Ο φιλάνθρωπος και ελεήμων Θεός, που φροντίζει πάντοτε για το γένος των ανθρώπων, βλέποντας σαν φιλόστοργος πατέρας το πλάσμα των χεριών Του να σκλαβώνεται κάθε μέρα και να τυραννιέται από το διάβολο, να υποδουλώνεται στα πάθη της ατιμίας και να βρίσκεται στο ζυγό της ειδωλολατρίας, θέλησε να στείλει τον Υιό Του τον μονογενή, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, για να το ελευθερώσει από τα χέρια του διαβόλου. Επειδή όμως θέλησε να μην γίνει αντιληπτό το Μυστήριο αυτό όχι μόνο από το διάβολο, αλλά κι απ’ αυτές τις αγγελικές δυνάμεις, το ανέθεσε σ’ έναν από τους αρχαγγέλους τον ένδοξο Γαβριήλ. Ταυτόχρονα φρόντισε από πριν να γεννηθεί και να διαφυλαχθεί άσπιλη και αμόλυντη δια του Αγίου Πνεύματος η Αγία Παρθένος ως άξια για ένα τέτοιο μεγάλο καλό. Έξι μήνες μετά την σύλληψη του τιμίου Προδρόμου ο Θεός έστειλε τον αρχάγγελο Γαβριήλ στην πόλη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας προς την Παρθένο Μαρία. Η Παρθένος Μαρία είχε βγει από το Ναό τέλεια κόρη πλέον, πριν από τέσσερις μήνες, όπως λέει η παράδοση των πατέρων, και ήταν αρραβωνιασμένη με τον Ιωσήφ. Ήλθε λοιπόν ο Άγγελος στη Ναζαρέτ και της λέει˙ Χαίρε εσύ που είσαι γεμάτη απ’ όλες τις χάρες (απ’ όλη τη χάρη)˙ ο Κύριος είναι μαζί σου. [Ευλογημένη είσαι συ ανάμεσα στις γυναίκες… Θα μείνεις έγκυος και θα γεννήσεις Υιό και θα τον ονομάσεις Ιησού. Αυτός θα είναι μέγας και θα ονομαστεί Υιός του Υψίστου].[2] Κι αυτή είπε˙ Πώς είναι δυνατόν να γίνει αυτό σε μένα; Κι αυτός απάντησε˙ Θα έλθει σ’ εσένα το Άγιο Πνεύμα και θα σε σκεπάσει η Δύναμη του Υψίστου. Και εκείνη απάντησε˙ Είμαι δούλη του Κυρίου πρόθυμη, ας γίνει σ’ εμένα σύμφωνα με τον λόγο σου. Και τότε ταυτόχρονα με τον λόγο του αγγέλου και το δικό της συνέλαβε στην άχραντη μήτρα της υπερφυσικώς τον Υιό και Λόγο του Θεού του Υψίστου, που είναι και η ενυπόστατη Σοφία Του και δύναμη, με την επισκίασή Του και με τον ερχομό του Αγίου Πνεύματος. Η μακαρία Παρθένος Μαριάμ, λοιπόν, έχοντας μέσα στα σπλάγχνα της Αυτόν που δεν Τον χωράει το σύμπαν, έφυγε βιαστικά από την Ναζαρέτ για κάποια πόλη στα ορεινά της Ιουδαίας,[3] όπου κατοικούσε το ευλογημένο ανδρόγυνο ο Ζαχαρίας και η Ελισάβετ. Σκοπός της ήταν να βρει την Ελισάβετ, που ήταν συγγενής της, και να τη συγχαρεί για την εγκυμοσύνη της γεροντικής της ηλικίας, την οποία πληροφορήθηκε από τον άγγελο. Περισσότερο όμως για να της διηγηθεί τα μεγάλα και θαυμαστά που ευδόκησε και έκαμε σ’ αυτήν ο παντοδύναμος Θεός. Η Ελισάβετ μόλις άκουσε το χαιρετισμό της Παρθένου αισθάνθηκε ότι το εξάμηνο βρέφος στα σπλάγχνα της σκίρτησε από χαρά μέσα στην κοιλιά της. Και με το σκίρτημα αυτό, πριν ακόμα ιδεί το φως της ζωής, προφητεύει την ανατολή του νοητού Ηλίου (του Χριστού). Αμέσως τότε η γερόντισσα Ελισάβετ, με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, αναγνώρισε την Παρθένο Μαριάμ σαν μητέρα του Κυρίου και Θεού μας και δοξολόγησε μεγαλόφωνα το Χριστό που έφερε στα σπλάγχνα της. Και η Παρθένος Μαρία πλημμυρισμένη από την αγαλλίαση που της έδωσε το Άγιο Πνεύμα, έψαλλε την ωδή της Θεοτόκου που υπάρχει στην Καινή Διαθήκη και αναφέρει τα εξής: «Δοξάζει η ψυχή μου τον Κύριο και ευφραίνεται το πνεύμα μου για τον Θεό και Σωτήρα μου…» (Λουκ. α, 39-55). Από τότε πραγματοποιήθηκε το μυστήριο της οικονομίας του Θεού Λόγου για την δική μας σωτηρία και απολύτρωση.
Ο Ευαγγελισμός της Υπεραγίας Θεοτόκου
[1] Τα σχετικά με την εορτή του Ευαγγελισμού αναφέρονται στο Ευαγγέλιο του Λουκά α΄, 26-38 και στο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου. Η εορτή ονομάζεται επίσης «Αγγελισμός» και «Χαρισμός» (βλέπε Γεωργίου Ν. Φίλια «Οι θεομητορικές εορτές στη λατρεία της Εκκλησίας μας» , εκδόσεις ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 2002, σελ. 91, σημ. 3). Η διαμόρφωση της εορτής άρχισε από τα μέσα του 5ου αι. Αρχικά φαίνεται ότι εορταζόταν λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Η πρώτη σαφής μαρτυρία για εορτασμό την 25η Μαρτίου είναι στο Πασχάλιο Χρονικό (624). Σχετικά με την εορτή έχουν γράψει μεταξύ άλλων οι Βασίλειος Σελευκείας (†458), Αντίπατρος Βόστρων (†460), Αναστάσιος Αντιοχείας, Ησύχιος Ιεροσολύμων, Ανδρέας Κρήτης, Γερμανός Κ/πόλεως (†715), Ιωάννης Γεωμέτρης (10ος αι.), Γρηγόριος Παλαμάς, Ιάκωβος μοναχός (†1099), Ιωάννης Δαμασκηνός κ.α.
[2] Βλέπε Λουκά α΄, 29-34.
[3] Ιεροσόλυμα ή Χεβρώνα ή Βηθλεέμ.
Αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Κ. Δελημάρης, Τι γιορτάζουμε στις γιορτές του Χριστού και της Παναγίας: Τα συναξάρια των δεσποτικών και των θεομητορικών εορτών της Εκκλησίας σε απλή γλώσσα, 1η έκδ. Ναύπακτος, Αδελφότης Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου, 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου