Κάποιος νέος, παντρεμένος μέ τρία παιδιά, ἔκανε ἕνα ἔγκλημα καί βρέθηκε στή φυλακή. Ἡ ποινή του, ἰσόβια δεσμά. Ἐκεῖ, στή φυλακή, κατάλαβε τό λάθος του. Χτύπησε τό στῆθος του καί εἶπε:
«Συχώρεσέ με Θεέ μου. Τί μοῦ χρώσταγε αὐτή ἡ γυναίκα, νά μείνει στά 25 της ἔρημη μέ τρία παιδάκια πεντάρφανα. Πῶς θά ζήσουν;».
Ἄλλαξε τακτική καί ἄρχισε νά ζεῖ στή φυλακή ἥσυχα καί ἤρεμα. Μιά μέρα, ἔστειλε μήνυμα στή γυναίκα του:
«Εἶμαι καταδικασμένος σέ ἰσόβια. Μήν ἀσχολεῖσαι μέ μένα. Ἐδῶ θά πεθάνω καί ὅπου θέλουν ἄς μέ πετάξουν. Κύτταξε τόν ἑαυτό σου καί τά παιδιά».
Περίμενε, ἀλλά ἀπάντηση δέν πῆρε.
Μετά 30 χρόνια, μέ ἐνέργειες τοῦ Διευθυντῆ πῆρε χάρη. Ὅταν τοῦ τό ἀνήγγειλαν εἶπε:
-Τί νά τήν κάνω; Ποῦ νά πάω; Τώρα πιά γέρασα.
Γράφει λοιπόν ἄλλο γράμμα στή γυναίκα του. Τῆς λέει:
«Μοῦ δόθηκε χάρη. Εἶμαι ἐλεύθερος. Δέν ἔχω κανέναν στόν κόσμο. Ὅλη μου τήν ζωή τήν πέρασα κάνοντας τήν σκέψη τί κακό ἔκανα σέ σένα καί στά παιδιά. Δέν τολμῶ νά φαντασθῶ ὅτι μέ θέλετε. Ἀλλά δέν ξέρω καί ποῦ ἀλλοῦ νά πάω.
Σέ παρακαλῶ, ἄν μέ θέλετε κοντά σας, κρέμασε στό δένδρο πού εἶναι ἔξω ἀπό τό χωριό, στό τάδε σημεῖο, ἕνα ἄσπρο μαντῆλι. Θά περάσω ἀπό κεῖ. Ἄν δῶ τό μαντῆλι, θά ἔρθω στό σπίτι. Διαφορετικά θά κάνω μεταβολή. Θά πάω, ὅπου μέ ὁδηγήσει ὁ Θεός».
Ἦρθε ἡ ὥρα καί πλησίασε στό χωριό μέ πόδια πού ἔτρεμαν καί ἡ καρδιά του ἔσπαζε ἀπό ἀγωνία. Ὅταν ἔφτασε κοντά, βλέπει τό δένδρο νἆναι γεμᾶτο ἄσπρα μανδήλια. Σάν νά ἦταν φορτωμένο μέ ἄσπρα λουλούδια.
Πῆρε θάρρος καί τράβηξε γιά τό σπίτι.
Ὅταν πλησίασε εἶδε τήν γυναίκα του, πού καί αὐτή εἶχε ἀσπρίσει καί τρεῖς λεβέντες νά τρέχουν καί νά τόν ἀγκαλιάζουν. Ἡ ψυχή του γέμισε χαρά καί εἰρήνη.
Πόσο τόν κατανοοῦμε!
Μά ἡ ἀγάπη ἡ δική μας, καί ἡ συγχώρηση ἡ δική μας, δέν εἶναι τίποτε μπροστά στήν ἀγάπη τοῦ Ἐπουράνιου Πατέρα μας.
Καί ἄν ἡ γυναίκα γέμισε τό δένδρο μέ ἄσπρα μανδήλια, γιά νά τοῦ ποῦν «σέ περιμένομε», ὁ Χριστός γέμισε ὅλο τόν κόσμο μέ μαντήλια, πού μᾶς θυμίζουν ὅτι μᾶς προσκαλεῖ νά γυρίσομε στό σπίτι του.
Τά μαντήλια εἶναι: οἱ Ἐκκλησίες, οἱ εἰκόνες, οἱ ἅγιοι, ὁ λόγος του. Πού μᾶς φωνάζουν:
-Σκέψου καί πᾶρε τήν ἀπόφαση:
«Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου. Ἡ θέση μου εἶναι κοντά του».
Ζωή χωρίς τόν Πατέρα μας, δέν πρέπει οὔτε νά τήν διανοούμαστε οὔτε νά τήν καταλαβαίνομε.
Νά μᾶς φωτίσει ὁ Κύριος νά ἐμβαθύνομε στό ὡραῖο καί βαθύ νόημα τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου υἱοῦ.
Νά θυμόμαστε, ὅτι καί μεῖς κάποια στιγμή στή ζωή μας καταφρονήσαμε καί ὑποτιμήσαμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί ἄν μᾶς ἄφηνε νά κολλήσομε σ’ αὐτή τήν κατάσταση, θά εἴμαστε γιά τήν ἀπώλεια, γιά τήν καταστροφή. Μόνοι μας πᾶμε στά σκουπίδια τῆς αἰωνιότητος χωρίς τήν πίστη στό Θεό.
Ἄς παρακαλέσομε τόν Κύριο νά μᾶς συνετίζει καί νά γεμίζει τή ζωή μας μέ τήν παρουσία Του. Ἀμήν.-
«Συχώρεσέ με Θεέ μου. Τί μοῦ χρώσταγε αὐτή ἡ γυναίκα, νά μείνει στά 25 της ἔρημη μέ τρία παιδάκια πεντάρφανα. Πῶς θά ζήσουν;».
Ἄλλαξε τακτική καί ἄρχισε νά ζεῖ στή φυλακή ἥσυχα καί ἤρεμα. Μιά μέρα, ἔστειλε μήνυμα στή γυναίκα του:
«Εἶμαι καταδικασμένος σέ ἰσόβια. Μήν ἀσχολεῖσαι μέ μένα. Ἐδῶ θά πεθάνω καί ὅπου θέλουν ἄς μέ πετάξουν. Κύτταξε τόν ἑαυτό σου καί τά παιδιά».
Περίμενε, ἀλλά ἀπάντηση δέν πῆρε.
Μετά 30 χρόνια, μέ ἐνέργειες τοῦ Διευθυντῆ πῆρε χάρη. Ὅταν τοῦ τό ἀνήγγειλαν εἶπε:
-Τί νά τήν κάνω; Ποῦ νά πάω; Τώρα πιά γέρασα.
Γράφει λοιπόν ἄλλο γράμμα στή γυναίκα του. Τῆς λέει:
«Μοῦ δόθηκε χάρη. Εἶμαι ἐλεύθερος. Δέν ἔχω κανέναν στόν κόσμο. Ὅλη μου τήν ζωή τήν πέρασα κάνοντας τήν σκέψη τί κακό ἔκανα σέ σένα καί στά παιδιά. Δέν τολμῶ νά φαντασθῶ ὅτι μέ θέλετε. Ἀλλά δέν ξέρω καί ποῦ ἀλλοῦ νά πάω.
Σέ παρακαλῶ, ἄν μέ θέλετε κοντά σας, κρέμασε στό δένδρο πού εἶναι ἔξω ἀπό τό χωριό, στό τάδε σημεῖο, ἕνα ἄσπρο μαντῆλι. Θά περάσω ἀπό κεῖ. Ἄν δῶ τό μαντῆλι, θά ἔρθω στό σπίτι. Διαφορετικά θά κάνω μεταβολή. Θά πάω, ὅπου μέ ὁδηγήσει ὁ Θεός».
Ἦρθε ἡ ὥρα καί πλησίασε στό χωριό μέ πόδια πού ἔτρεμαν καί ἡ καρδιά του ἔσπαζε ἀπό ἀγωνία. Ὅταν ἔφτασε κοντά, βλέπει τό δένδρο νἆναι γεμᾶτο ἄσπρα μανδήλια. Σάν νά ἦταν φορτωμένο μέ ἄσπρα λουλούδια.
Πῆρε θάρρος καί τράβηξε γιά τό σπίτι.
Ὅταν πλησίασε εἶδε τήν γυναίκα του, πού καί αὐτή εἶχε ἀσπρίσει καί τρεῖς λεβέντες νά τρέχουν καί νά τόν ἀγκαλιάζουν. Ἡ ψυχή του γέμισε χαρά καί εἰρήνη.
Πόσο τόν κατανοοῦμε!
Μά ἡ ἀγάπη ἡ δική μας, καί ἡ συγχώρηση ἡ δική μας, δέν εἶναι τίποτε μπροστά στήν ἀγάπη τοῦ Ἐπουράνιου Πατέρα μας.
Καί ἄν ἡ γυναίκα γέμισε τό δένδρο μέ ἄσπρα μανδήλια, γιά νά τοῦ ποῦν «σέ περιμένομε», ὁ Χριστός γέμισε ὅλο τόν κόσμο μέ μαντήλια, πού μᾶς θυμίζουν ὅτι μᾶς προσκαλεῖ νά γυρίσομε στό σπίτι του.
Τά μαντήλια εἶναι: οἱ Ἐκκλησίες, οἱ εἰκόνες, οἱ ἅγιοι, ὁ λόγος του. Πού μᾶς φωνάζουν:
-Σκέψου καί πᾶρε τήν ἀπόφαση:
«Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου. Ἡ θέση μου εἶναι κοντά του».
Ζωή χωρίς τόν Πατέρα μας, δέν πρέπει οὔτε νά τήν διανοούμαστε οὔτε νά τήν καταλαβαίνομε.
Νά μᾶς φωτίσει ὁ Κύριος νά ἐμβαθύνομε στό ὡραῖο καί βαθύ νόημα τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου υἱοῦ.
Νά θυμόμαστε, ὅτι καί μεῖς κάποια στιγμή στή ζωή μας καταφρονήσαμε καί ὑποτιμήσαμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί ἄν μᾶς ἄφηνε νά κολλήσομε σ’ αὐτή τήν κατάσταση, θά εἴμαστε γιά τήν ἀπώλεια, γιά τήν καταστροφή. Μόνοι μας πᾶμε στά σκουπίδια τῆς αἰωνιότητος χωρίς τήν πίστη στό Θεό.
Ἄς παρακαλέσομε τόν Κύριο νά μᾶς συνετίζει καί νά γεμίζει τή ζωή μας μέ τήν παρουσία Του. Ἀμήν.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου