(Ρωμ. ι´ 11-ια´ 2)
Λέγει ἡ γραφή· πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ᾿ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται. οὐ γὰρ ἔστι διαστολὴ ᾿Ιουδαίου τε καὶ ῞Ελληνος· ὁ γὰρ αὐτὸς Κύριος πάντων, πλουτῶν εἰς πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτόν· πᾶς γὰρ ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται. πῶς οὖν ἐπικαλέσονται εἰς ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; πῶς δὲ πιστεύσουσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν; πῶς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος; πῶς δὲ κηρύξουσιν ἐὰν μὴ ἀποσταλῶσι; καθὼς γέγραπται· ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων εἰρήνην, τῶν εὐαγγελιζομένων τὰ ἀγαθά! ᾿Αλλ᾿ οὐ πάντες ὑπήκουσαν τῷ εὐαγγελίῳ· ῾Ησαΐας γὰρ λέγει· Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; ἄρα ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ῥήματος Θεοῦ. 18 ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἤκουσαν; μενοῦνγε εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν. ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἔγνω ᾿Ισραήλ; πρῶτος Μωϋσῆς λέγει· ἐγὼ παραζηλώσω ὑμᾶς ἐπ᾿ οὐκ ἔθνει, ἐπὶ ἔθνει ἀσυνέτῳ παροργιῶ ὑμᾶς. ῾Ησαΐας δὲ ἀποτολμᾷ καὶ λέγει· εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν, ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσι. πρὸς δὲ τὸν ᾿Ισραὴλ λέγει· ὅλην τὴν ἡμέραν ἐξεπέτασα τὰς χεῖράς μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα. Λέγω οὖν, μὴ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ; μὴ γένοιτο· καὶ γὰρ ἐγὼ ᾿Ισραηλίτης εἰμί, ἐκ σπέρματος ᾿Αβραάμ, φυλῆς Βενιαμίν. οὐκ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ ὃν προέγνω.
Απόδοση σε απλή γλώσσα
Λέει ἡ Γραφή· ῞Οποιος πιστεύει σ’ αὐτὸν δὲν θὰ ντροπιαστεῖ. Καμιὰ διάκριση δὲν γίνεται ἂν εἶναι ᾿Ιουδαῖος ἢ ὄχι, γιατὶ ὁ ἴδιος εἶναι Κύριος γιὰ ὅλους, ποὺ σκορπᾶ πλούσια τὴ χάρη του σ’ ὅλους ὅσοι τὸν ἐπικαλοῦνται. Γιατί, ὁποιοσδήποτε ἐπικαλεσθεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου θὰ σωθεῖ. Πῶς ὅμως θὰ τὸν ἐπικαλεστοῦν, ἂν δὲν τὸν πιστέψουν; Καὶ πῶς θὰ τὸν πιστέψουν, ἂν δὲν ἔχουν ἀκούσει γι’ αὐτόν; Καὶ πῶς πάλι θ’ ἀκούσουν γι’ αὐτόν, ἂν κάποιος δὲν τοὺς τὸν κηρύξει; Καὶ πῶς θὰ κηρύξουν σωστά, ἂν δὲν τοὺς ἀποστείλει ὁ Κύριος; Γι’ αὐτὸ προφήτεψε ἡ Γραφή· Πόσο ὄμορφος εἶναι ὁ ἐρχομὸς αὐτῶν ποὺ φέρνουν τὴ χαρμόσυνη εἴδηση γιὰ τὴν εἰρήνη, τὴ χαρμόσυνη εἴδηση γιὰ τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ! Μὰ τὸ χαρμόσυνο αὐτὸ μήνυμα δὲν τὸ δέχτηκαν ὅλοι. ῞Οπως τὸ ἔχει πεῖ κιόλας ὁ ῾Ησαΐας, Κύριε, ποιὸς πίστεψε στὸ κήρυγμά μας; ῾Επομένως, γιὰ νὰ πιστέψει κανεὶς χρειάζεται ν’ ἀκούσει τὸ κήρυγμα καὶ τὸ κήρυγμα γίνεται μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. ᾿Αναρωτιέμαι ὅμως, μήπως οἱ ᾿Ιουδαῖοι δὲν ἄκουσαν τὸ κήρυγμα; Καὶ βέβαια τὸ ἄκουσαν! Γιατί, λέει ἡ Γραφή· Σ’ ὅλη τὴ γῆ ἀντήχησε ἡ φωνή τους, στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ λόγια τους. Καὶ πάλι ἀναρωτιέμαι· μήπως ὁ ῾Ισραὴλ δὲν τὰ κατάλαβε; Τὴν ἀπάντηση τὴ δίνει πρῶτος ὁ Μωυσῆς· Θὰ σᾶς κάνω νὰ ζηλέψετε ἕνα ἔθνος ποὺ δὲν εἶν’ ἔθνος· θὰ σᾶς κάνω νὰ ἐξοργιστεῖτε μ’ ἕνα λαὸ ποὺ δὲν ἔχει σύνεση. Κι ὁ ῾Ησαΐας φτάνει στὸ σημεῖο νὰ λέει· Μὲ βρῆκαν αὐτοὶ ποὺ δὲν μ’ ἀναζητοῦσαν. Φανερώθηκα σ’ ἐκείνους ποὺ δὲν ρωτοῦσαν κἂν γιὰ μένα. Γιὰ τὸν ᾿Ισραὴλ ὅμως λέει· ῞Ολη τὴ μέρα ἅπλωνα τὰ χέρια μου σ’ ἕνα λαὸ ἀνυπάκουο, ποὺ ὅλο μοῦ ἀντιμιλᾶ. ῎Επειτα ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ἀναρωτιέμαι· μήπως ὁ Θεὸς ἀπέρριψε τὸν λαό του; ᾿Αποκλείεται! Γιατὶ κι ἐγὼ εἶμαι ᾿Ισραηλίτης, ἀπόγονος τοῦ ᾿Αβραάμ, ἀπὸ τὴ φυλὴ Βενιαμίν. Δὲν ἀπέρριψε, λοιπόν, ὁ Θεὸς τὸν λαό του, ποὺ ἀπὸ παλιὰ τὸν ἔχει ξεχωρίσει καὶ ἀγαπήσει. Θυμηθεῖτε τί λέει ἡ Γραφὴ γιὰ τὸν ᾿Ηλία. ῾Ο ᾿Ηλίας κατηγορεῖ τὸν λαὸ ᾿Ισραὴλ στὸν Θεὸ μὲ αὐτὰ τὰ λόγια·
Λέγει ἡ γραφή· πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ᾿ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται. οὐ γὰρ ἔστι διαστολὴ ᾿Ιουδαίου τε καὶ ῞Ελληνος· ὁ γὰρ αὐτὸς Κύριος πάντων, πλουτῶν εἰς πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτόν· πᾶς γὰρ ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται. πῶς οὖν ἐπικαλέσονται εἰς ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; πῶς δὲ πιστεύσουσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν; πῶς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος; πῶς δὲ κηρύξουσιν ἐὰν μὴ ἀποσταλῶσι; καθὼς γέγραπται· ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων εἰρήνην, τῶν εὐαγγελιζομένων τὰ ἀγαθά! ᾿Αλλ᾿ οὐ πάντες ὑπήκουσαν τῷ εὐαγγελίῳ· ῾Ησαΐας γὰρ λέγει· Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; ἄρα ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ῥήματος Θεοῦ. 18 ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἤκουσαν; μενοῦνγε εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν. ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἔγνω ᾿Ισραήλ; πρῶτος Μωϋσῆς λέγει· ἐγὼ παραζηλώσω ὑμᾶς ἐπ᾿ οὐκ ἔθνει, ἐπὶ ἔθνει ἀσυνέτῳ παροργιῶ ὑμᾶς. ῾Ησαΐας δὲ ἀποτολμᾷ καὶ λέγει· εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν, ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσι. πρὸς δὲ τὸν ᾿Ισραὴλ λέγει· ὅλην τὴν ἡμέραν ἐξεπέτασα τὰς χεῖράς μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα. Λέγω οὖν, μὴ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ; μὴ γένοιτο· καὶ γὰρ ἐγὼ ᾿Ισραηλίτης εἰμί, ἐκ σπέρματος ᾿Αβραάμ, φυλῆς Βενιαμίν. οὐκ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ ὃν προέγνω.
Απόδοση σε απλή γλώσσα
Λέει ἡ Γραφή· ῞Οποιος πιστεύει σ’ αὐτὸν δὲν θὰ ντροπιαστεῖ. Καμιὰ διάκριση δὲν γίνεται ἂν εἶναι ᾿Ιουδαῖος ἢ ὄχι, γιατὶ ὁ ἴδιος εἶναι Κύριος γιὰ ὅλους, ποὺ σκορπᾶ πλούσια τὴ χάρη του σ’ ὅλους ὅσοι τὸν ἐπικαλοῦνται. Γιατί, ὁποιοσδήποτε ἐπικαλεσθεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου θὰ σωθεῖ. Πῶς ὅμως θὰ τὸν ἐπικαλεστοῦν, ἂν δὲν τὸν πιστέψουν; Καὶ πῶς θὰ τὸν πιστέψουν, ἂν δὲν ἔχουν ἀκούσει γι’ αὐτόν; Καὶ πῶς πάλι θ’ ἀκούσουν γι’ αὐτόν, ἂν κάποιος δὲν τοὺς τὸν κηρύξει; Καὶ πῶς θὰ κηρύξουν σωστά, ἂν δὲν τοὺς ἀποστείλει ὁ Κύριος; Γι’ αὐτὸ προφήτεψε ἡ Γραφή· Πόσο ὄμορφος εἶναι ὁ ἐρχομὸς αὐτῶν ποὺ φέρνουν τὴ χαρμόσυνη εἴδηση γιὰ τὴν εἰρήνη, τὴ χαρμόσυνη εἴδηση γιὰ τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ! Μὰ τὸ χαρμόσυνο αὐτὸ μήνυμα δὲν τὸ δέχτηκαν ὅλοι. ῞Οπως τὸ ἔχει πεῖ κιόλας ὁ ῾Ησαΐας, Κύριε, ποιὸς πίστεψε στὸ κήρυγμά μας; ῾Επομένως, γιὰ νὰ πιστέψει κανεὶς χρειάζεται ν’ ἀκούσει τὸ κήρυγμα καὶ τὸ κήρυγμα γίνεται μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. ᾿Αναρωτιέμαι ὅμως, μήπως οἱ ᾿Ιουδαῖοι δὲν ἄκουσαν τὸ κήρυγμα; Καὶ βέβαια τὸ ἄκουσαν! Γιατί, λέει ἡ Γραφή· Σ’ ὅλη τὴ γῆ ἀντήχησε ἡ φωνή τους, στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ λόγια τους. Καὶ πάλι ἀναρωτιέμαι· μήπως ὁ ῾Ισραὴλ δὲν τὰ κατάλαβε; Τὴν ἀπάντηση τὴ δίνει πρῶτος ὁ Μωυσῆς· Θὰ σᾶς κάνω νὰ ζηλέψετε ἕνα ἔθνος ποὺ δὲν εἶν’ ἔθνος· θὰ σᾶς κάνω νὰ ἐξοργιστεῖτε μ’ ἕνα λαὸ ποὺ δὲν ἔχει σύνεση. Κι ὁ ῾Ησαΐας φτάνει στὸ σημεῖο νὰ λέει· Μὲ βρῆκαν αὐτοὶ ποὺ δὲν μ’ ἀναζητοῦσαν. Φανερώθηκα σ’ ἐκείνους ποὺ δὲν ρωτοῦσαν κἂν γιὰ μένα. Γιὰ τὸν ᾿Ισραὴλ ὅμως λέει· ῞Ολη τὴ μέρα ἅπλωνα τὰ χέρια μου σ’ ἕνα λαὸ ἀνυπάκουο, ποὺ ὅλο μοῦ ἀντιμιλᾶ. ῎Επειτα ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ἀναρωτιέμαι· μήπως ὁ Θεὸς ἀπέρριψε τὸν λαό του; ᾿Αποκλείεται! Γιατὶ κι ἐγὼ εἶμαι ᾿Ισραηλίτης, ἀπόγονος τοῦ ᾿Αβραάμ, ἀπὸ τὴ φυλὴ Βενιαμίν. Δὲν ἀπέρριψε, λοιπόν, ὁ Θεὸς τὸν λαό του, ποὺ ἀπὸ παλιὰ τὸν ἔχει ξεχωρίσει καὶ ἀγαπήσει. Θυμηθεῖτε τί λέει ἡ Γραφὴ γιὰ τὸν ᾿Ηλία. ῾Ο ᾿Ηλίας κατηγορεῖ τὸν λαὸ ᾿Ισραὴλ στὸν Θεὸ μὲ αὐτὰ τὰ λόγια·
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου