«Ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν»
Κυριακὴ Ε΄ Ματθαίου (Ματθ.η΄28-θ΄1)
(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας
Δραματικὴ ἡ σημερινὴ συνάντησις τοῦ Κυρίου μὲ τοὺς δύο δαιμονιζομένους τῶν Γεργεσηνῶν, ἀγαπητοί. Εἶναι κυριευμένοι ἀπὸ πνεῦμα πονηρόν. Ἔξαλλοι καὶ ἀσυγκράτητοι, σπάζουν τὰ δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα προσπαθοῦν οἱ συγγενεῖς νὰ τοὺς καθηλώσουν εἰς τὸ σπίτι· γυρίζουν, χωρὶς ἐνδύματα καὶ ἐξηγριωμένοι, εἰς τὰς ἐρήμους καὶ τὰ μνήματα· προκαλοῦν τὸν τρόμον καὶ τὸν φόβον τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς.
Εἰς αὐτὴν τὴν κατάστασιν συναντῶνται μὲ τὸν Χριστόν. Ταράσσονται. Τὸ πονηρὸν πνεῦμα, ποὺ κατοικεῖ μέσα των, ἀνησυχεῖ.
Παρακαλεῖ νὰ μὴ τὸ βασανίσῃ ὁ Κύριος. Καὶ ζητεῖ τὴν ἄδειαν νὰ εἰσέλθῃ εἰς τοὺς χοίρους, ποὺ ἔβοσκαν ὀλίγον πιὸ πέρα. Ἡ ἄδεια δίδεται. Καὶ οἱ χοῖροι ὁρμοῦν ἀκάθεκτοι εἰς τὴν λίμνην καὶ πνίγονται εἰς τὰ νερά της. Οἱ δαιμονιζόμενοι ὅμως, μόλις ἀπηλλάγησαν ἀπὸ τὰς πονηρὰς δυνάμεις, ἐθεραπεύθηκαν τελείως. Ἥσυχοι καὶ εὐχαριστημένοι, κάθονται στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ Τὸν εὐγνωμονοῦν διὰ τὴν σωτηρίαν των.
Μὲ αἴσθημα φρίκης καὶ ἀποτροπιασμοῦ, ἀλλὰ καὶ συμπαθείας, εἴδαμεν τοὺς δαιμονιζομένους, ἀγαπητοί. Οἱ δυστυχεῖς! Θηρία ἀληθινά, χωρὶς ἀνθρωπισμὸν καὶ ἀξιοπρέπειαν, χωρὶς οἰκογένειαν καὶ ἠρεμίαν, ἐγύριζαν στοὺς δρόμους, ἀξιολύπητοι ἐρείπια, θλιβερὲς ἀνθρώπινες ὑπάρξεις. Τρομερόν!
Ἀλλὰ, τί κρῖμα! Δὲν λείπουν, δυστυχῶς, τέτοιες δραματικὲς εἰκόνες καὶ ἀπὸ τὴν σημερινήν μας ἐποχήν.
Ἠμπορεῖ νὰ μὴ εἶναι ὅλοι δαιμονισμένοι τῆς μορφῆς τῶν δύο Γεργεσηνῶν. Ἐμφανίζουν ὅμως συμπτώματα, τὰ ὁποῖα δὲν ἀπέχουν ἀπὸ τὰς ἐκδηλώσεις ἐκείνων.
Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐξετάσωμεν αὐτὸ τὸ ζήτημα. Ἄς ρίψωμεν, λοιπόν, ἕνα βλέμμα:
1)Εἰς τὸν μέθυσον.
Τὸν πλησιάζομεν. Εἶναι μὲ τὰ μάτια κατακόκκινα καὶ θολά. Μὲ τὴν ὄψιν ἀλλοιωμένην καὶ ἀγρίαν. Ἡμίγυμνος, πεσμένος εἰς τὸν δρόμον καὶ τὴν λάσπην. Τὸ στόμα του εἶναι γεμᾶτον ἀπὸ ἀφρούς. Ἀσχημονεῖ καὶ βλασφημεῖ. Παρουσιάζει θέαμα, τὸ ὁποῖον δὲν ἀπέχει τῆς εἰκόνας τῶν δαιμονισμένου. Γείτονες καὶ γνωστοί του θὰ τὸν ὁδηγήσουν εἰς τὸ σπίτι του. Διὰ νὰ ἀρχίσῃ ἐκεῖ νέα θλιβερὰ σκηνή. Ἀηδία καὶ βωμολοχίαι, σπάσιμο ἀντικειμένων καὶ τραυματισμοί.... Ἀργότερα θὰ καταληφθῇ ἀπὸ νευρικὸ κλάμα καὶ θὰ κλαίῃ ὡσὰν μικρὸ παιδί. Δυστυχὴς οἰκογένεια! Πῶς νὰ στηριχθῆ εἰς ἕνα τέτοιο σωματικὸ καὶ ψυχικὸ ἐρείπιο;
Καὶ ἄν συμπέσῃ νὰ συναντηθοῦν δύο-τρεῖς μεθυσμένοι, ἀντιλαμβάνεσθε τότε τὸ θέαμα; Ὕβρεις καὶ βλασφημία, ἀπειλαὶ καὶ κραυγαὶ θηρίου, ὄχι δὲ σπανίως μάχαιραι καὶ τραύματα καὶ αἵματα καὶ θάνατοι.... Γίνεται ἔτσι μὲ τὴν σειράν του καὶ ὁ μέθυσος φόβητρον τῆς γειτονιᾶς. Φοβεῖσαι, ὅταν τὸν συναντάσῃς εἰς τὸν δρόμον. Ὁ μέθυσος εἶναι ἐνίοτε χειρότερος καὶ ἀπὸ τὸν τρελλόν. Πλήρης, λοιπόν, ἡ καταστροφή. Καταστροφὴ τῆς ὑγείας, τῆς περιουσίας, τῆς οἰκογενειακῆς εὐτυχίας, τῆς ἀξιοπρεπείας. Δι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος συμβουλεύει: «Μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία» (Ἐφεσ. ε΄ 18).
Εἶναι, λοιπόν, ἤ ὄχι ὁ μέθυσος ἕνας δαιμονισμένος μὲ τὰς ἐκδηλώσεις τῶν δύο τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου;
2)Εἰς τὸν ὀργίλον.
Ὅταν εἶναι ἥμερος, εἶναι ἥσυχος καὶ εὐχάριστος. Ἀλλοίμονον, ὅμως, ὅταν καταληφθῇ ἀπὸ τὴν ὀργὴν καὶ τὸν θυμόν. Τὰ μάτια ἐξαγριώνονται. Τὸ πρόσωπον κοκκινίζει. Αἱ φλέβες του ἐξογκώνονται. Τρέμουν τὰ χέρια του. Ἄναρθρες κραυγὲς ἐξέρχονται ἀπὸ τὸ στόμα του. Ἀνατρέπει τὰ ἀντικείμενα τοῦ γραφείου. Ὑβρίζει, βλασφημεῖ χωρὶς ἐντροπήν. Καὶ, συχνά, εἰς τὴν ὁρμὴν τοῦ πάθους του, ὁρμᾷ καὶ κατὰ τοῦ ἄλλου μὲ τοὺς γρόνθους προτεταμένους, μὲ τὸ μαχαῖρι ὑψωμένον, μὲ τὸ περίστροφον πλῆρες.
Πόσα δράματα καὶ ἐγκλήματα ὀφείλονται εἰς τὰς τοιαύτας ἐξάλλους στιγμὰς τοῦ θυμώδους ἀνθρώπου!
Ἔπειτα, βέβαια, θὰ συνέλθῃ. Θὰ ἀντικρύσῃ τότε μὲ συντριβὴν καὶ θρήνους τὰ ἐρείπια, τὰ αἵματα, τὸ φέρετρον, καὶ αὐτὸ τὸ κελλὶ τῆς φυλακῆς. Ἀλλὰ τότε εἶναι πλέον ἀργά. Τὸ κακὸ ἔγινε.... Δι’ αὐτὸ συνιστᾷ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ: «Πᾶσα πικρία καὶ θυμὸς καὶ ὀργή.... ἀρθήτω ἀφ’ ὑμῶν» (Ἐφεσ. δ΄31).
«Ἀρθήτω». Χωρὶς ἀναβολήν. Διότι μίαν τοιαύτη κατάστασις, συνεχιζομένη, ἀπειλεῖ νὰ μονιμοποιήσῃ μίαν ἄλλην κατάστασιν, ποὺ δὲν ἀπέχει τῶν ἐκδηλώσεως τοῦ δαιμονιζομένου, μὲ ὅλας τὰς ὀδυνηρὰς συνεπείας.
3)Εἰς τὸν ἀνήθικον.
Κοιτάξτε τον. Νομίζεις ὅτι εἶναι τρελλὸς ἀπὸ τὸ ἁμαρτωλὸν πάθος. Ἀσυγκράτητος, ἀμετάπειστος, τυφλὸς ἀπὸ ἐφαμάρτους ἐπιθυμίας, παραδίδεται εἰς μίαν ζωὴν ἀνηθικότητος, ὅπου μόνον φθορὰ τῆς ἀξιοπρεπείας, τῆς τιμῆς καὶ τῆς ὑγείας ὑπάρχει.
Δὲν χρειάζεται νὰ λεχθοῦν πολλὰ ἐπ’ αὐτοῦ. Ἡ ἐποχὴ μας εἶναι πλὺ συνηθισμένη ἀπὸ τοιαύτας περιπτώσεις. Βλέπεις τὸν νέον, τὸν ὥριμον ἄνδρα κάποτε, ὄχι σπανίως καὶ τὸν οἰκογενειάρχην μὲ παιδιά, νὰ κάνῃ σὰν τρελλός. Δὲν σκέπτεται τὰς συνεπείας.
Δὲν ὑπολογίζει τὰ σχόλια τοῦ κόσμου. Γυρίζει στοὺς δρόμους τὰ μεσάνυχτα, μὲ παρέες, ποὺ προδίδουν κακοήθειαν καὶ ἠθικὴν σαπίλαν, τραγουδᾷ τραγούδια τοῦ ὑποκόσμου, ἐξοδεύει ἀσκόπως τὸν ἱδρῶτα ὁλοκλήρου τῆς ἑβδομάδας. Ἀφήνει γέροντες γονεῖς ἐγκαταλελειμμένους. Στερεῖ -τρομερόν! -ἀπὸ τὰ παιδιὰ του ἀκόμη καὶ τὸ ψωμί, διὰ νὰ ἠμπορῇ, ὁ ταλαίπωρος, νὰ διαθέσῃ τὰ χρήματά του εἰς τόπους ἁμαρτωλούς, μὲ πρόσωπα ἁμαρτίας, μὲ τρόπους, ποὺ δὲν τιμοῦν τὸν ἄνθρωπον.
Ἔτσι τὸ πάθος, ποὺ κατώρθωσε νὰ δεσπόσῃ εἰς τὴν θέλησίν του, θὰ τὸν διαφθείρῃ, θὰ τὸν ἀποφυλλίσῃ, θὰ τὸν ἐξευτελίσῃ καὶ τέλος θὰ τὸν ρίψῃ ρακένδυτον εἰς τὸν δρόμον.
Καὶ αὐτά, ποὺ γράφονται διὰ τὸν ἄνδρα, ἰσχύουν, δυστυχῶς, καὶ διὰ τὴν γυναῖκα, ποὺ προδίδει ἀσύστολα τὸν ἠθικόν της κόσμον καὶ δένεται εἰς τὸ ἐξευτελιστικὸν ἅρμα τῆς ἁμαρτίας. Ἀναιδής, προκλητική, ἡμίγυμνος, «μοιραία», κυκλοφορεῖ εἰς τοὺς δρόμους, ἡμέραν καὶ νύκτα, κάθεται εἰς τὰ κέντρα καὶ ἄλλα κακόφημα μέρη διασκεδάσεων, χορεύει ἀπρόσεκτα καὶ ἐκδηλώνει ὅλην της τὴν ψυχικὴν γυμνότητα.
Τί διαφορετικὶν ἔκαμαν οἱ δύο δαιμονισμένοι τῶν Γεργεσηνῶν ἀπὸ τοὺς σημερινούς, ἄνδρας καὶ γυναῖκας, ποὺ χωρὶς χαλινὸν περιφέρονται εἰς τοὺς δρόμους, ἀσχημονοῦντες καὶ ἁμαρτάνοντες; Τί διαφορετικό; Καί, δυστυχῶς, δὲν εἶναι μόνο αὐτοί. Πολλοὶ ἄλλοι ὑπάρχουν, ποὺ ἀντιγράφουν εἰς τὴν ζωὴν των τὰς ἐκδηλώσεις τῶν δύο δυστυχισμένων ὑπάρξεων, ποὺ ἀναφέρει τὸ Ἱ. Εὐαγγέλιον. Πολλοὶ, δυστυχῶς.
Ἡ θ ε ρ α π ε ί α.
Εὐτυχῶς, ὅμως, διὰ τοὺς δύο Γεργεσηνούς. Ἡ ἔλευσις τοῦ Χριστοῦ τοὺς ἔσωσε. Κάτω ἀπὸ τὴν θεϊκὴν ἐπιβολὴν τοῦ Κυρίου, οἰ δαίμονες συνετρίβησαν. Ἠναγκάσθησαν μετὰ σπουδῆς νὰ ἐγκαλείψουν τὰ θύματά των.
Καὶ οἱ σημερινοὶ αἰχμάλωτοι τῆς ἁμαρτίας δὲν θὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τὰς συνεπείας τῆς ἀνωμάλου ζωῆς των, ἄν δὲν πλησιάσουν τὸν Χριστόν, τὸν μέγαν Ἀνακαινιστὴν τῆς ψυχῆς. Ἄν δὲν γίνῃ τὸ μεγάλο βῆμα, τὸ βῆμα τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἐπιστροφῆς, δὲν θὰ τοὺς ἴδῃ ἡ κοινωνία ποτὲ «ἱματισμένους καὶ σωφρονοῦντας», ὅπως συνέβη μὲ τοὺς δύο Γεργεσηνούς. Θὰ εἶναι πάντα δυστυχισμένοι. Ἀξιοδάκρυτα ἐρείπια. Καὶ αἱ οἰκογένειά των, πικραμέναι καὶ πληγωμέναι. Καὶ ἡ κοινωνία θὰ παρουσιάζῃ τότε εἰς τὸν ὀργανισμόν της κακαοήθεις ὄγκους καὶ ἐστίας μολύνσεως.
Δὲν εἶναι κρῖμα ὅμως νὰ βλέπῃ κανεὶς γύρω του λιμνάζοντα καὶ νοσογόνα νερά, ἐνῷ μπορεῖ νὰ ζῇ μέσα στὶς γάργαρες πηγὲς καὶ τοὺ ἀνθῶνες;
Δὲν εἶναι κρίμα;
Ἀγαπητοί,
Κάποτε κάποιος θηριοδαμαστὴς εἶχεν ἀγοράσει ἕνα μικρὸ φίδι καὶ τὸ χρησιμοποιοῦσε στὶς παραστάσεις του. Μετὰ ἀπὸ 25 χρόνια ἔδινε σ’ ἕνα «τσίρκο» παραστάσεις μὲ λιοντάρια, τίγρεις, λεοπαρδάλεις καὶ στὸ τέλος μὲ ἔνα τεράστιο βόα. Τὸ ἄλλοτε μικρὸ φίδι ἦταν ὁ σημερινὸς βόας, ποὺ τώρα, μπροστὰ στοὺς θεατάς, εἶχε τυλχθῆ στὸ σῶμα τοῦ θηριοδαμαστοῦ. Σὲ μιὰ στιγμὴ ἀκούστηκε μιὰ κραυγή. Οἱ θεαταὶ ἐνόμισαν, ὅτι ἦτο κι’ αὐτὸ στὸ πρόγραμμα. Μὰ ξαφνικὰ εἶδαν τὸν ἄνθρωπο νὰ σωριάζετα κάτω νεκρός. Ὁ βόας ἐκείνη τὴ βραδυὰ εἶχεν ἀποφασίσει νὰ τὸν θανατῴσῃ. Καὶ τὸ ἔκαμε. Τὸν ἔσφιξε δυνατὰ εἰς τὸν λαιμὸν καὶ τὸν ἔπνιξε.
Τὸ ἴδιο κάνει, ἀδελφέ μου, καὶ ἡ ἁμαρτία. Παίζει σὰν τὸ φίδι τοῦ θηριοδαμαστοῦ. Ἀρκετὸ ἴσως καιρὸ. Ἀλλὰ μιὰ ἡμέρα δίνει ὕπουλα τὸ θανάσιμο χτύπημα. Καὶ νεκρώνει τὸν ἁμαρτωλὸν ἄνθρωπο.
Γεμάτη ἡ ζωὴ ἀπὸ τέτοια παραδείγματα.
Ἡ Ἐκκλησία, ποὺ θέλει νὰ προφυλάξῃ τὰ παιδιὰ της ἀπὸ τὸν κίνδυνον αὐτόν, μᾶς λέγει σήμερα:
Ἡ ἁμαρτία κρύβει τὸν θάνατον.
Μὴ παίζετε μαζύ της ποτέ!
Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου
Μητροπολίτου Νικαίας
Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
(σελ.68-72)
Ἐκδόσεις Β΄
Ἀποστολική διακονία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου