Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Τί λένε γιὰ Μένα οἱ ἄνθρωποι;

τῆς Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη

  Κύριε, πρὶν 2000 χρόνια ρώτησες τοὺς μαθητές σου: Τί λένε γιὰ μένα οἱ ἄνθρωποι; Ὁ λόγος Σου διαχρονικὸς κι ἔρχεται σήμερα νὰ κουδουνίσει στ’ αὐτιά μου. Ζητᾶς κι ἀπὸ μένα μιὰ ἀπάντηση: τί λένε γιὰ μένα οἱ ἄνθρωποι; Ἐσὺ γνωρίζεις τὶς σκέψεις ποὺ κρύβω ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ ξέρεις –ἐνώπιος ἐνωπίω εἴμαστε- πὼς δὲν θέλω νὰ Σοῦ πῶ ψέματα. Ἄλλωστε Ἐσὺ γνωρίζεις τὰ ἐσώψυχά μου. Πῶς γίνεται τὸ λοιπὸν νὰ σὲ ξεγελάσω; Μόνο ποὺ ὅ,τι ποῦμε, παρακαλῶ Σε, ἃς μείνει μεταξύ μας.
Συγχώρα μὲ μονάχα γιατί θὰ Σὲ πικράνω…
Κι ἀρχίζω. Ναί, σήμερα ὅσο ποτέ, ὁμολογοῦν οἱ ἄνθρωποι πὼς εἶσαι ἀπαραίτητος. Εἶσαι λένε, ἀναντικατάστατος. Γιατί, ὅταν πιστεύουμε στὴν ὕπαρξή Σου, λιγότερα Lexotanil πίνουμε γιὰ νὰ κοιμηθοῦμε καὶ νὰ ἠρεμήσουμε! Λένε πὼς εἶσαι ὁ Δημιουργός. Ἀλλὰ τὸ βλέπεις, πὼς ἀπόχτησα κι ἐγώ, ὁ ἄνθρωπος, δύναμη καὶ δημιουργῶ. Μὲ τὴν Ἐπιστήμη μέχρι κλωνοποίηση κάνω!
 Λένε ἀκόμα οἱ ἄνθρωποι τοῦ καιροῦ μου πὼς εἶναι βεβαιότητα ἡ Πρόνοιά Σου. Ἀλλὰ καλοῦ-κακοῦ πρέπει νὰ ἐμπιστευτῶ στὴ δικιά μου πρόνοια, γιὰ ν’ ἀποχτήσω τὸ κάτι τὶς -ὅπου θέλεις τὸ προχωρᾶς τὸ κάτι τὶς…
Τί λὲν γιὰ Σένα; Πῶς εἶσαι ὁ Κύριός μας, λένε. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστέ σου ἀφιερώνουμε τὴ μιὰ μέρα τῆς ἑβδομάδας, τὴν Κυριακή, καὶ τὶς ἄλλες μέρες, τὸ ξέρεις, τὶς ἀφιερώνουμε σὲ ἄλλους κυρίους.
Τί λένε γιὰ Σένα; Μὰ ὅτι εἶσαι ὀμπρέλα πού, ὅταν βρέχει, τρέχουμε ἀπὸ κάτω της νὰ φυλαχτοῦμε. Ἀλλὰ –μὴ πρὸς κακοφανισμὸ- μποροῦμε νὰ κυβερνᾶμε σήμερα τὰ σύννεφα, νὰ τὰ βομβαρδίζουμε, νὰ φεύγουν… νὰ ’ρχονται καὶ τέτοια.
Ἀκόμα λένε πὼς τὸ θέλημά Σου εἶναι σοφό. Κι ὅπως στὸν οὐρανὸ ἔτσι κι ἐδῶ στὴ γῆ νὰ γίνεται ‘κεῖνο ποὺ θές. Μονάχα, πρόσεξε, σύμφωνα μὲ τὸ δικό μας θέλημα νὰ ’ναι τὸ θέλημά Σου.
Ναί, Κύριε, γιὰ Σένα λέμε πὼς εἶσαι ὁ Πατέρας μας κι ὅπως μᾶς εἶπες, εἴμαστε παιδιά Σου ὅλοι. Γι’ αὐτὸ ὑπάκουοι στὴν ἐντολή Σου πήγαμε στὰ πέρατα τῆς γῆς καὶ διαδώσαμε τὸ λόγο Σου. Βέβαια σὰ μυαλωμένοι ποὺ εἴμαστε, τοὺς δώσαμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοὺς πήραμε τὴ γῆ τους. Εἶναι θέμα προνοητικότητας –δικῆς μας- ὅπως Σου ἐξήγησα.
Ἐξακολουθοῦμε πάντα, πιστοὶ στὴν ἐντολή Σου, νὰ διαδίδουμε τὸ Εὐαγγέλιό Σου. Καὶ βεβαίως ΟΛΑ τὰ παιδιά Σου πρέπει νὰ μάθουν τὴ μοναδικὴ Ἀλήθεια ποὺ εἶσαι Ἐσὺ καὶ ὁ λόγος Σου. Νὰ Σὲ προσκυνήσουν ὅλοι, ε, καὶ σὰ δάσκαλοι ἐμᾶς νὰ μᾶς χειροκροτοῦν, νὰ μᾶς εἰδωλοποιοῦν.
Λένε οἱ ἄνθρωποι πὼς εἶσαι ὁ Πλάστης μας καὶ ὅλοι πλάσματά Σου. Φιλάνθρωπος ὡς εἶσαι –τὸ λέμε καὶ τὸ πιστεύουμε αὐτὸ– ὅλους τους σκέπει ἡ ἀγάπη Σου. Ἀγάπη εἶσαι, ἔτσι Σὲ λένε οἱ ἄνθρωποι κι εἶπες πὼς πρέπει νὰ Σοῦ μοιάσουμε. Γι’ αὐτὸ ἀνοίξαμε τὶς ντουλάπες μας καὶ δίνουμε… καὶ δίνουμε ἁπλόχερα στοὺς ἄλλους ἀδελφούς μας. Γιατί, ἔλα καὶ πές μου Σὲ παρακαλῶ, τί νὰ τὴν κάνω τὴ ζακέτα ποῦ μου στένεψε; Ἂμ τὸ παλιομοδίσιο τὸ παλτὸ καὶ τὰ παπούτσια, ξέρεις δά, κεῖνα ποῦ μὲ στενεύουν; Δοξολογοῦν τὸ ὄνομά Σου οἱ ἄνθρωποι, ὅπως μᾶς ζήτησες, γιατί ἀλάφρωσαν κι οἱ βαρυφορτωμένες μᾶς ντουλάπες!
Ἀλλὰ γενικά μας ἐνδιαφέρει νὰ μάθουν ὅλοι το νόμο Σου. Γιατί τότε δὲ θὰ κλειδώνουμε τὰ σπίτια μας, δὲ θὰ κινδυνεύει ἡ ζωή μας καὶ τὰ ἀγαθά μας!
Ὁ κόσμος λέει, πὼς εἶσαι ὁ Σωτήρας καὶ ἡ Ὁδός. Κι ἐμένα μὲ συμφέρει πολὺ νὰ εἶσαι ἡ Ὁδός, γιατί ὁ ἄντρας μου ὅταν βαδίζει τὸ δρόμο Σου δὲν θὰ ξενοκοιτάζει, τὰ παιδιά μου δὲν θὰ ξημεροβραδιάζονται σὲ ντισκοτὲκ καὶ ὕποπτα μπάρ. Θὰ μπορῶ νὰ ἔχω ἔτσι ἥσυχό το κεφάλι μου! Εἶσαι ἡ Ὁδός, αὐτὸ λένε οἱ ἄνθρωποι, Κύριε, ὁδὸς ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ περάσουμε καλύτερα ἐτούτη τὴ ζωή!
Οἱ ἄνθρωποι παραδέχονται πὼς ἦρθες καὶ σταυρώθηκες γιὰ μᾶς καὶ προσκυνοῦν τ’ Ἅγια Πάθη Σου. Κι εἶπες καὶ τὸ ὁμολογοῦν αὐτὸ οἱ πιστοί Σου, πὼς ἂν θέλουμε νὰ Σὲ ἀκολουθήσουμε, νὰ σηκώσουμε τὸ σταυρό μας. Κι ἐμεῖς, οἱ πιστοί Σου, πήραμε τὸ σταυρό μας, καὶ ἐπειδὴ ἤτανε –καὶ μὴν τὸ ἀρνηθεῖς- βαρύς, τὸν κάναμε κόσμημα καὶ θαρρετὰ καὶ ὑπερήφανα τὸν κρεμάσαμε στὸ στῆθος μας. Ὁμολογοῦμε ἔτσι πὼς καὶ δικοί Σου εἴμαστε, μὰ κι ἐλαφρὺς εἶναι ὁ σταυρός. Ασε ποὺ ὀμορφαίνει τὸν κόρφο μας καὶ τὸ κομψό μας φουστάνι.
Καὶ μὲ ρωτᾶς: «Τί λένε οἱ ἄνθρωποι γιὰ μένα;»
Πῶς κι ἂν δὲν ὑπῆρχες ἔπρεπε νὰ Σὲ ἐφεύρουμε!
Ἀγαπημένε φίλε, ἀδελφέ, Κύριε καὶ Δημιουργέ, δικέ μου Πλάστη, Σὲ πίκρανα τὸ ξέρω.
Ὅ,τι εἴπαμε, παρακαλῶ, ἃς μείνει μεταξύ μας. Θὰ ἐξακολουθῶ ἴδια, ὁλόιδια ὁ Φαρισαῖος, νὰ λέω ἄλλα στοὺς ἄλλους κι ἄλλα νὰ κάνω. Πῶς εἶπες; Μ’ ἀγαπᾶς στὸ χάλι ποῦ ’χω; Τὸ ἄκουσα καλὰ αὐτὸ ποῦ εἶπες; Πῶς μ’ ἀγαπᾶς, ναί… ναί… τὸ εἶπες, κι Ἐσὺ ψέματα δὲ λὲς ποτέ.
Σ’ εὐχαριστῶ!!! Κι αὐτὸ τὸ εὐχαριστῶ εἶναι ἀληθινό… ἀλήθεια λέω, πίστεψε μέ.


Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ Βιβλίο: “2000 χρόνια μετὰ «Τίνα μὲ λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;»”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου