Έβδομη Κυριακή του Ματθαίου, αγαπητοί. Ο Χριστός μας έχει πάει στο σπίτι του Αρχισυναγώγου Ιάειρου, κι έχει αναστήσει τη δωδεκάχρονη θυγατέρα του. Και καθώς εβγήκε από κει, Τον ακολούθησαν δύο τυφλοί. Είχαν ακούσει για τα θαύματα και για την αγάπη και την καλοσύνη Του, κι έτρεξαν κοντά Του και Του φώναζαν: «Ιησού, υιέ του Δαβίδ, ελέησόν μας». Εκείνος δεν στάθηκε. Δεν ήθελε να κάνει το θαύμα μπροστά στον κόσμο. Δεν ήτο φιλόδοξος και ματαιόδοξος και κενόδοξος ο Χριστός.
Έφτασε στο σπίτι που έμενε. Φυσικά δεν ήταν δικό Του, αφού Εκείνος «δεν είχε που την κεφαλήν κλίνη». Λέει πολλά αυτό. Ακολούθησαν κι αυτοί από κοντά, δεν Τον άφησαν· είχαν πίστη, διαισθάνθηκαν τη Θεότητά Του και την αγάπη Του. Κι όταν ήλθαν πια στο σπίτι κι αυτοί, ο Κύριος τούς ερώτησε, «αν πιστεύουν πως μπορεί να κάνει αυτό που Του ζητάνε». Κι εκείνοι Τού ’παν δύο λέξεις: «Ναι, Κύριε». Κι ο ταπεινός Ιησούς μας τους λέει: «Σύμφωνα με την πίστη σας, ας γίνει». Έριχνε το βάρος στην πίστη των ανθρώπων κι όχι στη δική Του δύναμη. Αυτή είναι η ταπείνωση, αυτό είναι το μεγαλείο, γιατί η ταπείνωση και η αγάπη ελκύει τους ανθρώπους κοντά. Γι’ αυτό και ο Ιησούς φέρεται κατά τέλειο τρόπο, για να ελεήσει και να σώσει όλους.
Και στη συνέχεια, πάραυτα, άνοιξαν οι οφθαλμοί τους, είδαν το φως τους, είδαν τον Ευεργέτη τους, είδαν τον κόσμο, και χάρηκαν. Πετούσαν από ευφροσύνη και αγαλλίαση. Κι ο Ιησούς τους διέταξε με αυστηρότητα, να μην πουν πουθενά αυτό που έγινε. Τό ’κανε πάλι από ταπείνωση ο Ιησούς, αλλά κι από σύνεση, μη μάθει ο κόσμος και τρέξει και Τον κάνει βασιλιά και δημιουργήσει πρόβλημα, πολιτικό, κοινωνικό … όποιο άλλο. Ο Ιησούς τα πρόσεχε αυτά. Εκείνοι βγήκαν, όμως, και διεφήμισαν τον Ιησού ως θαυματουργό και ως Μεσσία σ’ όλη την περιοχή εκείνη· δεν άντεχαν. Η ευγνωμοσύνη τούς έσπρωχνε να κάνουν παρακοή στον Ευεργέτη τους. Κι έκαναν άγια παρακοή. Τον διεφήμισαν τον Ιησού Χριστό.
Και καθώς έβγαιναν οι τυφλοί, άλλοι συνάνθρωποι έφεραν ένα δαιμονισμένο, έναν άνθρωπο πού ’χε δαιμόνιο κι ήταν άλαλος και κωφός. Ο Ιησούς εδώ δεν ζήτησε πίστη, τον εθεράπευσε αμέσως. Βγήκε το δαιμόνιο και άνοιξαν οι δρόμοι της ακοής και της λαλιάς. Κι ο κοσμάκης που έβλεπε, θαύμαζε και δόξαζε τον Θεό, κι έλεγε πως «τέτοια πράγματα δεν ξαναείδαμε στο Ισραήλ».
Παραδίπλα οι οχιές οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, οι οποίοι έλεγαν πως «με τη δύναμη του δαίμονα έκαμε τα θαύματα». Μεγαλύτερη πώρωση δεν υπάρχει. Ο Ιησούς τούς άφησε να βράζουν στο ζουμί τους. Τούς είχε εγκαταλείψει, αφού εκείνοι Τον αρνήθηκαν.
Και στη συνέχεια, και τελειώνοντας το Ευαγγέλιο, λέει ότι: «Ο Ιησούς περιέτρεχε όλες τις κωμοπόλεις, τις πόλεις και τα χωριά, και κήρυσσε το Ευαγγέλιο της Βασιλείας του Θεού στις συναγωγές των Ιουδαίων και εθεράπευε κάθε αρρώστεια».
Αυτός είναι ο Ιησούς θεραπευτής των ψυχών και των σωμάτων ημών. Τι ζητάει από μας; Την πίστη, την αγάπη, την υπακοή και την ταπείνωση. Εμάς συμφέρει να Τον ακολουθούμε, κι Αυτός χαίρεται που είναι μαζί μας και βρισκόμαστε κι εμείς κοντά Του.
*† Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, Το Κήρυγμα της Κυριακής, τόμος: Β΄, Εκδ. Ακτή, Λευκωσία 2009, σελ.49-51.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου