Γέροντα, πῶς συμβαίνει ἄνθρωποι πιστοὶ νὰ φθάνουν στὴν ἀθεΐα;
-Στὸ θέμα αὐτὸ μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν δύο περιπτώσεις. Στὴν μία περίπτωση μπορεῖ νὰ ἦταν κανεὶς πολὺ πιστός, νὰ ἐνήργησε ἢ δύναμη τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή του μὲ πολλὰ χειροπιαστὰ γεγονότα, καὶ ὕστερα νὰ ἔφθασε σὲ μιὰ θόλωση στὸ θέμα τῆς πίστεως.
Αὐτὸ συμβαίνει, ὅταν λ.χ. κάνη κανεὶς ἄσκηση ἀδιάκριτη μὲ ἐγωισμό, πιάνη δηλαδὴ ξερὰ τὴν πνευματικὴ ζωή. «Τί ἔκανε ὃ τάδε Ἅγιος; λέει, θὰ τὸ κάνω καὶ ἔγω», καὶ ἀρχίζει νὰ κάνη μιὰ ἀδιάκριτη ἄσκηση.
Σιγὰ-σιγὰ ὅμως, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβη, δημιουργεῖται μέσα του μιὰ ψευδαίσθηση ὅτι, ἂν δὲν ἔφθασε στὰ μέτρα τοῦ τάδε Ἁγίου, κάπου ἐκεῖ κοντὰ πρέπει νὰ εἶναι. Ἔτσι συνεχίζει τὴν ἄσκηση. Ἀλλά, ἐνῶ πρὶν ἀπὸ αὐτὸν τὸν λογισμὸ τὸν βοηθοῦσε ἢ θεία Χάρις, τώρα ἀρχίζει νὰ τὸν ἔγκαταλειπη.
Γιατί, τί δουλειὰ ἔχει μὲ τὴν ὑπερηφάνεια ἢ Χάρις τοῦ Θεοῦ;
Ὅποτε δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ κάνη τὴν ἄσκηση ποῦ ἔκανε προηγουμένως καὶ ζορίζει τὸν ἑαυτό του. Μὲ τὸ ζόρισμα ὅμως δημιουργεῖται ἄγχος. Ἔρχεται καὶ ἢ ὑπερηφάνεια ποῦ εἶναι μιὰ ἀντάρα καὶ τοῦ δημιουργεῖ μιὰ θόλωση.
Καὶ ἐνῶ εἶχε κάνει τόσα καὶ εἶχε ἐνεργήσει ἢ θεία Χάρις καὶ εἶχε γεγονότα, ἀρχίζει σιγὰ-σιγὰ νὰ ἔχη λογισμοὺς ἀπιστίας καὶ νὰ ἀμφιβάλλη γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ.
Ἢ δεύτερη περίπτωση εἶναι, ὅταν θέληση ἕνας ἀγράμματος νὰ ἄσχοληθη μὲ τὸ δόγμα. Έ, αὐτὸς δὲν εἶναι καλά!
Ἄλλο νὰ ρίξη μιὰ ματιά, γιὰ νὰ γνωρίση τὸ δόγμα. Ἄλλα καὶ ἕνας μορφωμένος ἂν πάη ὑπερήφανα νὰ ἄσχοληθη μὲ τὸ δόγμα, καὶ αὐτόν, ἐπειδὴ ἔχει ὑπερηφάνεια, θὰ τὸν ἐγκατάλειψη ἢ Χάρις τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ ἄρχιση νὰ ἔχη ἀμφιβολίες.
Δὲν μιλάω φυσικὰ γιὰ ἕναν ποῦ ἔχει εὐλάβεια. Αὐτὸς καὶ μορφωμένος νὰ μὴν εἶναι, μπορεῖ νὰ ρίξη μιὰ ματιὰ μὲ διάκριση, μέχρι ἐκεῖ ποῦ μπορεῖ νὰ ἔξεταση, καὶ νὰ κατανόηση τὸ δόγμα. Ἄλλα ἕνας ποῦ δὲν ἔχει πνευματικότητα καὶ πάει νὰ ἀσχοληθῆ μὲ τὰ δογματικά, αὐτός, καὶ ἂν πίστευε λίγο, μετὰ δὲν θὰ πιστεύη καθόλου.
-Γέροντα, ἢ ἀπιστία ἔχει ἔξαπλωθη πολὺ στὴν ἐποχή μας.
-Ναί, ἄλλα συχνὰ βλέπει κανεὶς καὶ σ’ αὐτοὺς ἀκόμη ποῦ λένε ὅτι δὲν πιστεύουν στὸν Θεὸ νὰ ὕπαρχη μέσα τους κρυμμένη λίγη πίστη. Μιὰ φορά μου εἶπε ἕνα παλληκάρι: «Δὲν πιστεύω ὅτι ὑπάρχει Θεός». «Ἔλα πιὸ κοντά, τοϋ εἶπα. Ἀκοῦς τὸ ἀηδόνι ποῦ κελαηδάει;
Ποιὸς τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα αὐτό;». Τὸ καημένο ἕνα κι ἕνα συγκινήθηκε. Ἔφυγε ἐκείνη ἢ σκληράδα τῆς ἀπιστίας καὶ ἄλλαξε τὸ προσωπάκι του.
Ἄλλη φορᾶ εἶχαν ἔρθει δύο ἐπισκέπτες στὸ Καλύβι. Ἦταν περίπου σαράντα πέντε χρονῶν καὶ ζοῦσαν πολὺ κοσμικὴ ζωή.
Ὅπως ἐμεῖς οἱ μοναχοὶ λέμε «ἀφοῦ εἶναι μάταιη αὕτη ἢ ζωή, τὰ ἀρνούμαστε ὅλα», ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι, ἀπὸ τὴν ἀντίθετη πλευρά, εἶπαν «δὲν ὑπάρχει ἄλλη ζωὴ» καί, ὅταν ἦταν νέοι, ἄφησαν τὶς σπουδές τους καὶ ρίχτηκαν στὴν κοσμικὴ ζωή.
Ἔφθασαν σὲ σημεῖο νὰ γίνουν ψυχικὰ καὶ σωματικὰ ράκη. Ὃ πατέρας τοῦ ἑνὸς πέθανε ἄπο τὴν στενοχώρια. Ὃ ἄλλος κατέστρεψε τὴν περιουσία τῆς μάνας του καὶ τὴν ἔκανε καρδιακιά. Μετὰ ἄπο τὴν συζήτηση ποῦ κάναμε, εἶδαν τὰ πράγματα ἀλλιῶς.
«Ἐμεῖς ἀχρηστευθήκαμε», ἔλεγαν. Ἔδωσα στὸν ἕναν μιὰ εἰκόνα γιὰ τὴν μάνα του. Πῆγα νὰ δώσω καὶ στὸν ἄλλο μία εἰκόνα, ἄλλα δὲν τὴν ἔπαιρνε. «Δῶσε μου ἕνα σανιδάκι ἄπο αὐτὰ ποῦ πριονίζεις, μοϋ λέει. Δὲν πιστεύω στὸν Θεό· στοὺς Ἅγιους πιστεύω».
Τότε τοῦ εἶπα: «Ἢ καθρέφτης εἶναι κανεὶς ἢ καπάκι ἄπο κονσερβοκούτι, ἂν δὲν πέσουν οἱ ἀκτίνες τοῦ ἥλιου ἐπάνω του, δὲν γυαλίζει. Οἱ Ἅγιοι ἔλαμψαν μὲ τὶς ἀκτίνες τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὰ ἀστέρια παίρνουν φῶς ἄπο τὸν ἥλιο».
Τοὺς καημένους τους νέους τους ζαλίζουν μὲ διάφορες θεωρίες. Εἶχα προσέξει ἔκεϊ στὸ Καλύβι ὅτι συνήθως δύο μαρξιστὲς πενηντάρηδες ἔμπαιναν στὰ γκροὺπ τῶν νέων, γιὰ νὰ τοὺς ζαλίζουν.
Οἳ μαρξιστὲς δὲν πιστεύουν καί, ὅταν πᾶς νὰ τοὺς ἀπόδειξης τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, κρίνουν τὸν Θεὸ καὶ εἶναι ὅλο ἐρωτήσεις· «γιατί αὐτό, γιατί ἐκεῖνο κ.λπ.».
Ὃ Προφήτης Ἠσαΐας λέει ὅτι αὐτοὶ ποῦ δὲν θέλουν νὰ σωθοῦν, δὲν καταλαβαίνουν[5]. Μιὰ φορὰ τοὺς εἶπα: «Βλέπετε τὰ ἀστέρια; Αὐτὰ δὲν εἶναι βιδωμένα· κάποιος τὰ κρατᾶ στὸ στερέωμα. Γιὰ τὸν Χριστό, ὅσα εἶπαν οἳ Προφῆτες ἐκπληρώθηκαν.
Ἔχουμε τόσους Μάρτυρες, ποῦ ἦταν πρὶν πολὺ ἄπιστοι, δήμιοι, εἰδωλολάτρες, καὶ μετὰ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ μαρτύρησαν. Μερικούς τους ἔκοβαν τὴν γλώσσα, γιὰ νὰ μὴ μιλᾶνε γιὰ τὸν Χριστό, καὶ μὲ κομμένη γλώσσα μιλοῦσαν καλύτερα!
Κάθε μέρα ἔχουμε τόσους Ἁγίους ποῦ ἑορτάζουν! Εἶναι ζωντανὴ ἢ παρουσία τῶν – Ἁγίων. Καὶ ὅταν ἀκόμη ἐμεῖς δὲν τοὺς βρίσκουμε, ἐκεῖνοι μᾶς βρίσκουν!
Πολλοὶ ἀσκητὲς στὴν ἔρημο, ποῦ δὲν ἔχουν ἡμερολόγιο καὶ δὲν ξέρουν ποιὸς Ἅγιος γιορτάζει, λένε «Ἅγιοί της ἡμέρας, πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἠμῶν» καὶ παρουσιάζονται οἳ Ἅγιοι καὶ τοὺς φανερώνουν καὶ τὸ ὄνομά τους· καὶ μάλιστα εἶναι Ἅγιοι μὲ δύσκολα ὀνόματα.
Κοιτᾶνε ὕστερα οἳ ἀσκητὲς τὸ ἡμερολόγιο καὶ βλέπουν ὅτι γιορτάζουν ἐκείνη τὴν ἡμέρα οἳ Ἅγιοι ποῦ τοὺς παρουσιάσθηκαν[6]. Αὐτὸ πῶς τὸ βλέπετε;».
Μετά μου εἶπαν: «Γιατί πᾶνε οἳ Ἅγιοι στοὺς καλογήρους καὶ δὲν πᾶνε νὰ βοηθήσουν τὸν λαὸ ποῦ ἔχει ἀνάγκη;». «Μὲ τί ἤρθατε ἐδῶ, παλληκάρια; τὰ ρώτησα· μὲ τὸ ἀεροπλάνο;». «Ὄχι, μὲ τὸ αὐτοκίνητο», μοῦ λένε.
«Ἐντάξει· στὸν δρόμο ποῦ ἐρχόσασταν, πόσα προσκυνητάρια εἴδατε; Αὐτὰ δὲν φύτρωσαν μὲ τὰ πρωτοβρόχια. Βοηθήθηκαν οἳ ἄνθρωποι ἀπὸ τοὺς Ἅγιους καὶ ἀπὸ εὐλάβεια τὰ ἔφτιαξαν, καὶ ἀνάβουν καὶ τὰ κανδήλια. Οἳ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, ὅσο πετοῦν τὰ ὑλικά, τόσο ἀνεβαίνουν. Οἳ ὕλιστες, καὶ αὐτοὶ κάτι ἀπολαμβάνουν φτιάχνουν π.χ. τόσα κύπελλα, παίρνουν τόσα χρήματα· ἅμα φτιάξουν περισσότερα, παίρνουν περισσότερα. Ἐσεῖς μόνον τὴν προπαγάνδα κάνετε καὶ σταματᾶτε ἐκεῖ· δὲν ἔχετε τίποτε νὰ ἀπολαύσετε. Εἶστε οἳ πιὸ ταλαίπωροι, διότι, ὅταν πετύχετε αὐτὸ ποῦ θέλετε, δὲν θὰ ἔχετε κανένα ἄλλο ἰδανικό, μόνον τὸ βάσανο τῆς μαρξιστικῆς σκλαβιᾶς». Στὸ τέλος μου εἶπαν: «Εἶσαι πολὺ καλὸς ἄνθρωπος, δίκαιος, σοφός…».
Πάντως εἴτε τὸ θέλουν οἳ ἄνθρωποι εἴτε δὲν τὸ θέλουν, θὰ ἔρθη καιρὸς ποῦ ὅλοι θὰ πιστέψουν, γιατί θὰ φθάσουν σὲ ἀδιέξοδο καὶ θὰ ἐπέμβη ὃ Χριστός.
-Στὸ θέμα αὐτὸ μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν δύο περιπτώσεις. Στὴν μία περίπτωση μπορεῖ νὰ ἦταν κανεὶς πολὺ πιστός, νὰ ἐνήργησε ἢ δύναμη τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή του μὲ πολλὰ χειροπιαστὰ γεγονότα, καὶ ὕστερα νὰ ἔφθασε σὲ μιὰ θόλωση στὸ θέμα τῆς πίστεως.
Αὐτὸ συμβαίνει, ὅταν λ.χ. κάνη κανεὶς ἄσκηση ἀδιάκριτη μὲ ἐγωισμό, πιάνη δηλαδὴ ξερὰ τὴν πνευματικὴ ζωή. «Τί ἔκανε ὃ τάδε Ἅγιος; λέει, θὰ τὸ κάνω καὶ ἔγω», καὶ ἀρχίζει νὰ κάνη μιὰ ἀδιάκριτη ἄσκηση.
Σιγὰ-σιγὰ ὅμως, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβη, δημιουργεῖται μέσα του μιὰ ψευδαίσθηση ὅτι, ἂν δὲν ἔφθασε στὰ μέτρα τοῦ τάδε Ἁγίου, κάπου ἐκεῖ κοντὰ πρέπει νὰ εἶναι. Ἔτσι συνεχίζει τὴν ἄσκηση. Ἀλλά, ἐνῶ πρὶν ἀπὸ αὐτὸν τὸν λογισμὸ τὸν βοηθοῦσε ἢ θεία Χάρις, τώρα ἀρχίζει νὰ τὸν ἔγκαταλειπη.
Γιατί, τί δουλειὰ ἔχει μὲ τὴν ὑπερηφάνεια ἢ Χάρις τοῦ Θεοῦ;
Ὅποτε δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ κάνη τὴν ἄσκηση ποῦ ἔκανε προηγουμένως καὶ ζορίζει τὸν ἑαυτό του. Μὲ τὸ ζόρισμα ὅμως δημιουργεῖται ἄγχος. Ἔρχεται καὶ ἢ ὑπερηφάνεια ποῦ εἶναι μιὰ ἀντάρα καὶ τοῦ δημιουργεῖ μιὰ θόλωση.
Καὶ ἐνῶ εἶχε κάνει τόσα καὶ εἶχε ἐνεργήσει ἢ θεία Χάρις καὶ εἶχε γεγονότα, ἀρχίζει σιγὰ-σιγὰ νὰ ἔχη λογισμοὺς ἀπιστίας καὶ νὰ ἀμφιβάλλη γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ.
Ἢ δεύτερη περίπτωση εἶναι, ὅταν θέληση ἕνας ἀγράμματος νὰ ἄσχοληθη μὲ τὸ δόγμα. Έ, αὐτὸς δὲν εἶναι καλά!
Ἄλλο νὰ ρίξη μιὰ ματιά, γιὰ νὰ γνωρίση τὸ δόγμα. Ἄλλα καὶ ἕνας μορφωμένος ἂν πάη ὑπερήφανα νὰ ἄσχοληθη μὲ τὸ δόγμα, καὶ αὐτόν, ἐπειδὴ ἔχει ὑπερηφάνεια, θὰ τὸν ἐγκατάλειψη ἢ Χάρις τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ ἄρχιση νὰ ἔχη ἀμφιβολίες.
Δὲν μιλάω φυσικὰ γιὰ ἕναν ποῦ ἔχει εὐλάβεια. Αὐτὸς καὶ μορφωμένος νὰ μὴν εἶναι, μπορεῖ νὰ ρίξη μιὰ ματιὰ μὲ διάκριση, μέχρι ἐκεῖ ποῦ μπορεῖ νὰ ἔξεταση, καὶ νὰ κατανόηση τὸ δόγμα. Ἄλλα ἕνας ποῦ δὲν ἔχει πνευματικότητα καὶ πάει νὰ ἀσχοληθῆ μὲ τὰ δογματικά, αὐτός, καὶ ἂν πίστευε λίγο, μετὰ δὲν θὰ πιστεύη καθόλου.
-Γέροντα, ἢ ἀπιστία ἔχει ἔξαπλωθη πολὺ στὴν ἐποχή μας.
-Ναί, ἄλλα συχνὰ βλέπει κανεὶς καὶ σ’ αὐτοὺς ἀκόμη ποῦ λένε ὅτι δὲν πιστεύουν στὸν Θεὸ νὰ ὕπαρχη μέσα τους κρυμμένη λίγη πίστη. Μιὰ φορά μου εἶπε ἕνα παλληκάρι: «Δὲν πιστεύω ὅτι ὑπάρχει Θεός». «Ἔλα πιὸ κοντά, τοϋ εἶπα. Ἀκοῦς τὸ ἀηδόνι ποῦ κελαηδάει;
Ποιὸς τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα αὐτό;». Τὸ καημένο ἕνα κι ἕνα συγκινήθηκε. Ἔφυγε ἐκείνη ἢ σκληράδα τῆς ἀπιστίας καὶ ἄλλαξε τὸ προσωπάκι του.
Ἄλλη φορᾶ εἶχαν ἔρθει δύο ἐπισκέπτες στὸ Καλύβι. Ἦταν περίπου σαράντα πέντε χρονῶν καὶ ζοῦσαν πολὺ κοσμικὴ ζωή.
Ὅπως ἐμεῖς οἱ μοναχοὶ λέμε «ἀφοῦ εἶναι μάταιη αὕτη ἢ ζωή, τὰ ἀρνούμαστε ὅλα», ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι, ἀπὸ τὴν ἀντίθετη πλευρά, εἶπαν «δὲν ὑπάρχει ἄλλη ζωὴ» καί, ὅταν ἦταν νέοι, ἄφησαν τὶς σπουδές τους καὶ ρίχτηκαν στὴν κοσμικὴ ζωή.
Ἔφθασαν σὲ σημεῖο νὰ γίνουν ψυχικὰ καὶ σωματικὰ ράκη. Ὃ πατέρας τοῦ ἑνὸς πέθανε ἄπο τὴν στενοχώρια. Ὃ ἄλλος κατέστρεψε τὴν περιουσία τῆς μάνας του καὶ τὴν ἔκανε καρδιακιά. Μετὰ ἄπο τὴν συζήτηση ποῦ κάναμε, εἶδαν τὰ πράγματα ἀλλιῶς.
«Ἐμεῖς ἀχρηστευθήκαμε», ἔλεγαν. Ἔδωσα στὸν ἕναν μιὰ εἰκόνα γιὰ τὴν μάνα του. Πῆγα νὰ δώσω καὶ στὸν ἄλλο μία εἰκόνα, ἄλλα δὲν τὴν ἔπαιρνε. «Δῶσε μου ἕνα σανιδάκι ἄπο αὐτὰ ποῦ πριονίζεις, μοϋ λέει. Δὲν πιστεύω στὸν Θεό· στοὺς Ἅγιους πιστεύω».
Τότε τοῦ εἶπα: «Ἢ καθρέφτης εἶναι κανεὶς ἢ καπάκι ἄπο κονσερβοκούτι, ἂν δὲν πέσουν οἱ ἀκτίνες τοῦ ἥλιου ἐπάνω του, δὲν γυαλίζει. Οἱ Ἅγιοι ἔλαμψαν μὲ τὶς ἀκτίνες τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὰ ἀστέρια παίρνουν φῶς ἄπο τὸν ἥλιο».
Τοὺς καημένους τους νέους τους ζαλίζουν μὲ διάφορες θεωρίες. Εἶχα προσέξει ἔκεϊ στὸ Καλύβι ὅτι συνήθως δύο μαρξιστὲς πενηντάρηδες ἔμπαιναν στὰ γκροὺπ τῶν νέων, γιὰ νὰ τοὺς ζαλίζουν.
Οἳ μαρξιστὲς δὲν πιστεύουν καί, ὅταν πᾶς νὰ τοὺς ἀπόδειξης τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, κρίνουν τὸν Θεὸ καὶ εἶναι ὅλο ἐρωτήσεις· «γιατί αὐτό, γιατί ἐκεῖνο κ.λπ.».
Ὃ Προφήτης Ἠσαΐας λέει ὅτι αὐτοὶ ποῦ δὲν θέλουν νὰ σωθοῦν, δὲν καταλαβαίνουν[5]. Μιὰ φορὰ τοὺς εἶπα: «Βλέπετε τὰ ἀστέρια; Αὐτὰ δὲν εἶναι βιδωμένα· κάποιος τὰ κρατᾶ στὸ στερέωμα. Γιὰ τὸν Χριστό, ὅσα εἶπαν οἳ Προφῆτες ἐκπληρώθηκαν.
Ἔχουμε τόσους Μάρτυρες, ποῦ ἦταν πρὶν πολὺ ἄπιστοι, δήμιοι, εἰδωλολάτρες, καὶ μετὰ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ μαρτύρησαν. Μερικούς τους ἔκοβαν τὴν γλώσσα, γιὰ νὰ μὴ μιλᾶνε γιὰ τὸν Χριστό, καὶ μὲ κομμένη γλώσσα μιλοῦσαν καλύτερα!
Κάθε μέρα ἔχουμε τόσους Ἁγίους ποῦ ἑορτάζουν! Εἶναι ζωντανὴ ἢ παρουσία τῶν – Ἁγίων. Καὶ ὅταν ἀκόμη ἐμεῖς δὲν τοὺς βρίσκουμε, ἐκεῖνοι μᾶς βρίσκουν!
Πολλοὶ ἀσκητὲς στὴν ἔρημο, ποῦ δὲν ἔχουν ἡμερολόγιο καὶ δὲν ξέρουν ποιὸς Ἅγιος γιορτάζει, λένε «Ἅγιοί της ἡμέρας, πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἠμῶν» καὶ παρουσιάζονται οἳ Ἅγιοι καὶ τοὺς φανερώνουν καὶ τὸ ὄνομά τους· καὶ μάλιστα εἶναι Ἅγιοι μὲ δύσκολα ὀνόματα.
Κοιτᾶνε ὕστερα οἳ ἀσκητὲς τὸ ἡμερολόγιο καὶ βλέπουν ὅτι γιορτάζουν ἐκείνη τὴν ἡμέρα οἳ Ἅγιοι ποῦ τοὺς παρουσιάσθηκαν[6]. Αὐτὸ πῶς τὸ βλέπετε;».
Μετά μου εἶπαν: «Γιατί πᾶνε οἳ Ἅγιοι στοὺς καλογήρους καὶ δὲν πᾶνε νὰ βοηθήσουν τὸν λαὸ ποῦ ἔχει ἀνάγκη;». «Μὲ τί ἤρθατε ἐδῶ, παλληκάρια; τὰ ρώτησα· μὲ τὸ ἀεροπλάνο;». «Ὄχι, μὲ τὸ αὐτοκίνητο», μοῦ λένε.
«Ἐντάξει· στὸν δρόμο ποῦ ἐρχόσασταν, πόσα προσκυνητάρια εἴδατε; Αὐτὰ δὲν φύτρωσαν μὲ τὰ πρωτοβρόχια. Βοηθήθηκαν οἳ ἄνθρωποι ἀπὸ τοὺς Ἅγιους καὶ ἀπὸ εὐλάβεια τὰ ἔφτιαξαν, καὶ ἀνάβουν καὶ τὰ κανδήλια. Οἳ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, ὅσο πετοῦν τὰ ὑλικά, τόσο ἀνεβαίνουν. Οἳ ὕλιστες, καὶ αὐτοὶ κάτι ἀπολαμβάνουν φτιάχνουν π.χ. τόσα κύπελλα, παίρνουν τόσα χρήματα· ἅμα φτιάξουν περισσότερα, παίρνουν περισσότερα. Ἐσεῖς μόνον τὴν προπαγάνδα κάνετε καὶ σταματᾶτε ἐκεῖ· δὲν ἔχετε τίποτε νὰ ἀπολαύσετε. Εἶστε οἳ πιὸ ταλαίπωροι, διότι, ὅταν πετύχετε αὐτὸ ποῦ θέλετε, δὲν θὰ ἔχετε κανένα ἄλλο ἰδανικό, μόνον τὸ βάσανο τῆς μαρξιστικῆς σκλαβιᾶς». Στὸ τέλος μου εἶπαν: «Εἶσαι πολὺ καλὸς ἄνθρωπος, δίκαιος, σοφός…».
Πάντως εἴτε τὸ θέλουν οἳ ἄνθρωποι εἴτε δὲν τὸ θέλουν, θὰ ἔρθη καιρὸς ποῦ ὅλοι θὰ πιστέψουν, γιατί θὰ φθάσουν σὲ ἀδιέξοδο καὶ θὰ ἐπέμβη ὃ Χριστός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου