Αν κάτι λείπει από τους καιρούς μας είναι η πίστη ως εμπιστοσύνη, όπως φανερώνει το νόημα της λέξης.
Οι άνθρωποι έχουμε φτάσει να μην εμπιστευόμαστε τον ίδιο τον εαυτό μας. Άλλα θέλουμε, άλλα κάνουμε. Άλλα λέμε, άλλα εννοούμε. Άλλες είναι οι αποφάσεις μας, αλλού πορευόμαστε. Δεν είναι μόνο οι επιδράσεις που υφιστάμεθα από το περιβάλλον μας. Είναι το αδύναμο του χαρακτήρα μας, το οποίο δεν έχει στερεότητα, αποφασιστικότητα, ετοιμότητα για κόπο, ώστε να κρατήσουμε την σκέψη, την επιθυμία, την απόφαση. Η στάση μας μάς κάνει να κλονιζόμαστε. Να αισθανόμαστε αβεβαιότητα αν η βούλησή μας θα υλοποιηθεί από εμάς τους ίδιους.
Το ίδιο συμβαίνει και στις σχέσεις μας με τους άλλους. Δεν νιώθουμε ότι υπάρχουν αληθινά στηρίγματα στην ζωή μας. Ακόμη και το οικογενειακό μας περιβάλλον αρέσκεται στο να μην μας λέει την αλήθεια γι’ αυτό που είμαστε. Υπάρχει μία χαλαρή, δήθεν αγαπητική στάση, στην πραγματικότητα όμως όλα κινούνται στην λογική της μη σύγκρουσης.
Εξάλλου, όλες οι έρευνες δείχνουν και την έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Η πολυφωνία και κακοφωνία της πληροφόρησης και του Διαδικτύου έχουν δημιουργήσει τεράστια σύγχυση. Είναι αρκετή μία φράση από κάποιον, για να κλονίσει όλη την εμπιστοσύνη, ακόμη και σ’ αυτούς που γνωρίζουν. Και έτσι, ενώ δεν είμαστε σε θέση να εμπιστευθούμε τον ίδιο μας τον εαυτό, εντούτοις έχουμε μία ανάγκη η σκέψη μας να είναι το παν. Έτσι, την γνώμη μας την κάνουμε αλήθεια, σε ένα μετανεωτερικό κρεσέντο απουσίας κοινότητας και συλλογικότητας. Οι άλλοι υπάρχουν όχι για να τους λαμβάνουμε υπόψιν, αλλά για να μας δίνουν ψήγματα γνωμών, που αν συμφωνήσουν κατά τι με την δική μας προδιάθεση, είναι αρκετό.
Στην πραγματικότητα των αντιφάσεων η Εκκλησία μας επιμένει να προβάλλει το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου «ως στερρόν της πίστεως έρεισμα», ως το ασάλευτο βάθρο της πίστης. Στο πρόσωπό της διαπιστώνουμε τι σημαίνει στην πράξη η εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού, η οποία γίνεται απόφαση υπέρβασης της γνώμης των άλλων. Την ίδια στιγμή, η Παναγία συμμετέχει στην κοινότητα που λατρεύει τον Θεό, τόσο με την παραμονή της στον ναό των Ιεροσολύμων στα παιδικά της χρόνια, όσο και με την τήρηση των διατάξεων του νόμου όταν γίνεται μητέρα (περιτομή, σαραντισμός), αλλά και των εορτών (το Πάσχα στο οποίο πηγαίνει με τον Ιωσήφ και τον δωδεκαετή Ιησού στα Ιεροσόλυμα). Δεν είναι επιλεκτική όμως η τήρηση του νόμου, αλλά ουσιαστική. Μόνο μία διαφορετική εντολή του Θεού, όπως αυτή που δόθηκε στον Ευαγγελισμό, την κάνει να υπερβαίνει τα θρησκευτικά όρια. Κι εδώ όμως λειτουργεί η εμπιστοσύνη της σχέσης.
Η Παναγία γίνεται στερρόν έρεισμα της δικής μας πίστης διότι στο πρόσωπό της βλέπουμε τις δυνατότητες της ανθρωπότητας να χτίσει έναν νέο τύπο ανθρώπου, με γνώμονα την ελευθερία.
Η Παναγία δεν είναι το πρότυπο του εκκοσμικευμένου ανθρώπου, ο οποίος εμπιστεύεται τα επιτεύγματά του, τον νου και τον ορθολογισμό, την επιστήμη και την τεχνολογία, την διάθεση να ζήσει χωρίς Θεό και με θεό τον εαυτό του, με παραδοχή ότι τα πάντα οδηγούνται στο μηδέν και απομένει το «φάγωμεν, πίωμεν, αύριον αποθνήσκομεν», οδηγούμενος στον απόλυτο ατομοκεντρισμό.
Η Παναγία είναι η έκφραση του μυστηρίου της ελευθερίας που ξεκινά από την υπακοή στο θέλημα του Θεού. Αληθινά ελεύθερος είναι αυτός που αγαπά άνευ όρων και με μόνη προσδοκία την εμπιστοσύνη. Κοπιάζει, αλλά και του χαρίζεται για τον κόπο του η πληρότητα της χάριτος και της ευλογίας, όπως στην Παναγία, η οποία έγινε και «λαμπρόν της χάριτος γνώρισμα».
Αληθινά ελεύθερος είναι αυτός που δεν αγωνιά για την ζωή και την στάση των άλλων, αλλά καταθέτει τον κόπο και τον αγώνα του, μη πεποιθώς επ’ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, αλλά επί τον Θεόν, ο Οποίος γνωρίζει κάθε ανάγκη μας και προνοεί.
Αληθινά ελεύθερος είναι αυτός που καταβάλει κάθε κόπο σαν να εξαρτώνται όλα απ’ αυτόν, αλλά δεν επενδύει στο αποτέλεσμα, καθώς αφήνει τον Θεό να έχει τον τελευταίο λόγο.
Αληθινά ελεύθερος είναι αυτός που πιστεύει στην σωτηρία διά της ανάστασης, ακριβώς διότι βλέπει, όπως η Παναγία, τον Θεό να γίνεται άνθρωπος για να μας σώσει από κάθε μορφή θανάτου. Αληθινά ελεύθερος είναι αυτός που αγαπά τον συνάνθρωπό του, με κριτήριο την αλήθεια, αλλά και την συγχώρηση για ό,τι ο άλλος δεν μπορεί ή δεν θέλει να δώσει.
Αυτή η πίστη ως εμπιστοσύνη στον Χριστό και στον τρόπο που η Εκκλησία διασώζει είναι και η τελική απάντηση στο ανθρωπολογικό ερώτημα: τι είναι ο άνθρωπος; Η εμπιστοσύνη στον Θεάνθρωπο Χριστό , η εμπιστοσύνη της Παναγίας, γίνεται η αρχή της βίωσης της απάντησης: ον αγάπης και ελευθερίας, που δεν νικιέται από τον θάνατο. Υπάρχουμε για να αγαπάμε κι εκεί βρίσκεται η ευτυχία και το νόημα της ζωής μας. Υπάρχουμε για να ζητούμε τον Χριστό και εκεί βρίσκεται η υπέρβαση της μοναξιάς μας. Υπάρχουμε για να πιστεύουμε. Δοξολογούμε τον Θεό και ελπίζουμε στην χάρη Του, όσο κι αν ο κόσμος μας βρίσκεται σε έναν διαρκή Άδη παροδικότητας, θανάτου, εξουσίας, καχυποψίας και δυσπιστίας. Και αναφωνούμε: «χαίρε, Μαρία, κυρία πάντων ημών», εύχου υπέρ ημών, για να έχουμε λίγη από την εμπιστοσύνη σου που νοηματοδοτεί την ζωή μας αυθεντικά!
π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου