Αὐτή ἡ στοργική φωνή τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἀκούγεται ἀπό τό ἱερό Βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τίς Παροιμίες Σολομῶντος! «Παιδί μου, δῶσε μου τήν καρδιά σου, τά μάτια σου νά βλέπουν τούς δικούς μου δρόμους καί νά τηροῦν τά προστάγματά μου». Ὁ τραυματισμένος ἀπό τή πτώση ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη τῆς πατρικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ Δημιουργοῦ. Καί ὁ ἐνσαρκωθείς προαιώνιος Λόγος, ὁ Χριστός, μακαρίζει λέγοντας: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. 5,8) καί συνιστᾶ: «Ἀγαπήσεις Kύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου» (Μάρκ. 12,30).
Ἐν τούτοις, οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνθρώπων ἀπορρίπτουν αὐτή τή θεϊκή μέριμνα καί ἀπαιτοῦν νά φύγει ὁ Θεός ἀπό τήν ζωή τους καί ὁρισμένοι, μάλιστα, ἀπό αὐτούς ἐπιδιώκουν νά ἀποκόψουν κάθε γέφυρα ἐπικοινωνίας μέ τόν Οὐρανό. Εἶναι αὐτό πού περιγράφει μέ ἔμφαση ὁ χριστιανός ποιητής: «Θεέ, τραβήξου ἀπό μπροστά μας, σκιάχτρο τοῦ νοῦ καί τῆς ψυχῆς ̇ γιά σέ τά χείλη τά δικά μας δέν ἔχουν λόγια προσευχῆς».
Τό ἴδιο βλέπουμε στήν εὐαγγελική περικοπή πού ἀκούσαμε σήμερα νά κάνουν καί οἱ Γεργεσηνοί. Πληροφορήθηκαν τό μέγα θαῦμα πού ἔκαμε ὁ Χριστός. Εἶδαν τήν θαυμαστή μεταβολή τῶν δύο πρώην δαιμονιζομένων. Ὅμως, ὄντας ἄπιστοι καί ἀναίσθητοι, δέν συγκινήθηκαν. Δέν πίστεψαν. Ἀντίθετα, ἦρθαν καί ζήτησαν ἀπό τόν Χριστό νά φύγει ἀπό τά σύνορά τους. Νά ἐγκαταλείψει τή περιοχή τους.
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ζοῦν ἄτακτη ζωή, πού προσκρούει στό θέλημα καί τό νόμο τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνονται ἀπέχθεια γιά τή ζωή τῆς ἁγιότητος. Ἀπορρίπτουν τούς ἀνθρώπους πού ἀκολουθοῦν τό θέλημα τοῦ Κυρίου. Ἀρνοῦνται ἀκόμη καί τόν ἴδιο τόν Θεό̇ τήν παρουσία, τήν ἀγάπη, τήν εὐλογία Του στή ζωή τους. Αὐτό ἀκριβῶς ἔκαναν καί οἱ Γεργεσηνοί: «Ἰδόντες αὐτόν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπό τῶν ὁρίων αὐτῶν».
Καί ἡ ἱστορία αὐτή ἐπαναλαμβάνεται. Καί χθές καί σήμερα. Πολλοί ζητοῦμε νά φύγει ὁ Χριστός ἀπό κοντά μας. Δέν τόν θέλουμε. Δέν ἀνεχόμαστε τή θεία παρουσία Του. Δέν ἀποδεχόμαστε τό Εὐαγγέλιό Του. Δέν τόν δεχόμαστε ὡς Κύριο τοῦ κόσμου καί τῆς ἱστορίας. Ἐμεῖς προσφέρουμε ἀλλοῦ τήν καρδιά μας. Ἀντί νά ἀγαπήσουμε πρῶτ’ ἀπ’ὅλα καί πάνω ἀπ’ ὅλα τόν Χριστό, ἀγαποῦμε ἄλλα πρόσωπα, ἄλλα πράγματα. Ἀντί νά διαφυλάξουμε τήν καρδιά μας καθαρή, ἐμεῖς τήν ἀφήνουμε νά ὑποδουλώνεται σέ ποικίλα πάθη, πάθη σκοτεινά καί ἀνομολόγητα πολλές φορές. Γινόμαστε φιλόχρυσοι παρά φιλόχριστοι˙ φιλόσαρκοι παρά φιλόθεοι ̇ φιλόδοξοι παρά ταπεινοί. Ἔτσι ὁ Χριστός φεύγει ἀπό τή καρδιά μας. Δέν τόν θέλουμε. Τόν ἀγνοοῦμε ἤ καί τόν διώχνουμε. Ἄς εἴμαστε χριστιανοί καί μάλιστα ὀρθόδοξοι. Συχνά ὁ Χριστός εἶναι ὁ μεγάλος ἀπών ἀπό τήν οἰκογένειά μας. Δέν Τόν καλέσαμε ποτέ νά ἔρθει ἀνάμεσά μας, ἤ, μέ τήν ἄτακτη ζωή μας, Τόν ἐμποδίζουμε νά ἔρθει. Στά σπίτια μας δέν ὑπάρχει εἰκονοστάσι. Δέν καίει καντήλι. Δέν ἀνάβει θυμιατό. Δέν ἀκούγεται προσευχή. Ποῦ καιρός γιά τή μελέτη τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Μᾶς τόν ἀπορρόφησε ὅλον ὁ ὑπολογιστής καί τό κινητό. Ἔτσι ὁ Χριστός εἶναι ὁ μεγάλος ἀπών. Ἐξόριστος ἀπό τήν οἰκογένειά μας. Ἀκόμη καί αὐτή τήν Κυριακή - ἡμέρα Κυρίου – μόνο στόν Κύριο δέν τήν προσφέρουμε! Θά κοιμηθοῦμε μέχρι τό μεσημέρι, θά πᾶμε ἐκδρομή, θά πιάσουμε τίς παραλίες! Διώχνουμε τόν Χριστό καί ἀπό τήν ἐργασία μας ὅταν ἀδικοῦμε καί ἐκμεταλευόμαστε τόν ἐργαζόμενο, ὅταν ἐξαπατοῦμε καί ἐμπαίζουμε τόν ἐργοδότη μας, ὅταν διαβάλλουμε τόν συνάδελφό μας, ὅταν κλέβουμε ἤ ξεγελοῦμε τόν πελάτη, ὅταν στόν ἐργασιακό μας χῶρο βλασφημοῦμε τά θεῖα. Μέ ὅλα αὐτά διώχνουμε τόν Χριστό. Καταπατοῦμε τίς ἐντολές Του. Τόν ξανασταυρώνουμε καί πάλι, ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος (Ἑβρ. 6,6). Ἔστω κι ἄν σέ κάποια γωνιά τοῦ τοίχου βρίσκεται κρεμασμένη ἡ εἰκόνα Του. Ἔστω ἄν βαθιά, σέ κάποιο συρτάρι, βρίσκεται καταχωνιασμένο τό Εὐαγγέλιο. Στήν οὐσία διώχνουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τόν Χριστό.
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος σέ κήρυγμά του τό 1954 καταθέτει: «Ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ εἶναι τόσον πλουσία εἰς χάριτας, ὥστε γυρεύει αἰτία νά ἐλεήσει τόν ἄνθρωπο. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕτοιμη κάθε στιγμή νά κάμει ἀντανάκλαση μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου̇ θέλει ὅμως νά τῆς δοθεῖ ἀφορμή. Τόσον πολύ ἀγαπᾶ ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο, ὥστε δέν περιγράφεται ἡ ἀγάπη Του. Μέ τήν εὐσπλαχνία Του καί τή συμπάθειά Του ρίπτει ἔλεος στόν ἄνθρωπο».
Χριστιανοί μου,
τό Εὐαγγέλιο σήμερα μᾶς ἔβαλε τήν καλή ἀνησυχία, ὅτι ὁ Χριστός πρέπει νά ξανάρθει στίς καρδιές μας, στήν οἰκογένειά μας, στήν ἐργασία μας. Νά μήν τόν ξαναδιώξουμε, ὅπως οἱ Γεργεσηνοί, μέ τήν ἀσυνέπεια πού ἐπιδεικνύουμε. Καί Ἐκεῖνος, σάν φιλάνθρωπος, ἔρχεται καί πάλι! Καί χτυπᾶ τήν πόρτα μας ζητῶντας νά τοῦ ἀνοίξουμε˙ ζητῶντας νά Τόν δεχθοῦμε. «Ἰδού στέκομαι μπροστά στήν πόρτα καί χτυπῶ. Ἄν κάποιος ἀκούσει τή φωνή μου καί ἀνοίξει τήν πόρτα, θά μπῶ καί θά δειπνήσω μαζί του, καί αὐτός μαζί μου» (Ἀποκ. 3,20).
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος θά συμπληρώσει: «Ὁ Χριστός εἶναι σάν τόν ἥλιο˙ τό κάθε τί πρέπει νά ξεκινᾶ ἀπό ἀγάπη πρός ἐκεῖνον. Ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Χριστό, αὐτός ἀποφεύγει τήν ἁμαρτία. Ὁ Χριστός μᾶς ἔχει δώσει τήν ἀθανασία. Ζῆστε τόν Χριστό καί θά εἶστε εὐτυχισμένοι κοντά Του. Ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Χριστό γίνεται χαριτωμένος καί ζεῖ ἔτσι πάνω ἀπό τό κακό. Τό κακό γι’ αὐτόν δέν ὑπάρχει. Ὑπάρχει μόνο τό ἀγαθό, ὁ Θεός».
Εἴθε ἀδελφοί μου,
νά ἐγκαταστήσουμε μόνιμο ἔνοικο τῆς καρδιᾶς μας τόν Κύριο καί Θεό μας καί ἀληθινό κυβερνήτη τῆς ζωῆς μας καί γεμᾶτος αἰσιοδοξία τώρα ὁ ποιητής μας θά ἀναφωνήσει:
«Ἕνα βλέμμα σου φθάνει
χιλιοφτέρουγη εὐθύς τήν ψυχή μου νά κάνει!
Ὦ! ἐλπίδα δική μου σάν ἐνσάρκωση θεία
σέ θωρῶ καί σέ νοιώθω.» Ἀμήν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου