Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

Ἡ ἐπιστήμη τῆς συγχώρεσης ἀπὸ τὸν Γέροντα Ἰάκωβο Τσαλίκη…

Μορφωμένος ἄνθρωπος ὁ κ. Σταῦρος. Μὲ πτυχίο πανεπιστημίου καὶ ξένες γλῶσσες καὶ πείρα ζωῆς. Δυσκολευόταν, ὅμως, στὰ πνευματικά. Δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει καὶ τὰ πιὸ ἁπλὰ πράγματα. Ὅλα τα ἐξέταζε καὶ τὰ πλησίαζε ὀρθολογιστικά. Εἶχε ἀναπτύξει τὸ νοῦ καὶ ὄχι τὴν καρδιά. Δὲν ἦταν πρόθυμος νὰ συγχωρήσει εὔκολά τους ἄλλους. Εἰδικὰ αὐτοὺς ποὺ ἔβλεπε κατώτερους καὶ ἐμπαθεῖς. Καθόταν τώρα ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Γέροντα Ἰάκωβο, ἕναν ἀσκητικὸ ἱερομόναχο, μὲ ροζιασμένα χέρια καὶ ἔνοιωθε σὰν μαθητούδι μπροστὰ στὸν δάσκαλο. Ἐρωτήσεις πολλές. Ἀντιρρήσεις περισσότερες. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἀπαντήσεις σοφὲς καὶ ἀποκαλυπτικές.

  Ρώτησε τὸν Γέροντα γιὰ τὸ σοβαρό (το σοβαρότερο;) θέμα τῆς συγχωρήσεως τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ποὺ δυσκολευόταν νὰ τὸ κατανοήσει:

— Ἀφοῦ βλέπω καθαρὰ καὶ ὁλοφάνερα τὸν ἄλλον νὰ ἁμαρτάνει, πῶς νὰ τὸν συγχωρήσω; Δὲν ἔχω δίκιο;
— Ὅλους μας βλέπει ὁ Θεὸς ἀδιάκοπα καὶ ξέρει καθαρὰ καὶ ὁλοφάνερα ὅτι ἁμαρτάνουμε. Γιατί μᾶς συγχωρεῖ καὶ μᾶς ἀνέχεται καὶ μᾶς περιμένει νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ζητήσουμε ἄφεση ἁμαρτιῶν;
— Πάλι δὲν σᾶς καταλαβαίνω, πάτερ μου. Τί πρέπει νὰ κάνουμε; Νὰ ποῦμε στὴν ἁμαρτία μπράβο; Νὰ τὴν ἐπαινέσουμε σιωπώντας;
— Ποτὲ δὲν πρέπει νὰ ἐπαινοῦμε τὴν ἁμαρτία, εἶπε ὁ π. Ἰάκωβος. Συγχωροῦμε τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ὄχι τὴν ἁμαρτία. Ἐὰν δὲν κάνουμε αὐτὴν τὴν διάκριση, αὐτὸ τὸ διαχωρισμὸ μεταξὺ ἁμαρτίας καὶ ἁμαρτωλοῦ, θὰ βρισκόμαστε πάντοτε σὲ λάθος δρόμο.
— Τότε, τί πρέπει νὰ κάνουμε; Πῶς νὰ ἀντιμετωπίζουμε αὐτὸ τὸ θέμα;
— Ἔχεις δεῖ τοὺς σιδεράδες, ποῦ μαστορεύουν τὰ σίδερα; Δὲν τὰ πιάνουν τὰ ἀναμμένα σίδερα μὲ τὰ χέρια τους, γιατί θὰ καοῦν, ἐξήγησε ὁ Γέροντας. Ἔχουν εἰδικὲς τσιμπίδες καὶ δαγκάνες καὶ ἔτσι τὰ πλησιάζουν καὶ τὰ μαστορεύουν. Τὸ ἴδιο πρέπει νὰ κάνουμε καὶ γιὰ κάθε πρόβλημα καὶ γιὰ κάθε θέμα, ποὺ πλησιάζουμε. Νὰ ἔχουμε τὰ κατάλληλα ἐργαλεῖα καὶ στὰ πνευματικὰ θέματα τὶς κατάλληλες προϋποθέσεις. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ θέμα τῆς συγχωρήσεως τῶν ἄλλων.
— Μά, πάτερ μου, ἐγὼ ἔθεσα ἕνα συγκεκριμένο ζήτημα. Πῶς μποροῦμε νὰ συγχωρήσουμε κάποιον, ποὺ ἁμάρτησε φανερὰ καὶ χωρὶς καμία δικαιολογία; Ἐγὼ θέλω νὰ μάθω τί πρέπει νὰ κάνω στὴν περίπτωση αὐτή.
— Τὸ «χωρὶς καμιὰ δικαιολογία» πρέπει νὰ τὸ ἀφήσουμε στὴν ἄκρη, γιατί δὲν μποροῦμε νὰ ξέρουμε, εἶπε ὁ π. Ἰάκωβος. Μόνον ὁ Θεὸς γνωρίζει τὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Μόνον Ἐκεῖνος ξέρει τί συμβαίνει. Ἐμεῖς βλέπουμε ἀπ’ ἔξω. Ἐκεῖνος βλέπει το ἀπὸ μέσα. Ἃς θυμηθοῦμε καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὰ ποτήρια, ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὴν ὑποκρισία τῶν Γραμματέων καὶ τῶν Φαρισαίων. Ἀπ’ ἔξω φαίνονται καθαρά. Μέσα, ὅμως, εἶναι γεμάτα ἀπὸ βρωμιὰ καὶ ἀδικία καὶ ἁρπαγή. Νὰ τὸ πῶ καὶ μὲ ἕνα ἄλλο παράδειγμα. Ὅταν πηγαίνουμε στὸ γιατρὸ νὰ μᾶς θεραπεύσει, δὲν τοῦ λέμε ἐμεῖς τί νὰ κάνει. Ἐκεῖνος ξέρει τὴ δουλειά του. Ἐμεῖς ἁπλῶς τοῦ λέμε ὅτι πονᾶμε καὶ σὲ ποιὸ μέρος ὑποφέρουμε. Τὴ στιγμή, ποὺ λέμε «ἐγὼ θέλω» σταματοῦμε τὴν διαδικασία τῆς γνώσεως, γιὰ τὸ θέμα, ποὺ πρέπει νὰ μάθουμε. Ἡ ἀλήθεια μᾶς δίδεται ὅταν τὴ ζητήσουμε ταπεινά, ὅπως ζητοῦμε τὴν ὑγεία μας ἀπὸ τὸν γιατρό. Δὲν μποροῦμε νὰ διατάξουμε τὴν ἀλήθεια, ἄλλα νὰ τὴν παρακαλέσουμε νὰ μᾶς δοθεῖ, νὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ. Γιατί ἢ ἀλήθεια εἶναι ὁ Θεός, ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν διατάξουμε, ἄλλα μόνον νὰ τὸν παρακαλέσουμε καὶ νὰ τὸν ἀγαπήσουμε.
— Ναί, πάτερ μου, ἀλλὰ τότε τί γίνεται; Ἂν δὲν πῶ στὸ γιατρὸ ἐγὼ τί θέλω πῶς θὰ μὲ ἐξετάσει καὶ πῶς θὰ μὲ θεραπεύσει;
— Ὄχι, ὄχι, ὄχι, παιδί μου, αὐτὸ εἶναι λάθος, ξανάπε ὁ Γέροντας. Ὁ γιατρὸς ξέρει τί θέλεις, ὅταν τὸν ἐπισκέπτεσαι. Ἐσὺ τὸ μόνο, ποὺ μπορεῖς νὰ πεῖς εἶναι ὅτι πονᾶς καὶ σὲ ποιὸ σημεῖο νιώθεις τὸν πόνο σου. Τὰ ὑπόλοιπα εἶναι δική του δουλειά. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς συμβουλεύουν νὰ προσευχόμαστε σὰν τὰ μικρὰ παιδιά, ποὺ κλαῖνε ὅταν πονοῦνε. Καὶ δείχνουνε τὸ μέρος ὅπου πονᾶνε.
— Πάλι δὲν τὸ καταλαβαίνω, πάτερ μου, τὸ νόημα τῶν λόγων, πού μου λέτε, ἀπάντησε ὁ κ. Σταῦρος. Δὲν πονῶ ἐγώ, ἀλλὰ θέλω νὰ ξέρω τί στάση, νὰ κρατήσω σὲ κάποιον, ποὺ ἁμάρτησε φανερά. Θὰ τὸν συγχωρήσω ἢ ὄχι;
— Τὴ συγχώρηση πρέπει νὰ τὴ δίνουμε σὲ ὅλους, ὅπως κάνει καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. «Βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους», λέγει τὸ Εὐαγγέλιον. Διότι ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ ὅλοι θὰ ἔπρεπε νὰ καταδικασθοῦμε, γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, λίγες ἢ πολλές. Γιὰ αὐτὸ πρέπει νὰ συγχωροῦμε καὶ νὰ εὐχόμαστε στὸν Θεὸ νὰ συγχωρήσει καὶ τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἐμᾶς, ποὺ ἁμαρτάνουμε καὶ πολὺ συχνὰ δὲν καταλαβαίνουμε τί κάνουμε ἢ τί δὲν κάνουμε.
Ἄν, ὅμως, εἴμαστε ἀδύναμοι πνευματικῶς καὶ ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἄλλου μᾶς ἐπηρεάζει ἀρνητικά, τότε πρέπει νὰ μὴ τὸν κατηγοροῦμε, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀποφεύγουμε καὶ νὰ μὴν ἔχουμε μαζί του συναναστροφὲς καὶ συνέπειες. Καὶ ἂν εἶναι αἱρετικὸς τότε νὰ τὸν ἀποφεύγουμε τελείως καὶ νὰ μὴ τὸν δεχόμαστε. Γιατί ἡ συντροφιὰ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι ἐπικίνδυνη, μπορεῖ νὰ μᾶς δηλητηριάσει καὶ νὰ μᾶς θανατώσει πνευματικά. Γενικῶς γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς πρέπει νὰ θυμόμαστε τὰ λόγια τοῦ Μ. Βασιλείου: «Φθείρουν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί». Δηλαδὴ ἢ συντροφιὰ μὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς μπορεῖ νὰ φθείρει καὶ τοὺς καλοὺς χαρακτῆρες.
— Αὐτὸ τὸ γνωρίζω, συνέχισε ὁ κ. Σταῦρος, ποὺ ἐπέμενε στὴν γνώμη του. Αὐτό, ποὺ δὲν ξέρω εἶναι το πῶς καὶ τὸ γιατί τῆς συγχωρήσεως τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.
— Τὸ πῶς μᾶς τὸ εἶπε ὁ Χριστός: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰω. ἴε’ 5).
Χρειάζεται ἡ δική του βοήθεια, εἶπε ὁ Γέροντας. Γιὰ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ ζητοῦμε συνεχῶς τὴν βοήθειά του. Ἂν ἐκεῖνος δὲν βοηθήσει, τίποτε καλὸ δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε. Ὅσον γιὰ τὸ «γιατί», αὐτὸ μας τὸ λέγει τὸ Εὐαγγέλιο: «Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμὶν ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος• ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν» (Ματθ. στ’ 14-15). Νὰ γιατί πρέπει νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους, ὅσον καὶ ἂν ἁμάρτησαν. Ἀπὸ τὴν συγχώρηση, ἀγαπητέ μου, ἀρχίζει ἡ ἀγάπη. Διάβασε τὸ ἰγ’ Κεφάλαιο τῆς Ἃ’ Ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρὸς Κορινθίους καὶ τότε θὰ καταλάβεις τὸ γιατί πρέπει νὰ συγχωροῦμε.
— Τὴν ἔχω διαβάσει, πάτερ μου, ἀλλὰ πάλι ἀδυνατῶ νὰ κατανοήσω τί θέλετε νὰ πεῖτε μὲ τὸ πῶς καὶ τὸ γιατί…
— Τότε θὰ σοῦ μιλήσω, φίλτατε, μὲ ἄλλο παράδειγμα, γιὰ νὰ γίνω πιὸ σαφής, ξανάπε ὁ π. Ἰάκωβος. Ἄνοιξε τὴν δεξιά σου παλάμη ἀπὸ τὸ μέσα μέρος καὶ τέντωσε τὴν ὅσον μπορεῖς.
Ὁ κ. Σταῦρος τέντωσε τὴν παλάμη τοῦ δεξιοῦ του χεριοῦ καὶ περίμενε. Τότε ὁ Γέροντας πῆρε τὸ ποτήρι μὲ τὸ νερό, ποὺ βρισκόταν πάνω στὸ τραπέζι καὶ ἔριξε λίγο πάνω στὴν παλάμη τοῦ ἐπισκέπτη του. Τὸ νερό, καθὼς ἦταν φυσικό, κύλησε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ χύθηκε κάτω καὶ δὲν ἔμεινε στὴν ἀνοιχτὴ παλάμη οὔτε σταγόνα.
— Τώρα κᾶνε κούρμπα τὴν παλάμη σου, εἶπε ὁ Γέροντας.
— Τί θὰ πεῖ κούρμπα, πάτερ μου; Δὲν ξέρω τὴν λέξη…
— Κούρμπα στὸ χωριό μου λένε τὴν καμπύλη, ἐξήγησε ὁ π. Ἰάκωβος. Κᾶνε, λοιπόν, τὴν παλάμη σου κυρτή, σὰν λακκούβα, ὅπως παίρνεις τὸ νερό, γιὰ νὰ πλυθεῖς.
Ὑπάκουσε ὁ κ. Σταῦρος καὶ ὁ Γέροντας ἔριξε πάλι στὴν χούφτα τοῦ λίγο νερὸ ἀπὸ τὸ ποτήρι καὶ ἔμεινε τὸ νερὸ στὸ χέρι τοῦ κ. Σταύρου.
— Αὐτὸ εἶναι, ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε ὅταν θέλουμε νὰ μάθουμε μίαν ἀλήθεια καὶ πιὸ πολὺ ὅταν θέλουμε νὰ συγχωρήσουμε κάποιον ἁμαρτωλό, ἐξήγησε ὁ π. Ἰάκωβος. Σκύβουμε τὸ κεφάλι τῆς λογικῆς μας μπροστὰ στὴν ἀλήθεια, ταπεινώνουμε τὸν ἑαυτό μας, ποὺ νομίζει ὅτι ὅλα τα ξέρει καὶ ὅλα μπορεῖ νὰ τὰ καταλάβει, ὁμολογοῦμε τὴν ἀδυναμία μας καὶ τότε ὁ Θεὸς μᾶς δίνει ἄφθονη τὴν χάρη του καὶ γιὰ νὰ καταλάβουμε καὶ γιὰ νὰ ἐνεργήσουμε σωστά.
Αὐτὸ κάνουμε καὶ ὅταν θέλουμε νὰ συγχωρήσουμε καὶ νὰ πλησιάσουμε τὸν Χριστὸ τῆς ἀγάπης, ποὺ συγχωρεῖ καὶ βοήθα ὅσους ζητοῦν ταπεινὰ τὴν βοήθειά του. Χωρὶς ταπείνωση, οὔτε τὸν ἐαυτὸν μᾶς μποροῦμε νὰ συγχωρήσουμε καὶ νὰ τὸν ἀγαπήσουμε πραγματικά.
Αὐτὸ μας δίδαξε ὁ Χριστὸς καὶ μὲ τὴν ζωὴν καὶ μὲ τὸν λόγον του. Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς, ἂν θέλουμε νὰ δοῦμε «Θεοῦ πρόσωπον». Νὰ ταπεινωθοῦμε πρῶτα μπροστὰ στὸν Θεόν, ὡς ἁμαρτωλοὶ ποὺ εἴμαστε καὶ Ἐκεῖνος θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ ταπεινωθοῦμε καὶ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, νὰ τοὺς συγχωρήσουμε καὶ νὰ καταλάβουμε ὅτι ἀλλιῶς δὲν γίνεται τίποτα.
Ὁ κ. Σταῦρος φαίνεται ὅτι κατάλαβε αὐτὴν τὴ φορὰ καὶ ἔσκυψε τὸ κεφάλι τοῦ μπροστὰ στὸν Γέροντα, σὰν νὰ ζητοῦσε συγχώρηση γιὰ τὴν διανοητική του ἔπαρση καὶ τὴν ψυχική του ἀλαζονεία. Γιατί αὐτὸ τὸ νόσημα τῆς ἔπαρσης καὶ τῆς ἀλαζονείας τυφλώνει καὶ ξεστρατίζει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τότε ὁ π. Ἰάκωβος, ποὺ εἶδε διακριτικὰ τὴν μεταστροφὴ τοῦ ἐπισκέπτη του, θέλησε νὰ βάλει, ὡσὰν περισπωμένη στὸ ρῆμα «ἀγαπῶ» τὸν ἐπίλογο τῆς κουβέντας τους, εἶπε:


— Ὁ Χριστὸς μᾶς ἔδωσε τὸν λεγόμενον «χρυσὸν κανόνα» ζωῆς ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους: «Πάντα οὒν ὅσα ἂν θέλητε ἴνα ποιῶσιν ὑμὶν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς οὗτος γὰρ ἐστὶν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται» (Ματθ. ζ’ 12). Δηλονότι, ἂν θέλεις νὰ σὲ συγχωροῦν οἱ ἄλλοι, συγχώρησε τοὺς ἄλλους πρῶτος ἐσύ. Ἀμήν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου