Του π. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Η συνείδηση στον άνθρωπο αποτελεί ένα από τα ωραιότερα δώρα του Θεού. Η συνείδηση μας κάνει να αντιλαμβανόμαστε ποιοι είμαστε. Πώς μπορούμε να υπάρξουμε στον κόσμο, με βάση ποιες αξίες μπορούμε να κινηθούμε.
Η συνείδηση μάς λέει ότι είμαστε διαφορετικοί, έτεροι σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους. Αναλόγως του αξιακού υποβάθρου με βάση το οποίο κινούμαστε, η συνείδησή μας μάς ελέγχει για ό,τι πράττουμε ή μας επιδοκιμάζει, μάς κάνει να πορευόμαστε ήσυχοι εντός μας.
Η συνείδησή μας όμως νεκρώνεται σταδιακά, όταν εθιζόμαστε σε μία στάση ζωής στην οποία ενώ άλλα μάς υπαγορεύει, άλλα και μάλιστα αντίθετα πράττουμε, με αποτέλεσμα να μην ακούμε τη φωνή της.
Η συνείδηση τότε χρειάζεται λουτρό, το οποίο θα την ανακαινίσει και θα της δώσει ουσιαστικά την ευκαιρία να ξαναγεννηθεί. Στις ανθρώπινες κοινωνίες η συνείδηση συνδέεται με την έννοια του καθήκοντος, με την έννοια της τιμής.
Ο νόμος ορίζει τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος και τι όχι. Ενίοτε την συνείδηση την νεκρώνει και την φιμώνει η επιθυμία για ηδονή, για εξουσία, για άνεση.
Αν όμως ο άνθρωπος καταφέρνει να διαφεύγει από την δύναμη του νόμου ή να τηρεί κάποια νομιμοφάνεια, τότε ξεγελά την συνείδηση, της δίνει το άλλοθι του καλού σκοπού και του αποτελέσματος της προσωπικής άνεσης.
Στη ζωή της Εκκλησίας δεσπόζει ένα πρόσωπο, το οποίο, χάρις στην παρουσία του, γίνεται εκείνος ο «λουτήρ» που «εκπλύνει την συνείδηση». Αυτή είναι η Υπεραγία Θεοτόκος.
Γίνεται «λουτήρ εκπλύνων συνείδησιν», τόσο δια της παρουσίας και της ζωής της εν τω κόσμω, η οποία γίνεται πρότυπο συνείδησης καθαρής από απιστία και νεκρά έργα, όσο και από το γεγονός ότι γέννησε Εκείνον, ο οποίος επάνω στο Σταυρό νέκρωσε κάθε πάθος και κάθε αμαρτία, έδωσε την ευκαιρία στην ανθρώπινη συνείδηση να απαλλαγεί συνολικά, αλλά και ειδικότερα από ό,τι την νεκρώνει και της χάρισε τόσο το Βάπτισμα ως απαλλαγή από κάθε έργο και στάση ζωής που την χωρίζει από την κοινωνία με το Θεό, όσο και την δυνατότητα της Μετάνοιας, η οποία επαναβεβαιώνει το Βάπτισμα.
Η Υπεραγία Θεοτόκος μάς ενισχύει στον αγώνα μας να δούμε τι νεκρώνει την συνείδησή μας, καθώς καθρεφτιζόμαστε στην τελειότητα και την χάρη την οποία η ίδια έλαβε.
Παράλληλα, μας βοηθά να διατηρήσουμε την επίγνωση της ετερότητάς μας, ότι απέναντι στο Θεό και τον πλησίον ο καθένας μας φέρει την προσωπική του ευθύνη και για ό,τι πράττει και για το ότι θα έπρεπε να πράξει.
Διαγράφει τα άλλοθι τα οποία εύκολα επικαλούμαστε. Αν μία δεκαπεντάχρονη κοπέλα μπόρεσε να ετοιμάσει τον εαυτό της για το μεγαλύτερο γεγονός στην Ιστορία του κόσμου, τότε «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστί» και ο καθένας μπορεί να παλέψει.
Όμως για την Εκκλησία η Παναγία δεν είναι μόνο αυτή που μας βοηθά να δούμε τι μας χωρίζει από το Θεό και τον συνάνθρωπο.
Γίνεται και «ο κρατήρ ο κιρνών αγαλλίασιν». Μάς δίδει δηλαδή την δυνατότητα να κοινωνούμε αγαλλιώμενοι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού και να επαναβεβαιώνουμε την επιθυμία μας για κοινωνία και ένταξη στην Εκκλησία.
Όπως στα ανθρώπινα συμπόσια ο «κρατήρας» ήταν το σκεύος εκείνο στο οποίο ο οίνος και το ύδωρ γίνονταν κράμα ώστε οι συνδαιτυμόνες να μπορούν να χαρούν χωρίς να χάσουν την νηφαλιότητά τους, έτσι και η Παναγία γίνεται ο νέος κρατήρας, στον οποίο το Σώμα και το Αίμα του Χριστού συναντούν το δικό μας ύδωρ, δηλαδή τα χαρίσματά μας ή την μετάνοιά μας ή την επιθυμία μας για κοινωνία ή και όλα αυτά μαζί και μάς δίνουν την δυνατότητα να κοινωνούμε αιωνιότητα, χωρίς να χάνουμε τον νου μας, αλλά βιώνοντας τον φωτισμό και την χαρά που μας κάνουν να αγαλλιούμε.
Η ίδια δεν στερήθηκε την προσωπικότητά της στην κύηση του Χριστού και στην μετέπειτα πορεία της. Είχε όμως πάντοτε στην ύπαρξή της νηφάλιο μέθη της αιωνιότητας, της χαράς και της αγάπης, που η κοινωνία με τον Υιό του Θεού της προσέφερε.
Ζούμε σε μία πραγματικότητα στην οποία οι άνθρωποι υποφέρουμε από την σταδιακή νέκρωση της συνείδησής μας, από την πώρωσή της, από την ανάγκη να βρίσκουμε δικαιολογίες γιατί δεν την ακούμε.
Από την άλλη, έχουμε ταυτίσει την αγαλλίαση με ό,τι νεκρώνει την συνείδηση, την φιληδονία, την φιλοδοξία, την φιλαυτία, την άνεση και αρνούμαστε την αγαλλίαση της κοινωνίας με τον Χριστό στη ζωή της Εκκλησίας.
Η Υπεραγία Θεοτόκος δεν μας βάζει σε μία διαδικασία να δούμε τι είναι καλύτερο για μας. Πώς μπορεί να συγκριθεί η τελειότητα της ζωής κατά Χριστόν, η πληροφορία της συνείδησης ότι ο Χριστός είναι το παν, με τα ανθρώπινα;
Είμαστε άνθρωποι που φέρουμε σάρκα και οικούμε στον κόσμο και τα ανθρώπινα δεν μπορούμε να τα απεκδυθούμε. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορούμε να βρούμε το νόημα του απολύτου στα έργα αυτά.
Και γι’ αυτό η συνείδησή μας μάς υποδεικνύει ότι έχουμε άλλο προορισμό, μια άλλη συνάντηση μάς καλεί να διαμορφώσουμε την πορεία μας.
Αυτή η συνάντηση γίνεται στην Εκκλησία, η οποία δια των μυστηρίων του Βαπτίσματος και του Χρίσματος, της Μετανοίας και της Ευχαριστίας μας «κερνά αγαλλίαση» και μας ξαναδίνει την ευκαιρία να απελευθερώσουμε την συνείδησή μας από ό,τι την νεκρώνει.
Και η Υπεραγία Θεοτόκος γίνεται η πρωτοπόρος και βοηθός στην οδό αυτή.
Και τότε είναι άνευ νοήματος τόσο οι ανθρώπινοι νόμοι, που δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τι λέει ο Θεός στη συνείδησή μας, αλλά και ο εντοπισμός της χαράς και της αγαλλίασης στην ανεπάρκεια των ανθρώπινων να νικήσουν τον κόπο και την οδύνη που συνοδεύουν κάθε επιλογή μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου