Η Κυριακή Δ΄ Νηστειών είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία μας στον μεγάλο ασκητικό διδάσκαλο άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, τον επονομαζόμενο της Κλίμακος, λόγω του γνωστού βιβλίου που έχει γράψει με τον τίτλο αυτόν: «Κλίμαξ». Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο άγιος της Σαρακοστής, αφού το βιβλίο του αποτελεί το βασικό ανάγνωσμα της περιόδου αυτής στα μοναστήρια μας, αλλά και σε πολλούς Χριστιανούς μέσα στον κόσμο. Κι αυτό σημαίνει ότι ένα ασκητικό κείμενο μπορεί να είναι γραμμένο πρωτίστως για τους καλογέρους, δεν παύει όμως να αποτελεί εντρύφημα, όπου μπορεί να εφαρμοστεί, για κάθε πιστό που διψάει γνήσια ευαγγελική τροφή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο μοναχισμός για την Εκκλησία μας συνιστά, πρέπει να συνιστά, την ακραιφνέστερη έκφραση της συνεπούς χριστιανικής ζωής. Κι αυτό από την άποψη αυτή αποτελεί οδοδείκτη για κάθε χριστιανό.
Ο άγιος Ιωάννης καταρχάς, για τον οποίο δεν έχουμε πολλά βιογραφικά στοιχεία, νεαρός, 16 ετών περίπου, έγινε μοναχός στο όρος Σινά, στη Μονή της αγίας Αικατερίνης, αφού ήδη είχε μάθει αρκετά γράμματα. Επί 19 έτη παρέμεινε υποτακτικός ενός σπουδαίου Γέροντος, του αββά Μαρτυρίου, στον οποίο έκανε αδιάκριτη υπακοή, οπότε μετά τον θάνατό του απεσύρθη σε ερημική τοποθεσία, οκτώ χιλιόμετρα μακριά από τη Μονή, στην οποία και έζησε επί σαράντα χρόνια. Εκεί έζησε οσιακή ζωή, υπερβαίνοντας με τη χάρη του Θεού τα ψεκτά πάθη του και αποκτώντας όλα τα χαρίσματα του Θεού, και κυρίως την ταπείνωση και την αγάπη. Μετά τα σαράντα χρόνια παρακλήθηκε να γίνει ηγούμενος της Μονής, γεγονός που αποδέχθηκε, και παρέμεινε στο αξίωμα αυτό για κάποια χρόνια, οπότε θέλησε και πάλι να αποσυρθεί στην αγαπημένη του ησυχία και μετ’ ολίγο κοιμήθηκε.
Ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος
Έχουν διασωθεί διάφορα θαυμαστά γεγονότα από τη ζωή του που φανερώνουν την ιδιαίτερη χάρη που είχε από τον Θεό, αλλά τα μεγαλύτερα θαύματά του σχετίζονται με τις μεταστροφές των καρδιών που προξενούν τα θεόπνευστα κείμενά του, κάτι που μπορεί ο οιοσδήποτε χριστιανός να διαπιστώσει, όταν αρχίσει με γνήσια διάθεση να τα μελετά. Είναι γνωστό άλλωστε ότι οι άγιοι που με τα κείμενά τους βοηθούν τους συνανθρώπους τους έχουν πρωτίστως ως χάρισμα «θαυματουργίας» ακριβώς τη δύναμη των λόγων τους και όχι τα γνωστά θαύματα σωματικών ιάσεων άλλων αγίων. Και εξηγήσαμε παραπάνω ότι κείμενα του αγίου Ιωάννου δεν είναι μόνο για τους μοναχούς γιατί μπορεί να γράφτηκαν κυρίως γι’ αυτούς, όμως η ωφέλεια που εισπράττει και ο κοσμικός λεγόμενος χριστιανός δεν είναι μικρή. Γι’ αυτό και αγαπήθηκε η «Κλίμακα» του σ’ Ανατολή και Δύση και θεωρείται το σπουδαιότερο σε κυκλοφορία βιβλίο μετά την Αγία Γραφή.
Από τα θαυμαστά περιστατικά που καταγράφηκαν εν όσω ζούσε μνημονεύουμε δύο:
Το πρώτο, όταν ήταν στην έρημο κι είχε δεχθεί έναν υποτακτικό, ονόματι Μωϋσή. Κάποια φορά, σε διακόνημα ευρισκόμενος ο νεαρός υποτακτικός, κουράστηκε κάτω από τον καυτό ήλιο του Αυγούστου και κάθισε να ξεκουραστεί στον ίσκιο μεγάλης πέτρας, οπότε και τον πήρε ο ύπνος. Την ίδια ώρα ο άγιος Ιωάννης είδε σε όραμα κάποιον που του έλεγε ότι κινδυνεύει ο μαθητής του. Αμέσως άρχισε έντονη προσευχή γι᾽ αυτόν και μετά από λίγο κατέφθασε και ο υποτακτικός, αναγγέλλοντάς του τη φοβερή αγωνία που πέρασε, καθώς ξύπνησε ξαφνικά από τη φωνή του αγίου Ιωάννη, που τον καλούσε να εγκαταλείψει αμέσως τον τόπο που βρισκόταν. Πράγματι, το έκανε και στη στιγμή έπεσε στον τόπο αυτό η μεγάλη πέτρα, χωρίς βεβαίως ο ίδιος να πάθει κάτι. Ο άγιος Ιωάννης ανελύθη σε δοξολογίες προς τον Θεό, χωρίς όμως να αναφέρει και το τι προηγήθηκε στο μαθητή του.
Το δεύτερο: την ημέρα της ενθρονίσεώς του ως ηγουμένου ήλθαν στη Μονή περί τα 600 άτομα. Όλοι έβλεπαν να υπηρετεί σε όλα τα διακονήματα κάποιος σαν ιουδαίος, με κοντό μαλλί, που έτρεχε πάνω κάτω και για τα πάντα. Στο τέλος της ημέρας τον ανεζήτησαν, αλλά δεν τον βρήκαν πουθενά. Και στην απορία τους, όταν απευθύνθηκαν στον ηγούμενο, τον άγιο Ιωάννη, εισέπραξαν την απάντηση: Τι πιο φυσικό να υπηρετεί το δικό του τόπο ο προφήτης Μωϋσής;
Το βιβλίο του «Κλίμαξ», είπαμε, προξενεί το πραγματικό και μεγαλύτερο θαύμα: τη μεταστροφή των καρδιών, τη δημιουργία μετανοίας στον άνθρωπο. Και δίνει την απάντηση στο πως αποκτάται η πραγματική και γνήσια πίστη που ζητά ο Χριστός: «Τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δύνατά τῷ πιστεύοντι»! Δεν θέλουμε να πούμε πολλά. Θα σημειώσουμε όμως επιγραμματικά αυτά που θίγει, από τους 30 λόγους του – σκαλοπάτια στην πνευματική ζωή, στον πρώτο και στον τελευταίο λόγο του.
Ο πρώτος, η αποταγή: δεν μπορεί κανείς να προσεγγίσει τον Θεό, χωρίς να πει όχι στην αμαρτία και μάλιστα στα εγωϊστικά θελήματά του. Γιατί αυτά τα θελήματα μας κρατούν δέσμιους στον αμαρτωλό κόσμο. Όπως το λέει και όσιος Ποιμήν: «Το θέλημά μου είναι χάλκινο τείχος που με χωρίζει από τον Θεό»!
Κι ο τελευταίος: η αγάπη. Η αγάπη που αποτελεί το επιστέγασμα των πάντων στη χριστιανική πίστη, αφού ό,τι λέμε και κάνουμε σ’ αυτήν, είτε προσευχή είτε νηστεία είτε μελέτη είτε οτιδήποτε άλλο, αν δεν καταλήγει στην αγάπη, δεν έχει νόημα. Και τούτο, γιατί αγάπη είναι ο ίδιος ο Θεός. Κι αυτό σημαίνει: η πίστη που ζητά ο Χριστός και κινητοποιεί τον Θεό και βγάζει και δαιμόνια, προϋποθέτει την άρνηση του εγωισμού του ανθρώπου και τη στροφή του στη ζωή του Θεού, την αγάπη. Στο βαθμό που ο άνθρωπος αγαπά, και μάλιστα τον όποιο συνάνθρωπό του, τόσο και αυξάνει η πίστη του, όπως το διακηρύσσει και ο απ. Παύλος: «πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη»!
Γεώργιος Δορμπαράκης, Του Πάθους και της Ανάστασης, 1η έκδ., Αθήνα, Αρχονταρίκι, 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου