Κυριακή 2 Ιουλίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ-Ἡ αἴσθηση ἀναξιότητας μπροστά στόν Θεό εἶναι αὐτή που μᾶς δίνει τελικά ἀξία στά μάτια του.

 Ἕνας Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος στὴν Καπερναοὺμ πλησίασε τὸν Ἰησοῦ καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ θεραπεύσει τὸν παράλυτο δοῦλο του, ποὺ βασανιζόταν πολὺ ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ ἦταν κοντὰ στὸν θάνατο. Ὁ Χριστὸς προθυμοποιήθηκε νὰ μεταβεῖ στὸ σπίτι του καὶ νὰ τὸν θεραπεύσει, ὅμως ὁ ἑκατόνταρχος ἀντέτεινε ὅτι θεωρεῖ ἀνάξιο τὸν ἑαυτό του νὰ δεχτεῖ τὸν Χριστὸ «ὑπὸ τὴν στέγην» του. Ἀλλά, πιστεύοντας ὅτι ὁ Χριστὸς ἐξουσιάζει τὰ πάντα, τοῦ ζήτησε νὰ δώσει μιὰ ἁπλὴ ἐντολὴ καὶ ἡ ἀρρώστια θὰ τὸν ὑπακούσει καὶ θὰ φύγει, ὅπως αὐτὸς δίνει ἐντολὲς σὲ στρατιῶτες καὶ δούλους ποὺ βρίσκονται ὑπὸ τὴν ἐξουσία του καὶ αὐτοὶ ὑπακούουν. Ὁ Χριστὸς θαύμασε τὴν πίστη του καὶ τὴν ἐπαίνεσε. Καὶ φυσικὰ θεράπευσε μὲ ἕνα λόγο τὸν δοῦλο του (Κυριακὴ Δ΄ Ματθαίου).


  Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς παραθέτει καὶ μιὰ ἐλαφρῶς διαφορετικὴ ἐκδοχὴ γιὰ τὸ γεγονός, κατὰ τὴν ὁποία, ὁ ἑκατόνταρχος θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἐντελῶς ἀνάξιο νὰ παρουσιασθεί αὐτοπροσώπως μπρὸς στὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπιστρατεύει μερικοὺς ἀπὸ τοὺς «πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων», κάποιους δηλαδὴ προεστούς, νὰ μεσιτεύσουν γιὰ χάρη του καὶ νὰ παρακαλέσουν γιὰ τὸ αἴτημά του (Λουκ. 7, 3). Δείχνει ἕνα ἀπολύτως ὑγιὲς πνευματικὸ φρόνημα: Τὴν αἴσθηση ἀναξιότητας μπρὸς στὸ ἀπέραντο θεϊκὸ μεγαλεῖο ποὺ ἀποκτοῦν οἱ ἅγιοι, ὅσο περισσότερο πλησιάζουν τὸν Θεό.


 Αὐτὸ ἐπισυμβαίνει στοὺς ἁγίους μὲ τὴν ὄξυνση τῆς πνευματικῆς τους ὅρασης. 

 Ἂν ἐδῶ, στὴν παροῦσα ζωή, ἔχουμε μιὰ ἀμυδρὴ μόνο αἴσθηση τῶν οὐρανίων πραγμάτων, ἂν τώρα βλέπουμε τὰ πάντα σὰν μέσα ἀπὸ ἕνα θαμπὸ καθρέφτη, «δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι» (Α΄ Κορ. 13, 12), παραμένει δηλαδὴ ἐν πολλοῖς αἰνιγματική, ἀνεξήγητη ἡ εἰκόνα τῆς θείας πραγματικότητας, στοὺς ἁγίους ὡστόσο τὰ πνευματικὰ αἰσθητήρια ἀναβαθμίζονται. Τὸ ἀπέραντο μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται στὰ μάτια τους καθαρότερα. Ὅσο πιὸ κοντά του πηγαίνουν, τόσο περισσότερο συνειδητοποιοῦν τὴν ἄπειρη τελειότητά του καὶ τὴ δική τους ἀτέλεια. Καί, φυσικῷ τῷ λόγῳ, ἀναδεικνύεται τὸ τεράστιο χάος ποὺ χωρίζει τὰ δυὸ διαφορετικά, ἀνόμοια μεγέθη: Τὸ ἀσύλληπτο μέγεθος τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ πεπερασμένο, κατ’ οὐσίαν ἀσήμαντο, μέγεθος τοῦ ἀνθρώπου.


Μπρὸς στὸ ἀνυπέρβλητο θεϊκὸ μεγαλεῖο ἀκόμα καὶ οἱ τελειότερες ἀγγελικὲς δυνάμεις, τὰ Χερουβὶμ καὶ τὰ Σεραφίμ, στέκονται μετὰ φόβου καὶ τρόμου, μὲ δέος δηλαδὴ καὶ ἀπέραντο σεβασμό. Ἀλλὰ καὶ «πᾶσα σὰρξ βροτεία». Κάθε ἄνθρωπος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ἀγγέλους, βαρύνεται ἀπὸ πλῆθος ἁμαρτιῶν καὶ ἡ ἀπόστασή του ἀπὸ τὴν ὑπερβάλλουσα καθαρότητα τοῦ Θεοῦ μεγαλώνει ἐπικίνδυνα. Δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε τὴ δέουσα καθαρότητα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τουλάχιστον ἂς ἔχουμε τὴ συναίσθηση τῆς τεράστιας αὐτῆς διαφορᾶς, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ ἑκατόνταρχος.


Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἅγιοι μᾶς συμβουλεύουν νὰ στεκόμαστε μπροστά του καὶ νὰ προσευχόμαστε ταπεινά. Νὰ παραδεχόμαστε ἀφ’ ἑνὸς τὴ δική μας ἀδυναμία καὶ ἀφ’ ἑτέρου τὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Νὰ ὑψώνουμε τὸν Θεὸ στὴ θέση ποὺ τοῦ ἁρμόζει καὶ νὰ κατεβάζουμε τὸν ἑαυτό μας στὴ θέση ποὺ μᾶς ἀναλογεῖ. Ὄχι νὰ τὰ ἀνακατεύουμε ὅλα, νὰ ὑψώνουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ κατεβάζουμε τὸν Θεὸ (ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς). 

Ἡ προσευχή μας νὰ πλημμυρίζει τὴν καρδιά μας μὲ αἴσθημα μετάνοιας, νὰ κάνει τὰ μάτια μας νὰ τρέχουν δάκρυα (ἅγ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος). 

Ἡ καρδιά μας νὰ εἶναι ταπεινὴ καὶ νὰ θρηνεῖ ἀδιάκοπα τὴν ἀναξιότητα καὶ τὴν ἁμαρτωλότητά της. Νὰ στέκεται γεμάτη φόβο μπροστὰ στὴ μεγαλοσύνη τοῦ Θεοῦ (ἅγ. Λουκᾶς, ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας).


Ἡ αἴσθηση ἀναξιότητας μπροστὰ στὸν Θεὸ εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς δίνει τελικὰ ἀξία στὰ μάτια του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου