Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 12 Φεβρουαρίου 2012 - Κυριακή του Ασώτου

Λουκ. ιε’ 11-32

Επε δ· νθρωπς τις εχε δο υος. Κα επεν νετερος ατν τ πατρ· πτερ, δς μοι τ πιβλλον μρος τς οσας. κα διελεν ατος τν βον. Κα μετ᾿ ο πολλς μρας συναγαγν παντα νετερος υἱὸς πεδμησεν ες χραν μακρν, κα κε διεσκρπισε τν οσαν ατο ζν στως. Δαπανσαντος δ ατο πντα γνετο λιμς σχυρς κατ τν χραν κενην, κα ατς ρξατο στερεσθαι. Κα πορευθες κολλθη ν τν πολιτν τς χρας κενης, κα πεμψεν ατν ες τος γρος ατο βσκειν χορους. Κα πεθμει γεμσαι τν κοιλαν ατο π τν κερατων ν σθιον ο χοροι, κα οδες δδου ατ. Ες αυτν δ λθν επε· πσοι μσθιοι το πατρς μου περισσεουσιν ρτων, γ δ λιμ πλλυμαι!  ναστς πορεσομαι πρς τν πατρα μου κα ρ ατ· πτερ, μαρτον ες τν ορανν κα νπιν σου. Οκτι εμ ξιος κληθναι υἱός σου· ποησν με ς να τν μισθων σου. Κα ναστς λθε πρς τν πατρα ατο. τι δ ατο μακρν πχοντος εδεν ατν πατρ ατο κα σπλαγχνσθη, κα δραμν ππεσεν π τν τρχηλον ατο κα κατεφλησεν ατν.
Ε
πε δ ατ υἱός· πτερ, μαρτον ες τν ορανν κα νπιν σου, κα οκτι εμ ξιος κληθναι υἱό
ς σου.
Ε
πε δ πατρ πρς τος δολους ατο· ξενγκατε τν στολν τν πρτην κα νδσατε ατν, κα δτε δακτλιον ες τν χερα ατο κα ποδματα ες τος πδας, κα νγκαντες τν μσχον τν σιτευτν θσατε, κα φαγντες εφρανθμεν,  τι οτος υἱός μου νεκρς ν κα νζησε, κα πολωλς ν κα ερθη. κα ρξαντο εφρανεσθαι.  Ην δ υἱὸς ατο πρεσβτερος ν γρ· κα ς ρχμενος γγισε τ οκίᾳ κουσε συμφωνας κα χορν,  κα προσκαλεσμενος να τν παδων πυνθνετο τ εη τατα. δ επεν ατ τι δελφς σου κει κα θυσεν πατρ σου τν μσχον τν σιτευτν, τι γιανοντα ατν πλαβεν. ργσθη δ κα οκ θελεν εσελθεν. ον πατρ ατο ξελθν παρεκλει ατν. δ ποκριθες επε τ πατρ· δο τοσατα τη δουλεω σοι κα οδποτε ντολν σου παρλθον, κα μο οδποτε δωκας ριφον να μετ τν φλων μου εφρανθ· τε δ υἱός σου οτος, καταφαγν σου τν βον μετ πορνν, λθεν, θυσας ατ τν μσχον τν σιτευτν. δ επεν ατ· τκνον, σ πντοτε μετ᾿ μο ε, κα πντα τ μ σ στιν· εφρανθναι δ κα χαρναι δει, τι δελφς σου οτος νεκρς ν κα νζησε, κα πολωλς ν κα ερθη.

 Απόδοση στη νεοελληνική
Εἶπε ὁ Κύριος τήν παραβολή· κάποιος ἄνθρωπος εἶχε δύο γιούς. ῾Ο μικρότερος ἀπ’ αὐτοὺς εἶπε στὸν πατέρα του· “πατέρα, δῶσε μου τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας ποὺ μοῦ ἀναλογεῖ”· κι ἐκεῖνος τοὺς μοίρασε τὴν περιουσία. ῞Υστερα ἀπὸ λίγες μέρες ὁ μικρότερος γιὸς τὰ μάζεψε ὅλα κι ἔφυγε σὲ χώρα μακρινή. ᾿Εκεῖ σκόρπισε τὴν περιουσία του κάνοντας ἄσωτη ζωή. ῞Οταν τὰ ξόδεψε ὅλα, ἔτυχε νὰ πέσει μεγάλη πείνα στὴ χώρα ἐκείνη, καὶ ἄρχισε κι αὐτὸς νὰ στερεῖται. Πῆγε λοιπόν κι ἔγινε ἐργάτης σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς πολίτες ἐκείνης τῆς χώρας, ὁ ὁποῖος τὸν ἔστειλε στὰ χωράφια του νὰ βόσκει χοίρους. ῎Εφτασε στὸ σημεῖο νὰ θέλει νὰ χορτάσει μὲ τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, ἀλλὰ κανένας δὲν τοῦ ἔδινε. Τελικὰ συνῆλθε καὶ εἶπε· “πόσοι ἐργάτες τοῦ πατέρα μου ἔχουν περίσσιο ψωμί, κι ἐγὼ ἐδῶ πεθαίνω τῆς πείνας! Θὰ σηκωθῶ καὶ θὰ πάω στὸν πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ πῶ· πατέρα, ἁμάρτησα στὸν Θεὸ καὶ σ’ ἐσένα· δὲν εἶμαι ἄξιος πιὰ νὰ λέγομαι γιός σου· κάνε με σὰν ἕναν ἀπὸ τοὺς ἐργάτες σου”. Σηκώθηκε, λοιπόν, καὶ ξεκίνησε νὰ πάει στὸν πατέρα του.
᾿Ενῶ ἦταν ἀκόμη μακριά, τὸν εἶδε ὁ πατέρας του, τὸν σπλαχνίστηκε, ἔτρεξε, τὸν ἀγκάλιασε σφιχτὰ καὶ τὸν καταφιλοῦσε. Τότε ὁ γιός του τοῦ εἶπε· “πατέρα, ἁμάρτησα στὸν Θεὸ καὶ σ’ ἐσένα καὶ δὲν ἀξίζω νὰ λέγομαι παιδί σου”. ῾Ο πατέρας ὅμως γύρισε στοὺς δούλους του καὶ τοὺς διέταξε· “βγάλτε γρήγορα τὴν καλύτερη στολὴ καὶ ντύστε τον· φορέστε του δαχτυλίδι στὸ χέρι καὶ δῶστε του ὑποδήματα. Φέρτε τὸ σιτευτὸ μοσχάρι καὶ σφάξτε το νὰ φᾶμε καὶ νὰ εὐφρανθοῦμε, γιατὶ αὐτὸς ὁ γιός μου ἦταν νεκρὸς καὶ ἀναστήθηκε, ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε”. ῎Ετσι ἄρχισαν νὰ εὐφραίνονται.
῾Ο μεγαλύτερος γιός του βρισκόταν στὸ χωράφι· καὶ καθὼς ἐρχόταν καὶ πλησίαζε στὸ σπίτι, ἄκουσε μουσικὲς καὶ χορούς. Φώναξε, λοιπόν, ἕναν ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες καὶ ρώτησε νὰ μάθει τί συμβαίνει. ᾿Εκεῖνος τοῦ εἶπε· “γύρισε ὁ ἀδελφός σου, κι ὁ πατέρας σου ἔσφαξε τὸ σιτευτὸ μοσχάρι, γιατὶ τοῦ ἦρθε πίσω γερός”. Αὐτὸς τότε θύμωσε καὶ δὲν ἤθελε νὰ μπεῖ μέσα. ῾Ο πατέρας του βγῆκε καὶ τὸν παρακαλοῦσε, ἐκεῖνος ὅμως τοῦ ἀποκρίθηκε· “ἐγὼ τόσα χρόνια σοῦ δουλεύω καὶ ποτὲ δὲν παράκουσα καμιὰ ἐντολή σου· κι ὅμως σ’ ἐμένα δὲν ἔδωσες ποτὲ ἕνα κατσίκι γιὰ νὰ εὐφρανθῶ μὲ τοὺς φίλους μου. ῞Οταν ὅμως ἦρθε αὐτὸς ὁ γιός σου, ποὺ κατασπατάλησε τὴν περιουσία σου μὲ πόρνες, ἔσφαξες γιὰ χάρη του τὸ σιτευτὸ μοσχάρι”. Κι ὁ πατέρας του τοῦ ἀπάντησε· “παιδί μου, ἐσὺ εἶσαι πάντοτε μαζί μου κι ὅ,τι εἶναι δικό μου εἶναι καὶ δικό σου. ῎Επρεπε ὅμως νὰ εὐφρανθοῦμε καὶ νὰ χαροῦμε, γιατὶ ὁ ἀδελφός σου αὐτὸς ἦταν νεκρὸς κι ἀναστήθηκε, ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε”.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου