Σήμερα ὡς θέμα στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας παρουσιάζεται ἡ ἀγαθότητα. Ἡ ἀγαθότητα, ἡ ὁποία εἶναι ἡ βασική προϋπόθεση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.
Ἕνας ἀλαζονικός ἄρχοντας ρωτάει τόν Χριστό γιά τή δυνατότητα κληρονομιᾶς τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου καταδεικνύει πώς ἡ ψευδαίσθηση τῆς ἀγαθότητας δέν ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ζωή καί σωτηρία. Ἡ λύτρωση θά ἔλθει ὡς καρπός τῆς ἀληθινῆς ἀρετῆς, τῆς πραγματικῆς ἀγαθότητας, πού κερδίζεται ἀπό τή συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Αὐτή ἡ συνάντηση μέ τόν Θεό ἐπιτυγχάνεται μέσῳ τῆς προσφορᾶς πρός τόν διπλανό. Ἡ πραγματική ἀγαθότητα δέν βρίσκεται στήν τήρηση κάποιων τυπικῶν διατάξεων. Ἡ ἀπόλυτη ἀγαθότητα εἶναι ὁ Θεός.
Ὅσο πλησιάζει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό, τόσο αὐξάνεται καί ἡ δική του ἀγαθότητα. Ἡ προσέγγιση τοῦ Θεοῦ ὅμως γίνεται μόνο μέσα ἀπό τά πρόσωπα τῶν ἐμπερίστατων ἀδελφῶν. Ἄρα ἡ προσέγγιση τοῦ Θεοῦ ἐπιτυγχάνεται, ὅταν σπάσει κάποιος τά δεδομένα του καί ἀδειάσει ἀπό τά πάντα γιά τό χατίρι τῶν ἄλλων. Τότε καί μόνον τότε μπορεῖ νά ἐλπίζει ὅτι θά βρεῖ τόν Θεό.
Οἱ ἄνθρωποι καί μάλιστα οἱ λεγόμενοι «πιστοί» προσεταιριζόμαστε τόν τίτλο τοῦ ἀγαθοῦ, ἐπειδή ἀκούσαμε καί μάθαμε λίγα πράγματα γιά τόν Θεό καί ἐπειδή βαπτιστήκαμε καί γευόμαστε, ἔστω καί ἐπιφανειακά, τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Κύριος ὅμως μᾶς ἀπογυμνώνει. Λέγει κατηγορηματικά πώς «οὐδείς ἀγαθός εἰ μή εἷς, ὁ Θεός»! Ὅσα πνευματικά κατορθώματα καί ἐάν καταφέρει ὁ ἄνθρωπος, ὅσο ψηλά καί ἄν νομίζει ὅτι ἔφτασε στά ἐπίπεδα τῆς ἁγιότητας, ὅσο καλό καί ἐάν βλέπει τόν ἑαυτό του, ὅσο εὐσεβής καί ἐνάρετος καί ἐάν πιστεύει ὅτι εἶναι, δέν εἶναι ἀπόλυτα ἀγαθός. Κάθε ἄνθρωπος ὑποφέρει ἀπό τήν ἀσθένεια τῆς ἁμαρτίας. Μολύνεται ἀπό τίς πλάνες καί τά ψέματα τοῦ διαβόλου.
Ἔρχονται στιγμές πού ὑποπίπτει στούς πειρασμούς καί στά πάθη του. Πληγώνεται εἴτε ἀπό τή φανερή πλευρά τῆς ἁμαρτίας εἴτε ἀπό τήν ἀπόκρυφη καί ἀθόρυβη πλευρά της. Κανείς δέν μπορεῖ νά ἔχει τή βεβαιότητα ὅτι εἶναι ἀγαθός κατά πάντα. Ὅσο περισσότερο ἔρχεται κάποιος πρός τήν αὐτογνωσία, τόσο πιό πολύ διαπιστώνει μέσα του τήν ἁμαρτία. Ὅσο περισσότερο καθαρίζεται, τόσο πιό πολύ ἐντοπίζει καί ἐνοχλεῖται καί ἀπό τήν παραμικρότερη βρωμιά. Ἐάν κάποιος τολμήσει νά συγκρίνει τή ποιότητα τῆς δικῆς του ἀρετῆς μέ τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, τότε θά τρομάξει ἀπό τήν κατάντια του. Ὅλη ἡ ἀνθρώπινη ἀρετή εἶναι σάν ἕνα βρωμερό κουρελόπανο μπροστά στήν ἀπόλυτη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ.
Ἀκόμη καί οἱ ἀψεγάδιαστες ἀπό τόν ρύπο τῆς ἁμαρτίας ἀγγελικές δυνάμεις, αὐτά τά πνευματικά πλάσματα του Θεοῦ, πού γεύονται καί ὑμνολογοῦν τή δόξα Του, εἶναι πολύ ὑποδεέστερες ὡς πρός τήν ἀγαθότητά τους σέ σχέση μέ τή λαμπρότητα καί τό μέγεθος τῆς θείας ἀγαθοσύνης. Δικαιολογημένα λοιπόν ὁ Κύριος λέγει: «οὐδείς ἀγαθός εἰ μή εἷς, ὁ Θεός».
Αὐτή ἡ ἐπίγνωση τῆς θείας ἀγαθότητας μᾶς κρατάει στήν ταπείνωση καί ξυπνάει μέσα μας τό ἀγωνιστικό φρόνημα, γιά νά ἐπιτύχουμε τήν πνευματική μας προκοπή.
Καθώς καθημερινά διαπιστώνουμε τίς πτώσεις καί τίς ἀδυναμίες μας, δέν ἔχουμε νά κάνουμε τίποτε ἄλλο παρά νά παραδεχόμαστε τήν ἄσχημη κατάσταση στήν ὁποία βρισκόμαστε. Νά παραδεχόμαστε τήν ἀμετανοησία μας.
Νά παραδεχόμαστε τήν πνευματική φτώχεια μας, ἀπό τήν ὁποία δέν θέλουμε καί δέν μποροῦμε νά δραπετεύσουμε. Νά μή νομίζουμε πώς ὁ Θεός εἶναι ὀφειλέτης μας, ἐπειδή ἴσως κάνουμε μία προσπάθεια ἀρετῆς. Νά στεκόμαστε μέ σκυμμένο τό κεφάλι μας γιά τό κακό πού καθημερινά δοκιμάζουμε. Νά μή δικαιολογοῦμε τόν ἑαυτό μας γιά τά λάθη πού διαπράττουμε, διότι κανείς ἄλλος δέν μᾶς ἐγκλωβίζει στήν ἁμαρτία παρά μόνον ὁ ἐγωισμός καί ἡ ἀδυναμία τοῦ χαρακτήρα μας.
Μήν ἀγαποῦμε τήν αὐτοπροβολή καί τήν ἐπίδειξη τῶν ἀρετῶν μας, διότι ὅλες αὐτές εἶναι ψεύτικες, εἶναι κάλπικες, ὅταν μάλιστα, ἀντί νά μᾶς ὁδηγοῦν στή συνάντηση μέ τόν Θεό, μᾶς βυθίζουν στόν γκρεμό τῆς ἔπαρσης καί τῆς ἀλαζονείας. Ὅσο περισσότερο εἰσπράττουμε τή θεϊκή ἀγαθότητα καί ὅσο περισσότερο προσμετρᾶμε τό ἄπειρον τῆς τελειότητας τοῦ Θεοῦ, τόσο πιό πολύ ταπεινωνόμαστε καί εἴμαστε μετρημένοι στή συμπεριφορά μας, καθώς σκεπτόμαστε ὅτι ἡ ὁμοίωσή μας μέ τόν Θεό, ἐνῶ εἶναι σκοπός τῆς ζωῆς μας, παραμένει συνεχῶς ζητούμενο καί εἶναι μᾶλλον ἕνα ἄπιαστο ὄνειρο παρά μία ἁπτή πραγματικότητα.
Ἐκτός ὅμως ἀπό τήν ταπείνωση, ὅταν ἀναλογιζόμαστε τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ξυπνάει μέσα μας καί ἕνα ἀγωνιστικό φρόνημα.
Πλαστήκαμε γιά τό καλό. Ἡ ἀγαθότητα εἶναι μέσα στή φυσική μας οὐσία. Εἴμαστε φτιαγμένοι γιά νά ἀγαπᾶμε, γιά νά κοινωνοῦμε, γιά νά διακονοῦμε τήν ἀρετή. Εἴμαστε εἰκόνες τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ. Ἡ φυσική μας ροπή εἶναι πρός Ἐκεῖνον. Ἡ ἀγαθότητα δέν εἶναι καθῆκον, εἶναι μία φυσική ἀνάγκη. Ἡ κακία εἶναι ἀσθένεια, εἶναι ἐσωτερική ἀναπηρία. Ἔχουμε τήν ἀνάγκη τῆς ἀρετῆς, ὅπως ἔχουμε τήν ἀνάγκη τῆς ἀναπνοῆς. Ρέπουμε πρός τό ἀγαθό, ὅπως ρέπουμε πρός τή ζωή. Ἡ ἁμαρτία, στήν ὁποία μᾶς ἔριξε ὁ διάβολος, εἶναι ἡ διαστροφή αὐτῆς τῆς ἀνάγκης γιά τό ἀγαθό. Μέσα στήν ἁμαρτία ἐξακολουθοῦμε νά διψᾶμε καί νά ψάχνουμε τό ἀγαθό, ἀλλά τό ἀναζητοῦμε μέ λάθος τρόπο καί σέ λάθος κατεύθυνση. Ἀντί νά τό ψάξουμε πλησιάζοντας πρός τόν Θεό, τό ψάχνουμε ἀπομακρυνόμενοι ἀπό Ἐκεῖνον. Ἔτσι, ἀντί νά βροῦμε τό ἀληθινά ἀπόλυτο ἀγαθό, βρίσκουμε φτηνές ἀπομιμήσεις του. Ἀντί γιά τή χαρά βρίσκουμε ὑποκατάστατα τῆς χαρᾶς. Ἀντί γιά τήν ἀγάπη βρίσκουμε κακέκτυπα τῆς ἀγάπης. Ἀντί γιά τή γνώση βρίσκουμε θεωρίες καί ἐφήμερες πληροφορίες, πού τίς ὀνομάσαμε ἐπιστῆμες. Ἀντί γιά τήν ἀρετή βρίσκουμε τήν κοινωνική συμβατικότητα. Ἀντί γιά τήν ὀμορφιά βρίσκουμε τή γαιώδη καί ρυπαρή σαρκικότητα. Γιά νά βροῦμε, λοιπόν, τό ὄντως ἀγαθό, πρέπει νά παλέψουμε. Νά ἀγωνιστοῦμε, γιά νά ξεχωρίσουμε τό αὐθεντικό ἀπό τό κάλπικο, τό ἀτόφιο ἀπό τό κατακερματισμένο, τό πολύτιμο ἀπό τή φτηνή ἀπομίμηση. Εἶναι ἀπαραίτητο νά δουλέψουμε μέ πεῖσμα καί ἐπιμονή, γιά νά καθαρίσουμε τήν ἀμαυρωμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα μας ἀπό τή μουτζούρα καί τή σκόνη τῆς θεϊκῆς ἀπουσίας.
Καθώς θυμόμαστε πώς «οὐδείς ἀγαθός εἰ μή εἷς, ὁ Θεός» νά δοξάζουμε τή θεία ἀγαθότητα, νά ταπεινωνόμαστε γιά τή δική μας ἁμαρτωλότητα καί νά ἀγωνιζόμαστε γιά τήν κατά τό δυνατόν διόρθωσή μας. Σ’ αὐτόν τόν ἀγώνα τῆς μίμησης τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ἐλπίδα ἡ ἀγαθότητά μας νά γίνεται εἰκόνα τῆς δικῆς Του ἀγαθοσύνης. Τότε ἡ δόξα Του θά γίνει ἡ δική μας δικαίωση, λύτρωση καί σωτηρία. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου