λέγουσα ὅτι ἡ σωματικὴ ὡραιότητα εἶναι πρόσκαιρη, ἐνῶ στὴν αἰωνιότητα διατηρεῖται ἡ ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀθάνατη. Αὐτὲς δὲ ἔλεγαν πρὸς τὴν μητέρα τους ὅτι αἰσθάνονταν μεγάλη χαρά, ἐπειδὴ ἔμελλε νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν μάταιο αὐτὸ κόσμο μαζί της γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μὴν χωρισθοῦν ποτὲ ἀπὸ κοντά της. Ὁ ἡγεμόνας ἐξαγριώθηκε καὶ διέταξε νὰ τοὺς ὑποβάλουν σὲ πολλὰ καὶ σκληρὰ βασανιστήρια. Μετὰ ἀπὸ τὰ βασανιστήρια ἀποκεφάλισαν διὰ ξίφους τὸν Ἅγιο Κύρο καὶ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη, τὸ ἔτος 292 μ.Χ.. Ἔτσι μαρτύρησαν καὶ ἡ Ἁγία Ἀθανασία μὲ τὶς τρεῖς θυγατέρες της. Τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο αὐτῶν ἔγραψε ὁ Σωφρόνιος ὁ Σοφιστής.
Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριο ποὺ εἶχε ἀνεγερθεῖ πρὸς τιμήν τους καὶ βρίσκεται στὴν περιοχὴ Φωρακίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς Ἀθλοφόροι εὐκλεεῖς τοῦ Σωτῆρος, καὶ ἰατῆρες τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων, Ἀνάργυροι ἐκλάμπετε ἐν πάσῃ τῇ γῇ, νόσων μὲν ἰώμενοι, ἀνωδύνως τὰ βάρη, χάριν δὲ πορίζοντες, τοῖς βοῶσιν ἀπαύστως· χαίρετε κρῆναι θείων δωρεῶν, Κῦρε θεόφρον, καὶ Ἰωάννη ἔνδοξε.

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

ΕΝΑ ΘΑΥΜΑ ΑΝΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ ΣΤΗΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΡΟΥΜΑΝΙΑ

Διηγείται ο π.Ιουστίνος Πίρβου

Με τον πατέρα Ιλίε Λακατούσου μείναμε μαζί τέσσερα χρόνια στην Περιπράβα στο Δέλτα.Διακρίθηκε γενικά για την εσωτερική του δύναμη και για τη σιωπή του.Σπάνια τον άκουγες να μιλάει και όταν το έκανε είχε κάτι σημαντικό να πει.Τις πιο πολλές φορές μας προέτρεπε να προσευχόμαστε όταν βρισκόμασταν σε κίνδυνο.Γιαυτόν τον άνθρωπο έχω να πω ότι ήταν πραγματικά ταπεινός.Ποτέ δεν ήθελε να βγει στην επιφάνεια,προσπαθούσε να περάσει απαρατήρητος


Θύμαμαι ένα θαυμαστό γεγονός που έλαβε μέρος στο Δέλτα(του Δούναβη),όπου ο πατέρας Ηλίας έπαιξε έναν ρόλο πολύ σημαντικό.

Στις 30 Ιανουαρίου μας έστειλαν στο κανάλι να κόψουμε τύφη(υδρόβιο φυτό).Καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό μέσα στην καρδιά του χειμώνα.Σίγουρος θάνατος.Ήμασταν επιπλέον τρομαγμένοι από το γεγονός ότι οι φύλακες είχαν μαζί τους τέσσερα πολυβόλα.Ίσως ήθελαν να μας εκτελέσουν,πιστεύοντας ότι θα αρνηθούμε να εκτελέσουμε τη διαταγή.Ήταν ένα άνοιγμα εκεί στο νερό γύρω στα σαράντα εκτάρια και η τύφη ήταν πέρα βαθιά.Όλοι αρχίσαμε να λέμε μεταξύ μας ότι δεν προκειται να μπούμε.Μας διέταξαν να μπούμε και να βγάλουμε δύο δέσμες.

Για ποιόν το κάναμε εμείς αυτό;Ήταν κάτι άσκοπο.Πως να μπεις στο νερό;.Αν πατήσεις στο βάλτο ποιός θα σε βγάλει;Διστάσαμε στην αρχή.

Τότε ο πατέρας Ιλίε,αποφασιστικά μας ενθάρρυνε και μας είπε:’’Μπείτε ,επειδή αυτοί κάνουν κακές σκέψεις.Θα μας πυροβολήσουν.Μπείτε και η Παναγία και οι Τρεις Ιεράρχες θα μας βγάλουν σωους και αβλαβείς.

Μπήκαμε.Το νερό μας έφτανε μέχρι το πηγούνι.Δουλεύαμε σαν να είμαστε στην ξηρά.Σάλλους το νερό έφτανε μέχρι το λαιμό,σάλλους στο στήθος σάλλους στη μέση,όπως πέτυχε ο καθένας.Μείναμε τρεις ώρες στο νερο και βγάλαμε ότι μας ζήτησαν όμορφα,περιποιημένα και στο ίδιο μέγεθος

Η θερμοκρασία ήταν -30 και ο πάγος είχε πάχος 20-20 εκατοστά.Κάτω από τον πάγο φαινόνταν τα κίτρινα ανθισμένα νούφαρα.

Μεγάλο θάυμα έγινε εκείνη την ημέρα.Το πρωί είχε ομίχλη,ήταν ο ουρανός συννεφιασμένος και το κρύο σου τρυπούσε τα κόκκαλα.Ξαφνικά βγήκε ήλιος.Άρχισε να κάνει μια ζέστη που εκπλήσσονταν και οι φύλακες.Βγάλαμε τα ρούχα μας για να στεγνώσουν σαν να τα έβαζες στην πιο ζεστή σόμπα,έτσι όπως έβγαιναν οι ατμοί.Ντυθήκαμε και γυρίσαμε στη φυλακη.

Έτσι η Παναγία και οι Τρεις Ιεράρχες ήταν μαζί μας και μας βοήθησαν έκεινη την παγωμένη τριακοστή ημέρα του Ιανουαρίου.Κανένας δεν αρρώστησε.Χάρη στις προσευχές του πατέρα Ιλίε,αλλιώς όλοι θα ήμασταν νεκροί

Η παιδεία στους Τρεις Ιεράρχες.(Γ. Δ. Μπαμπινιώτη, πρ. Πρύτανη Παν/μίου Αθηνών)

Οι τρεις Ιεράρχες, διαθέτοντας οι ίδιοι ευρύτατη παιδεία, ήταν φυσικό, περισσότερο από όλους τους άλλους Πατέρες της Εκκλησίας, να συλλάβουν τη σημασία της Παιδείας για τον άνθρωπο και μάλιστα για τον «νέο άνθρωπο» της εποχής τους, τον χριστιανό άνθρωπο. Κι επειδή γι’ αυτούς Παιδεία δεν σημαίνει κατάκτηση γνώσεων αλλά καλλιέργεια της ανθρώπινης ψυχής, ως κύριος σκοπός της Παιδείας προσδιορίζεται η αγωγή των νέων παιδιών: «Τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών φαίνεται μοι, άνθρωπον άγειν, το πολυτροπώτατον ζώον και ποικιλώτατον», θα πει ο Γρηγόριος (Ε.Π.Μ.35,325).
Βεβαίως το «άνθρωπον άγειν», η ανθρωπαγωγή, ας νεολογίσουμε, δεν μπορεί στη σύλληψη των Πατέρων της Εκκλησίας παρά να είναι χριστοκεντρική. Σκοπός της αγωγής είναι: «ομοιωθήναι Θεώ κατά το δυνατόν ανθρώπου φύσει. Ομοίωσις δε ουκ άνευ γνώσεως, η δε γνώσις ουκ εκτός των διδαγμάτων», διδάσκει ο Μέγας Βασίλειος (Ε.Π.Μ. 32,69Β).
Για τους Τρείς Μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, ουσία της παιδείας είναι η αγωγή και δεν νοείται αγωγή χωρίς «πνευματικά μαθήματα» και «επιμέλεια ψυχής»: «Ότι των οικείων αμελούμεν παίδων, και των μεν κτημάτων αυτών επιμελούμεθα, της δε ψυχής αυτών καταφρονούμεν, εσχάτης ανοίας πράγμα» (Ε.Π.Μ. 51,327), προειδοποιεί ο Χρυσόστομος.
Αν κάτι χαρακτηρίζει την παιδεία μας σε ευρωπαϊκό ίσως επίπεδο είναι ότι εξακολουθεί και σήμερα να μας διαφεύγει η ουσία, που ήταν και είναι η αγωγή ψυχών.
Με άλλα λόγια, «περί άλλων τυρβαζόμεθα», ενώ «χρεία εστί ενός», να αναπτύξουμε την αγία πλευρά του ανθρώπου, την καλλιέργεια της ψυχής και του νου του και να τον οδηγήσουμε σε μια πνευματική ανάταση και εγρήγορση, ώστε να βλέπει και να ενεργεί σωστά, διακρίνοντας το καίριο από το ασήμαντο, το μόνιμο από το πρόσκαιρο, την ουσία από τα «συμβεβηκότα» της ουσίας, για να θυμηθούμε τον ημέτερο Αριστοτέλη.
Η επιμονή των Ιερών Πατέρων στην αγωγή της ψυχής, και μάλιστα κατά Χριστόν, δεν σημαίνει ότι υποτιμούν τη σημασία των γνώσεων ή την σπουδαιότητα των γραμμάτων. Σημαίνει διαφορετική ιεράρχηση των αναγκών του ανθρώπου: πρώτα το πνεύμα και μετά το σώμα, πρώτα η αγωγή και μετά η γνώση. Ο Ιερός Χρυσόστομος προλαμβάνει ενδεχόμενες παρεξηγήσεις: « Και μη με τις νομιζέτω νομοθετείν αμαθείς τους παίδας γίνεσθαι…Ου κωλύων παιδεύειν ταύτα λέγω, αλλά κωλύων εκείνοις μόνοις προσέχειν». (Ε.Π.Ε. 28, 518-20).
Η παιδεία για τους σεπτούς Ιεράρχες είναι πολύ μεγάλη υπόθεση. Σε μια στιγμή εξάρσεως, ο Χρυσόστομος φθάνει να πει τη γνωστή ρήση: «Η παιδεία μετάληψις αγιότητος εστι» (Ε.Π.Ε. 25, 282). Να τι ύψος αλλά και τι νόημα δίνουν στην Παιδεία οι «μυσταγωγοί της Παιδείας, οι Μεγάλοι Ιεράρχες.
Επειδή, όπως είναι φυσικό, τα περί παιδείας διδάγματα των Τριών Πατέρων της Εκκλησίας θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο διδασκαλίας ετών, θα θίξω δύο μόνον ακόμη διδάγματα των Πατέρων: την έμφαση που δίνουν στον δάσκαλο και στους γονείς, παράγοντες οι οποίοι όλο και περισσότερο στις μέρες μας συνυπολογίζονται στους βασικούς πόλους της Παιδείας. Η βασική αρχή για τον δάσκαλο είναι, κατά τους Μεγάλους Ιεράρχες, το παράδειγμα: «Τον δε παιδεύοντα, ου διά ρημάτων μόνον, αλλά διά πραγμάτων παιδεύειν χρή», λέει ο Ιερός Χρυσόστομος (Ε.Π.Ε.14,554). Η «πολιτεία» του δασκάλου, η ζωή και οι πράξεις του, το παράδειγμά του, όχι η απλή διδασκαλία του είναι αυτή που οδηγεί στην παιδεία, γιατί τα λόγια φαίνεται πως περίσσευαν από τότε…
Ο Θεολόγος και ποιητής Γρηγόριος θα πει τη μνημειώδη επιγραμματική φράση: «Μισώ διδάγμαθ’ οις ενάντιος βίος».
Σ’ αυτό που ιδιαίτερα επιμένουν και οι τρείς Μεγάλοι Πατέρες στις κατευθύνσεις που δίνουν προς τους γονείς είναι η ευθύνη των γονέων να αναθρέψουν τα παιδιά τους με χριστιανικές αρχές και αξίες: με «φόβον Θεού», με καλλιέργεια των αρετών της ψυχής και του πνεύματος και με παιδεία τέτοια, που ο νέος να αντιληφθεί ότι σκοπός της ζωής δεν είναι να πασχίζει για την απόκτηση χρημάτων ή διαφόρων καταναλωτικών αγαθών και μάταιης εξουσίας, αλλά για ό,τι συνιστά την ουσία της ζωής και για τις αξίες που πρέπει να εμπνέουν τη ζωή του Χριστιανού (σύνεση, ταπεινοφροσύνη, εγκράτεια, δικαιοσύνη, αυτογνωσία). Πόσο επίκαιρος είναι και σήμερα ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, όταν σχολιάζει ποιά πρότυπα προβάλλουν συνήθως οι γονείς στα παιδιά τους προς μίμηση και πόσο έξω από την χριστιανική πραγματικότητα βρίσκονταν και βρίσκονται και σήμερα πολλοί γονείς: « Και τίποτε άλλο δεν είναι δυνατόν να ακούσει κανείς όταν οι πατέρες μιλούν προς τα παιδιά τους και τα παρακαλούν να σπουδάσουν ρητορική, παρά αυτά εδώ τα λόγια· ο τάδε, λέγει, ενώ είναι κατώτερος και κατάγεται από κατώτερους γονείς, αφού απέκτησε την εκ των ρητορικών σπουδών ικανότητα, ανήλθε στα ύψιστα αξιώματα, απέκτησε πολύν πλούτον, νυμφεύθηκε πλούσια γυναίκα, έκτισε πολυτελές σπίτι, είναι φοβερός σε όλους και φιλόδοξος. Άλλος πάλι λέει, ο τάδε που έμαθε την ιταλική γλώσσα, είναι ένδοξος στα ανάκτορα και κυβερνά όλα τα εσωτερικά θέματα. Και άλλος πάλι δείχνει άλλον, όλοι όμως τους επιτυχημένους στη γη. Κανένας δε ούτε μια φορά δε θυμάται τα ουράνια πράγματα» (Ε.Π.Ε 28, 474).
Αν συγκρίνει κανείς την παιδεία που προτείνουν οι σοφοί Ιεράρχες με τη σημερινή εκπαιδευτική πραγματικότητα, τουλάχιστον στην Ελλάδα, όπου η διδασκαλία των χριστιανικών αξιών και των αρχών του Ευαγγελίου από τη μια μεριά έχουν συμπιεσθεί σ’ ένα συχνά αποστεωμένο και σχολαστικό-πληροφοριακό μάθημα Θρησκευτικών, στριμωγμένο κάπου στο σχολικό πρόγραμμα και υπό συνεχή συρρίκνωση, κι από την άλλη μεριά, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι οργιάζει σε όλα τα τηλεοπτικά προγράμματα ό,τι άμεσα και δραστικότατα καταργεί μέσα σε λίγα λεπτά αυτά που ο δάσκαλος στο σχολείο και ο παπάς στην Εκκλησία αγωνίζονται να χτίσουν στην ψυχή των παιδιών, αν συνειδητοποιήσει κανείς τη λειτουργία και τις επιπτώσεις αυτής της αποδομητικής και σχιζοφρενικής (για την ψυχή και την προσωπικότητα των νέων παιδιών) διαδικασίας, τότε θα καταλάβει αν η Παιδεία στις μέρες μας μπορεί να επιτελέσει τον ανθρωποπλαστικό και δημιουργικό ρόλο που οραματίστηκαν οι φωτισμένοι Ιεράρχες. Στην ερώτηση πως θεραπεύεται αυτή η κατάσταση, η απάντηση είναι, νομίζω, μία: ο τρώσας και ιάσεται…

Λόγος Πανηγυρικός επί τη μνήμη τής εορτής τών Τριών Ιεραρχών

Η παγκόσμια οικονομική κρίση που ταλαιπωρεί τα τελευταία χρόνια το σύνολο των χωρών του δυτικού κόσμου, γενικότερα, αλλά και την πατρίδα μας, ειδικότερα, αποτελεί, αναμφισβήτητα, το πιο επίκαιρο θέμα των ημερών μας. Αυτή η παγκόσμια οικονομική κρίση μονοπωλεί καθημερινά το ενδιαφέρον των δημοσιογράφων και αποτελεί την κεντρική είδηση στα δελτία των ειδήσεων και στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Βασανίζει τη σκέψη των ειδικών οικονομολόγων και τεχνοκρατών, που αναζητούν την οριστική της λύση. Εξωθεί τις εθνικές κυβερνήσεις στη λήψη επώδυνων μέτρων, που ανατρέπουν βίαια τα οικονομικά κεκτημένα και τα εργασιακά δικαιώματα των λαών τους. Γεμίζει με φόβο και αγωνία τις ψυχές των απλών ανθρώπων. Δοκιμάζει ανάλγητα τα όρια και τις αντοχές των σύγχρονων κοινωνιών. Παίρνοντας, λοιπόν, αφορμή από τη σημερινή εορτή, νομίζουμε, ότι θα άξιζε τον κόπο, να επιχειρήσουμε μια ιδιότυπη προσέγγιση του επίκαιρου ζητήματος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης από την πλευρά της χριστιανικής διδασκαλίας, εκφραστές της οποίας υπήρξαν οι σήμερα τιμώμενοι Τρεις Ιεράρχες.
Η ιδέα της ισότητας των ανθρώπων αποτελεί ένα από τα βαθύτερα και οντολογικά ανώτερα αιτήματα της ανθρώπινης σκέψης. Το όραμα ενός κόσμου απόλυτης δικαιοσύνης, αλληλεγγύης, ειρήνης και ευτυχίας, που θεμελιώνεται στην κοινωνική, πολιτική και οικονομική ισότητα των ανθρώπων, σημάδεψε ανεξίτηλα την πορεία της ιστορίας. Χάριν αυτού του οράματος διατυπώθηκαν, κατά το πέρασμα των αιώνων, πολλές φιλοσοφικές και πολιτικές θεωρίες, ξέσπασαν αιματηροί πόλεμοι και επαναστάσεις, χύθηκαν ποτάμια δακρύων, ανθρώπινες ζωές θυσιάστηκαν. Παρόλα αυτά, όμως, η πείρα που αποκτήθηκε αποδεικνύει με κατηγορηματικό τρόπο ότι ποτέ και πουθενά δεν υλοποιήθηκε το όραμα αυτής της ιδανικής κοινωνίας, ότι ποτέ και πουθενά δεν κατέστη δυνατή η πραγματοποίηση της ισότητας των ανθρώπων, ότι η ίδια η φύση επιβάλλει παντού και πάντα, ως απαράβατο φυσικό νόμο, την ανισότητα των όντων, όχι μόνο στην κοινωνική μας ζωή,  αλλά και σε κάθε μορφή ύπαρξης του φυσικού κόσμου.
Αποτέλεσμα αυτής της οδυνηρής και άδικης για την ανθρώπινη λογική πραγματικότητας είναι η ιεραρχική διαίρεση των ανθρώπινων κοινωνιών σε ανώτερα και κατώτερα επίπεδα, η επιβολή μιας ιεραρχικής τάξης, που, συνήθως, αποκαλείται «κοινωνική πυραμίδα». Έτσι, οι άνθρωποι χωρίζονται σε κοινωνικές ομάδες, που ενωμένες συγκροτούν την ανθρώπινη κοινωνία, αλλά, ταυτόχρονα, διακρίνονται μεταξύ τους ως προς τη θέση τους μέσα σε μια ευρύτερη κοινωνική πυραμίδα. Οι πιο αδύνατες κοινωνικές ομάδες είναι πάντα οι πολυπληθέστερες και βρίσκονται στη βάση της πυραμίδας. Οι ομάδες αυτές δέχονται την πίεση και των βάρος όλων των άλλων ομάδων, που βρίσκονται σε ιεραρχικά ανώτερη θέση, ενώ οι ίδιες δεν πιέζουν καμία ομάδα. Όσο πορεύεται κανείς από τη βάση προς την κορυφή της πυραμίδας διαπιστώνει ότι οι κοινωνικές ομάδες συρρικνώνονται όλο και περισσότερο αριθμητικά, και, αφενός μεν, δέχονται λιγότερη πίεση από τις ιεραρχικά ανώτερες ομάδες, αφετέρου δε, πιέζουν οι ίδιες, όλο και περισσότερο, τις ιεραρχικά κατώτερες, σε σχέση με αυτές. Στη κορυφή, τέλος, της πυραμίδας συναντάμε μία μικρή αριθμητικά ομάδα, που ενώ στηρίζεται σε όλες τις άλλες, ασκώντας τους πίεση, η ίδια δεν πιέζεται από πουθενά, αλλά, λόγω θέσεως και ισχύος, εξουσιάζει το σύνολο των ομάδων, που συγκροτούν την ανθρώπινη κοινωνία. Η ύπαρξη της κοινωνικής πυραμίδας –παρά την πολυμορφία που παρουσιάζει ανάλογα με τις εποχές και τις κοινωνικοπολιτικές αντιλήψεις των ανθρώπων– αποτελεί καθολικό και πανανθρώπινο φαινόμενο και αποδεικνύει με αδιαμφισβήτητο τρόπο την οντολογικά αναπόφευκτη ανισότητα, που χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες κοινωνίες. Μας αποδεικνύει, δηλαδή, ότι οι άνθρωποι δεν θα είναι ποτέ ίσοι, αλλά πάντα θα διακρίνονται σε δυνατούς και αδύνατους, σε πλούσιους και πτωχούς, σε περισσότερο ή λιγότερο έξυπνους, σε περισσότερο ή λιγότερο ικανούς. Όπως, φυσικά, θα διακρίνονται πάντοτε σε ψηλούς και κοντούς, σε όμορφους και άσχημους, σε χονδρούς και λιγνούς, σε καλλίφωνους και παράφωνους.
Μπροστά σε αυτό το οδυνηρό αδιέξοδο προβάλλουν, εκ πρώτης όψεως, δύο πιθανές λύσεις. Η πρώτη είναι ο συμβιβασμός με την πραγματικότητα και η παραίτηση από το αίτημα της ισότητας των ανθρώπων. Η δεύτερη είναι η μετάθεση του αιτήματος της ισότητας έξω από τα όρια του ιστορικού χρόνου (η πίστη, δηλαδή, ότι σε έναν άλλο κόσμο, σε κάποια άλλη ζωή, θα επικρατήσει η ισότητα, που αδυνατεί να επικρατήσει στις ιστορικές κοινωνίες). Η διδασκαλία, όμως, της Εκκλησίας απορρίπτει και τις δύο αυτές λύσεις, υποδεικνύοντας έναν άλλο δρόμο προς αντιμετώπιση του ζητήματος. Κατ' αρχήν, η Εκκλησία δεν αρνείται την πραγματικότητα της ανισότητας των ανθρώπων και, ως εκ τούτου, δεν θεωρεί την ιδέα της ισότητας ως την ενδεικνυόμενη απάντηση στο αίτημα της οικοδόμησης ενός κόσμου δικαιοσύνης και ευτυχίας. Κατά τη χριστιανική διδασκαλία θεμελιώδης αρχή της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η ελευθερία, δηλαδή, η δυνατότητα του ανθρώπου να επιλέγει την πραγματοποίηση του κακού, ακόμα και όταν έχει πλήρη συνείδηση του λανθασμένου και αδιέξοδου χαρακτήρα της επιλογής του. Συνεπώς, για την Εκκλησία η πραγματική αιτία της κοινωνικής αδικίας και δυστυχίας, αλλά και όλων των μορφών του λεγόμενου «κοινωνικού κακού», δεν βρίσκεται στην ανισότητα των ανθρώπων, αλλά στην κακή χρήση της ανθρώπινης ελευθερίας. Είναι, άραγε, ποτέ δυνατόν να επικρατήσει η δικαιοσύνη και η ευτυχία στις ιστορικές κοινωνίες, όσο οι άνθρωποι θα ασκούν την ελευθερία τους με αρνητικό τρόπο; Η πείρα των αιώνων επιβάλλει αμείλικτα μία και μόνη απάντηση: όχι. Όσο θα υπάρχουν άνθρωποι πονηροί και κακοπροαίρετοι, φιλάργυροι και φιλόδοξοι, φίλαρχοι και εγωιστές, δόλιοι και απατεώνες, όσο, δηλαδή, οι άνθρωποι θα κυριαρχούνται από τα πάθη τους, η κοινωνική αδικία και δυστυχία θα αναπαράγεται αέναα, και καμιά πολιτική και κοινωνική θεωρία, κανένα κόμμα και καμία οικονομική μεταρρύθμιση, κανένας πόλεμος και καμία επανάσταση, δεν θα μπορέσουν, να χαρίσουν στην πολύπαθη ανθρωπότητα την ποθούμενη δικαιοσύνη και ευτυχία. Τι πρέπει, λοιπόν, να γίνει; Μπορούν, τελικά, να ικανοποιηθούν τα πανανθρώπινα αιτήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης και ευτυχίας; Και, αν ναι, με ποιο τρόπο;
Ο Χριστός στο Ευαγγέλιο υποδεικνύει, ως λύση του προβλήματος, όχι την ισοπέδωση της κοινωνικής πυραμίδας, αλλά την πλήρη αντιστροφή της. Ο Κύριος δεν αρνείται την ανισότητα και την ιεράρχηση των ανθρώπων, δεν αρνείται τη συγκρότηση της κοινωνικής πυραμίδας, αλλά, ανατρέποντας την πυραμίδα αυτή, και τοποθετώντας την κορυφή της προς τα κάτω, μας διδάσκει την έσχατη και απόλυτη τελειότητα. Ο ίδιος ο Χριστός βρίσκεται στην κορυφή αυτής της αντεστραμμένης πυραμίδας και εκούσια δέχεται επάνω Του το βάρος όλης της ανθρωπότητας. Είναι, κατά τη μαρτυρία του Τιμίου Προδρόμου, «…ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου…» (Ιωάννου 1,29). Όσοι ακολουθούν το Χριστό πορεύονται –μέσα στα πλαίσια της ευρύτερης πυραμίδας– προς Αυτόν. Όσο, όμως, περισσότερο πλησιάζουν προς το Χριστό, τόσο λιγοστεύουν οι άνθρωποι, που βρίσκονται δίπλα τους, και τόσο μεγαλώνει η πίεση, που δέχονται από τα κοινωνικά στρώματα, που βρίσκονται πάνω από αυτούς. Έτσι, στο ποσοστό που πλησιάζουν το Χριστό στην κορυφή της αντεστραμμένης πυραμίδας, εξομοιώνονται με Αυτόν, σηκώνοντας τα βάρη των αδελφών τους, κατά το λόγο του Απόστολου Παύλου: «…Οφείλομεν ημείς οι δυνατοί τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν και μη εαυτοίς αρέσκειν…» (Ρωμαίους 15,1). Ο Κύριος, αναφερόμενος στην ανατροπή της κοινωνικής πυραμίδας και στην ιδιαίτερη θέση Του στην κορυφή της, είπε για τον Εαυτό Του: «…μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού…» (Ιωάννου 15,13) και «…ο Υιος του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν Αυτού λύτρον αντί πολλών…» (Ματθαίου 20,28). Έδωσε, μάλιστα, εντολή στους μαθητές Του, να ακολουθήσουν το παράδειγμά Του: «…οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών. Ουχ ούτως έσται εν υμίν αλλος εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι, έσται υμών διάκονος, και  ος εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος…» (Ματθαίου 20,25-27).
Σε αυτήν, ακριβώς, την αντιστροφή της κοινωνικής πυραμίδας βρίσκεται, κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η λύση όχι μόνο της σημερινής οικονομικής κρίσης, αλλά και όλων των κοινωνικών προβλημάτων. Θεμελιώδης αρχή αυτής της ιδιότυπης κοινωνικοπολιτικής θεώρησης είναι η μετατροπή κάθε μορφής δύναμης από «εξουσία», που καταπιέζει τον άνθρωπο, σε «διακονία», που τον υπηρετεί. Μόνο αν ασκήσουν οι άνθρωποι με θετικό τρόπο την ελευθερία τους, ως αγάπη, κατά το υπόδειγμα του Χριστού, όλες οι μορφές του κοινωνικού κακού θα εξαφανιστούν από τη ζωή μας. Μόνο τότε η δικαιοσύνη και η ευτυχία θα επικρατήσουν στις ιστορικές κοινωνίες. Μόνο τότε η ακόρεστη επιθυμία των ισχυρών για χρήμα και εξουσία θα αντικατασταθεί ειρηνικά και αναίμακτα από μία νέα οικονομική και πολιτική αντίληψη, που θα θεωρεί κέρδος όχι τη συσσώρευση του πλούτου, αλλά την καλή του διαχείριση με ύψιστο κριτήριο τις ανάγκες όλων των ανθρώπων. Μόνο τότε θα εξαφανιστούν από τη ζωή μας η πείνα και η φτώχεια, η αδικία και η εκμετάλλευση, η εξαθλίωση και ο αναλφαβητισμός, το ψέμα και ο δόλος, ο φόβος του πολέμου και, τελικά, ο ίδιος ο πόλεμος. Μόνο τότε θα δημιουργηθούν νόμοι και θεσμοί, διεθνείς οργανισμοί και διακρατικές συμμαχίες που θα εξυπηρετούν όχι το εγωκεντρικό συμφέρον των ολίγων, αλλά το συλλογικό συμφέρον των πολλών. Αυτός είναι ο δρόμος του Χριστού και των Αγίων Του.
Αυτό το δρόμο ακολούθησαν οι σήμερα εορταζόμενοι Τρεις Ιεράρχες και αυτό το δρόμο μας δίδαξαν με το πολύπλευρο έργο τους, ως οδό απόλυτης τελειότητας. Και οι Τρεις κατάγονταν από αρχοντικές και πλούσιες οικογένειες. Αρνήθηκαν, όμως, εκούσια τον πλούτο και, ακολουθώντας το παράδειγμα και την εντολή του Χριστού, μοίρασαν την περιουσία τους στους πτωχούς. Και οι Τρεις διέθεσαν όλες τις ψυχοσωματικές τους δυνάμεις, όλες τις επιστημονικές τους γνώσεις, όλα τους τα ταλέντα, και όλα τα πλούσια χαρίσματά τους στην ανιδιοτελή διακονία των ανθρώπων. Και οι Τρεις έλεγξαν με αυστηρότατη γλώσσα τους ισχυρούς της εποχής τους. Άσκησαν, έτσι, δριμύτατη κριτική στους ανάξιους βασιλιάδες, καταδικάζοντας την ιδιοτελή άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Κατήγγειλαν δημόσια τους διεφθαρμένους πολιτικούς και θρησκευτικούς άρχοντες για την προσωποληψία τους κατά την απόδοση της δικαιοσύνης και για τον παράνομο χρηματισμό τους. Στηλίτευσαν ανελέητα τους πλούσιους για την κακή χρήση του πλούτου, απαιτώντας επιτακτικά την άσκηση της κοινωνικής αλληλεγγύης, που, κατά την εντολή του Χριστού, υποχρεούνται να επιδεικνύουν οι δυνατοί προς τους αδύνατους. Αγωνίστηκαν, τέλος, με όλες τους τις δυνάμεις για την έμπρακτη εφαρμογή της αγάπης στις ανθρώπινες κοινωνίες και μας άφησαν, ως πολύτιμη παρακαταθήκη, τόσο το προσωπικό τους παράδειγμα, όσο και τη θεόπνευστη διδασκαλία τους. Ο Μέγας Βασίλειος, για παράδειγμα, απαίτησε από τους πλούσιους της εποχής του, να μοιράσουν στους πτωχούς τα αγαθά που είχαν φυλαγμένα στις αποθήκες τους και, οπλισμένος με το κύρος που του προσέδιδε το προσωπικό του παράδειγμα, τους έπεισε, τελικά, να ενεργήσουν κατά τις εντολές του. Έσωσε, έτσι, κατά το λιμό του 367 μ.Χ. τους πτωχούς της Καισάρειας, χωρίς να τους διακρίνει σε χριστιανούς, εθνικούς και εβραίους. Λίγο αργότερα, ως αρχιεπίσκοπος, πλέον, Καισαρείας, με χρήματα που συγκέντρωσε από δωρεές πλουσίων και με την ανιδιοτελή εργασία των μοναχών έκτισε την περίφημη Βασιλειάδα. Ένα κοινωφελές ίδρυμα, που περιελάμβανε νοσοκομείο, πτωχοκομείο, ορφανοτροφείο και σχολείο για τα πτωχά παιδιά.
Στο δρόμο της έμπρακτης εφαρμογής της αγάπης βρίσκεται –και κατά την ταπεινή μας άποψη– η λύση της σημερινής παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που είθε, με τις θεόδεκτες πρεσβείαις των Τριών Ιεραρχών, να ξεπεραστεί το συντομότερο δυνατό για το καλό όλου του κόσμου και, κυρίως, για το καλό της πατρίδας και του λαού μας.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Οἱ Ἅγιοι Τρεῖς Ἱεράρχες

Ἡ αἰτία γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὴν Ἐκκλησία εἶναι τὸ ἑξῆς γεγονός:
Κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ (1081 – 1118), ὁ ὁποῖος διαδέχθηκε στὴ βασιλικὴ ἐξουσία τὸν Νικηφόρο Γ’ τὸν Βοτενειάτη (1078 – 1081), ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη φιλονικία ἀνάμεσα σὲ λόγιους καὶ ἐνάρετους ἄνδρες. Ἄλλοι θεωροῦσαν ἀνώτερο τὸν Μέγα Βασίλειο, χαρακτηρίζοντάς τον μεγαλοφυΐα καὶ ὑπέροχη φυσιογνωμία. Ἄλλοι τοποθετοῦσαν ψηλὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο καὶ τὸν θεωροῦσαν ἀνώτερο ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο καὶ τὸν Γρηγόριο καί, τέλος, ἄλλοι, προσκείμενοι στὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, θεωροῦσαν αὐτὸν ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς δύο ἄλλους, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν Βασίλειο καὶ τὸν Χρυσόστομο. Ἡ φιλονικία αὐτὴ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ διαιρεθοῦν τὰ πλήθη τῶν Χριστιανῶν καὶ ἄλλοι ὀνομάζονταν «Ἰωαννίτες», ἄλλοι «Βασιλεῖτες» καὶ ἄλλοι «Γρηγορίτες».
Στὴν ἔριδα αὐτὴ ἔθεσε τέλος ὁ Μητροπολίτης Εὐχαΐτων, Ἰωάννης ὁ Μαυρόπους. Αὐτός, κατὰ τὴν διήγηση τοῦ Συναξαριστοῦ, εἶδε σὲ ὀπτασία τοὺς μέγιστους αὐτοὺς Ἱεράρχες, πρῶτα καθένα χωριστὰ καὶ στὴ συνέχεια καὶ τοὺς τρεῖς μαζί. Αὐτοὶ τοῦ εἶπαν: «Ἐμεῖς, ὅπως βλέπεις, εἴμαστε ἕνα κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ τίποτε δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ μᾶς χωρίζει ἢ νὰ μᾶς κάνει νὰ ἀντιδικοῦμε. Ὅμως, κάτω ἀπὸ τὶς ἰδιαίτερες χρονικὲς συγκυρίες καὶ περιστάσεις ποὺ βρέθηκε ὁ καθένας μας, κινούμενοι καὶ καθοδηγούμενοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γράψαμε σὲ συγγράμματα καὶ μὲ τὸν τρόπο του ὁ καθένας, διδασκαλίες ποὺ βοηθοῦν τοὺς ἀνθρώπους νὰ βροῦν τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἐπίσης, τὶς βαθύτερες θεῖες ἀλήθειες, στὶς ὁποῖες μπορέσαμε νὰ διεισδύσουμε μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὶς συμπεριλάβαμε σὲ συγγράμματα ποὺ ἐκδώσαμε. Καὶ ἀνάμεσά μας δὲν ὑπάρχει οὔτε πρῶτος, οὔτε δεύτερος, ἀλλά, ἂν πεῖς τὸν ἕνα, συμπορεύονται δίπλα του καὶ οἱ δυὸ ἄλλοι. Σήκω, λοιπόν, καὶ δῶσε ἐντολὴ στοὺς φιλονικοῦντες νὰ σταματήσουν τὶς ἔριδες καὶ νὰ πάψουν νὰ χωρίζονται γιὰ ἐμᾶς. Γιατί ἐμεῖς, καὶ στὴν ἐπίγεια ζωὴ ποὺ εἴμασταν καὶ στὴν οὐράνια ποὺ μεταβήκαμε, φροντίζαμε καὶ φροντίζουμε νὰ εἰρηνεύουμε καὶ νὰ ὁδηγοῦμε σὲ ὁμόνοια τὸν κόσμο. Καὶ ὅρισε μία ἡμέρα νὰ ἑορτάζεται ἀπὸ κοινοῦ ἡ μνήμη μας καὶ καθὼς εἶναι χρέος σου, νὰ ἐνεργήσεις νὰ εἰσαχθεῖ ἡ ἑορτὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ συνταχθεῖ ἡ ἱερὴ ἀκολουθία. Ἀκόμη ἕνα χρέος σου, νὰ παραδόσεις στὶς μελλοντικὲς γενιὲς ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε ἕνα γιὰ τὸν Θεό. Βεβαίως καὶ ἐμεῖς θὰ συμπράξουμε γιὰ τὴ σωτηρία ἐκείνων ποὺ θὰ ἑορτάζουν τὴν μνήμη μας, γιατί ἔχουμε καὶ ἐμεῖς παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ».
Ἔτσι ὁ Ἐπίσκοπος Εὐχαΐτων Ἰωάννης ἀνέλαβε τὴ συμφιλίωση τῶν διαμαχόμενων μερίδων, συνέστησε τὴν ἑορτὴ τῆς 30ης Ἰανουαρίου καὶ συνέγραψε καὶ κοινὴ Ἀκολουθία, ἀντάξια τῶν τριῶν Μεγάλων Πατέρων.
Ἡ ἑορτὴ αὐτῆς τῆς Συνάξεως τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἀποτελεῖ τὸ ὁρατὸ σύμβολο τῆς ἰσότητας καὶ τῆς ἑνότητας τῶν Μεγάλων Διδασκάλων, οἱ ὁποῖοι δίδαξαν μὲ τὸν ἅγιο βίο τοὺς τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐξ’ αἰτίας τῆς ταπεινώσεώς τους μπροστὰ στὴν ἀλήθεια, ἔχουν λάβει τὸ χάρισμα νὰ ἐκφράζουν τὴν καθολικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅ,τι διδάσκουν δὲν εἶναι ἁπλῶς δική τους σκέψη ἢ προσωπική τους πεποίθηση, ἀλλὰ εἶναι ἐπιπλέον ἡ ἴδια ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας, γιατί μιλοῦν ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καθολικῆς της πληρότητας.
Περὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰώνα μ.Χ. ἀνεγέρθη ναὸς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν κοντὰ στὴν Ἁγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως, δίπλα σχεδὸν στὴ μονὴ τῆς Παναχράντου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Τοὺς τρεῖς μέγιστους φωστῆρας τῆς τρισηλίου Θεότητος, τοὺς τὴν οἰκουμένην ἀκτῖσι, δογμάτων θείων πυρσεύσαντας, τοὺς μελιρρύτους ποταμοὺς τῆς σοφίας, τοὺς τὴν κτίσιν πᾶσαν, θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας, Βασίλειον τὸν Μέγαν, καὶ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον, σὺν τῷ κλεινῷ Ἰωάννῃ, τῷ τὴν γλῶτταν χρυσορρήμονι, πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν· αὐτοὶ γὰρ τῇ Τριάδι, ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ πρεσβεύουσι.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἱερούς, καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφήν, τῶν Διδασκάλων Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν· τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν κάματον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος δοξάζων τοὺς Ἁγίους σου.

Μεγαλυνάριον.
Ρήτορες σοφίας θεοειδεῖς, στῦλοι Ἐκκλησίας, οὐρανίων μυσταγωγοί, Βασίλειε Πάτερ, Γρηγόριε θεόφρον, καὶ θεῖε Ἰωάννη, κόσμῳ ἐδείχθητε.

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Να ἀγαπᾶς τοὺς πειρασμούς (Γερ. Πορφύριος)

Μόνο να ν προσέξεις, μ συμβούλεψε Παππούλης. Ν ξεκαθαρίζεις τς σκέψεις σου, πο π τν πολλή σου εαισθησία πιέζεσαι κα θλίβεσαι. Ν τς διώχνεις, ν μν παραμένουν. Ν γαπς τος πειρασμος πο ρχονται κα δ θ ταράζεσαι, οτε θ θλίβεσαι. Ν γαπς πολ λους τος δελφος τ διο. Ν γαπς πολ τν Γέροντα. νας Γέροντας, νας Χριστός.  


- Πς θ γαπήσω τος πειρασμος κα τς δυσκολίες;
- Εναι μεγάλη στορία ατή. χει τος τρόπους της.
Άμα μπε Χριστς στν καρδιά, τ γεμίζει μ τν γάπη Του. Τότε δν πάρχει μ τοτο, μ κενο, μή, μή… Μόνο γάπη… Πάνω π’ λα γάπη.
Τ μ σαν πρ Χριστο. Τ κατήργησε Χριστός. φερε τν γάπη. Παράδεισος εναι ζω το Χριστο, πακοή, ταπείνωση.

Ν εχαριστες τν Θε γι τν πειρασμό σου
Κα κάποιος λλος πο εχε πρόβλημα ρκετ σοβαρ κα πγε κα κλαιγότανε στν γέροντα κα ξανακλαιγόταν, το λέει, φο ταν νθρωπίνως λυτο. “κου, παιδί μου, σο μπιστεύτηκε Θες να μικρ πειρασμό, μία μικρ δυσκολία, να προβληματάκι… Κι σ ντ ν χαρες γι’ ατ πο σο μπιστεύτηκε, κάθεσαι κα στενοχωριέσαι; Πές, Χριστέ μου, ν εναι ελογημένο! φο σ πέλεξες ατό, δυναμία μου ρισε ατ κα σ τ νέχεσαι, ν εναι ελογημένο… Κα εχαριστ, Θεέ μου. Ξεχνμε ν λέμε εχαριστ κα στν θλίψη κα στν πόνο.
Κάποτε ταν να παιδάκι πο τ πείραζαν τ λλα παιδιά, γιατ τανε λίγο δύνατο, λίγο ντροπαλ κ.λπ. Κα στενοχωριότανε κα πονοσε. Πήγαινε στ σπίτι κι κλαιγε. Παραπονιότανε στ γιαγι μητέρα του εχε πεθάνει. γιαγι ταν πιστή. Μ στενοχωριέσαι, παιδί μου, το λεγε, ν εχαριστες τν Θε κα γι’ ατ κα γι λα. Πέρασε καιρός, κατάλαβε. Τ καλ λογάκια ταν πέφτουν στν ψυχή, μένουν, ν ξέρετε. Σιγ σιγ καλλιεργονται, καρποφορον κα βγαίνουν”.