Ἀνάμεσα στὶς μορφὲς ποὺ φώτισαν καὶ συνεχίζουν νὰ φωτίζουν καὶ νὰ ἐμπνέουν τὴ ζωή μας εἶναι ὁ γέρων Φιλόθεος Ζερβᾶκος τῆς Πάρου (1884-1980).
Μεγάλη ἦταν ἡ ἀγάπη του πρὸς ὅλους, μεγάλη ἡ ὑπομονή του, ἔντονο τὸ ἀσκητικό του φρόνημα, βαθειὰ ἡ λειτουργική του ζωή. Αὐτὰ τὸν ἔφερναν κοντὰ σὲ ἄλλες μορφὲς ποὺ γνώρισα, ὅπως ὁ Ὅσιος Πορφύριος καὶ ὁ Ὅσιος Παΐσιος, ἀλλὰ καὶ ὁ γέρων Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου, μὲ τὸν ὁποῖον διατηροῦσε ἰδιαίτερες σχέσεις.
Ὁ γέρων ἦταν αὐστηρὸς στὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἐπιεικὴς πρὸς τοὺς ἄλλους. Γι αὐτὸ καὶ τόνιζε ὅτι ὁ πνευματικὸς πατέρας πρέπει νὰ ἀναλαμβάνει εύθῦνες ἔναντι τῶν πνευματικῶν του τέκνων.
Πολὺ συχνὰ εἶχε σημεῖα προοράσεως καὶ διοράσεως. Γι αὐτὸ καὶ ὅταν ὡς νέος δυσκολευόμουν νὰ ἐξαγορεύσω κάτι στὴν ἐξομολόγηση, μοῦ τὸ ἔλεγε ὁ ἴδιος. Παρόλα αὐτὰ ζητοῦσε νὰ τὸ ἐπαναλάβω, γιατί, ὅπως ἔλεγε, ἔπρεπε ἐγὼ νὰ μάθω νὰ ἐξομολογοῦμαι.
Ἤμουν ἤδη νεαρὸς κληρικός, ὅταν μὲ πῆρε ἕνα καλοκαίρι καὶ μὲ ἀνέβασε σὲ ἕνα ἐκκλησάκι σὲ ἕνα λόφο τῆς Πάρου. Ἐκεῖ ἐπρόκειτο νὰ νηστέψουμε καὶ νὰ συγκεντρωθοῦμε στὴν προσευχή. Τὴν πρώτη μέρα, μήτε ψωμί, μήτε νερό, μήτε τίποτα. Τὴ δεύτερη μέρα τὸ ἴδιο. Τὸν ρώτησα τί εἶχε κατὰ νοῦ. Μοῦ εἶπε ὅτι ἐπρόκειτο νὰ περάσει ἔτσι σαράντα μέρες. Γιὰ μένα εἶπε ὅτι δὲν μπορῶ νὰ τὸ κάνω, ἀφοῦ εἶχα ἐνορία καὶ εὐθύνες. Ἔτσι, πῆρα εὐλογία καὶ τὴν τρίτη μέρα ἔφυγα. Πληροφορήθηκα ἀπὸ τὸν διοικητὴ τοῦ στρατοπέδου ποὺ γειτόνευε μὲ τὸ ἐκκλησάκι, ὅτι ἔβαζαν στὴν πύλη καθημερινὰ νερὸ καὶ ψωμί, ἀλλὰ τὴν ἑπομένη τὸ ἔπαιρναν ἄθικτο. Ὁ γέρων παρέμενε νηστεύων καὶ προσευχόμενος γιὰ σαρἀντα μέρες μία ἤ καὶ δύο φορὲς κάθε καλοκαίρι.
Κάποια στιγμὴ μοῦ ἔλυσε ἐμπειρικὰ μιὰ ἀπορία ποὺ εἶχα ὡς νεαρός. Πῶς θὰ ἦταν τὰ σώματά μας στὴν ἄλλη ζωή, μετὰ τὴν ἀνάσταση; Μοῦ εἶχε ἀπαντήσει: «ἀποπνευματοποιημένα σώματα». Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ καταλάβω. «Κάποια στιγμὴ θὰ τὸ καταλάβεις», μοῦ εἶπε. Ἀργότερα, μετὰ ἀπὸ μιὰ ἐξομολόγηση, φρόντισε ὁ ἴδιος καὶ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ πάρω μιὰ ἰδέα γιὰ τὸ τί σημαίνει «ἀποπνευματοποιημένο» σῶμα.
Προχωρῶ ὅμως παρακάτω, γιὰ νὰ τονίσω τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸ μοναστικὸ βίο. Τόνιζε τὴν ἀξία τῆς παρθενίας καί, ὅπως ὅλοι οἱ Πατέρες, τὴν θεωροῦσε ἀνωτέρα τοῦ γάμου. Ἔλεγε μάλιστα, ἀκολουθώντας καὶ πάλι τὴν πατερικὴ θεολογία, ὅτι ὁ γάμος ὁρίσθηκε μετὰ τὴν πτώση πρὸς παρηγορίαν ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ συνέχεια τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ὡστόσο, τὸ «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε» ἴσχυε καὶ πρὸ τῆς πτώσεως, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο ποὺ μόνον ὁ Θεὸς γνώριζε, ἤ, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, μὲ τὸν καινὸ τρόπο ποὺ ἡ ἴδια ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ συνέλαβε.
Γιὰ τὸν γέροντα ἡ μοναχικὴ ζωὴ ἦταν μεγάλη καὶ προνομιακή, ἀλλὰ ὄχι ἀστεία. Γι αὐτὸ καὶ ὅταν τοῦ ἐμπιστεύθηκα τὸν πόθο μου νὰ γίνω μοναχός, ἄπλωσε τὸ χέρι καὶ μοῦ ἔδειξε τὸ μανίκι τοῦ ράσου του. «Τί εἶναι αὐτό;», μοῦ εἶπε. «Ράσο», ἀπάντησα. «Καί τί χρῶμα ἔχει;» «Μαῦρο». «Ἔτσι, νὰ εἶσαι ἀποφασισμένος ὅτι ἡ καρδιά σου θὰ γίνει τὸ ἴδιο μαύρη ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς δοκιμασίες.»
Δὲν μοῦ εἶπε ποτὲ «γίνε» ἤ «μή γίνεις» μοναχός. Ὅπως τὸ πνεῦμα του ἦταν ἐλεύθερο, ἔτσι ἤθελε καὶ τὰ πνευματικά του τέκνα νὰ καλλιεργοῦν τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν προσωπική εὐθύνη. Ὡς ἀληθινὸς μοναχὸς δὲν εἶχε καμιὰ σχέση μὲ τὸ φαινόμενο τοῦ γεροντισμοῦ, ποὺ ἔχει προσβάλλει σήμερα τὸ ἐκκλησιαστικὸ περιβάλλον κυρίως στὸν κόσμο.
Ὅσο βαθιὰ ἦταν ἡ ἀρετή, ἡ ἄσκηση, ὁ ἐσωτερικός του ἀγώνας, τόση ἦταν καὶ ἡ θεολογική—δογματική του εὐαισθησία. Συνήθιζε νὰ γράφει πρὸς τοὺς ἐπισκόπους καὶ πατριάρχες, ὅταν προέκυπτε κάποιο θέμα ποὺ τὸν ἀνησυχοῦσε. Γιὰ τὰ κανονικὰ ὅμως θέματα συμβουλευόταν τὸν πνευματικό του ἀδελφό Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Παρὰ τὸν ζῆλο του—ἤ καλύτερα ἐξαιτίας τοῦ κατ’ ἐπίγνωσιν ζήλου του—τόνιζε ὅτι ὁ ἀγῶνας πρέπει νὰ γίνεται ἐντὸς τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας, κι ὄχι ἀπ’ ἔξω. Ὅταν ἀναχώρησα γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, μοῦ εἶπε: «Νὰ προσέξεις, μήπως γιὰ τὸ δόγμα, τὸ τυπικὸ ἤ τὴν παράδοση ἡ καρδιά σου σκληρύνει. Ὁ μοναχὸς πρέπει νὰ ἔχει μαλακὴ καρδιά, νὰ τὸ θυμᾶσαι πάντοτε αὐτό.»
Οἱ ὅσιοι αὐτοὶ γέροντες βρίσκονταν σὲ συνεχῆ πνευματικὴ ἐπαφή. Ὁ γέρων Φιλόθεος, οἱ ὅσιοι Πορφύριος καὶ Παΐσιος, ὁ γέρων Εὐμένιος ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ὁ π. Εὐσέβιος Βίττης ἀπὸ τὴν Φαιὰ Πέτρα, ὁ γέρων Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου, καὶ μαζί τους ἄλλοι ἀνώνυμοι τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας, κοινωνοῦσαν στὶς ἴδιες ἀρετές, στὰ ἴδια πνευματικὰ χαρίσματα, ἀλλὰ καὶ στὴν ἴδια ταπείνωση. Γι αὐτὸ καὶ πάντοτε ὁ ἕνας σὲ παρέπεμπε στὸν ἄλλο. Καὶ συναντοῦσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἄλλοτε διὰ ζώσης, ἄλλοτε μέσα στὴν προσευχή, πάντοτε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Κάποιο πρωινό, μόλις ὁ πορτάρης τῆς Μονῆς ἄνοιξε τὴν πύλη μὲ τὰ χαράματα, βρῆκε ἕναν μοναχὸ νὰ κάνει κομποσχοίνι καθισμένος στὴ βρύση ἔξω ἀπὸ τὴν πύλη. Τοῦ φάνηκε περίεργο καὶ μὲ ἐνημέρωσε. Κατέβηκα καὶ εἶδα πὼς ἦταν ὁ π. Εὐσέβιος. Συνήθιζε νὰ ἔρχεται μὲ τὰ πόδια ἀπὸ τὴ Φαιὰ Πέτρα στὸ Ἅγιον Ὄρος, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν γερο-Παΐσιο. Καὶ εἶχε καθίσει τὴ νύχτα ἔξω ἀπὸ τὴν πύλη τῆς μονῆς, κάνοντας κομποσχοίνι, εἰρηνικὸς καὶ οὐράνιος, μόνος μόνῳ Θεῶ.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἐκφράζουν τὴν ἑνότητα τῆς ἐν Χριστῶ ζωῆς. Καὶ εἶναι λυπηρὸ αὐτὸ ποὺ ἀκούγεται ἀπὸ μερικοὺς σήμερα, ὅτι δὲν πρέπει οἱ θεολόγοι, δάσκαλοι καὶ ἐκκλησιαστικοὶ νὰ μιλοῦν γιὰ τοὺς γέροντες, γιατὶ τάχα ἡ ἀλήθεια καὶ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας δὲν βρίσκεται σὲ μεμονωμένα πρόσωπα ἀλλὰ στὴν κοινότητα. Μὰ οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μεμονωμένα πρόσωπα. Εἶναι οἱ παγκόσμιοι, καθολικοὶ ἄνθρωποι, ποὺ φέρουν μέσα τους ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα ἁγιασμένη ἀπὸ τὴν θεοποιὸ χάρη, καὶ μυσταγωγοῦν ἐμᾶς, τὰ πνευματικά τους παιδιά, στὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ὑπάρχει κοινότητα χωρὶς τοὺς Ἁγίους.
Γιατί ἄραγε γίνονται ὅλες αὐτὲς οἱ συνάξεις γιὰ τοὺς ἁγίους γέροντες; Μήπως ἡ ἀναφορὰ στοὺς σύγχρονους αὐτοὺς Ἁγίους εἶναι μιὰ ἀνάγκη νὰ βεβαιώσουμε τὴν ἀλήθεια τῆς πίστης μας; Μήπως γιατὶ τὰ θαυμαστὰ σημεῖα πάντοτε ἐντυπωσιάζουν καὶ ἀνταποκρίνονται στὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἀνθρώπου γιὰ ὅ,τι τὸν ὑπερβαίνει;
Αὐτὰ καὶ ἄλλα, λίγο ὡς πολύ, ἰσχύουν. Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάτι ποὺ δὲν τοῦ δίνουμε τόση σημασία. Εἶναι ὁ κύριος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον καὶ ἡ Ἐκκλησία θέσπισε τὶς πανηγύρεις, τὰ συναξάρια καὶ τὰ ἐγκώμια τῶν Ἁγίων. Καὶ αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι ἡ μίμηση, ἡ ἀκολούθησή τους. Ὄχι ἁπλὰ ἡ γνωριμία καὶ συνάντηση. Ἀλλὰ ἡ ἀκολούθηση. Μπορεῖ νὰ συναντήσω κάποιον, νὰ συζητήσω μαζί του, ἀλλὰ μετὰ νὰ τραβήξω τὸ δικό μου δρόμο. Ἀκολούθηση ὅμως σημαίνει αὐταπάρνηση, πράξη, κόπο, φιλότιμο. Αὐτὴ τὴ βαριὰ καὶ πολύτιμη κληρονομιὰ τῆς πνευματικῆς ζωῆς παραλάβαμε ἀπὸ τοὺς ἀληθινοὺς πατέρες μας. Ὁ καθένας ἔζησε διαφορετικά, ἀλλὰ ὅλοι συγκλίνουν στὸ ἕνα, ποὺ εἶναι ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἀφιέρωση στὸν Θεό. Μᾶς διδάσκουν αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ ὅσιος Παΐσιος: ὅτι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ γιὰ νἄρθει νὰ έγκατασταθεῖ μέσα στὸν ἄνθρωπο πρέπει νὰ βρεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ συμφωνεῖ κατὰ πνεῦμα μὲ τὸν Θεό, καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐξασκήσει ὅλο τὸ ἀνθρώπινο. Γιὰ νὰ κατοικήσει στὸν ἄνθρωπο τὸ Ἅγιον Πνεῦμα χρειάζεται αὐταπάρνηση, φιλότιμο, ταπείνωση, ἀρχοντιά, θυσία.
Ἀρχιμανδρίτης Χριστόδουλος,Καθηγούμενος Ἱ.Μ. Κουτλουμουσίου
(Ἀπόσπασμα ἀπὸ Ὁμιλία στὸν Ἱ. Ναὸ Ἁγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, 24/5/16)
Μεγάλη ἦταν ἡ ἀγάπη του πρὸς ὅλους, μεγάλη ἡ ὑπομονή του, ἔντονο τὸ ἀσκητικό του φρόνημα, βαθειὰ ἡ λειτουργική του ζωή. Αὐτὰ τὸν ἔφερναν κοντὰ σὲ ἄλλες μορφὲς ποὺ γνώρισα, ὅπως ὁ Ὅσιος Πορφύριος καὶ ὁ Ὅσιος Παΐσιος, ἀλλὰ καὶ ὁ γέρων Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου, μὲ τὸν ὁποῖον διατηροῦσε ἰδιαίτερες σχέσεις.
Ὁ γέρων ἦταν αὐστηρὸς στὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἐπιεικὴς πρὸς τοὺς ἄλλους. Γι αὐτὸ καὶ τόνιζε ὅτι ὁ πνευματικὸς πατέρας πρέπει νὰ ἀναλαμβάνει εύθῦνες ἔναντι τῶν πνευματικῶν του τέκνων.
Πολὺ συχνὰ εἶχε σημεῖα προοράσεως καὶ διοράσεως. Γι αὐτὸ καὶ ὅταν ὡς νέος δυσκολευόμουν νὰ ἐξαγορεύσω κάτι στὴν ἐξομολόγηση, μοῦ τὸ ἔλεγε ὁ ἴδιος. Παρόλα αὐτὰ ζητοῦσε νὰ τὸ ἐπαναλάβω, γιατί, ὅπως ἔλεγε, ἔπρεπε ἐγὼ νὰ μάθω νὰ ἐξομολογοῦμαι.
Ἤμουν ἤδη νεαρὸς κληρικός, ὅταν μὲ πῆρε ἕνα καλοκαίρι καὶ μὲ ἀνέβασε σὲ ἕνα ἐκκλησάκι σὲ ἕνα λόφο τῆς Πάρου. Ἐκεῖ ἐπρόκειτο νὰ νηστέψουμε καὶ νὰ συγκεντρωθοῦμε στὴν προσευχή. Τὴν πρώτη μέρα, μήτε ψωμί, μήτε νερό, μήτε τίποτα. Τὴ δεύτερη μέρα τὸ ἴδιο. Τὸν ρώτησα τί εἶχε κατὰ νοῦ. Μοῦ εἶπε ὅτι ἐπρόκειτο νὰ περάσει ἔτσι σαράντα μέρες. Γιὰ μένα εἶπε ὅτι δὲν μπορῶ νὰ τὸ κάνω, ἀφοῦ εἶχα ἐνορία καὶ εὐθύνες. Ἔτσι, πῆρα εὐλογία καὶ τὴν τρίτη μέρα ἔφυγα. Πληροφορήθηκα ἀπὸ τὸν διοικητὴ τοῦ στρατοπέδου ποὺ γειτόνευε μὲ τὸ ἐκκλησάκι, ὅτι ἔβαζαν στὴν πύλη καθημερινὰ νερὸ καὶ ψωμί, ἀλλὰ τὴν ἑπομένη τὸ ἔπαιρναν ἄθικτο. Ὁ γέρων παρέμενε νηστεύων καὶ προσευχόμενος γιὰ σαρἀντα μέρες μία ἤ καὶ δύο φορὲς κάθε καλοκαίρι.
Κάποια στιγμὴ μοῦ ἔλυσε ἐμπειρικὰ μιὰ ἀπορία ποὺ εἶχα ὡς νεαρός. Πῶς θὰ ἦταν τὰ σώματά μας στὴν ἄλλη ζωή, μετὰ τὴν ἀνάσταση; Μοῦ εἶχε ἀπαντήσει: «ἀποπνευματοποιημένα σώματα». Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ καταλάβω. «Κάποια στιγμὴ θὰ τὸ καταλάβεις», μοῦ εἶπε. Ἀργότερα, μετὰ ἀπὸ μιὰ ἐξομολόγηση, φρόντισε ὁ ἴδιος καὶ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ πάρω μιὰ ἰδέα γιὰ τὸ τί σημαίνει «ἀποπνευματοποιημένο» σῶμα.
Προχωρῶ ὅμως παρακάτω, γιὰ νὰ τονίσω τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸ μοναστικὸ βίο. Τόνιζε τὴν ἀξία τῆς παρθενίας καί, ὅπως ὅλοι οἱ Πατέρες, τὴν θεωροῦσε ἀνωτέρα τοῦ γάμου. Ἔλεγε μάλιστα, ἀκολουθώντας καὶ πάλι τὴν πατερικὴ θεολογία, ὅτι ὁ γάμος ὁρίσθηκε μετὰ τὴν πτώση πρὸς παρηγορίαν ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ συνέχεια τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ὡστόσο, τὸ «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε» ἴσχυε καὶ πρὸ τῆς πτώσεως, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο ποὺ μόνον ὁ Θεὸς γνώριζε, ἤ, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, μὲ τὸν καινὸ τρόπο ποὺ ἡ ἴδια ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ συνέλαβε.
Γιὰ τὸν γέροντα ἡ μοναχικὴ ζωὴ ἦταν μεγάλη καὶ προνομιακή, ἀλλὰ ὄχι ἀστεία. Γι αὐτὸ καὶ ὅταν τοῦ ἐμπιστεύθηκα τὸν πόθο μου νὰ γίνω μοναχός, ἄπλωσε τὸ χέρι καὶ μοῦ ἔδειξε τὸ μανίκι τοῦ ράσου του. «Τί εἶναι αὐτό;», μοῦ εἶπε. «Ράσο», ἀπάντησα. «Καί τί χρῶμα ἔχει;» «Μαῦρο». «Ἔτσι, νὰ εἶσαι ἀποφασισμένος ὅτι ἡ καρδιά σου θὰ γίνει τὸ ἴδιο μαύρη ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς δοκιμασίες.»
Δὲν μοῦ εἶπε ποτὲ «γίνε» ἤ «μή γίνεις» μοναχός. Ὅπως τὸ πνεῦμα του ἦταν ἐλεύθερο, ἔτσι ἤθελε καὶ τὰ πνευματικά του τέκνα νὰ καλλιεργοῦν τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν προσωπική εὐθύνη. Ὡς ἀληθινὸς μοναχὸς δὲν εἶχε καμιὰ σχέση μὲ τὸ φαινόμενο τοῦ γεροντισμοῦ, ποὺ ἔχει προσβάλλει σήμερα τὸ ἐκκλησιαστικὸ περιβάλλον κυρίως στὸν κόσμο.
Ὅσο βαθιὰ ἦταν ἡ ἀρετή, ἡ ἄσκηση, ὁ ἐσωτερικός του ἀγώνας, τόση ἦταν καὶ ἡ θεολογική—δογματική του εὐαισθησία. Συνήθιζε νὰ γράφει πρὸς τοὺς ἐπισκόπους καὶ πατριάρχες, ὅταν προέκυπτε κάποιο θέμα ποὺ τὸν ἀνησυχοῦσε. Γιὰ τὰ κανονικὰ ὅμως θέματα συμβουλευόταν τὸν πνευματικό του ἀδελφό Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Παρὰ τὸν ζῆλο του—ἤ καλύτερα ἐξαιτίας τοῦ κατ’ ἐπίγνωσιν ζήλου του—τόνιζε ὅτι ὁ ἀγῶνας πρέπει νὰ γίνεται ἐντὸς τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας, κι ὄχι ἀπ’ ἔξω. Ὅταν ἀναχώρησα γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, μοῦ εἶπε: «Νὰ προσέξεις, μήπως γιὰ τὸ δόγμα, τὸ τυπικὸ ἤ τὴν παράδοση ἡ καρδιά σου σκληρύνει. Ὁ μοναχὸς πρέπει νὰ ἔχει μαλακὴ καρδιά, νὰ τὸ θυμᾶσαι πάντοτε αὐτό.»
Οἱ ὅσιοι αὐτοὶ γέροντες βρίσκονταν σὲ συνεχῆ πνευματικὴ ἐπαφή. Ὁ γέρων Φιλόθεος, οἱ ὅσιοι Πορφύριος καὶ Παΐσιος, ὁ γέρων Εὐμένιος ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ὁ π. Εὐσέβιος Βίττης ἀπὸ τὴν Φαιὰ Πέτρα, ὁ γέρων Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου, καὶ μαζί τους ἄλλοι ἀνώνυμοι τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας, κοινωνοῦσαν στὶς ἴδιες ἀρετές, στὰ ἴδια πνευματικὰ χαρίσματα, ἀλλὰ καὶ στὴν ἴδια ταπείνωση. Γι αὐτὸ καὶ πάντοτε ὁ ἕνας σὲ παρέπεμπε στὸν ἄλλο. Καὶ συναντοῦσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἄλλοτε διὰ ζώσης, ἄλλοτε μέσα στὴν προσευχή, πάντοτε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Κάποιο πρωινό, μόλις ὁ πορτάρης τῆς Μονῆς ἄνοιξε τὴν πύλη μὲ τὰ χαράματα, βρῆκε ἕναν μοναχὸ νὰ κάνει κομποσχοίνι καθισμένος στὴ βρύση ἔξω ἀπὸ τὴν πύλη. Τοῦ φάνηκε περίεργο καὶ μὲ ἐνημέρωσε. Κατέβηκα καὶ εἶδα πὼς ἦταν ὁ π. Εὐσέβιος. Συνήθιζε νὰ ἔρχεται μὲ τὰ πόδια ἀπὸ τὴ Φαιὰ Πέτρα στὸ Ἅγιον Ὄρος, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν γερο-Παΐσιο. Καὶ εἶχε καθίσει τὴ νύχτα ἔξω ἀπὸ τὴν πύλη τῆς μονῆς, κάνοντας κομποσχοίνι, εἰρηνικὸς καὶ οὐράνιος, μόνος μόνῳ Θεῶ.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἐκφράζουν τὴν ἑνότητα τῆς ἐν Χριστῶ ζωῆς. Καὶ εἶναι λυπηρὸ αὐτὸ ποὺ ἀκούγεται ἀπὸ μερικοὺς σήμερα, ὅτι δὲν πρέπει οἱ θεολόγοι, δάσκαλοι καὶ ἐκκλησιαστικοὶ νὰ μιλοῦν γιὰ τοὺς γέροντες, γιατὶ τάχα ἡ ἀλήθεια καὶ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας δὲν βρίσκεται σὲ μεμονωμένα πρόσωπα ἀλλὰ στὴν κοινότητα. Μὰ οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μεμονωμένα πρόσωπα. Εἶναι οἱ παγκόσμιοι, καθολικοὶ ἄνθρωποι, ποὺ φέρουν μέσα τους ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα ἁγιασμένη ἀπὸ τὴν θεοποιὸ χάρη, καὶ μυσταγωγοῦν ἐμᾶς, τὰ πνευματικά τους παιδιά, στὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ὑπάρχει κοινότητα χωρὶς τοὺς Ἁγίους.
Γιατί ἄραγε γίνονται ὅλες αὐτὲς οἱ συνάξεις γιὰ τοὺς ἁγίους γέροντες; Μήπως ἡ ἀναφορὰ στοὺς σύγχρονους αὐτοὺς Ἁγίους εἶναι μιὰ ἀνάγκη νὰ βεβαιώσουμε τὴν ἀλήθεια τῆς πίστης μας; Μήπως γιατὶ τὰ θαυμαστὰ σημεῖα πάντοτε ἐντυπωσιάζουν καὶ ἀνταποκρίνονται στὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἀνθρώπου γιὰ ὅ,τι τὸν ὑπερβαίνει;
Αὐτὰ καὶ ἄλλα, λίγο ὡς πολύ, ἰσχύουν. Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάτι ποὺ δὲν τοῦ δίνουμε τόση σημασία. Εἶναι ὁ κύριος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον καὶ ἡ Ἐκκλησία θέσπισε τὶς πανηγύρεις, τὰ συναξάρια καὶ τὰ ἐγκώμια τῶν Ἁγίων. Καὶ αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι ἡ μίμηση, ἡ ἀκολούθησή τους. Ὄχι ἁπλὰ ἡ γνωριμία καὶ συνάντηση. Ἀλλὰ ἡ ἀκολούθηση. Μπορεῖ νὰ συναντήσω κάποιον, νὰ συζητήσω μαζί του, ἀλλὰ μετὰ νὰ τραβήξω τὸ δικό μου δρόμο. Ἀκολούθηση ὅμως σημαίνει αὐταπάρνηση, πράξη, κόπο, φιλότιμο. Αὐτὴ τὴ βαριὰ καὶ πολύτιμη κληρονομιὰ τῆς πνευματικῆς ζωῆς παραλάβαμε ἀπὸ τοὺς ἀληθινοὺς πατέρες μας. Ὁ καθένας ἔζησε διαφορετικά, ἀλλὰ ὅλοι συγκλίνουν στὸ ἕνα, ποὺ εἶναι ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἀφιέρωση στὸν Θεό. Μᾶς διδάσκουν αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ ὅσιος Παΐσιος: ὅτι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ γιὰ νἄρθει νὰ έγκατασταθεῖ μέσα στὸν ἄνθρωπο πρέπει νὰ βρεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ συμφωνεῖ κατὰ πνεῦμα μὲ τὸν Θεό, καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐξασκήσει ὅλο τὸ ἀνθρώπινο. Γιὰ νὰ κατοικήσει στὸν ἄνθρωπο τὸ Ἅγιον Πνεῦμα χρειάζεται αὐταπάρνηση, φιλότιμο, ταπείνωση, ἀρχοντιά, θυσία.
Ἀρχιμανδρίτης Χριστόδουλος,Καθηγούμενος Ἱ.Μ. Κουτλουμουσίου
(Ἀπόσπασμα ἀπὸ Ὁμιλία στὸν Ἱ. Ναὸ Ἁγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, 24/5/16)