“Ο Θεὸς εἶναι ἀγάπη, δὲν εἶναι ἁπλὸς θεατὴς τῆς ζωῆς μας. Προνοεῖ καὶ ἐνδιαφέρεται ὡς Πατέρας μας ποὺ εἶναι, ἀλλὰ σέβεται καὶ τὴν ἐλευθερία μας. Δὲν μᾶς πιέζει. Ἐμεῖς νὰ ἔχουμε τὴν ἐλπίδα μας στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί, ἐφόσον πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς παρακολουθεῖ, νὰ ἔχουμε θάρρος, νὰ ριχνόμαστε στὴν ἀγάπη Του καὶ τότε θὰ Τὸν βλέπουμε διαρκῶς κοντά μας.
Δὲν θὰ φοβόμαστε μήπως παραπατήσουμε.
Τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, τόσο τέλειο! Μεγάλο ἐργοστάσιο, πίνει νερό, πηγαίνει στὸ στομάχι, στὰ νεφρά, καθαρίζει τὸ αἷμα.
Ἡ λειτουργία τῆς καρδιᾶς, ὁλόκληρη ἀντλία, οἱ πνεύμονες, τὸ συκώτι, ἡ χολή, τὸ πάγκρεας, ὁ ἐγκέφαλος, τὸ νευρικὸ σύστημα, οἱ αἰσθήσεις, ἡ ὅραση, ἡ ἀκοή.
Τί νὰ ποῦμε γιὰ τὶς πνευματικὲς δυνάμεις καὶ πῶς συλλειτουργοῦν ὂλ΄αὐτὰ συγχρόνως ἁρμονικὰ κάτω ἀπὸ τὴν προστασία καὶ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ!
Ὅλα εἶναι στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Βλέπετε τὰ πεῦκα;
Πόσες βελόνες ἔχει τὸ κάθε πεῦκο; Μπορεῖτε νὰ τὶς μετρήσετε;
Ὁ Θεός, ὅμως, τὶς γνωρίζει καὶ χωρὶς τὴ δική Του θέληση οὔτε μιὰ δὲν πέφτει κάτω. Ὅπως καὶ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς μας καὶ αὐτὲς ὅλες εἶναι ἠριθμημένες. Ἐκεῖνος φροντίζει καὶ γιὰ τὶς πιὸ μικρὲς λεπτομέρειες τῆς ζωῆς μας, μᾶς ἀγαπάει, μᾶς προστατεύει.
Ἐμεῖς ζοῦμε σὰν νὰ μὴν αἰσθανόμαστε τὸ μεγαλεῖο της Θείας πρόνοιας. Ὁ Θεὸς εἶναι πολὺ μυστικός. Δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὶς ἐνέργειές Του.
Μὴ νομίζετε ὅτι ὁ Θεὸς τὸ ἔκανε ἔτσι καὶ μετὰ τὸ διόρθωσε. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀλάθητος. Δὲν διορθώνει τίποτε. Ποιος εἶναι, ὅμως, ὁ Θεὸς στὸ βάθος, στὴν οὐσία, ἐμεῖς δὲν τὸ γνωρίζουμε. Τὶς βουλὲς τοῦ Θεοῦ δὲν μποροῦμε νὰ τὶς ἐξιχνιάσουμε.
“Ού γὰρ εἰσὶν αἳ βουλαί μου, ὥσπερ αἳ βουλαὶ ὑμῶν, οὒδ΄ὥσπερ αἳ ὁδοὶ ὑμῶν αἳ ὁδοί μου, λέγει Κύριος, ἂλλ΄ὡς ἀπέχει ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τῆς γῆς, οὕτως ἀπέχει ἢ ὁδός μου ἀπὸ τῶν ὁδῶν ὑμῶν καὶ τὰ διανοήματα ὑμῶν ἀπὸ τῆς διανοίας μού”.
Ὅταν ὁ Θεὸς μᾶς δωρίσει τὸ χάρισμα τῆς ταπεινώσεως, τότε ὅλα τα βλέπουμε, ὅλα τα αἰσθανόμαστε, τότε Τὸν ζοῦμε τὸν Θεὸ πολὺ φανερά. Ὅταν δὲν ἔχουμε τὴν ταπείνωση, δὲν βλέπουμε τίποτε. Τὸ ἀντίθετο, ὅταν ἀξιωθοῦμε τῆς ἁγίας ταπεινώσεως, τὰ βλέπουμε ὅλα, τὰ χαιρόμαστε ὅλα. Ζοῦμε τὸν Θεό, ζοῦμε τὸν Παράδεισο μέσα μας, ποῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Θὰ σᾶς διηγηθῶ κάτι -δὲν ξέρω ἂν τὸ ἔχετε διαβάσει στὸ Γεροντικὸ- ποὺ δείχνει τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς τοῦ γέροντα.
Ἕνας Γέροντας ἔστειλε τὸν ὑποτακτικό του, τὸν Παϊσιο, νὰ πάει σὲ μιὰ δουλειὰ κάπου μακριὰ ἂπ΄τὴν ἀσκητική του καλύβα. Ἐκεῖνος βάδιζε, βάδιζε ὧρες. Ἦταν μεσημέρι. Ὁ ἥλιος ἔκαιγε. Εἶδε ἕνα μεγάλο βράχο ποὺ εἶχε σκιὰ καὶ πῆγε καὶ ξαπλώθηκε κάτω ἂπ΄τὴ σκιὰ τοῦ βράχου νὰ ξεκουραστεῖ καὶ ἐκεῖ ἀποκοιμήθηκε. Ἐκεῖ ποὺ κοιμόταν -ἢ κοιμόταν ἢ ἦταν ἔτσι σὲ μιὰ κατάσταση χαλαρώσεως- βλέπει τὸν Γέροντά του νὰ τοῦ λέει:
- Παϊσιε, Παϊσιε, σήκω πάνω καὶ φεύγα ἂπ΄αὐτοῦ!
Κι ὅπως τὸν ἄκουσε τὸν Γέροντά του νὰ τοῦ φωνάζει δυνατά, σηκώθηκε πάνω κι ἔκανε πέρα. Μόλις πῆγε λίγο πέρα, πέντε-ἕξι βήματα, “γουώωπ!”, εἶδε τὸ βράχο ποὺ ἔπεφτε. Θὰ τὸν πλάκωνε σὰν τὸ πουλὶ στὴν παγίδα. Δὲν θὰ τοῦ ἄφηνε οὔτε κοκκαλάκι, δηλαδή. Ἦταν πολὺ μακριὰ ὁ Γέροντας ἂπ΄τὸν Παϊσιο κι ὅμως τὸν εἶδε.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου ἐπαληθεύονται:
“Σημεία δὲ τοῖς πιστεύσασι ταῦτα παρακολουθήσει, ἓν τῷ ὀνόματί μου δαιμόνια ἐκβαλούσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς, ὄφεις ἄρουσι, κὰν θανάσιμον τί πίωσιν, οὗ μὴ αὐτοὺς βλάψει, ἐπὶ ἀρρώστους χείρας ἐπιθήσουσι καὶ καλῶς ἔξουσιν”.
Μποροῦμε νὰ σκεπτόμαστε καὶ νὰ λέμε:
- Θεέ μου, εἶσαι πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ βλέπεις ὅλα, ὅπου κι ἂν εἶμαι. Παρακολουθεῖς μὲ στοργὴ τὸ κάθε μου βῆμα.
Νὰ ἐπαναλαμβάνουμε μὲ τὸν Δαβίδ:
“Πού πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός Σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου ποῦ φύγω; Ἐὰν ἀνεβῶ εἷς τὸν οὐρανόν, Σὺ ἐκεῖ εἰ, ἐὰν καταβῶ εἷς τὸν Ἄδην, πάρει, ἐὰν ἀναλάβοιμι τὰς πτέρυγάς μου κὰτ΄ὄρθρον καὶ κατασκηνώσω εἷς τα ἔσχατά της θαλάσσης, καὶ γὰρ ἐκεῖ ἡ χείρ Σου ὁδηγήσει μὲ κᾶ καθέξει μὲ ἡ δεξιὰ Σού”.
Αὐτὸ βέβαια δὲν ἀρκεῖ ποὺ τὸ γνωρίζουμε, ἀλλὰ εἶναι μεγάλη ἐνίσχυση καὶ παρηγοριά, ὅταν τὸ πιστεύουμε, ὅταν τὸ ζοῦμε, ὅταν τὸ ἐνστερνιζόμαστε”.
Δὲν θὰ φοβόμαστε μήπως παραπατήσουμε.
Τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, τόσο τέλειο! Μεγάλο ἐργοστάσιο, πίνει νερό, πηγαίνει στὸ στομάχι, στὰ νεφρά, καθαρίζει τὸ αἷμα.
Ἡ λειτουργία τῆς καρδιᾶς, ὁλόκληρη ἀντλία, οἱ πνεύμονες, τὸ συκώτι, ἡ χολή, τὸ πάγκρεας, ὁ ἐγκέφαλος, τὸ νευρικὸ σύστημα, οἱ αἰσθήσεις, ἡ ὅραση, ἡ ἀκοή.
Τί νὰ ποῦμε γιὰ τὶς πνευματικὲς δυνάμεις καὶ πῶς συλλειτουργοῦν ὂλ΄αὐτὰ συγχρόνως ἁρμονικὰ κάτω ἀπὸ τὴν προστασία καὶ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ!
Ὅλα εἶναι στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Βλέπετε τὰ πεῦκα;
Πόσες βελόνες ἔχει τὸ κάθε πεῦκο; Μπορεῖτε νὰ τὶς μετρήσετε;
Ὁ Θεός, ὅμως, τὶς γνωρίζει καὶ χωρὶς τὴ δική Του θέληση οὔτε μιὰ δὲν πέφτει κάτω. Ὅπως καὶ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς μας καὶ αὐτὲς ὅλες εἶναι ἠριθμημένες. Ἐκεῖνος φροντίζει καὶ γιὰ τὶς πιὸ μικρὲς λεπτομέρειες τῆς ζωῆς μας, μᾶς ἀγαπάει, μᾶς προστατεύει.
Ἐμεῖς ζοῦμε σὰν νὰ μὴν αἰσθανόμαστε τὸ μεγαλεῖο της Θείας πρόνοιας. Ὁ Θεὸς εἶναι πολὺ μυστικός. Δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὶς ἐνέργειές Του.
Μὴ νομίζετε ὅτι ὁ Θεὸς τὸ ἔκανε ἔτσι καὶ μετὰ τὸ διόρθωσε. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀλάθητος. Δὲν διορθώνει τίποτε. Ποιος εἶναι, ὅμως, ὁ Θεὸς στὸ βάθος, στὴν οὐσία, ἐμεῖς δὲν τὸ γνωρίζουμε. Τὶς βουλὲς τοῦ Θεοῦ δὲν μποροῦμε νὰ τὶς ἐξιχνιάσουμε.
“Ού γὰρ εἰσὶν αἳ βουλαί μου, ὥσπερ αἳ βουλαὶ ὑμῶν, οὒδ΄ὥσπερ αἳ ὁδοὶ ὑμῶν αἳ ὁδοί μου, λέγει Κύριος, ἂλλ΄ὡς ἀπέχει ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τῆς γῆς, οὕτως ἀπέχει ἢ ὁδός μου ἀπὸ τῶν ὁδῶν ὑμῶν καὶ τὰ διανοήματα ὑμῶν ἀπὸ τῆς διανοίας μού”.
Ὅταν ὁ Θεὸς μᾶς δωρίσει τὸ χάρισμα τῆς ταπεινώσεως, τότε ὅλα τα βλέπουμε, ὅλα τα αἰσθανόμαστε, τότε Τὸν ζοῦμε τὸν Θεὸ πολὺ φανερά. Ὅταν δὲν ἔχουμε τὴν ταπείνωση, δὲν βλέπουμε τίποτε. Τὸ ἀντίθετο, ὅταν ἀξιωθοῦμε τῆς ἁγίας ταπεινώσεως, τὰ βλέπουμε ὅλα, τὰ χαιρόμαστε ὅλα. Ζοῦμε τὸν Θεό, ζοῦμε τὸν Παράδεισο μέσα μας, ποῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Θὰ σᾶς διηγηθῶ κάτι -δὲν ξέρω ἂν τὸ ἔχετε διαβάσει στὸ Γεροντικὸ- ποὺ δείχνει τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς τοῦ γέροντα.
Ἕνας Γέροντας ἔστειλε τὸν ὑποτακτικό του, τὸν Παϊσιο, νὰ πάει σὲ μιὰ δουλειὰ κάπου μακριὰ ἂπ΄τὴν ἀσκητική του καλύβα. Ἐκεῖνος βάδιζε, βάδιζε ὧρες. Ἦταν μεσημέρι. Ὁ ἥλιος ἔκαιγε. Εἶδε ἕνα μεγάλο βράχο ποὺ εἶχε σκιὰ καὶ πῆγε καὶ ξαπλώθηκε κάτω ἂπ΄τὴ σκιὰ τοῦ βράχου νὰ ξεκουραστεῖ καὶ ἐκεῖ ἀποκοιμήθηκε. Ἐκεῖ ποὺ κοιμόταν -ἢ κοιμόταν ἢ ἦταν ἔτσι σὲ μιὰ κατάσταση χαλαρώσεως- βλέπει τὸν Γέροντά του νὰ τοῦ λέει:
- Παϊσιε, Παϊσιε, σήκω πάνω καὶ φεύγα ἂπ΄αὐτοῦ!
Κι ὅπως τὸν ἄκουσε τὸν Γέροντά του νὰ τοῦ φωνάζει δυνατά, σηκώθηκε πάνω κι ἔκανε πέρα. Μόλις πῆγε λίγο πέρα, πέντε-ἕξι βήματα, “γουώωπ!”, εἶδε τὸ βράχο ποὺ ἔπεφτε. Θὰ τὸν πλάκωνε σὰν τὸ πουλὶ στὴν παγίδα. Δὲν θὰ τοῦ ἄφηνε οὔτε κοκκαλάκι, δηλαδή. Ἦταν πολὺ μακριὰ ὁ Γέροντας ἂπ΄τὸν Παϊσιο κι ὅμως τὸν εἶδε.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου ἐπαληθεύονται:
“Σημεία δὲ τοῖς πιστεύσασι ταῦτα παρακολουθήσει, ἓν τῷ ὀνόματί μου δαιμόνια ἐκβαλούσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς, ὄφεις ἄρουσι, κὰν θανάσιμον τί πίωσιν, οὗ μὴ αὐτοὺς βλάψει, ἐπὶ ἀρρώστους χείρας ἐπιθήσουσι καὶ καλῶς ἔξουσιν”.
Μποροῦμε νὰ σκεπτόμαστε καὶ νὰ λέμε:
- Θεέ μου, εἶσαι πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ βλέπεις ὅλα, ὅπου κι ἂν εἶμαι. Παρακολουθεῖς μὲ στοργὴ τὸ κάθε μου βῆμα.
Νὰ ἐπαναλαμβάνουμε μὲ τὸν Δαβίδ:
“Πού πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός Σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου ποῦ φύγω; Ἐὰν ἀνεβῶ εἷς τὸν οὐρανόν, Σὺ ἐκεῖ εἰ, ἐὰν καταβῶ εἷς τὸν Ἄδην, πάρει, ἐὰν ἀναλάβοιμι τὰς πτέρυγάς μου κὰτ΄ὄρθρον καὶ κατασκηνώσω εἷς τα ἔσχατά της θαλάσσης, καὶ γὰρ ἐκεῖ ἡ χείρ Σου ὁδηγήσει μὲ κᾶ καθέξει μὲ ἡ δεξιὰ Σού”.
Αὐτὸ βέβαια δὲν ἀρκεῖ ποὺ τὸ γνωρίζουμε, ἀλλὰ εἶναι μεγάλη ἐνίσχυση καὶ παρηγοριά, ὅταν τὸ πιστεύουμε, ὅταν τὸ ζοῦμε, ὅταν τὸ ἐνστερνιζόμαστε”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου