π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Ο πολιτισμός μας σήμερα είναι των δικαιωμάτων. Κι ας καταπατούνται εμφανώς τόσο σε κοινωνικό επίπεδο, όσο και σε προσωπικό (ιδίως με τη βοήθεια της τεχνολογίας, που δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να αισθάνεται ελεύθερος πουθενά, καθώς του δίνει τα εργαλεία με αντάλλαγμα την παρακολούθησή του από το ηλεκτρονικό σύστημα). Ο άνθρωπος θεωρεί ότι δικαιούται εκτός από τις ατομικές ελευθερίες και τη δυνατότητα επιλογής στη ζωή του για τις κύριες κατευθύνσεις της (εργασία, διαπροσωπικές σχέσεις), να κάνει πράξη το θέλημά του. Να πορεύεται κατά τις επιθυμίες του. Σταθμίζει μάλιστα το τι του επιτρέπεται σε συνδυασμό με τι τον ευχαριστεί και θέτει ως κέντρο της ζωή του το εγώ του, τον εαυτό του. Η αναφορικότητά του δεν είναι οι άλλοι, αλλά ζητά από τους άλλους να αναφέρονται σ’ αυτόν, να σκέπτονται όπως θέλει ο ίδιος, να πράττουν όπως θέλει ο ίδιος, να αποδέχονται και αν απορρίπτουν αυτούς που αποδέχεται και απορρίπτει. Γι’ αυτό και ολόκληρο το σύστημα του πολιτισμού μας ενισχύει το ανθρώπινο θέλημα. Το καθιστά πρωταγωνιστή. Το καλλιεργεί με τη διαφήμιση και τα προϊόντα και τις τεχνητές ανάγκες. Και το συνδέει με την εξουσία του ανθρώπου στον εαυτό του και στους άλλους. Διότι δικαιούμαι σημαίνει ότι έχω την εξουσία δια του θελήματός μου να οικειοποιηθώ αυτό που ζητώ.
Το δικαίωμα, η εξουσία και το θέλημα υπάρχουν και στην πνευματική ζωή. Οι χριστιανοί δικαιούμαστε τη σωτηρία. Δικαιούμαστε να είμαστε παιδιά του Θεού. Δικαιούμαστε την αγάπη και τη στοργή της Εκκλησίας. Δικαιούμαστε κάποτε να απολαμβάνουμε και υλικά αγαθά και αναγνώριση από τους άλλους για την πνευματική μας προσπάθεια, για τους κόπους μας γι’ αυτούς, για τα χαρίσματα που τα αξιοποιούμε προς όφελός τους. Και κάποτε, ιδίως οι πνευματικοί ταγοί, οι επίσκοποι, οι κληρικοί, οι μοναχοί, έχουν από την Εκκλησία το εξουσιαστικό προνόμιο, αυτό που δικαιούνται, να απολαμβάνουν. Μπορεί στην εποχή μας αυτή η εξουσία να αντιμετωπίζεται απο τους εκτός Εκκλησίας με όρους ειρωνείας και από κάποιους, εντός Εκκλησίας, με σκεπτικισμό. Όμως έχει δοθεί, από τα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης ακόμα, στους εργάτες του Ευαγγελίου το προνόμιο της άσκησής της. Και ο άνθρωπος της εξουσίας και του δικαιώματος καλλιεργεί με αυτό τον τρόπο το θέλημα του. Ακόμη κι αν μία από τις εντολές της πίστης είναι η εκκοπή του θελήματος, σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα των ταγών, υπάρχει ελευθερία. Κι αυτό διότι είναι ένας συμβολικός και συνάμα ουσιαστικός τρόπος πραγμάτωσης μιας ιεράρχησης ρόλων και διακονιών στη ζωή της Εκκλησίας, που δίδονται όμως ή θα έπρεπε να δίδονται κατά τα χαρίσματα των ανθρώπων.
Υπάρχει όμως και μία διαφορετική προσέγγιση στο ζήτημα αυτό. Είναι ο τρόπος του αποστόλου Παύλου. Απευθυνόμενος στους Κορινθίους περιγράφει τα δικαιώματά του στη ζωή της Εκκλησίας, τι του δίδεται από την παράδοση, αυτονόητα στοιχεία τα οποία κανονικά ουδείς έπρεπε να τα αμφισβητεί, από τη στιγμή που ήταν Απόστολος και ιδρυτής της εκκλησίας της Κορίνθου. Τέτοια δικαιώματα ήταν η καθημερινή διατροφή, το να έχει σύζυγο, το να μην εργάζεται χειρωνακτικά, αλλά να λαμβάνει τα προς το ζην από τη χριστιανική κοινότητα, το να μην ξοδεύει τα όσα προσποριζόταν από την εργασία του (του σκηνοποιού) για το ιεραποστολικό έργο. Τα σαρκικά έργα, τα έργα της καθημερινότητας, όφειλε η κοινότητα των Κορινθίων να του τα εξασφαλίσει. «Ουκ εχρησάμεθα τη εξουσία ταύτη, αλλά πάντα στέγομεν, ίνα μη εγκοπήν τινά δώμεν τω ευαγγελίω του Χριστού», αναφωνεί ο Παύλος (Α’ Κορ. 9, 12). «Εμείς όμως δεν κάναμε χρήση του δικαιώματος αυτού, αλλά υπομένουμε κάθε στέρηση, για να μη δημιουργήσουμε κανένα εμπόδιο στη διάδοση του Ευαγγελίου του Χριστού». Κι έτσι ο Παύλος με μία άρνηση - «ουκ εχρησάμεθα»- περιγράφει την παραίτησή του από το δικαίωμα και την εξουσία και την μετατροπή του θελήματός του σε αγάπη για τον Χριστό και το Ευαγγέλιο, αλλά και σε απόφαση να μην είναι ο ίδιος και τα δικαιώματά του προσκόμματα στην πορεία των ανθρώπων για σωτηρία.
Ο Παύλος είναι γνώστης της μεμψιμοιρίας των Κορινθίων χριστιανών. Δεν τη συμμερίζεται. Απαντά με επιχειρήματα σ’ αυτήν. Την αντιμετωπίζει όμως και με τον τρόπο του αναπάντεχου. Παραιτείται από αυτό που δικαιούται. Δεν το κάνει για να τους δείξει ότι είναι άγιος. Για να τον επιδοκιμάσουν. Τους δείχνει όμως ότι δεν έχουν πλέον καμία δικαιολογία για να μην αποδεχτούν τον τρόπο του Ευαγγελίου, αλλά και εισέρχεται στην καρδιά τους. Τους απογυμνώνει από την φλυαρία της κατάκρισης. Τους υποδεικνύει ότι ασχολούνται με μάταια θέματα. Παραβλέπουν την παράδοση και την αλήθεια που η πίστη διασώζει. Δε σέβονται την ιεράρχηση των προσώπων, αλλά και τη διακονία τους στην Εκκλησία. Και αφήνουν τους λογισμούς τους να ταλαιπωρούνε την ύπαρξή τους με θέματα ανούσια, όπως το ποιος δικαιούται και τι , ποιος πρέπει να εξουσιάζει και γιατί. Ο χριστιανός δεν εκλήθη εντός της Εκκλησίας να ασχολείται με τα δικαιώματα. Εκλήθη να πίνει το ποτήριο του Χριστού, δηλαδή να σηκώνει σταυρούς και να βοηθά τους άλλους να σηκώσουν τους δικούς τους. Εκλήθη να αγαπά. Εκλήθη ακόμη να υπερβαίνει τον εαυτό του. Να παραιτείται και από τα δικαιώματά του αν χρειαστεί. Επειδή αγαπά. Επειδή θέλει να μοιάσει στον Χριστό.
Ο τρόπος του Παύλου είναι ο τρόπος της αληθινής αγάπης. Είναι αυτός που δεν νικιέται από το πνεύμα της εξουσίας και την ίδια στιγμή αφήνει στην άκρη το θέλημα. Μπορώ και δικαιούμαι να μη σου μιλήσω, να μη σε συγχωρήσω, να σε απορρίψω. Μπορώ και δικαιούμαι να σε χρησιμοποιήσω. Μπορώ και δικαιούμαι να πάρω από σένα ό,τι μου χρειάζεται για τα «σαρκικά», τα καθημερινά μου έργα. Γνωρίζω και θα σε βοηθήσω να βρεις τον πνευματικό σου βηματισμό. Όμως ξέρω ότι το θέλημά σου και ο λογισμός σου με αμφισβητούν. Και γίνεται το δικαίωμά μου πρόσκομμα στη σωτηρία σου. Αντί να κοιτάζεις την πνευματική σου πρόοδο, να βλέπεις τον εαυτό σου, ασχολείσαι με μένα και για το αν δικαιούμαι αυτό που μου προσφέρεις υποχρεωτικά. Έτσι, επειδή σε αγαπώ, παραιτούμαι από αυτό που μου προσφέρεις. Παραιτούμαι από την εξουσία μου. Και σε αφήνω να ξαναδείς την πορεία σου χωρίς προσκόμματα από εμένα.
Ο Παύλος, μη κάνοντας χρήση της εξουσίας του, αφήνει τους Κορινθίους και κάθε χριστιανό ενώπιον του θελήματός τους. Ενώπιον της έλλειψης αγάπης. Ενώπιον της ευθύνης τους να δούνε την δική τους σχέση με τον Χριστό και όχι να δικαιολογούνε τους εαυτούς τους κατακρίνοντας τους πνευματικούς τους πατέρες. Ξέρει ότι οι Κορίνθιοι δεν έχουν δίκιο. Τους νουθετεί και τους αφήνει ελεύθερους να αποφασίσουν τελικά τι έχει σημασία για τη ζωή τους. Η ισότητα των δικαιωμάτων στα σαρκικά ή η αγάπη που κάνει τον άνθρωπο να αναπνέει πνευματικά και αιώνια. Και γίνεται ο τρόπος του Παύλου ένα μήνυμα για την εποχή και τον κόσμο μας. Δεν αρνούμαστε τα δικαιώματα. Την εξουσία. Το θέλημα. Προκρίνουμε όμως την αγάπη. Τον προσωπικό κόπο. Την απόφαση να μη γίνεται ό,τι δικαιούμαστε εμπόδιο για τους άλλους. Κι ας κουραστούμε παραπάνω. Η χάρις του Θεού υπάρχει και κάνει γλυκιά την κούραση. Γλυκιά την μακροθυμία. Γλυκιά την αληθινή ελευθερία από κάθε εξάρτηση, κάθε ανάγκη, πραγματική και τεχνητή. Ακόμη και από ό,τι αισθανόμαστε ότι μας ανήκει. Κι εδώ βρίσκεται ο ύστερος και ωραιότερος δρόμος και τρόπος της Εκκλησίας, που οδηγεί σε έναν αλλιώτικο κόσμο.
Ο πολιτισμός μας σήμερα είναι των δικαιωμάτων. Κι ας καταπατούνται εμφανώς τόσο σε κοινωνικό επίπεδο, όσο και σε προσωπικό (ιδίως με τη βοήθεια της τεχνολογίας, που δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να αισθάνεται ελεύθερος πουθενά, καθώς του δίνει τα εργαλεία με αντάλλαγμα την παρακολούθησή του από το ηλεκτρονικό σύστημα). Ο άνθρωπος θεωρεί ότι δικαιούται εκτός από τις ατομικές ελευθερίες και τη δυνατότητα επιλογής στη ζωή του για τις κύριες κατευθύνσεις της (εργασία, διαπροσωπικές σχέσεις), να κάνει πράξη το θέλημά του. Να πορεύεται κατά τις επιθυμίες του. Σταθμίζει μάλιστα το τι του επιτρέπεται σε συνδυασμό με τι τον ευχαριστεί και θέτει ως κέντρο της ζωή του το εγώ του, τον εαυτό του. Η αναφορικότητά του δεν είναι οι άλλοι, αλλά ζητά από τους άλλους να αναφέρονται σ’ αυτόν, να σκέπτονται όπως θέλει ο ίδιος, να πράττουν όπως θέλει ο ίδιος, να αποδέχονται και αν απορρίπτουν αυτούς που αποδέχεται και απορρίπτει. Γι’ αυτό και ολόκληρο το σύστημα του πολιτισμού μας ενισχύει το ανθρώπινο θέλημα. Το καθιστά πρωταγωνιστή. Το καλλιεργεί με τη διαφήμιση και τα προϊόντα και τις τεχνητές ανάγκες. Και το συνδέει με την εξουσία του ανθρώπου στον εαυτό του και στους άλλους. Διότι δικαιούμαι σημαίνει ότι έχω την εξουσία δια του θελήματός μου να οικειοποιηθώ αυτό που ζητώ.
Το δικαίωμα, η εξουσία και το θέλημα υπάρχουν και στην πνευματική ζωή. Οι χριστιανοί δικαιούμαστε τη σωτηρία. Δικαιούμαστε να είμαστε παιδιά του Θεού. Δικαιούμαστε την αγάπη και τη στοργή της Εκκλησίας. Δικαιούμαστε κάποτε να απολαμβάνουμε και υλικά αγαθά και αναγνώριση από τους άλλους για την πνευματική μας προσπάθεια, για τους κόπους μας γι’ αυτούς, για τα χαρίσματα που τα αξιοποιούμε προς όφελός τους. Και κάποτε, ιδίως οι πνευματικοί ταγοί, οι επίσκοποι, οι κληρικοί, οι μοναχοί, έχουν από την Εκκλησία το εξουσιαστικό προνόμιο, αυτό που δικαιούνται, να απολαμβάνουν. Μπορεί στην εποχή μας αυτή η εξουσία να αντιμετωπίζεται απο τους εκτός Εκκλησίας με όρους ειρωνείας και από κάποιους, εντός Εκκλησίας, με σκεπτικισμό. Όμως έχει δοθεί, από τα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης ακόμα, στους εργάτες του Ευαγγελίου το προνόμιο της άσκησής της. Και ο άνθρωπος της εξουσίας και του δικαιώματος καλλιεργεί με αυτό τον τρόπο το θέλημα του. Ακόμη κι αν μία από τις εντολές της πίστης είναι η εκκοπή του θελήματος, σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα των ταγών, υπάρχει ελευθερία. Κι αυτό διότι είναι ένας συμβολικός και συνάμα ουσιαστικός τρόπος πραγμάτωσης μιας ιεράρχησης ρόλων και διακονιών στη ζωή της Εκκλησίας, που δίδονται όμως ή θα έπρεπε να δίδονται κατά τα χαρίσματα των ανθρώπων.
Υπάρχει όμως και μία διαφορετική προσέγγιση στο ζήτημα αυτό. Είναι ο τρόπος του αποστόλου Παύλου. Απευθυνόμενος στους Κορινθίους περιγράφει τα δικαιώματά του στη ζωή της Εκκλησίας, τι του δίδεται από την παράδοση, αυτονόητα στοιχεία τα οποία κανονικά ουδείς έπρεπε να τα αμφισβητεί, από τη στιγμή που ήταν Απόστολος και ιδρυτής της εκκλησίας της Κορίνθου. Τέτοια δικαιώματα ήταν η καθημερινή διατροφή, το να έχει σύζυγο, το να μην εργάζεται χειρωνακτικά, αλλά να λαμβάνει τα προς το ζην από τη χριστιανική κοινότητα, το να μην ξοδεύει τα όσα προσποριζόταν από την εργασία του (του σκηνοποιού) για το ιεραποστολικό έργο. Τα σαρκικά έργα, τα έργα της καθημερινότητας, όφειλε η κοινότητα των Κορινθίων να του τα εξασφαλίσει. «Ουκ εχρησάμεθα τη εξουσία ταύτη, αλλά πάντα στέγομεν, ίνα μη εγκοπήν τινά δώμεν τω ευαγγελίω του Χριστού», αναφωνεί ο Παύλος (Α’ Κορ. 9, 12). «Εμείς όμως δεν κάναμε χρήση του δικαιώματος αυτού, αλλά υπομένουμε κάθε στέρηση, για να μη δημιουργήσουμε κανένα εμπόδιο στη διάδοση του Ευαγγελίου του Χριστού». Κι έτσι ο Παύλος με μία άρνηση - «ουκ εχρησάμεθα»- περιγράφει την παραίτησή του από το δικαίωμα και την εξουσία και την μετατροπή του θελήματός του σε αγάπη για τον Χριστό και το Ευαγγέλιο, αλλά και σε απόφαση να μην είναι ο ίδιος και τα δικαιώματά του προσκόμματα στην πορεία των ανθρώπων για σωτηρία.
Ο Παύλος είναι γνώστης της μεμψιμοιρίας των Κορινθίων χριστιανών. Δεν τη συμμερίζεται. Απαντά με επιχειρήματα σ’ αυτήν. Την αντιμετωπίζει όμως και με τον τρόπο του αναπάντεχου. Παραιτείται από αυτό που δικαιούται. Δεν το κάνει για να τους δείξει ότι είναι άγιος. Για να τον επιδοκιμάσουν. Τους δείχνει όμως ότι δεν έχουν πλέον καμία δικαιολογία για να μην αποδεχτούν τον τρόπο του Ευαγγελίου, αλλά και εισέρχεται στην καρδιά τους. Τους απογυμνώνει από την φλυαρία της κατάκρισης. Τους υποδεικνύει ότι ασχολούνται με μάταια θέματα. Παραβλέπουν την παράδοση και την αλήθεια που η πίστη διασώζει. Δε σέβονται την ιεράρχηση των προσώπων, αλλά και τη διακονία τους στην Εκκλησία. Και αφήνουν τους λογισμούς τους να ταλαιπωρούνε την ύπαρξή τους με θέματα ανούσια, όπως το ποιος δικαιούται και τι , ποιος πρέπει να εξουσιάζει και γιατί. Ο χριστιανός δεν εκλήθη εντός της Εκκλησίας να ασχολείται με τα δικαιώματα. Εκλήθη να πίνει το ποτήριο του Χριστού, δηλαδή να σηκώνει σταυρούς και να βοηθά τους άλλους να σηκώσουν τους δικούς τους. Εκλήθη να αγαπά. Εκλήθη ακόμη να υπερβαίνει τον εαυτό του. Να παραιτείται και από τα δικαιώματά του αν χρειαστεί. Επειδή αγαπά. Επειδή θέλει να μοιάσει στον Χριστό.
Ο τρόπος του Παύλου είναι ο τρόπος της αληθινής αγάπης. Είναι αυτός που δεν νικιέται από το πνεύμα της εξουσίας και την ίδια στιγμή αφήνει στην άκρη το θέλημα. Μπορώ και δικαιούμαι να μη σου μιλήσω, να μη σε συγχωρήσω, να σε απορρίψω. Μπορώ και δικαιούμαι να σε χρησιμοποιήσω. Μπορώ και δικαιούμαι να πάρω από σένα ό,τι μου χρειάζεται για τα «σαρκικά», τα καθημερινά μου έργα. Γνωρίζω και θα σε βοηθήσω να βρεις τον πνευματικό σου βηματισμό. Όμως ξέρω ότι το θέλημά σου και ο λογισμός σου με αμφισβητούν. Και γίνεται το δικαίωμά μου πρόσκομμα στη σωτηρία σου. Αντί να κοιτάζεις την πνευματική σου πρόοδο, να βλέπεις τον εαυτό σου, ασχολείσαι με μένα και για το αν δικαιούμαι αυτό που μου προσφέρεις υποχρεωτικά. Έτσι, επειδή σε αγαπώ, παραιτούμαι από αυτό που μου προσφέρεις. Παραιτούμαι από την εξουσία μου. Και σε αφήνω να ξαναδείς την πορεία σου χωρίς προσκόμματα από εμένα.
Ο Παύλος, μη κάνοντας χρήση της εξουσίας του, αφήνει τους Κορινθίους και κάθε χριστιανό ενώπιον του θελήματός τους. Ενώπιον της έλλειψης αγάπης. Ενώπιον της ευθύνης τους να δούνε την δική τους σχέση με τον Χριστό και όχι να δικαιολογούνε τους εαυτούς τους κατακρίνοντας τους πνευματικούς τους πατέρες. Ξέρει ότι οι Κορίνθιοι δεν έχουν δίκιο. Τους νουθετεί και τους αφήνει ελεύθερους να αποφασίσουν τελικά τι έχει σημασία για τη ζωή τους. Η ισότητα των δικαιωμάτων στα σαρκικά ή η αγάπη που κάνει τον άνθρωπο να αναπνέει πνευματικά και αιώνια. Και γίνεται ο τρόπος του Παύλου ένα μήνυμα για την εποχή και τον κόσμο μας. Δεν αρνούμαστε τα δικαιώματα. Την εξουσία. Το θέλημα. Προκρίνουμε όμως την αγάπη. Τον προσωπικό κόπο. Την απόφαση να μη γίνεται ό,τι δικαιούμαστε εμπόδιο για τους άλλους. Κι ας κουραστούμε παραπάνω. Η χάρις του Θεού υπάρχει και κάνει γλυκιά την κούραση. Γλυκιά την μακροθυμία. Γλυκιά την αληθινή ελευθερία από κάθε εξάρτηση, κάθε ανάγκη, πραγματική και τεχνητή. Ακόμη και από ό,τι αισθανόμαστε ότι μας ανήκει. Κι εδώ βρίσκεται ο ύστερος και ωραιότερος δρόμος και τρόπος της Εκκλησίας, που οδηγεί σε έναν αλλιώτικο κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου