Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 1η Απριλίου 2012 - Ε´ Κυριακή των Νηστειών

(Μάρκ. ι´ 32-45) 
Τῶ καιρῷ ἐκείνῳ, παραλαμβάνει ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. 

Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· Διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δυνάμεθα. ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται. Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ ᾿Ιακώβου καὶ ᾿Ιωάννου. ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· Οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· καὶ γὰρ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.

Απόδοση στη νεολληνική
Εκεῖνο τὸν καιρό, πῆρε ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητές του κι ἄρχισε νὰ τοὺς λέει τὰ ὅσα ἦταν νὰ τοῦ συμβοῦν. «᾿Ακοῦστε», τοὺς ἔλεγε· «τώρα ποὺ ἀνεβαίνουμε στὰ ῾Ιεροσόλυμα, ὁ Υἱὸς τοῦ ᾿Ανθρώπου θὰ παραδοθεῖ στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ στοὺς γραμματεῖς, οἱ ὁποῖοι θὰ τὸν καταδικάσουν σὲ θάνατο καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στοὺς ἐθνικούς. Θὰ τὸν περιγελάσουν, θὰ τὸν μαστιγώσουν, θὰ τὸν φτύσουν καὶ θὰ τὸν θανατώσουν· καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα θὰ ἀναστηθεῖ».

Πλησιάζουν τότε τὸν ᾿Ιησοῦ ὁ ᾿Ιάκωβος καὶ ὁ ᾿Ιωάννης, οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ τοῦ λένε· «Διδάσκαλε, θέλουμε νὰ μᾶς κάνεις τὴ χάρη ποὺ θὰ σοῦ ζητήσουμε». «Τί θέλετε νὰ κάνω γιὰ σᾶς;» τοὺς ρώτησε ἐκεῖνος. «῞Οταν θὰ ἐγκαταστήσεις τὴν ἔνδοξη βασιλεία σου», τοῦ ἀποκρίθηκαν, «βάλε μας νὰ καθίσουμε ὁ ἕνας στὰ δεξιά σου κι ὁ ἄλλος στὰ ἀριστερά σου». ῾Ο ᾿Ιησοῦς τότε τοὺς εἶπε· «Δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε. Μπορεῖτε νὰ πιεῖτε τὸ ποτήρι τοῦ πάθους ποὺ θὰ πιῶ ἐγὼ ἢ νὰ βαφτιστεῖτε μὲ τὸ βάπτισμα μὲ τὸ ὁποῖο θὰ βαφτιστῶ ἐγώ;» «Μποροῦμε», τοῦ λένε. Κι ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς ἀπάντησε· «Τὸ ποτήρι ποὺ θὰ πιῶ ἐγὼ θὰ τὸ πιεῖτε, καὶ μὲ τὸ βάπτισμα τῶν παθημάτων μου θὰ βαφτιστεῖτε· τὸ νὰ καθίσετε ὅμως στὰ δεξιά μου καὶ στὰ ἀριστερά μου δὲν μπορῶ νὰ σᾶς τὸ δώσω ἐγώ, ἀλλὰ θὰ δοθεῖ σ’ αὐτοὺς γιὰ τοὺς ὁποίους ἔχει ἑτοιμαστεῖ». ῞Οταν τ’ ἄκουσαν αὐτὰ οἱ ὑπόλοιποι δέκα μαθητές, ἄρχισαν ν’ ἀγανακτοῦν μὲ τὸν ᾿Ιάκωβο καὶ τὸν ᾿Ιωάννη. Τοὺς κάλεσε τότε ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ τοὺς λέει· «Ξέρετε ὅτι αὐτοὶ ποὺ θεωροῦνται ἡγέτες τῶν ἐθνῶν ἀσκοῦν ἀπόλυτη ἐξουσία πάνω τους, καὶ οἱ ἄρχοντές τους τὰ καταδυναστεύουν. Σ’ ἐσᾶς ὅμως δὲν πρέπει νὰ συμβαίνει αὐτό, ἀλλὰ ὅποιος θέλει νὰ γίνει μεγάλος ἀνάμεσά σας, πρέπει νὰ γίνει ὑπηρέτης σας· καὶ ὅποιος ἀπὸ σᾶς θέλει νὰ εἶναι πρῶτος, πρέπει νὰ γίνει δοῦλος ὅλων. Γιατὶ καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ᾿Ανθρώπου δὲν ἦρθε γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετήσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετήσει καὶ νὰ προσφέρει τὴ ζωή του λύτρο γιὰ ὅλους».

Ο Απόστολος της Κυριακής 1η Απριλίου - Ε´ Κυριακή των Νηστειών

(῾Εβρ. θ´ 11-14) 
Αδελφοί, Χριστὸς παραγενόμενος ἀρχιερεὺς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκηνῆς, οὐ χειροποιήτου, τοῦτ᾿ ἔστιν οὐ ταύτης τῆς κτίσεως, οὐδὲ δι᾿ αἵματος τράγων καὶ μόσχων, διὰ δὲ τοῦ ἰδίου αἵματος εἰσῆλθεν ἐφάπαξ εἰς τὰ ῞Αγια, αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος. Εἰ γὰρ τὸ αἷμα ταύρων καὶ τράγων καὶ σποδὸς δαμάλεως ῥαντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει πρὸς τὴν τῆς σαρκὸς καθαρότητα, πόσῳ μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὃς διὰ Πνεύματος αἰωνίου ἑαυτὸν προσήνεγκεν ἄμωμον τῷ Θεῷ, καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύειν Θεῷ ζῶντι;

Απόδοση στη νεοελληνική
Αδελφοί, ὁ Χριστὸς ἦρθε ὡς ἀρχιερέας τῶν ἀγαθῶν πραγμάτων ποὺ προσμένουμε. ῾Η σκηνὴ στὴν ὁποία μπῆκε εἶναι ἀνώτερη καὶ τελειότερη. Δὲν εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, μέρος δηλαδὴ αὐτῆς τῆς δημιουργίας. ῾Ο Χριστὸς μπῆκε μιὰ γιὰ πάντα στὰ ἅγια τῶν ἁγίων, γιὰ νὰ προσφέρει αἷμα ὄχι ταύρων καὶ μοσχαριῶν, ἀλλὰ τὸ δικό του αἷμα· κι ἔτσι μᾶς ἐξασφάλισε τὴν αἰώνια σωτηρία. Τὸ αἷμα τῶν ταύρων καὶ τῶν τράγων, καὶ τὸ ράντισμα μὲ τὴ στάχτη τοῦ δαμαλιοῦ ἐξαγνίζουν τοὺς θρησκευτικὰ ἀκάθαρτους καθαρίζοντάς τους ἐξωτερικά. Πόσο μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ! Αὐτός, ἔχοντας τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πρόσφερε τὸν ἑαυτὸ του ἄψογη θυσία στὸν Θεό, κι ἔτσι θὰ καθαρίσει τὴ συνείδησή μας ἀπὸ τὰ ἔργα ποὺ ὁδηγοῦν στὸν θάνατο, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ λατρεύουμε τὸν ἀληθινὸ Θεό.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Ὁ Ἅγιος Ὑπάτιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Γαγγρῶν

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ὑπάτιος ἦταν Ἐπίσκοπος Γαγγρῶν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ ἔλαβε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ ἔτος 325 μ.Χ., στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Διακρίθηκε γιὰ τὴν πιστότητά του στὰ ὀρθόδοξα δόγματα καὶ τὴν σφοδρὴ πολεμική του κατὰ τῶν δυσσεβῶν αἱρετικῶν καὶ μάλιστα τῶν Ἀρειανῶν. Ἡ στάση του αὐτὴ ἐξήγειρε τοὺς πληγέντες Νοβατιανούς, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν μὲ κάθε τόπο τὴν ἐξόντωσή του. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό, τὸ ἔτος 326 μ.Χ. πλήρωσαν κάποιους εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι σὲ κρημνώδη περιοχὴ ἐπιτέθηκαν κατὰ τοῦ Ἁγίου μὲ ξύλα καὶ πέτρες καὶ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο. Πρὶν ξεψυχήσει, μία ἐκ τῶν φανατικῶν αἱρετικῶν γυναικῶν τὸν θανάτωσε διὰ λίθου.Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ὑπάτιος μαρτύρησε καὶ κληρονόμησε τὴν Βασιλεία τῆς Τριαδικῆς Θεότητος.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.Ὁσίως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῷ, καὶ πρόεδρος ἔνθεος, τῆς Ἐκκλησίας Γαγγρῶν, ἐδείχθης Ὑπάτιε· ὅθεν θαυματουργίαις, διαλάμπων ποικίλαις, σύνθρονον τῷ Τεκόντι, τὸν Υἱὸν ὡμολόγεις, δι' ὃν καὶ χαίρων ἤθλησας, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.Τὴν ζωοποιόν, τελέσας ἱερουργίαν, καὶ τῶν δωρεῶν, τὸ τάλαντον ἐπαύξησας, ὡς θυσία προσήχθης, καὶ κάρπωμα ἔνθεον, δι’ ἀθλήσεως Ὑπάτιε, τῷ δοξάσαντι τὸν βίον σου, τοῖς ἀρρήτοις Πάτερ θαύμασιν. Αὐτὸν δυσώπει ἀεί, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.Ὁμοουσιότητος τοῦ Πατρός, καὶ Υἱοῦ παμμάκαρ, χρηματίζων κῆρυξ λαμπρός, ἀθλήσει σφραγίζεις, τὸν θαυμαστόν σου βίον, Ὑπάτιε θεόφρον, Γαγγρῶν ὁ πρόεδρος.

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Την ωραιότητα της παρθενίας σου

Εξήγηση της Θ΄ ωδής του κανόνος του Ακαθίστου Ύμνου. (+Α. Θεοδώρου, Καθηγ. Παν/μίου)

«Άπας γηγενής, σκιρτάτω τω πνεύματι λαμπαδουχούμενος· πανηγυριζέτω δε, αΰλων Νόων φύσις γεραίρουσα, την ιεράν πανήγυριν της Θεομήτορος, και βοάτω· Χαίροις παμμακάριστε, Θεοτόκε, αγνή αειπάρθενε».
(Κάθε άνθρωπου που είναι πλασμένος και υπάρχει στη γη, ας σκιρτήσει το πνεύμα του, φέροντας τη λαμπάδα του Θεού. Και ας πανηγυρίζει στον ουρανό, η νοερά φύση των αγγέλων, ανυμνούσα την ιερή πανηγύρι της Θεομήτορος, και ας φωνάξει δυνατά· Να χαίρεις παμμακάριστε, Θεοτόκε, αγνή αειπάρθενε.)

      Στον ειρμό της τελευταίας αυτής ωδής απευθύνεται καθολικό και παναρμόνιο μέλος στη Μητέρα του Θεού. Σ’ αυτό μετέχουν άνθρωποι και άγγελοι. Όλοι μαζί συνθέτουν ύμνο προς την αγνή Θεόπαιδα για τα θαυμαστά μεγαλεία της. Κάθε θνητός – λέγει – ας σκιρτήσει από ενθουσιασμό και θριαμβική χαρά, φέρνοντας αλλά και φωταγωγούμενος από τη λαμπάδα που άναψε στην Παρθένο η χάρη του Πνεύματος του Θεού. Ας πανηγυρίζουν δε συγχρόνως και τα τάγματα των Αγγέλων, διότι η χάρη της Θεομήτορος καταλάμπει και αυτών τη νοερή και άϋλη φύση, γιατί κατανοούν τρανότερα το μυστήριο της λυτρωτικής οικονομίας του Πλάστη τους. Όλοι μαζί, άνθρωποι και άγγελοι, ας ψάλλουν τον ύμνο της υπέρτατης αγάπης και χαράς: τον κύριον υμνείτε τα έργα και υπερυψώστε σε όλους τους αιώνες.

«Ίνα σοι πιστοί, το, Χαίρε κραυγάζωμεν, οι διά σου της χαράς, μέτοχοι γενόμενοι της αϊδίου, ρύσαι ημάς πειρασμού, βαρβαρικής αλώσεως και πάσης άλλης πληγής, διά πλήθος, Κόρη, παραπτώσεων, επιούσης βροτοίς αμαρτάνουσιν».

(Για να μπορούμε εμείς οι πιστοί, που γίναμε διά σου μέτοχοι της αΐδιας χαράς να σου φωνάζουμε δυνατά το χαίρε, σώσε μας από πειρασμό, από βαρβαρική άλωση και κάθε άλλη πληγή, που επισκέπτεται, κόρη, τους θνητούς για τα πολλά τους παραπτώματα, όταν αυτοί αμαρτάνουν.)

Οι πιστοί που μέσω της Παναγίας έγιναν μέτοχοι της αΐδιας χαράς, ζητούν την προστασία και την ενίσχυσή της για να μπορούν απρόσκοπτα να της απευθύνουν το χαίρε. Γιατί από μια θλιμμένη καρδιά είναι δύσκολο ν’ ακουστεί ύμνος δοξολογικός. Η περίσταση και η θλίψη, σε περίπτωση μάλιστα που είναι πληθωρικές στη ζωή, πιέζουν ασφυκτικά το πνεύμα και το εμποδίζουν ν’ αναχθεί προς τον Πλάστη και ν’ αναλυθεί σε ύμνο των θείων μεγαλείων του. Ζητούν, λοιπόν, από την Παρθένο να τους διαφυλάξει από τον πειρασμό, σύμφωνα και με το αίτημα της προσευχής του Υιού της: «Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πειρασμού», ο οποίος πειρασμός είναι παγίδα επικίνδυνη για την ευόλισθη προς το κακό φύση του ανθρώπου, εγκυμονώντας πτώση και ηθική κάκωση. Στη συνέχεια ζητούν σωτηρία από βαρβαρική άλωση, η ζοφερή προοπτική της οποίας φόβιζε έντονα το βυζαντινό λαό. Καθώς επίσης και σωτηρία από κάθε άλλη πληγή, που αφήνει ο Θεός να συμβεί στους ανθρώπους για το πλήθος των πολλών τους αμαρτιών. Φυσικά στις περιπτώσεις αυτές η ανοχή του Θεού είναι πάντοτε παιδαγωγική, που απορρέει από την αγάπη και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για τον ηθικό σωφρονισμό των λογικών πλασμάτων του. Ο Θεός παραχωρεί τις κακουχίες και τις πληγές όχι για να εκδικηθεί τα πλάσματά του, αλλά για να τα συνετίσει και να τα παιδαγωγήσει, ώστε να συνέλθουν από το δηλητήριο και την παράλυση της αμαρτίας, που απειλούν ν’ αφανίσουν την ψυχή. Επειδή όμως η προοπτική των κακών αυτών είναι ενδεχόμενο να οδηγήσει σε νέες πτώσεις τον ασταθή και κυμαινόμενο άνθρωπο, για τούτο απευθύνεται η δέηση προς την Παρθένο, για να λυτρώνει τους υμνολόγους της από αυτά τα κακά, να τους ασφαλίζει στην αρετή και την πίστη και να τους χαρίζει ευφορία ψυχής, ώστε απρόσκοπτα ν’ απευθύνουν σ’ αυτήν το, χαίρε.

«Ώφθης φωτισμός, ημών και βεβαίωσις όθεν βοώμεν σοι· χαίρε, άστρον άδυτον, εισάγον κόσμω τον μέγαν Ήλιον· Χαίρε Εδέμ ανοίξασα την κεκλεισμένην, Αγνή· Χαίρε στύλε πύρινε, εισάγουσα, εις την άνω ζωήν το ανθρώπινον».

(Φάνηκες φωτισμός και στερέωσή μας· για τούτο σου φωνάζουμε δυνατά· Χαίρε άστρο άδυτο, που εισάγεις στον κόσμο τον μεγάλο Ήλιο· Χαίρε Αγνή, συ η οποία άνοιξες την Εδέμ που έκλεισε η παρακοή· Χαίρε συ, στύλε πύρινε, που οδηγείς στην άνω ζωή το ανθρώπινο.)

Ο ποιητής επιμένει κατά τη συνήθειά του στην ανάδειξη του θαύματος της Θεοτόκου, ανατρέχοντας στην Π. Διαθήκη, όπου προσπαθεί να βρει τις ανάλογες εικονικές προτυπώσεις. Και πρώτα, χαρακτηρίζει την Παρθένο σαν ένα μικρό αστέρι, που εισήγαγε στον κόσμο τον μεγάλο Ήλιο της Δικαιοσύνης, τον Κύριον Ιησού Χριστό, που πρόβαλε από τον ορίζοντά της φωτεινός και ωραίος, για να φωτίσει τη σκοτεινιασμένη ανθρωπότητα με το φως της θεογνωσίας και να ζεστάνει την παγωνιά της με τη θαλπωρή της αγάπης του.
        Ανατρέχει κατόπιν στη Γένεση, στο περιβόλι της τρυφής, όπου τοποθέτησε ο Θεός τον πρωτόπλαστο ν’ απολαμβάνει τις χάρες του. Βλέπει την Εδέμ κλειστή και τον άγγελο κρατώντας πύρινη ρομφαία να φυλάει την είσοδό της. Την Εδέμ την έκλεισε η Εύα, η κακή νοικοκυρά του Παραδείσου, με την απροσεξία και το σφάλμα της. Αυτή την κλεισμένη Εδέμ την άνοιξε η Μαρία, η κόρη της Εύας, η καλή νοικοκυρά της Βασιλείας. Το κλειδί το πήρε από τον Υιό της που κατοίκησε μέσα της· και ήταν το κλειδί αυτό η άκρα ταπείνωση, η υπακοή και η συγκατάθεση της Κόρης στο λυτρωτικό θέλημα του Πλάστη της. Και ενώ η Εύα με την παρακοή της γκρέμισε τον κόσμο στο χάος και την απελπισία, η νέα Εύα της χάριτος με την υπακοή της μάζεψε τον κόσμο από την εξορία της αμαρτίας και τον οδήγησε πίσω στο αρχικό σπίτι του, αφού παραμέρισε το φλογισμένο μαχαίρι του αγγέλου και άνοιξε την πόρτα που εμπόδιζε την είσοδο.
Χαιρετίζει κατόπιν την Παρθένο ως στύλο πύρινο που εισάγει το γένος των ανθρώπων στην άνω ζωή. Όπως παλαιά ο λαός του Θεού κατά την περιπλάνησή του στην έρημο, κατευθυνόταν στη γη των Πατέρων του από φωτεινή στήλη που του έδειχνε τη νύχτα το δρόμο, έτσι και η αγνή Κόρη του Θεού, σαν ένας άλλος φωτεινός στύλος, καθοδηγεί με τη λάμψη του θεομητορικού μυστηρίου της την ανθρωπότητα που πιστεύει στον Υιό της, στην πορεία της προς την Άνω Ιερουσαλήμ, την Πόλη του Θεού.

«Στώμεν ευλαβώς, εν οίκω Θεού ημών και εκβοήσωμεν Χαίρε κόσμου Δέσποινα· Χαίρε Μαρία, Κυρία πάντων ημών· χαίρε η μόνη άμωμος, εν γυναιξί και καλή· χαίρε σκεύος, μύρον το ακένωτον, επί σε κενωθέν εισδεξάμενον».
(Ας σταθούμε ευλαβικά στον οίκο του Θεού μας και ας φωνάξουμε δυνατά· χαίρε, Δέσποινα του κόσμου·χαίρε Μαρία, κυρία όλων μας· χαίρε, η μόνη άμωμος και καλή μεταξύ των γυναικών· χαίρε, σκεύος που δέχτηκε μέσα του το ακένωτο μύρο του Θεού (το Χριστό), που άδειασε επάνω σου.)

Ο υμνολογικός οίστρος του στιχουργού συνεχίζεται. Ας σταθούμε ευλαβικά – φωνάζει – στον οίκο του Θεού μας, την εκκλησία και ας φωνάξουμε δυνατά. Και σε όλα μεν τα μέρη της πλάσεως πρέπει να δοξάζει ο άνθρωπος το Θεό, γιατί ολόκληρο το σύμπαν είναι η κατοίκησή του. Στο ποίημα υπάρχει και ο ποιητής, στο κτίσμα ο κτί­στης. Όλα τα πλάσματα που βγήκαν από τη χάρη του Θεού συνθέτουν ναό, από τον οποίον αναδίδεται η παγκόσμια λειτουργία, ο καθολικός αίνος και η δοξολόγηση του Υψίστου. Η εκκλησία όμως είναι ο ιδιαίτερος χώρος στον οποίον κατοικεί ο Θεός. Είναι το αληθινό σπίτι του Θεού. Σ’ αυτό μένει διαρκώς ο Χριστός στα τίμια δώρα της ευχαριστίας, στο σώμα και το αίμα του. Η Εκκλησία είναι ντυμένη στη χάρη του Θεού. Εκεί ο πιστός συναντά και ενώνεται με το δημιουργό του.
Ας σταθούμε, λοιπόν, στον οίκο του Θεού μας κι’ από κει ας ανακράξουμε με ευλάβεια. Χαίρε Δέσποινα του κόσμου, Μαρία, Κυρία όλων μας. Η χάρη της Παναγίας δεσπόζει στην κτίση. Είναι η χάρη του ίδιου του Θεού, που σκήνωσε μέσα της. Και όπως ο Υιός, ο Θεάνθρωπος Ιησούς, δεσπόζει των απάντων, ως δημιουργός και σωτήρας του κόσμου, έτσι και η άχραντη Μητέρα που βρίσκεται πίσω από τον Υιό, είναι μαζί του Κυρία του κόσμου και της κτίσεως. Παράλληλα είναι και η οικοδέσποινα της Βασιλείας, των φωτεινών διαμερισμάτων του ουρανού, οι χάρες του οποίου περνούν από τις χάρες της Μεγάλης Δέσποινας. Σ’ αυτήν αναπαύεται ιδιαίτερα ο Θεός. Στο μυστήριο της πνίγονται οι άγγελοι από ευλογίες και δωρεές. Είναι το άφθαρτο ψωμί του ουρανού, ο γλυκασμός των αγγέλων και η χαρά των σωσμένων!
Στη συνέχεια το τροπάριο τη χαιρετίζει ως την μόνην «άμωμον εν γυναιξί και καλήν». Όχι, φυσικά, ότι δεν υπάρχουν άλλες γυναίκες άμωμες και καλές. Υπάρχουν πολλές, φιγούρες όμορφες της Εκκλησίας και της Βασιλείας. Αυτές όμως υπερβαίνει ασυγκρίτως η Μαρία. Η χάρη της είναι ιδιαίτερη, η ομορφιά της ασύγκριτη. Είναι η Μάνα του Θεού! Μόνο σ’ αυτή τη διάσταση, ως Θεομήτωρ, λέγεται ότι είναι η μόνη άμωμη μεταξύ των γυναικών και καλή. Γιατί εχρημάτισε το χρυσωμένο από το Πνεύμα του Θεού σκεύος, στο οποίο χύθηκε το ακένωτο μύρο της Τριάδος, ο αΐδιος βλαστός του Θεού, που μύρισε την Κόρη με την ευωδιά του· κι’ η κόρη με τη σειρά της μύρισε την πλάση ολόκληρη, την παστάδα του ουρανού, όπου τελέστηκαν οι μυστικοί γάμοι του Αρνίου με το σώμα των Αγίων του!

«Η περιστερά, η τον ελεήμονα αποκυήσασα, χαίρε Αειπάρθενε· οσίων πάντων χαίρε το καύχημα, των αθλητών στεφάνωμα·  χαίρε απάντων τε, των δικαίων, θείον εγκαλλώπισμα, και ημών των πιστών το διάσωσμα».

(Η περιστερά, που γέννησε τον ελεήμονα Θεό, χαίρε, Αειπάρθενε· συ που είσαι το καύχημα όλων των οσίων και το στεφάνωμα των αθλητών (της πίστεως). Χαίρε το εγκαλλώπισμα όλων των δικαίων και ημών των πιστών το διάσωσμα.)

Και η υμνολόγηση εξακολουθεί. Ο ποιητής παραβάλλει την Μαρία με περιστέρι καθαρό και πάλλευκο, από το οποίο συγκατατέθηκε να γεννηθεί ο ελεήμων Θεός. Με περιστέρι, γιατί το πουλί αυτό είναι άκακο, αγαθό και ειρηνικό. Έτσι και η Παρθένος ήταν το μοναδικό πλάσμα το καθαρό και αγνό, που μπορούσε να λειτουργήσει επάξια στο πάλλευκο θαύμα της σαρκώσεως του Λόγου.
Τη χαιρετίζει ως Αειπάρθενο. Μητέρα δηλαδή που γέννησε χωρίς να χάσει την ομορφιά της αγνείας της. Άνοιξε η μήτρα της για να περάσει η ανθρώπινη φύση του Υιού Θεού, χωρίς το γεγονός να καταλύσει την παρθενία της. Ω μυστήριο θείο και ακατάλυτο· πόσο χανόμαστε στη σαγήνη της απειρίας σου! Βλέπουμε και δεν κατανοούμε. Κι όμως στην αγνωσία μας, γνωρίζουμε το αδιάγνωστο στο εκστατικό φως της θείας μετουσίας.
Τη χαιρετίζει ως το καύχημα όλων των όσιων και των αθλητών το στεφάνωμα. Γιατί στο πρόσωπό της συγκλίνουν η άθληση και τα πνευματικά παλαίσματα των Αγίων. Σ’ αυτήν καταλήγουν τα αγωνίσματα της πίστεως. Είναι των δικαίων το θείον εγκαλλώπισμα, το στεφάνι και η ομορφιά της αρετής και της δικαιοσύνης. Γιατί στο θαύμα της καλύπτεται το θαύμα του Θεού, στη χάρη της η χάρη του ενανθρωπήσαντος Λόγου. Η Μαρία προηγείται του Λόγου, ο Λόγος στεφανώνει την Μαρία. Ω θεία και άρρητη συμπλοκή, στην οποίαν υπάρχει το διάσωσμα των ανθρώπων! Και ιδιαίτερα των πιστών, οι οποίοι αισθανόμενοι την απροσμέτρητη δωρεά και μη έχοντας τίποτε άλλο ν’ αντιπροσφέρουν προς την αινιγματική Μητέρα, ανοίγουν τα χείλη και τις καρδιές τους για να της ψελλίσουν ταπεινά το χαίρε του Αγγέλου!

«Φείσαι ο Θεός, της κληρονομιάς σου τας αμαρτίας ημών, πάσας παραβλέπων νυν, εις τούτο έχων εκδυσωπούσαν σε, την επί γης ασπόρως σε, κυοφορήσασαν, διά μέγα, έλεος θελήσαντα, μορφωθήναι Χριστέ, το αλλότριον.

(Συγχώρησε, Θεέ μου, τις αμαρτίες της κληρονομιάς σου (αυτών που έγιναν δικοί σου), παραβλέποντας αυτές και έχοντας προς τούτο εκδυσωπούσα σε αυτήν, που χωρίς ανθρώπινη σπορά σε κυοφόρησε, όταν θέλησες, για το μέγα σου έλεος, να μορφωθείς το αλλότριο, να λάβεις δηλαδή την ξένη προς τη φύση σου ανθρώπινη μορφή.)

Και κατακλείεται ο υπέροχος αυτός Κανόνας με αποστροφή προς τον Θεόν να συγχωρήσει τις αμαρτίες της κληρονομιάς του, των δικών του δηλαδή ανθρώπων, που πιστεύουν σ’ αυτόν εξαγορασμένοι με το αίμα του Υιού του. Και η αίτηση δεν είναι παράδοξη. Μπορεί μεν οι πιστοί να ανήκουν στο Θεό· αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι και αναμάρτητοι. Η αμαρτία είναι ο καθολικός κλήρος της ανθρωπότητας. Ακόμα και οι Άγιοι, ενόσω εξακολουθούν να βρίσκονται στη ζωή, έχουν πάντοτε τη δυνατότητα της αμαρτίας. Και κυρίως αυτοί πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και να προσεύχονται στο Θεό για την άφεση των παραπτωμάτων τους. Στη δέησή τους αυτή, οι πιστοί έχουν και τη συμμαχία της Παρθένου, η οποία χωρίς ανθρώπινη σπορά έγέννησε το Χριστό. Η Παρθενομήτωρ εκδυσωπεί τον Υιό για τα αμαρτήματα των ανθρώπων, ο οποίος, κινούμενος από το άπειρό του έλεος και θέλοντας να σώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία, προσέλαβε από την ολοκάθαρη φύση της, το ξένο προς τη θεότητα στοιχείο, την ανθρώπινη φύση του.

(+Ανδρέα Θεοδώρου, Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Χαίρε Νύμφη, Ανύμφευτε», εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 68-76.)

Ἀκάθιστος Ὕμνος

κάθιστος μνος εναι «Κοντάκιον». «Κοντάκια» παλαιότερα λέγοντο λόκληροι μνοι, νάλογοι πρς τος «Κανόνες». νομασία φείλεται μλλον στ κοντ ξύλο π το ποίου τυλίσσετο μεμβράνη πο περιεχε τν μνο. Τ πρτο τροπάριο λέγετο «προοίμιο» «κουκούλιο» κα τ κολουθοντα λέγοντο «οκοι», σως διότι λόκληρος μνος θεωρετο ς σύνολο οκοδομημάτων φιερωμένων στ μνήμη κάποιου γίου. Κοντάκιο λέγεται συνήθως σήμερα τ πρτο τροπάριο νς τέτοιου μνου.
κάθιστος μνος περιέχει προοίμιο κα 24 «οκους». Τ προοίμιό του σήμερα εναι τό: «Τ περμάχω Στρατηγ».
«κροστιχίδα» το μνου εναι λφαβητική, δηλαδ κολουθε τ σειρ τν γραμμάτων Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄ ως Ω΄.
 «φύμνιο» λέγεται τελευταία φράσις το μνου πο παναλαμβάνει λαός.  «φύμνια» κάθιστος μνος χει δυό: Τ «Χαρε, Νύφη νύμφευτε» στος περιττος «οκους» (1,3,5,7,κτλ) κα τ «λληλούϊα» στος ρτίους (2,4,6,8 κτλ).
κάθιστος μνος ρχίζει μ τν Εαγγελισμ τς Θεοτόκου κα πειτα ναφέρεται σ λλα γεγονότα, πως τς σαρκώσεως το Κυρίου, τς θεώσεως τν νθρώπων κα τς θεομητορικς ξίας τς Θεοτόκου.
Ποιητς πο ν μν πιδέχεται ντιρρήσεις δν δόθηκε μέχρι σήμερα. Ο περισσότεροι θεωρον τν μνο ς ργο το Ρωμανο το Μελδο.
Κατ τ τος 626 Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε π τος Πέρσες κα βάρους. βασιλέας ράκλειος πουσίαζε στ Μικρ σία σ πόλεμο κατ τν Περσν. Τότε φρούραρχος Βνος μαζ μ τν Πατριάρχη Σέργιο νέλαβαν τν περάσπιση τς ατοκρατορίας. Πατριάρχης περιέτρεχε τ πόλη μ τν εκόνα τς Παναγίας κα νεθάρρυνε τ πλήθη κα τος μαχητές. Ξαφνικ γινε φοβερς νεμοστρόβιλος πο κατέστρεψε τν χθρικ στόλο κα τ νύκτα τς 7ης πρς τν 8η Αγούστου, ναγκάσθηκαν ν φύγουν πρακτοι. λας πανηγυρίζοντας τ σωτηρία του, συγκεντρώθηκε στ Να τς Παναγίας τν Βλαχερνν κα λοι ρθιοι ψαλλαν τν π τότε λεγόμενο «κάθιστο» μνο στν Παναγία, ποδίδοντας τ «νικητήρια» κα τν εγνωμοσύνη τους στν «περμάχω Στρατηγ».
κάθιστος μνος ψάλλεται π τότε τμηματικ στς πρτες τέσσερις Παρασκευς τς Μεγάλης Σαρακοστς κα λόκληρος τν Πέμπτη βδομάδα τν Νηστειν. κάθιστος μνος εναι να ριστούργημα τς παγκοσμίου θρησκευτικς ποιήσεως κα δημοφιλέστατος.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 525 μ.Χ. καὶ ἦταν υἱὸς εὐσεβοῦς καὶ εὔπορης οἰκογένειας. Ἔλαβε πλούσια μόρφωση, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀποκαλοῦσαν «σχολαστικό», ἀλλὰ σὲ ἡλικία δεκαέξι ἐτῶν, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο, παραδόθηκε στὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Γέροντος Μαρτυρίου, στὸ ὄρος Σινᾶ, ὅπου ἔμεινε μέχρι τὸ θάνατό του.
Στὴν συνέχεια ἐπισκέφθηκε μοναχικὲς κοινότητες στὴ Σκήτη καὶ Ταβέννιση τῆς Αἰγύπτου, ἀργότερα δὲ ἐγκαταστάθηκε σὲ κελὶ τῆς ἐρήμου τοῦ Σινᾶ, ποὺ ἀπεῖχε δύο ὧρες ἀπὸ τὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης.
Ὁ βιογράφος τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου, Δανιὴλ ὁ Ραϊθηνός, μᾶς δίνει μερικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν βίο του, κυρίως ὅμως μᾶς παρουσιάζει τὸ πῶς ἀναδείχθηκε δεύτερος Μωϋσῆς καθοδηγώντας τοὺς νέους Ἰσραηλίτες ἀπὸ τὴν γῆ τῆς δουλείας στὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Μὲ τὴν λίγη τροφὴ νίκησε τὸ κέρας τοῦ τύφου τῆς οἰήσεως καὶ τῆς κενοδοξίας, πάθη πολὺ λεπτὰ καὶ δυσδιάκριτα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐμπλέκονται στὶς κοσμικὲς ἐνασχολήσεις. Μὲ τὴν ἡσυχία, νοερὰ καὶ σωματική, ἔσβησε τὴν φλόγα τῆς καμίνου τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας. Μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν δικό του ἀγώνα ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὴν δουλεία στὰ εἴδωλα. Ἀνέστησε τὴν ψυχή του ἀπὸ τὸν θάνατο ποὺ τὴν ἀπειλοῦσε. Μὲ τὴν ἀπονέκρωση τῆς προσπάθειας καὶ μὲ τὴν αἴσθηση τῶν ἀΰλων καὶ οὐρανίων ἔκοψε τὰ δεσμὰ τῆς λύπης. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔγινε ὁ κατεξοχὴν ἄνθρωπος, ὁ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ πλασμένος καὶ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἀνακαινισμένος. Καὶ μὲ ὅσα ἔγραψε δὲν μετέφερε σὲ ἐμᾶς μόνο τὶς ἀνθρώπινες γνώσεις ἀλλὰ τὴν ἴδια του τὴν ὕπαρξη, γι’ αὐτὸ ὁ λόγος του εἶναι ἀφοπλιστικὸς καὶ θεραπευτικός.
Μετὰ ἀπὸ σαράντα χρόνια ἄσκηση στὴν ἔρημο, σὲ προχωρημένη πλέον ἡλικία, ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς μονῆς Σινᾶ, ἐνῷ πρὸς τὸ τέλος τοῦ βίου του ἀποσύρθηκε πάλι στὴν ἔρημο, ὅπου κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία ἑβδομήντα ἐτῶν, κατὰ τὸ ἔτος 600 μ.Χ.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται, ἐπίσης, τὴν Δ’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔγραψε δύο περίφημα συγγράμματα: τὴν «Κλίμακα» καὶ τὸ «Λόγο πρὸς τὸν Ποιμένα». Ἡ «Κλίμακα» εἶναι συνέχεια τῶν ἡσυχαστικῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης παρουσιάζει τὰ στάδια τῆς τελειώσεως σὲ τριάντα κεφάλαια. Τὴν ἰδέα τῆς κλίμακος ἐμπνεύστηκε ἀπὸ τὸ ὅραμα τοῦ Ἰακώβ, τὸν δὲ ἀριθμὸ τριάντα ἀπὸ τὴν ἡλικία τῆς ὡριμότητας κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἄρχισε τὴν δημόσια δράση Του.Κατ’ ἀρχὰς περιγράφει τὸ πρῶτο στάδιο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ποὺ συνίσταται στὴν ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀπὸ καθετὶ ποὺ ὑπενθυμίζει τὸν κόσμο, τὴν ξενιτεία. Ἔπειτα ἔρχεται ἡ περιγραφὴ τοῦ ἀγῶνος τοῦ ἀσκητοῦ, μεταξὺ τῶν ἀρετῶν καὶ κακιῶν, οἱ ὁποῖες περιγράφονται ἀνάμεικτες: λύπη, ὑπακοή, μετάνοια, μνήμη θανάτου, κατὰ Θεὸν πένθος, ἀοργησία, μνησικακία, καταλαλιά, σιωπή. Τὰ τελευταία κεφάλαια ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ἐν ἀγάπῃ τελείωση, τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἐσωτερικὴ προσευχή.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.Θείαν κλίμακα, ὑποστηρίξας, τὴν τῶν λόγων σου, μέθοδον πᾶσι, Μοναστῶν ὑφηγητὴς ἀναδέδειξαι, ἐκ πρακτικῆς Ἰωάννη καθάρσεως, πρὸς θεωρίας ἀνάγων τὴν ἔλαμψιν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμὶν τὸ μέγα ἔλεος

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή και ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος (Μητροπ. Αnthony Bloom)

Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι περίοδος μετανοίας, περίοδος κατά την οποία η πέτρινη καρδιά μας πρέπει, με τη χάρη του Θεού να γίνει σάρκινη, και από αναίσθητη να γίνει αισθαντική, από ψυχρή και σκληρή να γίνει ζεστή και ανοιχτή προς τους άλλους και, κυρίως, προς τον ίδιο το Θεό.
Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι καιρός ανανέωσης, όπου καθετί -όπως γίνεται την άνοιξη, κάνει μια καινούρια αρχή· και η ανήλια ζωή μας ζωντανεύει και πάλι με όλη την ένταση την οποία ο Θεός μπορεί να δώσει σ’ εμάς τους ανθρώπους, κάνοντάς μας διά των Αχράντων Μυστηρίων και των πλουσίων δωρεών Του κοινωνούς του Αγίου Του Πνεύματος, κοινωνούς θείας φύσεως.
Είναι εποχή συμφιλίωσης και η συμφιλίωση είναι χαρά· η χαρά του Θεού και η δική μας χαρά· ένα νέο ξεκίνημα!
Θέλω να σας διαβάσω μερικές  φράσεις του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, τόσο σχετικές με την ιδιαιτερότητα της περιόδου που διάγουμε· «Η μετάνοια, δηλαδή η επιστροφή μας στον Θεό, είναι ανανέωση του βαπτίσματός μας· είναι ανανέωση της συνθήκης μας με τον Θεό, της υπόσχεσης μας να αλλάξουμε τη ζωή μας. Είναι περίοδος κατά την οποία μπορούμε να αποκτήσουμε την ταπείνωση, η οποία είναι ειρήνη· ειρήνη με τον Θεό, ειρήνη με τον εαυτό μας, ειρήνη με όλο τον κτιστό κόσμο. Η μετάνοια γεννιέται από την ελπίδα, όταν δηλαδή απορρίψουμε την απόγνωση. Και εκείνος που μετανοεί, είναι κάποιος που αξίζει την καταδίκη -ωστόσο αναχωρεί από το δικαστήριο χωρίς ντροπή, επειδή η μετάνοια είναι η ειρήνη μας με τον Θεό. Κι αυτό επιτυγχάνεται μέσα από μια ζωή αντάξια, που αποξενώθηκε από τις αμαρτίες που διαπράτταμε στο παρελθόν. Μετάνοια είναι το καθάρισμα της συνειδήσεως μας. Μετάνοια σημαίνει ολοκληρωτική απαλλαγή από τη λύπη και τον πόνο».
Κι αν αναρωτηθούμε πώς θα το πετύχουμε αυτό, πώς θα φθάσουμε εκεί, πώς μπορούμε να ανταποκριθούμε στον Θεό που μας δέχεται όπως ο Πατέρας της παραβολής δέχθηκε τον άσωτο γιό του, σ’ ενα Θεό που μας περιμένει με λαχτάρα και που ενώ Τον απορρίψαμε. Εκείνος δεν απομακρύνθηκε ποτέ από κοντά μας, αξίζει να ακούσουμε αυτά τα λίγα λόγια για την προσευχή·  «Στην προσευχή μη χρησιμοποιείτε επιτηδευμένες λέξεις, διότι, συχνά το απλό και ανεπιτήδευτο ψέλλισμα των παιδιών είναι εκείνο που ευφραίνει τον ουράνιο Πατέρα μας. Οταν μιλάτε στον Θεό, μην προσπαθείτε να πείτε πολλά, διότι διαφορετικά, ο νους, αναζητώντας τις λέξεις θα χαθεί σ’ αυτές. Η μια λέξη που ψιθύριζε ο Τελώνης του έφερε το ελεος του Θεου· μία λέξη γεμάτη πίστη εσωσε τον ληστή πάνω στον Σταυρό. Η ποικιλία των λέξεων ὅταν προσευχόμαστε διασκορπίζει τόν νοῦ καί ἐξάπτει τή φαντασία. Η μια λέξη που απευθύνουμε στο Θεό συμμαζεύει το νου στην παρουσία Του. Κι αν στην προσευχή σου, αυτή η μία λέξη σε αγγίζει μέσα σου, αν τη νιώθεις βαθιά, μείνε σ’ αυτήν, μείνε, γιατί κάτι τέτοιες στιγμές ο φύλακας Άγγελος μας προσεύχεται μαζί μας, επειδή είμαστε αληθινοί με τον εαυτό μας και με το Θεό».
Ας μην ξεχάσουμε τα λόγια αυτά του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, ακόμη κι αν ξεχάσουμε τα δικά μου σχόλια που για ευκολία δική σας πρόσθεσα, ώστε να γίνει το κείμενο ευκολότερα κατανοητό. Ας θυμόμαστε τα λόγια του, γιατί ήταν άνθρωπος που ήξερε τι σημαίνει να στρέφεσαι στο Θεό, να μένεις στο Θεό, να είσαι η χαρά του Θεού και να ευφραίνεσαι εν Αυτώ. Μας προσφέρεται αυτή την περίοδο, καθώς ανεβαίνουμε προς τις ημέρες του Πάθους, ως παράδειγμα του τί μπορεί να κάνει η χάρη του Θεού για να μεταμορφώσει έναν απλό και συνηθισμένο άνθρωπο σε φως του κόσμου.
Ας μάθουμε απ’ αυτόν, ας ακολουθήσουμε το παράδειγμά του, ας χαρούμε βλέποντας πως μπορεί να ἐργαστεί η δύναμη του Θεού μέσα στον άνθρωπο και, με πίστη, με εμπιστοσύνη, με χαρά θριαμβική αλλά και ειρηνική ας ακολουθήσουμε τη συμβουλή του, ας ακούσουμε το Θεό να μας παρακαλεί να βρούμε το δρόμο της ζωής και να μας λέει ότι μαζί μ’ Αυτόν και εν Αυτώ όντως θα ζήσουμε, επειδή Αυτός είναι η Αλήθεια και η οδός και η Αιώνιος Ζωή.

(Αnthony Bloom , «Στο  Φως της κρίσης του Θεού,  πορεία από το τριώδιο στην ανάσταση», εκδ. «Εν πλω»)

Τί γιατρό θέλουμε;

Ένας ισχυρός βασιλιάς άκουσε για έναν άγιο ιερέα, πως έχει θεραπευτικές ικανότητες. Τον κάλεσε, λοιπόν, μήπως τον Βοηθήσει να αντιμετωπίσει τους δυνατούς πόνους στην σπονδυλική του στήλη.
-Ο Θεός θα μας βοηθήσει, είπε ο άγιος άνθρωπος, όταν έφθασε. Προτείνω στην μεγαλειότητά Σας να εξομολογηθείτε τώρα. Γιατί η εξομολόγηση βοηθά τον άνθρωπο στην αντιμετώπιση των προβλημάτων του, και προ παντός τον απαλλάσσει από πολλές ενοχές και τύψεις, συμφιλιώνοντάς τον με το Θεό.
Ο βασιλιάς, δυσαρεστημένος από μια τέτοια υποχρέωση, είπε:
-Δεν θέλω να μιλήσω για τέτοια ζητήματα. Χρειάζομαι κάποιον που θα με θεραπεύσει χωρίς ερωτήσεις.
Ο ιερέας έφυγε και επέστρεψε λίγο αργότερα, έχοντας μαζί του έναν άλλον άνθρωπο.
-Εγώ πιστεύω πως ο λόγος και η αποκατάσταση της σχέσης μας με το Θεό μπορεί να μας ανακουφίσει από τον πόνο και να μας βοηθήσει -ενδεχομένως- να βρούμε τον σωστό δρόμο προς τη θεραπεία. Σεις. όμως, δεν θέλετε να συζητήσουμε· και έτσι δεν μπορώ να σας βοηθήσω. Να, όμως ο άνθρωπος που χρειάζεσθε: ο φίλος μου είναι κτηνίατρος και συνήθως δεν κουβεντιάζει με τους ασθενείς του (!!).
***
Εμείς θα λέγαμε: πολύ δηκτικός και σκληρός ο λόγος του παπά! Και ίσως, σε υπερήφανους απόλυτους άρχοντες, να χρειάζονται και κάτι τέτοια. Όμως. το θέμα, που παραμένει ανοιχτό για όλους μας, είναι:
Θέλουμε από το Θεό γρήγορες και προπαντός εύκολες λύσεις στα προβλήματά μας. Αλλά μας διαφεύγει της προσοχής ότι η ταραχή και η θλίψη μας μπορεί να οφείλονται στις αμαρτίες μας! Εφόσον η συγχώρηση των αμαρτιών είναι εντολή του Χριστού και χάρισμα που δόθηκε στους αποστόλους (Ιωάν. 20, 23) και φυσικά στους διαδόχους τους ιερείς και αρχιερείς, είναι πολύ εύκολο να δοκιμάσουμε τη «συνταγή» του Χριστού για την εξομολόγηση. Να μιλήσουμε δηλ. σε ιερέα-πνευματικό.
Υπάρχει και κάτι ακόμη που γίνεται στην εξομολόγηση. Ο Χριστός είπε στους αποστόλους λίγο πριν την ανάληψή Του:
-Να κάνετε μαθητές Μου όλα τα έθνη. Να τους βαπτίζετε στον όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και να τους διδάσκετε να τηρούν και αυτοί όλα εκείνα που έχω είπει σε σας (Ματθ. 28, 19-20).
Συνεπώς, ο ιερέας-εξομολόγος μπορεί να είναι και προσωπικός διδάσκαλος στην πνευματική ζωή. Δηλ. πραγματικός πνευματικός ιατρός, με τις οδηγίες του οποίου μπορεί ο χριστιανός να νικήσει τις αμαρτίες και τις αδυναμίες του.
Τώρα, λοιπόν, που διανύουμε την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ας αναζητήσουμε (αν δεν έχουμε ήδη βρει) ιερέα-πνευματικό, ικανό στα λόγια και στα έργα του Ευαγγελίου και στις πνευματικές συμβουλές· και έτσι να αρχίσουμε δυναμικά την πνευματική μας θεραπεία.
Αρχιμ. Ν. Κ.
(πηγή: «Λυχνία Νικοπόλεως», Μάρτιος 2012)

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Ὁ Ἅγιος Μάρκος Ἐπίσκοπος Ἀρεθουσίων

Ὁ Ἅγιος Μάρκος ἤκμασε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Κωνσταντίου (337 – 361 μ.Χ.) καὶ τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.). Ἦταν Ἐπίσκοπος Ἀρεθουσίων. Τὸ ἔτος 341 μ.Χ. συμμετεῖχε στὴν Σύνοδο τῆς Ἀντιόχειας. Στὰ Πρακτικὰ μάλιστα αὐτῆς, διασώζεται «Ἔκθεσις Πίστεως Μάρκου Ἀρεθουσίων». Τὸ ἑπόμενο ἔτος συμμετεῖχε στὴν ἀντιπροσωπεία Ἐπισκόπων, ἡ ὁποία μετέβη στὰ Τρέβηρα γιὰ νὰ συναντήσει τὸν αὐτοκράτορα Κώνσταντα. Τὸ ἔτος 343 μ.Χ. ἔλαβε μέρος στὴν Σύνοδο τῆς Φιλιππουπόλεως καὶ τὸ ἔτος 351 μ.Χ. στὴν Σύνοδο τοῦ Σιρμίου, ἡ ὁποία καταδίκασε τὸν Φωτεινό, Ἐπίσκοπο Σιρμίου, ὡς ὀπαδὸ τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου Ἀγκύρας, Μαρκέλλου. Τὸν συναντᾶμε, ἐπίσης, στὴν Σύνοδο τῆς Σελευκείας  τῆς Ἰσαυρίας, τὸ ἔτος 358 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Μάρκος ἀναδείχθηκε μεγάλος διώκτης τῆς εἰδωλολατρίας καὶ ὁδήγησε μὲ τὸν φιλόθεο βίο καὶ τὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμά του πολλοὺς Ἐθνικοὺς στὴν ἀληθινὴ πίστη. Μὲ τὴν προτροπή του δὲ οἱ Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι προέρχονταν ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν Ἐθνικῶν, γκρέμισαν ἕναν εἰδωλολατρικὸ ναό. Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης ἀπαιτοῦσε ἀπὸ τὸν Ἅγιο ἢ νὰ δώσει ἀποζημίωση γιὰ τὸν κατεστραμμένο ναὸ ἢ νὰ τὸν ξαναοικοδομήσει. Γι’ αὐτό, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν σύλληψη πολλῶν Χριστιανῶν γιὰ τὸ συγκεκριμένο γεγονός, παρουσιάσθηκε μόνος του στὶς ἀρχὲς ποὺ τὸν καταδίωκαν, τὸ 363 μ.Χ.
Τὸ μαρτύριο καὶ τὰ βασανιστήρια, τὰ ὁποῖα ὑπέστη ὁ Ἅγιος Μάρκος, χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὸν Θεοδώρητο Κύρου ὡς πραγματικὴ τραγωδία. Νὰ πῶς περιγράφει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου: «Ὁδηγοῦσαν τὸν γέροντα Ἐπίσκοπο, τὸν ἐθελοντὴ ἀθλητή, διὰ μέσου τῆς πόλεως καὶ σὲ ὅλους ἦταν σεβαστὸς γιὰ τὴν πολιτεία του, πλὴν τῶν διωκτῶν καὶ τυράννων, ποὺ ἀγωνίζονταν πῶς νὰ ὑπερβάλλουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον στὴν θρασύτητα κατὰ τοῦ πρεσβύτου. Τὸν ἔσυραν διὰ μέσου πλατειῶν, τὸν ὠθοῦσαν πρὸς ὑπονόμους, τὸν ἔσυραν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ γένια. Δὲν ὑπῆρχε μέλος τοῦ σώματός του ποὺ νὰ μὴν ὑπέστη μαζὶ μὲ τὶς κακώσεις καὶ ταπείνωση. Τὸν ὕψωναν μετέωρο ἀπὸ τὰ πόδια καὶ μὲ τὶς μυτερὲς γραφίδες ἔκαναν παιχνίδι τους τὴν τραγωδία. Τοῦ τρυποῦσαν τὰ αὐτιά… Τὸν κρέμασαν ψηλὰ μέσα σὲ δίχτυ καὶ τὸν ἄλειψαν μὲ μέλι καὶ ἁλάτι. Οἱ σφίγγες καὶ οἱ μέλισσες τὸν κεντοῦσαν, ἐνῷ τὸ καταμεσήμερο ὁ ἥλιος μὲ τὶς καυστικές του ἀκτίνες αὔξανε τὴν φλόγωση».
Ὁ Ἅγιος Μάρκος τὰ ὑπέμεινε ὅλα μὲ καρτερία καὶ ἀνεξικακία. Εὐχαριστοῦσε καὶ δοξολογοῦσε τὸ Ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ὁ ὕπαρχος τῆς πόλεως Ἀρεθούσης θαύμασε τὴν γενναιότητα καὶ τὴν πνευματικὴ ἀνδρεία τοῦ Ἁγίου Μάρκου καὶ ἐξέφρασε τὴν ἔντονη δυσαρέσκειά του πρός τὸν αὐτοκράτορα Ἰουλιανὸ γιὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Ἁγίου. Ζήτησε δὲ μάλιστα τὴν ἀπελευθέρωσή του. Ὁ Ἅγιος ὄχι μόνο ἐλευθερώθηκε, ἀλλὰ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ βάπτισε Χριστιανοὺς καὶ τοὺς διῶκτες του.Ὁ Ἅγιος Μάρκος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.Ἀρεθουσίων ὁ σοφὸς Ποιμενάρχης, ὑπὲρ Χριστοῦ Μᾶρκε στερρῶς ἠνωνίσω, ἐν τῇ Φοινίκῃ δὲ ὦ Κύριλλε Διάκονε, Μάρτυς ὤφθης ἔνθεος, καὶ ἐν Γάζῃ τῇ πόλει, ἅμα καὶ Ἀσκάλωνι, Ἱερεῖς θεοφόροι, μετὰ Γυναίων ἤθλησον σεμνῶν· οὓς ὡς ὁπλίτας, Χριστοῦ μακαρίσωμεν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.Τὸν Χριστὸν δοξάσαντες, ἀθλητικαῖς ἀριστείαις, Μᾶρκε Πάτερ Ὅσιε, σὺν τῷ Λευΐτῃ Κυρίλλῳ, ἅμα δέ, ταῖς ἐν Ἀσκάλωνι καὶ τῇ Γάζῃ, χάριτι, ἀνδρισαμέναις κατὰ τῆς πλάνης, ἐδοξάσθητε ἀξίως, καὶ τῶν Ἀγγέλων χοροῖς συνήφθητε.

Μεγαλυνάριον.Τῶν Ἀρεθουσίων χαῖρε ποιμήν, Μᾶρκε θεηγόρε· χαῖρε Κύριλλε ἱερέ· χαῖρε τῶν Ἁγίων, Γυναίων ἡ χορεία, Μαρτύρων χαῖρε στῖφος, τὸ ἱερώτατον.

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

ΨΥΧΗ ΜΟΥ, ΨΥΧΗ ΜΟΥ.

Μεγάλος Κανόνας: Δεν είναι τίποτα αλλο παρά ένα κύκνειο ᾆσμα, ἕνας θρῆνος προθανάτιος, ἕνας θρηνητικός μονόλογος

Ὁ ποιητής βρίσκεται στό τέλος τῆς ζωῆς του. Αἰσθάνεται ὅτι οἱ ἡμέρες του εἶναι πιά ὀλίγες, ὁ βίος του ἔχει περάσει. Ἀναλογίζεται τόν θάνατο καί τήν κρίσι τοῦ δικαίου Κριτοῦ, πού τόν ἀναμένει. Καί ἔρχεται νά κάμῃ μία ἀναδρομή, μία ἀνασκόπησι τοῦ πνευματικοῦ του κόσμου. Κάθεται νά συζητήσῃ μέ τήν ψυχή του. Ὁ ἀπολογισμός ὅμως δέν εἶναι ἐνθαρρυντικός. Ὁ βαρύς κλοιός τῆς ἁμαρτίας τόν συμπνίγει. Ἡ συνείδησις τόν ἐλέγχει. Καί ὁ ποιητής θρηνεῖ διαρκῶς γιά τήν ἄβυσσο τῶν κακῶν του πράξεων.Στόν θρῆνο αὐτό συμπλέκεται ἡ ἀναδρομή στήν Ἁγία Γραφή. Αὐτό κυρίως δίδει τήν μεγάλη ἔκταση στό ποίημα. Ὁ σύνδεσμος ὅμως τοῦ θρήνου μέ τήν Ἁγία Γραφή εἶναι πολύ φυσικός. Σάν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ὁ ποιητής ἀνοίγει τό βιβλίο τοῦ Θεοῦ γιά νά ἀξιολογήσῃ τά πεπραγμένα του. Ἐξετάζει ἕνα πρός ἕνα τά παραδείγματα τοῦ ἱεροῦ βιβλίου. Τό ἀποτέλεσμα τῆς συγκρίσεως εἶναι κάθε φορά τρομερό καί αἰτία νέων θρήνων. Ἔχει μιμηθῆ ὅλες τίς κακές πράξεις τῶν ἡρώων τῆς ἱερᾶς ἱστορίας, ὄχι ὅμως καί τίς καλές πράξεις τῶν Ἁγίων. Δέν τοῦ μένει παρά ἡ μετάνοια, ἡ συντριβή καί ἡ καταφυγή στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί ἀνοίγει ἡ αἰσιόδοξος προοπτική τοῦ ποιητοῦ. Βρῆκε τήν θύρα τοῦ Παραδείσου, τήν μετάνοια. Καρπούς μετανοίας δέν ἔχει νά παρουσιάσῃ·προσφέρει ὅμως στόν Θεό τή συντετριμένη του καρδιά καί τήν πνευματική του πτωχεία. Τά βιβλικά παραδείγματα τοῦ Δαυίδ, τοῦ τελώνου, τῆς πόρνης καί τοῦ ληστοῦ τόν ἐνθαρρύνουν, Ὁ Κριτής θά εὐσπλαγχνισθῇ καί αὐτόν, πού ἁμάρτησε πιό πολύ ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους.

Θησαυρός μετανοίας.(Κατανυκτική ερμηνεία τροπαρίων του Μεγάλου Κανόνος του αγίου Ανδρέου Κρήτηςαπό τον αρχιεπίσκοπο Μύρων Ιωάννη τον Λίνδιο (+1796)

Π Ρ Ω Τ Η  Ω Δ Η
Τ ρ ο π ά ρ ι ο Ι Θ ΄
Τά εκούσια, Σωτήρ,
καί τα ακούσια πταίσματά μου
καί τα φανερά
καί κρυπτά και γνωστά
καί άγνωστα πάντα
συγχωρήσας ως Θεός,
ιλάσθητι καί σώσον με.
Τα θεληματικά, Σωτήρα μου,
καί τα ΄αθέλητα σφάλματά μου
καί τα φανερά
καί τα κρυφά καί τα γνωστά
καί τ΄ άγνωστα, όλα
συγχώρησέ τα, ως Θεός.
Σπλαχνίσου με και σώσε με.
Η υπερβολική αγάπη του Θεού στον μετανοούντα άνθρωπο.
Τα είδη της μετάνοιας και τα είδη των αμαρτημάτων.
Δεν έχει τόσο μεγάλη αγάπη καί τόσο φλογερό έρωτα ο γαμπρός για τη νύφη, όση αγάπη καί όσον έρωτα έχει ο αληθινός και γλυκύτατος Νυμφίος των ψυχών μας, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, για έναν αμαρτωλό, πού επιστρέφει από την πλάνη με γνήσια μετάνοια. Τον αγκαλιάζει αόρατα, σάν Πατέρας φιλόστοργος, τον καταφιλάει γλυκά, κάνει για χάρη του στους ουρανούς γιορτή, πανηγύρι μεγάλο, όπως βεβαιώνει ο ίδιος στο Ευαγγέλιο: “Χαρά γίνεται στον ουρανό για τη μετάνοια ενός αμαρτωλού”
(Λουκ. 15:7).
Ένας άνθρωπος, πάντως, πού είναι για πολύ καιρό υποταγμένος σε αμαρτωλά πάθη, δεν θα μπορέσει να ελευθερωθεί απ΄ αυτά καί να μετανοήσει γνήσια, έστω κι αν το αποφασίσει, αν δεν λάβει απ΄ το Θεό το χάρισμα της μετάνοιας. Αλλά το χάρισμα αυτό δεν δίνεται στον αμαρτωλό, αν πρώτα δεν το ζητήσει επίμονα καί επίπονα από τον ελεήμονα και φιλάνθρωπο Κύριο. “Ζητάτε”, λέει, “καί θα σας δοθεί, χτυπάτε την πόρτα καί θα σας ανοιχθεί” (Ματθ. 7:7). Κανένα ουράνιο χάρισμα δεν μας δίνει ο Θεός,
αν εμείς δεν το ζητάμε με επιμονή, για να μήν παραβιάσει το αυτεξούσιο καί την ελευθερία μας. Μας δίνει, όμως, πολλές αφορμές, για να ζητάμε τη χάρη Του. Έτσι, με παραχώρησή Του, βρίσκουν από τη μια τους δικαίους θλίψεις και πειρασμοί διάφοροι, πού πολλές φορές φτάνουν στα όρια της ανθρώπινης αντοχής, καί από την άλλη τους
αμαρτωλούς συμφορές, αρρώστιες, κίνδυνοι και αναποδιές, ώστε, αναγκασμένοι απ΄ όλα αυτά, να έρχονται σε μετάνοια, ν΄ αφήνουν κάθε κακία καί να προστρέχουν στου Θεού το έλεος, ζητώντας τη χάρη καί τη βοήθειά Του.
Η μετάνοια, αγαπητοί μου, με κριτήριο την προσέλευσή της, είναι δύο ειδών.
Εκείνη που προέρχεται από την ελεύθερη βούλησή μας -όταν κραυγάζουμε το,“Αμάρτησα!”, καί τρέχουμε στους πνευματικούς μας πατέρες για να εξομολογηθούμε τις αμαρτίες μας. Και εκείνη που προέρχεται από το Θεό, πού δίνεται χαρισματικά απ΄ Αυτόν- όταν ολότελα και ολόψυχα μισήσουμε τις αμαρτίες πού εξομολογηθήκαμε, χύνοντας δάκρυα κατανυκτικά στη θύμησή τους. Η κατάνυξη τούτη είναι σημάδι φανερό της συγχωρήσεως καί της σωτηρίας μας.
Πρέπει, όμως, να ξέρουμε, ότι καί τ΄ αμαρτήματα διακρίνονται σε διάφορα είδη.Άλλα είναι εκούσια, δηλαδή θεληματικά, καί άλλα ακούσια, δηλαδή αθέλητα. Άλλα είναι φανερά, εκείνα δηλαδή πού βλέπουν οι άνθρωποι, και άλλα κρυφά, εκείνα πού δεν γίνονται μπροστά στα μάτια των άλλων. Άλλα πάλι είναι γνωστά, εκείνα δηλαδή πού, κι αν δεν τα είδαν οι άνθρωποι, ωστόσο τα γνωρίζουν, και άλλα άγνωστα, εκείνα που σκεπάζονται με το πέπλο της υποκρισίας. Γιατί συχνά ένας άνθρωπος άλλος φαίνεται
και άλλος είναι στην πραγματικότητα. Ενώ φαίνεται δίκαιος, καλοσυνάτος και ενάρετος, εσωτερικά είναι γεμάτος κακία και δολιότητα. Πολύμορφο ζώο, βλέπετε, είναι ο άνθρωπος.
Όλα τ΄ αμαρτήματα, πάντως, που διαπράττουμε με τη διάνοια, τα λόγια και τα έργα, εκούσια ή ακούσια, γνωστά ή άγνωστα, φανερά ή κρυφά, είναι γυμνά και τρανά μπροστά στα φοβερά θεία Μάτια, πού βλέπουν τα πάντα. Καί αν δεν απαλλαγούμε απ΄ αυτά όσο ακόμα βρισκόμαστε στη ζωή με τέλεια αποχή και εξομολόγηση, τη φοβερή μέρα της Κρίσεως θα διαλαληθούν μπροστά σε μυριάδες αγγέλων καί ανθρώπων. Τότε όχι μόνο θα καταντροπιαστούμε, μα καί θα υποστούμε την αιώνια κόλαση.
Ας εξομολογηθούμε, λοιπόν, στον πνευματικός μας πατέρα, με τη σταθερή
απόφαση να μήν ξανακάνουμε τα ίδια αμαρτήματα, καί ας παρακαλέσουμε τον Κύριο να μας δώσει το χάρισμα της κατανυκτικής μετάνοιας, πού γεννάει τα θερμά δάκρυα.
Έτσι θα έχουμε πάντα κοντά μας ιλαρό και στοργικό τον φιλόψυχο Δεσπότη μας. Με τη χάρη Εκείνου θα πετύχουμε την ψυχική μας σωτηρία καί θ΄ αξιωθούμε να σταθούμε στα δεξιά Του μαζί με τους αγίους όλων των αιώνων. Αμήν, αμήν!
Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Η Ω Δ Η
Τ ρ ο π ά ρ ι ο Κ Ζ ΄
Φιλάνθρωπε, ο πάντας θέλων σωθήναι,
Σύ ανακάλεσαί με
και δέξαι ως αγαθός
μετανοούντά με.
Φιλάνθρωπε, Εσύ που θέλεις όλοι να σωθούν,
φέρε με πάλι κοντά Σου
και δέξου, ως αγαθός,
τη μετάνοιά μου.
Για ποιο σκοπό έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο.
Γιατί οι δαίμονες δεν μπορούν να μετανοήσουν.
Ο Θεός δεν έπλασε τον άνθρωπο γι΄ άλλο σκοπό, παρά μόνο για να τον
καταστήσει μέτοχο της βασιλείας Του. Και όταν το πλάσμα Του, με τη γνωστή
παράβαση, ξέπεσε από την υπέρφωτη χάρη Του, πάλι θέλησε, με την ένσαρκη οικονομία
του Υιού Του, να του δώσει την πρότερη παραδείσια ομορφιά και στη συνέχεια την ουράνια βασιλεία, όπως και έγινε.
Δεν σώθηκαν, βέβαια, ούτε σώζονται όλοι οι άνθρωποι. Πολλοί είναι εκείνοι που δεν θα σωθούν, όπως βεβαίωσε ο Κύριος (Λουκ. 13:23-24). Και γι΄ αυτό δεν φταίει
Εκείνος, αλλά η κακή προαίρεση όσων δεν θα σωθούν. Γιατί ο Θεός, λέει ο σοφός Σειράχ, «εξαρχής δημιούργησε αυτεξούσιο τον άνθρωπο και τον άφησε στην ελεύθερηθέληση και διάθεσή του» (15:14). Δεν τον αναγκάζει, λοιπόν, να σωθεί. Χρησιμοποιεί, ωστόσο, πολλούς και πάνσοφους τρόπους για να του εμπνεύσει τον πόθο της σωτηρίας, για να τον ελκύσει κοντά Του, για να τον βάλει στη βασιλεία Του. Γιατί, ως πανάγαθος και φιλάνθρωπος, όχι μόνο δεν ευχαριστιέται με την απώλεια του ανθρώπου, αλλά και
χαίρεται και ευφραίνεται υπερβολικά, όταν τον βλέπει να επιστρέφει.
Αν ήταν δυνατόν να μετανοήσουν από την κακία τους και οι δαίμονες, ο Θεός θα πανηγύριζε. Μαζί Του θα πανηγύριζαν και οι άγιοι άγγελοι για τη σωτηρία εκείνων, που κάποτε ήταν ομοούσιοι αδελφοί τους. Επειδή, όμως, η πεσμένη ασώματη φύση των δαιμόνων έχει παγιωθεί στο κακό, τα πονηρά αυτά πνεύματα είναι ολότελα ανεπίδεκτα
μετάνοιας. Έχουν ταυτιστεί οριστικά με την κόλαση, από την οποία δεν μπορούν να μεταπηδήσουν στη βασιλεία του Θεού.
Έτσι, ο πανάγαθος Κύριος έστρεψε όλη Του την αγάπη στη σωτηρία των
αμαρτωλών ανθρώπων. Και καθώς χαίρεται ένας στοργικός πατέρας, όταν ξαφνικά δει τον πολυαγαπημένο του γιο να ελευθερώνεται από πολυχρόνια σκλαβιά και να γυρίζει στο πατρικό σπίτι, όπου βρίσκει ασφάλεια, έτσι χαίρεται και ο ουράνιος Πατέρας μας, όταν ελευθερωνόμαστε από τη σκλαβιά των παθών με τη μετάνοια, όταν επιστρέφουμεστον ενάρετο βίο, όταν βρίσκουμε ασφάλεια κοντά Του και κληρονομούμε τη
μακαριότητα τ΄ ουρανού.
Ας μετανοήσουμε, λοιπόν, αγαπητοί μου, για να δώσουμε κι εμείς χαρά στον
ουράνιο Πατέρα μας. Φτάνουν τα χρόνια που κατασπαταλήσαμε μέχρι σήμερα, κάνοντας τα πονηρά θελήματα του διαβόλου. Να, τώρα είναι ο καιρός της χάριτος.
Τώρα είναι ο καιρός της μετάνοιας. Αυτές οι άγιες ημέρες της Μεγάλης
Τεσσαρακοστής ορίστηκαν από τους Θείους Πατέρες της Εκκλησίας μας ως κατεξοχήν κατάλληλες για μετάνοια και εξομολόγηση, για κλάμα και κατάνυξη, για αναγνώριση και επανόρθωση των κακών που πράξαμε από αμέλεια και απροσεξία μας.
Έτσι, μπορούμε να προσφέρουμε κάθε χρόνο στο Θεό, σαν καθαρό δώρο, τα
δάκρυα της θερμής μας μετάνοιας, που Τον ευφραίνουν περισσότερο από τις τυπικές καθημερινές μας προσευχές. Ναι, μεγαλύτερη ευφροσύνη προξενεί στον πανάγαθο Κύριό μας ένα δάκρυ που χύνουμε με πόνο ψυχής για τις αμαρτίες μας, παρά οι πολλές προσευχές, οι νηστείες και οι άλλες σωματικές αρετές, που επιτελούνται χωρίς καρδιακή συντριβή και θερμότητα. Γιατί ο καρπός των έργων της αρετής είναι η συντριβή της καρδιά και τα δάκρυα της κατανύξεως. Τα κατανυκτικά δάκρυα είναι ένα φανερό σημάδι του Θείου ελέους σ΄ εκείνους που μετανοούν γνήσια. Τα κατανυκτικά δάκρυα είναι μια βέβαιη πληροφορία της συγχωρήσεως των αμαρτιών. Τα κατανυκτικά
δάκρυα ξαναδίνουν στην ψυχή την πρωτόκτιστη ωραιότητά της. Τα κατανυκτικά δάκρυα συντελούν στην ανακαίνιση και αποκατάσταση του «κατ΄ εικόνα».
Τα κατανυκτικά δάκρυα, λοιπόν, ας χρησιμοποιούμε κι εμείς, αδελφοί μου, σαν θεραπευτικό βάλσαμο για τις θανάσιμες πληγές των ψυχών μας. Κι αν δεν τα έχουμε,ας τα ζητήσουμε επίμονα από τον φιλάνθρωπο Κύριό μας, πού πάντα θέλει και επιδιώκει
όλων των ανθρώπων τη μετάνοια, την επιστροφή και τη σωτηρία.
Σ΄ αυτόν ανήκει η δόξα στους ατελευτήτους αιώνες. Αμήν.
Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Η Ω Δ Η
Τ ρ ο π ά ρ ι ο Κ Σ Τ ΄
Τήν θύραν σού μή αποκλείσης μοι τότε,
Κύριε, Κύριε
άλλ΄ άνοιξόν μοι αυτήν
μετανοούντι σοι.
Τη θύρα (του ελέους) σου μή μου κλείσεις τότε,
Κύριε, Κύριε!
Άλλ΄ άνοιξέ μου την,
βλέποντας τή μετάνοιά μου.
Κατανυκτική εξομολόγηση στον Κύριό μας Ιησού Χριστό
Αυτή η ζωή είναι καιρός μετάνοιας καί εξομολογήσεως. Η άλλη ζωή είναι καιρός αναπαύσεως ή οδύνης. Εκεί κλείνεται η θύρα της θείας ευσπλαχνίας καί ανοίγεται -στους αμετανόητους, φυσικά- η θύρα της θείας τιμωρίας. Ας μή ζούμε με αμέλεια, λοιπόν, όσο έχουμε καιρό για μετάνοια, γιατί θα έρθει ξαφνικά ο καιρός της φοβερής εκείνης Κρίσεως, καί τότε θα μετανοούμε ανώφελα. “Πρόσεξε, άνθρωπέ μου”, φωνάζει ο Μέγας Βασίλειος, “μή μετανοήσεις για τ΄ αμαρτήματά σου,όταν πιά η μετάνοια δεν θα σε ωφελεί διόλου”. Στον άδη δεν υπάρχει μετάνοια. Γι΄ αυτό ας παρακαλέσουμε θερμά το Θεό:
“Κύριε, Κύριε! Μή μας κλείσεις τότε τη θύρα του ελέους Σου. Αμαρτήσαμε,
ανομήσαμε, αδικήσαμε ενώπιόν Σου. Δεν τηρήσαμε καί δεν εφαρμόσαμε τις εντολές Σου, οι ελεεινοί καί πανάθλιοι. Γι΄ αυτό θα είμαστε αναπολόγητοι τη φρικτή ημέρα της Κρίσεως.
“Κύριε, Κύριε! Ελέησέ μας, γιατί κυλιστήκαμε στο βούρκο των σαρκικών
επιθυμιών καί λερώσαμε τις ψυχές μας. Κύριε, Κύριε! Ελέησέ μας, γιατί γίναμε εκούσια παρανάλωμα της άσβεστης φωτιάς, μετανοώντας καθημερινά και ξαναπέφτοντας σταίδια αμαρτήματα, σάν το σκυλί πού γυρίζει πίσω στο ίδιο του το ξέρασμα. Κύριε, Κύριε!
Ελέησέ μας, γιατί με έργα καί λόγια καί λογισμούς αισχρούς καταμολύναμε τα σώματα καί τις ψυχές μας, γίναμε από ραθυμία δούλοι των ηδονών καί ακολουθήσαμε τα θελήματα του διαβόλου. Κύριε, Κύριε! Ελέησέ μας, μολονότι Εσύ άπειρες φορές μας έχεις ελεήσει κι εμείς άπειρες φορές Σ΄ έχουμε λυπήσει με τις αισχρές μας πράξεις.
Κύριε, Κύριε! Ελέησέ μας, τους ένοχους κάθε ανομίας καί άξιους κάθε τιμωρίας. Κύριε, Κύριε! Ελέησέ μας, μολονότι φανήκαμε ολότελα ανάξιοι του θείου και άπειρου ελέους
Σου, καθώς αχάριστα περιφρονήσαμε τα ουράνια δώρα καί χαρίσματά Σου.
“Δέξου μας, λοιπόν, τώρα που επιστρέφουμε κοντά Σου. Αγκάλιασέ μας, τώρα πού εγκάρδια Σε παρακαλούμε καί θερμά Σε ικετεύουμε. Γιατί δεν θέλεις το θάνατο του αμαρτωλού, πού για χάρη του έγινες φτωχός, ούτε καλείς σε μετάνοια τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς.
“Κύριε, Κύριε! Αμαρτήσαμε, παροργίσαμε καί παραπικράναμε τη φιλανθρωπία Σου.
Κουρελιαστήκαμε. Αχρειωθήκαμε. Εργαστήρια του διαβόλου γίναμε. Βρώμησαν καί σάπισαν οι πληγές μας. Η γεμάτη πάθη καί ανομίες ζωή μας πέρασε και διαλύθηκε σαν καπνός. Το Άγιο Σου Πνεύμα υπερβολικά Το λυπήσαμε. Δεν θα έχουμε καμιά δικαιολογία,
για όσα κάναμε, την ημέρα της Κρίσεως. Αιώνια μας πρέπει να βασανιζόμαστε στη φωτιά της γέενας.
“Ωστόσο, θαυμαστέ Βασιλιά των όλων καί ανεξίκακε Κύριε, φανέρωσε με τρόπο θαυματουργικό το έλεός Σου καί σ΄ εμάς. Καταπόντισε στο πέλαγος της ευσπλαχνίας Σου, σαν σε βαθειά θάλασσα, τα παραπτώματά μας. Δείξε μας της αγαθότητός Σου την ακαταμάχητη δύναμη καί δέξου μας μετανοημένους. Χάρισέ μας την άφεση των ανομιών. Καθοδήγησέ μας από δώ καί πέρα στο άγιο Σου θέλημα. Καθήλωσε τις σάρκες
μας με το φόβο Σου. Φώτισε τα σκοτισμένα μάτια μας, για να δουν καθαρά την αλήθεια Σου. Απάλλαξέ μας από τις πονηρές προλήψεις, τούς μάταιους λογισμούς, τις αισχρές ενθυμήσεις. Μή μας παραδώσεις στους σκληρούς δαίμονες, τώρα που μετανοούμε καί εξομολογούμαστε σ΄ Εσένα. Δώρισέ μας δάκρυα κατανύξεως, για ν΄ αποπλύνουμε μ΄ αυτά τους πολλούς μολυσμούς μας καί να σταθούμε μπροστά Σου καθαροί καί αμόλυντοι. Ναι, Σε παρακαλούμε, φιλάνθρωπε καί πολυέλεε Κύριε! Άκουσέ μας, τους
αμαρτωλούς, πού θερμά ικετεύουμε την αγαθότητά Σου, με τις πρεσβείες της
πανάχραντης Κυρίας Θεοτόκου, του θεοφόρου πατέρα μας Ανδρέα, αρχιεπισκόπου Κρήτης, του Ιεροσολυμίτη, καί όλων των αγίων, όσοι Σ΄ ευαρέστησαν εξαρχής μέχρι
σήμερα. Αμήν.”
Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Η Ω Δ Η
Τ ρ ο π ά ρ ι ο Κ Δ ΄
Ιλάσθητι, ως ό τελώνης βοώ σοι,
Σώτερ, ιλάσθητί μοι·
Ουδείς γάρ των έξ Αδάμ
Ως εγώ ήμαρτέ σοι.
Σπλαχνίσου, Σου φωνάζω σαν τον τελώνη,
Σωτήρα μου, σπλαχνίσου με!
Γιατί κανένας απ΄ τους απογόνους του Αδάμ
δεν αμάρτησε όπως εγώ σ΄ Εσένα.
Ωφέλιμη διδαχή για τον τελώνη και το Φαρισαίο
Τελώνης, στα χρόνια του Χριστού, λεγόταν ο επιφορτισμένος με την είσπραξη των φόρων από το λαό για λογαριασμό των ρωμαϊκών αρχών. Οι τελώνες ήταν συνήθως άδικοι και άρπαγες, γι΄ αυτό τοποθετούνταν στο ίδιο επίπεδο με τους αμαρτωλούς και τις πόρνες. Ο τελώνης, ωστόσο, της ευαγγελικής παραβολής (Λουκ.
18:10-14), επειδή έδειξε βαθειά ταπείνωση κι έκανε θερμή εξομολόγηση στο Θεό, χτυπώντας το στήθος του και λέγοντας, «Θεέ μου, σπλαχνίσου με, τον αμαρτωλό!», πήρε εύκολα από τον φιλάνθρωπο Κύριο όλων των ανομημάτων του την άφεση.
Αντίθετα, ο μεγάλαυχος Φαρισαίος, μολονότι έδινε στο ναό το δέκατο απ΄ όλα τα εισοδήματά του, νήστευε, προσευχόταν, είχε κάθε αρετή, για τη μεγάλη του έπαρση καταδικάστηκε. Και δίκαια. Γιατί;
Πρώτα-πρώτα, έπρεπε να γνωρίζει πώς ήταν άνθρωπος. Και ως άνθρωπος, είχε αναπόφευκτα και την ανθρώπινη αδυναμία. Τι σημαίνει αυτό; Ότι κι αν μία μόνο μέρα ζούσε, ήταν αδύνατο να μην αμαρτήσει με τα έργα ή με τα λόγια ή με τις σκέψεις. Κάθε αμαρτία, και η πιο μικρή, ως αντίθεση στο θέλημα του Θεού, αποτελεί ανταρσία εναντίον Του. Ας μην ξεχνάμε πώς ο Εωσφόρος από τα ύψη τ΄ ουρανού ξέπεσε στα καταχθόνια του άδη για έναν μονάχα υπερήφανο λογισμό, χωρίς να έχει άλλες αμαρτίες, όπως εμείς.
Δεύτερον, έπρεπε να σκεφτεί πώς όσα καλά είχε, όλα ήταν του φιλάνθρωπου
Θεού δώρα και χαρίσματα. Όφειλε, λοιπόν, να δοξάζει γι΄ αυτά τον Πλάστη του με ευγνωμοσύνη και ταπείνωση, όχι να τον «ευχαριστεί» με τόση αυταρέσκεια, γιατί δεν ήταν τάχα αμαρτωλός σαν τους άλλους ανθρώπους, κατακρίνοντας έτσι όλο τον κόσμο και αρπάζοντας με προκλητικότητα από τον Κύριο το αξίωμα του Κριτή της οικουμένης.
Τρίτον, έπρεπε να συλλογιστεί πώς ο Θεός δεν έχει καμιάν ανάγκη ούτε τις
νηστείες και τις ελεημοσύνες μας ούτε τις προσευχές και τις αγρυπνίες μας ούτε τίποτ΄ άλλο απ΄ όσα μας ζητάει να κάνουμε. Αυτά τα όρισε για τη δική μας ωφέλεια, προνοώντας για τη σωτηρία της ψυχής μας.
Ο Φαρισαίος, λοιπόν, θα προσευχόταν θεάρεστα, αν έλεγε: «Σ΄ ευχαριστώ, Θεέμου, πού, φανερώνοντας την άπειρη αγαθότητά Σου, μ΄ έφερες από την ανυπαρξία στηνύπαρξη, έπλασες από χώμα το σώμα μου με τα θεϊκά Σου χέρια και το ψύχωσε με την πανάγια πνοή Σου, χαρίζοντάς μου τη ζωή, τη λογική, την αυτεξουσιότητα και την αθανασία. Σ΄ ευχαριστώ, Θεέ μου, πού με στόλισες, τον χωμάτινο άνθρωπο, με τους λαμπρούς χαρακτήρες της θείας εικόνας Σου, πού με τίμησες με τη δυνατότητα να Σου
μοιάσω, πού με πλούτισες με τα διάφορα χαρίσματα του Αγίου Σου Πνεύματος. Σ΄ ευχαριστώ, Θεέ μου, πού έκανες για μένα τον παράδεισο της τρυφής, πού άπλωσες για μένα τον απέραντο ουρανό με τον ήλιο, τη σελήνη και τ΄ αναρίθμητα αστέρια, πού δημιούργησες για μένα τη γη με τους κάμπους και τα βουνά, με τα φυτά και τα δέντρα, με τους καρπούς και τα λουλούδια, με τα πουλιά και τα ζώα, με τα τόσα πράγματα και
πλάσματα –άλλα για να με τρέφουν, άλλα για να με υπηρετούν, άλλα για να με θεραπεύουν, άλλα για να με ντύνουν, άλλα για να με τέρπουν. Σ΄ ευχαριστώ, Θεέ μου, πού παραβλέπεις τις καθημερινές αμαρτίες μου και μακροθυμείς, ως αμνησίκακος, περιμένοντας τη μετάνοια και την επιστροφή μου. Σ΄ ευχαριστώ, Θεέ μου, για όλες τις ευεργεσίες Σου, όσες έλαβα και όσες ελπίζω να λάβω από τον ανυπέρβλητο πλούτο της
αγαθότητός Σου».
Έτσι έπρεπε να προσευχηθεί ο Φαρισαίος, όταν ανέβηκε στο ναό, ευχαριστώντας δηλαδή για όλα τον ευεργέτη του Κύριο, και όχι λέγοντας πώς δεν είναι σαν τους άλλους ανθρώπους άρπαγας, άδικος, μοιχός κ.λ.π. ή και σαν τον τελώνη.
Ταλαίπωρε Φαρισαίε! Δεν είσαι, λές, σαν τους άλλους ανθρώπους. Τι είσαι τότε;
Άγγελος; Αλλά η φύση σου και το αλαζονικό φρόνημά σου δεν ταιριάζουν στους αγγέλους. Μήπως δαίμονας; Αλλά οι δαίμονες είναι άϋλοι και άσαρκοι, ενώ εσύ έχεις υλικό σώμα, σάρκα και κόκαλα. Αφού, λοιπόν, δεν είσαι ούτε άνθρωπος, όπως ομολογείς
ο ίδιος, ούτε άγγελος, όπως φανερώνει η έπαρσή σου, ούτε δαίμονας, όπως αποδεικνύει το σώμα σου, δεν μπορεί παρά να είσαι γάιδαρος! Και ο Θεός γαϊδάρους δεν σώζει.
Στον παράδεισο βάζει μόνο ανθρώπους λογικούς και ταπεινούς. Γι΄ αυτό δίκαια καταδικάστηκες, δίκαια έχασες τη χάρη του Κυρίου, δίκαια έγινες αιώνιο και θλιβερό παράδειγμα κομπασμού και υψηλοφροσύνης. Για να βλέπουν οι άνθρωποι την αιφνίδια πτώση σου, και, αποφεύγοντας την ανόητη υπερηφάνεια, να ταπεινώνονται σαν τον
τελώνη, έχοντας στο νου τους τις αμαρτίες τους και λέγοντας: «Σπλαχνίσου με, Σωτήρα μου, τον αμαρτωλό και ανάξιο δούλο Σου, και σώσε με, ως φιλάνθρωπος! Γιατί κανένας απ΄ τους απογόνους του Αδάμ δεν αμάρτησε όπως εγώ σ΄ Εσένα».
Όλοι μας, αδελφοί μου, μικροί και μεγάλοι, ενάρετοι και αμαρτωλοί, δίκαιοι και άδικοι, ας χτυπάμε με τα λόγια του τελώνη, σαν με σιδερένιο σφυρί, την πύλη της θείας ευσπλαχνίας. Και θα μας ανοιχτεί, όπως ανοίχτηκε και σ΄ εκείνον το μακάριο, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αμήν.
Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Η Ω Δ Η
Τ ρ ο π ά ρ ι ο Κ Β ΄
Ημάρτηκα, ώσπερ ή πόρνη βοώ σοι,
μόνος ημάρτηκά σοι,
ώς μύρον δέχου, Σωτήρ,
καμού τά δάκρυα.
Αμάρτησα! Σου φωνάζω σάν την πόρνη.
Μόνος αμάρτησα σ’ Εσένα!
Δέξου σαν το μύρο της, Σωτήρα μου,
καί τα δικά μου δάκρυα.
Τα δάκρυα της μετανοίας…
… … … …
Η ψεκτή ρεύση, πού τόσα κακά προξενεί στον άνθρωπο, είναι η εκούσια
αφροδίσια ρύση από το σώμα, η επαινετή και ωφέλιμη ρεύση, πού τόσα καλά γεννάει, είναι η εκροή των δακρύων της μετάνοιας από τα μάτια. Με τέτοια δάκρυα έβρεξε τα πόδια του Ιησού η αμαρτωλή εκείνη γυναίκα (Λουκ. 7:37-38). Και όχι μόνο καθαρίστηκε από κάθε μολυσμό ψυχής και σώματος, αλλά και έγινε μυροδοχείο του Αγίου Πνεύματος. Μέσ΄ από το Ευαγγέλιο, μάλιστα, η πράξη της διαλαλείται στης οικουμένης
τα πέρατα για τόσους αιώνες. Αφήνω τον απόστολο Πέτρο, πού με λίγα δάκρυα έσβησε το καμίνι της φοβερής εκείνης τριπλής και ένορκης αρνήσεως του Χριστού (Ματθ. 26:69-75), αποκαταστάθηκε στο αποστολικό του αξίωμα κι έγινε ο πρωτόθρονος, ο κορυφαίος των αποστόλων. Δεν αναφέρω καί τις μυριάδες των οσίων, πού καλλιέργησαν με τους ασκητικούς αγώνες τους την άκαρπη έρημο, την πότισαν με τα κατανυκτικά
δάκρυά τους και την έκαναν επίγειο παράδεισο, γεμάτον από δέντρα έμψυχα και λογικά, δέντρα με αμάραντα φύλλα αρετών και με ζωογόνους καρπούς
αγιοπνευματικών χαρισμάτων. Τούτο μόνο λέω καί δεν θα πάψω ποτέ να το λέω: Αν δεν υπήρχαν σ΄ αυτόν τον πρόσκαιρο κόσμο τα δάκρυα της μετάνοιας, ο ουράνιος παράδεισος θα έμενε άδειος από πλήθη αγίων και σωσμένων ανθρώπων, ενώ ο αχόρταγος άδης θα γέμιζε από αναρίθμητες ψυχές κολασμένων.
Μόνο με της μετάνοιας τα δάκρυα, χωρίς άλλη αρετή, ένας πολύ αμαρτωλός
άνθρωπος σώζεται ευκολότερα από έναν ενάρετο, πού δεν έχει τα δάκρυα αυτά. Γιατί, χωρίς κατάνυξη καί μετάνοια, ο χριστιανός, ακόμα κι όταν είναι πλούσιος σε αρετές και καλά έργα, μοιάζει μ΄ έναν ωραίο κήπο, γεμάτον ποικίλα δέντρα και λουλούδια, αλλά χωρίς νερό. Έτσι, καθώς όλα τούτα δεν ποτίζονται, γρήγορα ξεραίνονται. Όμοια ξεραίνονται και χάνονται οι αρετές, πού δεν ποτίζονται με τα κατανυκτικά δάκρυα. Γι΄ αυτό ο φιλάνθρωπος Θεός, όταν δει χριστιανούς ακατάνυκτους, χωρίς πνεύμα και
βίωμα μετάνοιας, τούς αφήνει να πέσουν σε πειρασμούς μεγάλους ή σε αμαρτήματα βαριά, για να ταπεινωθούν, να μετανοήσουν και να κλάψουν πικρά. Αυτά τα δάκρυα τα δέχεται ο Κύριος ευχάριστα, σαν προσφορά καί θυσία πνευματική, θυσία ανώτερη από κάθε άλλη. Ο ίδιος στο Ευαγγέλιο μακαρίζει όσους κλαίνε και ταλανίζει όσους γελάνε.
Γιατί η παρούσα ζωή είναι καιρός για δάκρυα, όχι καιρός για γέλια. Ο Ιησούς ποτέ δεν γέλασε στο διάστημα της επίγειας παρουσίας Του. Πολλές φορές, όμως, έκλαψε για τους ανθρώπους και τις αμαρτίες τους, δίνοντας καί σ΄ εμάς καλό παράδειγμα.
Ας κλαίμε, λοιπόν, για τις αμαρτίες μας, όσο βρισκόμαστε στην κοιλάδα τούτη του κλαυθμώνος, γιατί είναι αδύνατο να μείνουμε αναμάρτητοι, έστω κι αν η διάρκεια της επίγειας ζωής μας είναι μία μόνο μέρα.
Αλλά τά δάκρυα της μετάνοιας είναι χάρισμα που δίνεται από το Θεό, όταν
καλλιεργούμε στην καρδιά μας την καλή λύπη και συντριβή με των αμαρτιών μας την ενθύμηση. Έτσι, αργά ή γρήγορα, θα μας σπλαχνιστεί ο πανάγαθος Κύριος. Γιατί ποτέ δεν θα περιφρονήσει ο Θεός μια καρδιά πού αισθάνεται συντριβή και ταπείνωση. Σ’Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Η Ω Δ Η
Τ ρ ο π ά ρ ι ο Ι Α ΄
Απώλεσα το πρωτόκτιστον κάλλος
και τήν ευπρέπειάν μου·
και άρτι κείμαι γυμνός
Και καταισχύνομαι.
Έχασα τήν πρώτη ομορφιά
και τήν ευπρέπεια που μου ΄δωσε ο Κτίστης,
Και τώρα κείτομαι γυμνός
και καταντροπιασμένος.
Θρηνολογία του αμαρτωλού που μετανοεί αληθινά και ζητάει από το Θεό τη συγχώρηση των αμαρτιών του.
Σαν ένας αμαρτωλός πού μετανοεί ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, θρηνώντας και
ταλανίζοντας τον εαυτό του, λέει:
«Δυστυχία μου! Τι ήμουνα πρώτα και πού κατάντησα, ο πανάθλιος! Το σώμα μου πλάστηκε από χώμα, αλλά η ψυχή που μου ΄δωσε ο Δημιουργός είχε ομορφιά ασύγκριτη, ανώτερη από κείνη των αγγελικών δυνάμεων. Και όμως, από τήν αμέλεια και τήν απροσεξία μου, έχασα αυτή τήν ουράνια ομορφιά, που έδινε θαυμαστή ευπρέπεια στοχωμάτινο σώμα μου, σαν μια στολή βασιλική, ή μάλλον θεϊκή, μεγαλόπρεπη κι ολόλαμπρη, πιο φωτεινή και από τον φεγγοβόλο ήλιο. Έτσι, κείτομαι τώρα στη λάσπη της αμαρτίας γυμνός και καταντροπιασμένος, καθώς με βασανίζει με τον ακατάπαυστο
έλεγχό της η συνείδησή μου.
Αλίμονό μου! Αξιοθρήνητος είμαι, στ΄ αλήθεια! Ας με κλάψουν ο ουρανός και η γη και όλα τα κτίσματα του Θεού, αφού, ενώ είχα τόση τιμή, εξίσωσα τον εαυτό μου με τα ζώα κι έγινα όμοιος μ΄ αυτά. Τώρα δεν μπορώ ούτ΄ ένα βλέμμα να ρίξω στον ουρανό. Πλασμένος σύμφωνα με τήν εικόνα του Θεού και προικισμένος με τη δυνατότητα να μοιάσω σ΄ Εκείνον, ήμουνα πρώτα ζηλευτός, αγαπητός και οικείος στους αγίους αγγέλους. Τώρα, όμως, εξαιτίας των μιαρών πράξεών μου, έγινασιχαμερός, αποκρουστικός, ξένος σ΄ αυτούς.
Θέλω να μετανοήσω εγκάρδια, θέλω να ξεκόψω ολότελα από τήν αμαρτία. Μαδεν μ΄ αφήνει το πάθος, που έχει ριζώσει στην ψυχή μου. Έτσι, δεν κάνω το καλό πουθέλω, αλλά το κακό που μισώ. Κείτομαι, λοιπόν, τώρα γυμνός από τη Θεία χάρη,έρημος από αγαθές πράξεις, στερημένος από τα ιερά μυστήρια, και μάλιστα από τηΘεία Κοινωνία. Εξομολογούμαι τ΄ αμαρτήματά μου, και ξαναπέφτω στα ίδια, ο άθλιος.
Δεν έχω κατανυκτικά δάκρυα, για να μπορέσω μ΄ αυτά ν΄ αποπλύνω τους ρύπους τωναισχρών έργων μου και να ξαναφέρω τον εαυτό μου στην πρώτη εκείνη κατάστασήτου.
Τι δυστυχισμένος, αληθινά, που είμαι! Ποιος μπορεί να με λυτρώσει από το σώματούτο, που έχει υποταχθεί στο θάνατο; Ποιος μπορεί να με λυτρώσει απ΄ της επίβουλης τούτης σάρκας τα θανατηφόρα σκιρτήματα; Αυτά είναι που με μολύνουν κάθε ώρα.
Αυτά είναι που καταλερώνουν τήν ολόλευκη στολή του Θείου Βαπτίσματος. Αυτά είναι που με κάνουν τώρα να ντρέπομαι τον ίδιο μου τον εαυτό, έστω κι αν κανένας άλλος δεν με ελέγχει, έστω κι αν κανένας άλλος δεν με χλευάζει. Καθώς λέει σωστά ο απόστολος, το εμπαθές σώμα είναι υποταγμένο στο θάνατο. Έτσι, όποιος υποτάσσεται στο σώμα του, πιάνεται στα δίχτυα του θανάτου, του αιώνιου θανάτου.
Ποιος, λοιπόν, μπορεί να με λυτρώσει, τον δυστυχισμένο, από το σώμα τούτο, που έχει υποταχθεί στο θάνατο; Κανένας άλλος, βέβαια, παρά μόνο Εκείνος που πήρε ανθρώπινο σώμα, αλλά καθαρό, απαθές και αναμάρτητο
· μόνο Εκείνος που αμαρτία δεν έκανε και δόλος στο στόμα Του δεν βρέθηκε·
μόνο Εκείνος που με το θάνατό Του κατήργησε τον αιώνιο θάνατο· μόνο Εκείνος που χαίρεται και ευφραίνεται με τήν ειλικρινή μετάνοια και τήν επιστροφή μου· μόνο Εκείνος που με το Σταυρό πραγματοποίησε τήν παγκόσμια λύτρωση από τήν αμαρτία·
μόνο Εκείνος πού αφήνει τα ενενήντα εννέα πρόβατα και πάει να ζητήσει το χαμένο.
Ας προσπέσω, λοιπόν, σ΄ Αυτον! Ας κλάψω μπροστά Του ικετευτικά, για να με καθαρίσει από τους ρύπους των αισχρών μου πράξεων· για να δώσει πάλι στην ψυχή μου τήν πρώτη της ομορφιά· για να με ντύσει πάλι με τη θεοΰφαντη στολή της χάριτός Του, ώστε να μην κείτομαι πια γυμνός και καταντροπιασμένος στης ηδονής το βόρβορο, αλλά να σηκωθώ όρθιος και να μείνω για πάντα σταθερός σε κάθε έργο αγαθό και σωτήριο.
Ναι, πολυέλεε Κύριε, άκουσέ με, τον ανάξιο δούλο Σου! Μη με αποδοκιμάσεις
τελειωτικά, τον μολυσμένο και βέβηλο, αλλά συγχώρεσε όλες τις αμαρτίες μου. Μη μ΄ αφήσεις ν΄ αμαρτήσω πια σ΄ Εσένα, το Λυτρωτή και Σωτήρα μου, αλλά φύλαξέ με ως τήν τελευταία μου πνοή άσπιλο και αμόλυντο. Σώσε με, πολυεύσπλαγχνε, για ν΄ ανυμνώ και να δοξάζω με πίστη και πόθο το πάντιμο και μεγαλοπρεπές όνομά Σου στους
ατέλειωτους αιώνες. Αμήν.»
Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Η Ω Δ Η
Τ ρ ο π ά ρ ι ο Δ ΄
Ζάλη με των κακών παριέχει,
εύσπλαγχνε Κύριε.
Άλλ΄ ώς τώ Πέτρω, καμοί
τήν χείρα έκτεινον.
Ζάλη των συμφορών με κυκλώνει,
εύσπλαγχνε Κύριε.
Γι΄ αυτό, όπως στον Πέτρο, καί σ΄ εμένα
άπλωσε το χέρι Σου.
Με τη δική μας μόνο δύναμη είναι αδύνατο να γλυτώσουμε
από τα κύματα των παθών και των θλίψεων,
γι΄ αυτό ας ζητάμε με θερμή πίστη τη βοήθεια του Θεού.
Κάποια νύχτα οι μαθητές του Χριστού βρίσκονταν μέσα σ΄ ένα καΐκι, στη
θάλασσα της Γαλιλαίας, κι έπλεαν πρός τη Βηθσαϊδά. Επειδή ο άνεμος ήταν ενάντιος και σφοδρός, ταλαιπωρούνταν στην κωπηλασία από τα κύματα. Ο Ιησούς είχε μείνει μόνος στη στεριά και προσευχόταν. Τα ξημερώματα, τους πλησίασε περπατώντας πάνω στη θάλασσα. Εκείνοι τρόμαξαν, νομίζοντας πώς είναι φάντασμα, κι έβαλαν τις φωνές από το φόβο τους. Μά ο Ιησούς τους καθησύχασε: “Έχετε θάρρος! Εγώ είμαι, μή
φοβάστε”. Ο Πέτρος Του αποκρίθηκε: “Κύριε, αν είσαι Εσύ, πρόσταξέ με να ΄ρθω κοντάΣου περπατώντας στα νερά”. “Έλα”, του λέει ο Κύριος. Κατέβηκε τότε από το πλοίο ο Πέτρος κι άρχισε να περπατάει πάνω στα νερά χωρίς να βουλιάζει. Βλέποντας, όμως, τον ισχυρό άνεμο, φοβήθηκε και άρχισε να καταποντίζεται. “Κύριε, σώσε με!”,
κραύγασε. Αμέσως ο Ιησούς άπλωσε το χέρι Του, τον κράτησε και του είπε:
“Ολιγόπιστε, γιατί σ΄ έπιασε η αμφιβολία;” Και μόλις ανέβηκαν στο καΐκι, κόπασε ο άνεμος (Ματθ. 14:22-32, Μάρκ. 6:45-51).
Όταν, λοιπόν, κι εμείς, αγαπητοί μου, ζαλιζόμαστε από τα κύματα της
φουρτουνιασμένης θάλασσας της ζωής αυτής, όταν κυκλωνόμαστε από πολλούς πειρασμούς και θλίψεις, πού μας χτυπούν σαν άλλοι ισχυροί άνεμοι, ας μή βουτάμε απερίσκεπτα στα νερά της κοσμικής ματαιότητος και των γήινων μεριμνών, έχοντας εμπιστοσύνη στη δική μας μόνο δύναμη. Γιατί είναι ολότελα αδύνατο να μήν καταποντιστούμε χωρίς του Θεού τη βοήθεια. Ο άνθρωπος, όταν δεν έχει τη θεία ενίσχυση, είναι σαν ένα αδύναμο μυρμηγκάκι μπροστά τους δυνατούς και φοβερούς δαίμονες. Πώς, λοιπόν, να τα βάλει μαζί τους; Αυτό δεν θα ήταν μόνο ασύνετο, αλλά
και παράτολμο και επικίνδυνο και ολοφάνερα αλαζονικό. Ούτε οι δαίμονες ούτε τα πάθη ούτε η αμαρτία μπορούν να νικηθούν από την ανίσχυρη ανθρώπινη φύση. Μόνο από την πανίσχυρη και παντοκρατορική θεία δύναμη καταβάλλονται.
Μας χτυπούν, λοιπόν, σάν τ΄ άγρια κύματα δοκιμασίες και πειρασμοί, είτε από τους δαίμονες είτε από τους ανθρώπους; Ας μήν τους αντιμετωπίσουμε,
επιστρατεύοντας τη δική μας γνώση και δύναμη. “Μήν αντιστέκεστε στον πονηρό,”λέει ο Κύριος (Ματθ. 5:39), μόνοι σας. Ας φωνάξουμε με θερμή πίστη σ΄ Εκείνον πού μπορεί να μας σώσει, τον Ιησού Χριστό, όπως φώναξε ο Απόστολος Πέτρος: “Σώσε μας,
Κύριε!”. Και αν ακούσουμε, “Γιατί σας έπιασε η αμφιβολία, ολιγόπιστοι;”, ας μη δειλιάσουμε, ας μήν απελπιστούμε. Απεναντίας, μάλιστα, ας δεηθούμε πιο επίμονα. Τότε ο Κύριος, εκτιμώντας την εμμονή μας στην προσευχή, θ΄ απλώσει αόρατα το χέρι Του και θα μας τραβήξει παράδοξα μέσ΄ από τ΄ άγρια κύματα των πειρασμών. Ύστερα θα μπει μέσα στο πλοίο της ψυχής μας. Και στη στιγμή θα κοπάσει ο δαιμονικός άνεμος.
Μέσα μας θα βασιλέψει απόλυτη γαλήνη και ηρεμία. Έτσι θα ταξιδεύουμε πιο ακίνδυνα στο πέλαγος του κόσμου τούτου, χωρίς φόβο ναυαγίου. Και όταν πεθάνουμε, η ψυχή μας θ΄ αράξει στο αχείμαντο λιμάνι της θείας μακαριότητος, ενώ το σώμα μας θα διαλυθεί ως την κοινή ανάσταση. Τότε θ΄ αναστηθεί, θα ενωθεί πάλι με την ίδια ψυχή και θ΄ αρπαγεί με σύννεφα, για να προϋπαντήσει στον αέρα τον Κύριο, πού θα έρθει απ΄ τον ουρανό με δύναμη και λαμπρότητα πολλή. Θα έρθει για να κρίνει όλη την
ανθρωπότητα και ν΄ ανταμείψει τον καθένα ανάλογα με τις πράξεις του.
Μακάρι να βρεθούμε κι εμείς, τη φοβερή εκείνη μέρα, ανάμεσα στους δικαίους, που θα τοποθετήσει στα δεξιά Του, καί όχι στους παραβάτες του νόμου Του, πού θα τοποθετήσει στ΄ αριστερά Του. Ναί, Χριστέ μου εύσπλαχνε και πανάγαθε, μή μας εγκαταλείψεις! Μήν αφήσεις να φύγουμε, οι ανάξιοι, από τη ζωή αυτή αμετανόητοι και αδιόρθωτοι, για να μή βρεθούμε τότε καταδικασμένοι και έντρομοι στ΄ αριστερά Σου.
Κάνε να παραδώσουμε με αληθινή μετάνοια τις ψυχές μας στ΄ άχραντα χέρια Σου και να σταθούμε άξια στα δεξιά Σου! Αμήν.
(, Εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου)