Σάββατο 25 Μαρτίου 2023

«Ἐσύ, Κύριε, θ᾿ ἀναστήσῃς τοὺς πεθαμένους Ἕλληνες…»

 Χάριτες μεγάλες χρωστάγει ἡ πατρίδα σʾ ὅλους τοὺς εὐεργέτες καὶ κατεξοχὴ σʾ αὐτοὺς τοὺς γενναίους κι᾿ ἀγαθοὺς ἄντρες. Ὅτι αὐτῆνοι, ἀφοῦ οἱ συνεισφορὲς τοὺς ἦταν κι᾿ ὄντως μεγάλες καὶ μᾶς ἀνάστησαν εἰς τὰ δεινά μας, δὲν θυσιάσαν ποτὲς δόλο κι᾿ ἀπάτη, νὰ κατατρέχουν πεθαμένους ἀνθρώπους οἱ ζωντανοὶ καὶ οἱ ἀντρεῖγοι· δὲν θέλουν τὴν γῆς καὶ τὴν θάλασσα νὰ τὴν ρουφήσουν αὐτῆνοι, νὰ μὴν ζήσουν ἄλλοι δυστυχεῖς καὶ κατασκλαβωμένοι καὶ καταφρονεμένοι τόσους αἰῶνες. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς τοὺς λυπήθη καὶ θέλει νὰ τοὺς ἀναστήσῃ, οἱ ἄνθρωποι τοὺς καταπολεμοῦν νὰ τοὺς φᾶνε, νὰ τοὺς χάσουνε, νὰ τοὺς σβήσουνε νὰ μὴν ξαναειπωθοῦν Ἕλληνες. Καὶ τί σᾶς ἔκαμεν αὐτὸ τ᾿ ὄνομα τῶν Ἑλλήνων ἐσᾶς τῶν γενναίων ἀντρῶν τῆς Εὐρώπης, ἐσᾶς τῶν προκομμένων, ἐσᾶς τῶν πλούσιων; Ὅλοι οἱ προκομμένοι ἄντρες τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων, οἱ γοναῖγοι ὅλης τῆς ἀνθρωπότης, ὁ Λυκοῦργος, ὁ Πλάτων, ὁ Σωκράτης, ὁ Ἀριστείδης, ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ Λεωνίδας, ὁ Θρασύβουλος, ὁ Δημοστένης καὶ οἱ ἐπίλοιποι πατέρες γενικῶς τῆς ἀνθρωπότης κοπιάζαν καὶ βασανίζονταν νύχτα καὶ ἡμέρα μ᾿ ἀρετή, μὲ ʾλικρίνειαν, μὲ καθαρὸν ἐνθουσιασμὸν νὰ φωτίσουνε τὴν ἀνθρωπότη καὶ νὰ τὴν ἀναστήσουν νἄχη ἀρετὴ καὶ φῶτα, γενναιότητα καὶ πατριωτισμόν. Ὅλοι αὐτῆνοι οἱ μεγάλοι ἄντρες τοῦ κόσμου κατοικοῦνε τόσους αἰῶνες εἰς τὸν Ἅδη σʾ ἕναν τόπον σκοτεινὸν καὶ κλαῖνε καὶ βασανίζονται διὰ τὰ πολλὰ δεινὰ ὁποῦ τραβάγει ἡ δυστυχισμένη μερικὴ πατρίδα τους. Χάνοντας αὐτῆνοι, ἐχάθη καὶ ἡ πατρίδα τους ἡ Ἑλλάς, ἔσβησε τ᾿ ὄνομά της. Αὐτῆνοι δὲν τήραγαν νὰ θησαυρίσουνε μάταια καὶ προσωρινά, τήραγαν νὰ φωτίσουν τὸν κόσμο μὲ φῶτα παντοτινά. Ἕντυναν τοὺς ἀνθρώπους ἀρετή, τοὺς γύμνωναν ἀπὸ τὴν κακὴ διαγωή· καὶ τοιούτως θεωροῦσαν γενικῶς τὴν ἀνθρωπότη καὶ γένονταν δάσκαλοι τῆς ἀλήθειας. Κάνουν καὶ οἱ μαθηταί τοὺς οἱ Εὐρωπαῖοι τὴν ἀνταμοιβὴ εἰς τοὺς ἀπογόνους ἐμᾶς – γύμναση τῆς κακίας καὶ παραλυσίας. Τέτοι᾿ ἀρετὴ ἔχουν, τέτοια φῶτα μᾶς δίνουν. Μιὰ χούφτα ἀπογόνοι ἐκεινῶν τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων χωρὶς ντουφέκια καὶ πολεμοφόδια καὶ τ᾿ ἄλλα τ᾿ ἀναγκαῖα του πολέμου ξεσκεπάσαμεν τὴν μάσκαρα τοῦ Γκρὰν Σινιόρε, τοῦ Σουλτάνου, ὁποὔχε εἰς τὸ πρόσωπόν του κι᾿ ἔσκιαζε ἐσέναν τὸν μεγάλον Εὐρωπαῖον. Καὶ τοῦ πλέρωνες χαράτζι ἐσὺ ὁ δυνατός, ἐσὺ ὁ πλούσιος, ἐσὺ ὁ φωτισμένος, καὶ τὸν ἔλεγες Γκρὰν Σινιόρε, φοβόσουνε νὰ τὸν εἰπῆς Σουλτάνο. Ὅταν ὁ φτωχὸς ὁ ‘Ἕλληνας τὸν καταπολέμησε ξυπόλυτος καὶ γυμνὸς καὶ τοῦ σκότωσε περίτου ἀπὸ τετρακόσες χιλιάδες ἀνθρώπους, τότε πολέμαγε καὶ μ᾿ ἐσένα τὸν χριστιανὸν – μὲ τὶς ἀντενέργειες σου καὶ τὸν δόλο σου καὶ τὴν ἀπάτη σου κι᾿ ἐφόδιασμα τὶς πρῶτες χρονιὲς τῶν κάστρων. Ἂν δὲν τὰ ʾφόδιαζες ἐσὺ ὁ Εὐρωπαῖγος, ἤξερες ποῦ θὰ πηγαίναμεν μ᾿ ἐκείνη τὴν ὁρμή. Ὕστερα μᾶς γιομώσετε καὶ φατρίες – ὁ Ντῶκινς μᾶς θέλει Ἄγγλους, ὁ Ρουγὰν Γάλλους, ὁ Κατακάζης Ρούσσους· καὶ δὲν ἀφήσετε κανέναν Ἕλληνα – πῆρε ὁ καθείς σας τὸ μερίδιον του· καὶ μᾶς καταντήσετε μπαλαρίνες σας· καὶ μᾶς λέτε ἀνάξιους τῆς λευτεριᾶς μας, ὅτι δὲν τὴν αἰστανόμαστε. Τὸ παιδὶ ὅταν γεννιέται, δὲν γεννιέται μὲ γνώση· οἱ προκομμένοι ἄνθρωποι τὸ ἀναστήνουν καὶ τὸ προκόβουν. Τέτοια ἠθικὴ εἴχετε ἐσεῖς καὶ προκοπή, τέτοιους καταντήσετε κι᾿ ἐμᾶς τοὺς δυστυχεῖς.


Ὅμως τοῦ κάκου κοπιάζετε. Ἂν δὲν ὑπάρχη σʾ ἐσᾶς ἀρετή, ὑπάρχει ἡ δικαιοσύνη τοῦ μεγάλου Θεοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ βασιλέα. Ὅτι ἐκεινοῦ ἡ δικαιοσύνη μᾶς ἔσωσε καὶ θέλει μᾶς σώσει· ὅτι ὅσα εἶπε αὐτὸς εἶναι ὅλα ἀληθινὰ καὶ δίκαια – καὶ τὰ δικά σας ψέματα δολερά. Κι᾿ ὅλοι οἱ τίμιοι Ἕλληνες δὲν θέλει κανένας οὔτε νὰ σᾶς ἀκούσῃ, οὔτε νὰ σᾶς ἰδῇ, ὅτι μας φαρμάκωσε ἡ κακία σας, ὄχι τῶν φιλανθρώπων ὑπηκόγωνέ σας, ἐσᾶς τῶν ἀνθρωποφάγων ὁπ᾿ οὖλο ζωντανοὺς τρῶτε τοὺς ἀνθρώπους καὶ ʾπερασπίζεστε τοὺς ἄτιμους καὶ παραλυμένους· καὶ καταντήσετε τὴν κοινωνία παραλυσία.


Ὁ περίφημος Ναπολέων, ὁ βασιλέας τῆς Γαλλίας, ὁποὺ τίμησε τὴν ἀντρεία καὶ τὴν σοφία τοῦ πολέμου κι᾿ ἀπὸ μικρὸς ἄνθρωπος ἔγινε αὐτοκράτορας, βασιλέας ἀπολέμιστος – ὁ Χάρος τὸν σκότωσε μὲ χωρὶς ντουφέκι καὶ σπαθί, καὶ κατέβηκε εἰς τὸν Ἅδη μὲ φόρεμα ἐννιὰ πῆχες πανί. Ὅλος ὁ κόσμος δὲν τὸν χώραγε, ὅλα τὰ πλούτη τοῦ κόσμου δὲν τοῦ φτάναν, ἐννιὰ πῆχες πανὶ τοῦ ἔφτασε καὶ τοῦ περίσσεψε. Εἰς τὸν Ἅδη κατέβηκε μὲ τὸ ἴδιον φόρεμα κι᾿ ὁ βασιλέας τῆς Ρουσίας ὁ Ἀλέξανδρος· καὶ χαιρετιῶνται οἱ δυὸ βασιλείς· «Τί ἔλεγες, βασιλέα Ἀλέξαντρε, δὲν θὰ πέθαινες καὶ νἀρθῆς ἐδῶ σὲ τούτην τὴν ζωὴν ντυμένος μ᾿ αὐτὸ τὸ φόρεμα; Ποῦ ʾναι τὰ παράσημά σου; Ποῦ ʾναι ἡ μεγάλη σου στολή; Ποῦ οἱ καναπέδες οἱ χρυσοί; Ποῦ οἱ κόλακες νὰ μᾶς λένε μυθολογίες καὶ νὰ τοὺς πιστεύωμεν καὶ νὰ χάνωμεν τὴν δικαιοσύνην εἰς τὴν ἀνθρωπότη καὶ νὰ τρῶμεν τοὺς τίμιους ἀνθρώπους ζωντανοὺς καὶ τοὺς ἄτιμους νὰ τοὺς πιστεύωμεν καὶ νὰ τοὺς δοξάζωμεν; Καὶ νὰ μᾶς τυφλώνουν αὐτῆνοι οἱ ἀπατεῶνες, νὰ χάνωμεν τὴν δικαιοσύνη καὶ νὰ μᾶς ἀναθεματοῦν ὅλοι οἱ ἀθῶοι ὅτι τοὺς φάγαμεν ζωντανοὺς καὶ ὅτι τοὺς ἀφήναμεν νηστικούς, ξυπόλυτους καὶ γυμνούς; Κι᾿ ἐδῶ οἱ δίκαιοι βασιλεῖς, οἱ ἀληθινοὶ φιλόσοφοι εἶναι ντυμένοι λαμπρὰ καὶ οἱ ἄδικοι γυμνοὶ ἀπὸ τὸν Θεόν, τὸν δίκαιον βασιλέα τοῦ παντός, ὀργισμένοι κι᾿ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους κι᾿ ἀναθεματισμένοι. Ὅτι ὅποιον ἀδικᾶς τιμή, ζωὴ καὶ λευτεριὰ καὶ δὲν τὸν ἀφήνεις στὴν προσωρινὴ ζωὴ νὰ ζήσῃ ὡς ἄνθρωπος, αὐτὸς σ᾿ ἀναθεματάγει, δὲν σὲ συχωράγει. – Ὅσο τὰ θυμήθης ἐσύ, Ναπολέων, αὐτὰ ὁποῦ μου τὰ λὲς καὶ μὲ συνβουλεύεις τώρα, ἄλλη τόση προσοχὴ εἶχα κι᾿ ἐγὼ κι᾿ ὅλοι οἱ ὅμοιοι μας. Ὅσοι πιστεύουν τοὺς κόλακες κι᾿ ἀπατεῶνες, τοὺς γλυκόγλωσσους, οἱ βασιλεῖς κι᾿ οἱ ἄλλοι σημαντικοί, τοῦ διαβόλου τὸ φόρεμα θὰ φορέσουν κι᾿ ἐκεῖνοι. Πᾶμε, Ναπολέων, νὰ ἰδοῦμεν τοὺς παλιοὺς τους Ἕλληνες εἰς τὸ μέρος ὁποῦ κατοικοῦνε, νἀβροῦμε τὸν γέρο Σωκράτη, τὸν Πλάτωνα, τὸν Θεμιστοκλῆ, τὸν λεβέντη Λεωνίδα καὶ νὰ τοὺς εἰποῦμεν τῆς χαροποιὲς εἴδησες, ὅτι ἀναστήθηκαν οἱ ἀπόγονοί τους, ὁποῦ ἦταν χαμένοι καὶ σβησμένοι ἀπὸ τὸν κατάλογον τῆς ἀνθρωπότης. Αὐτῆνοι οἱ ἀγαθοὶ καὶ δίκαιγοι, τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας, οἱ γενναῖγοι ʾπερασπισταί τῆς λευτεριᾶς, μὲ πατριωτισμόν, μὲ καθαρὴ ἀντρεία, μ᾿ ἀρετὴ κι᾿ ὄχι δόλον κι᾿ ἀπάτη ἐπλούτυναν τὴν ἀνθρωπότη ἀπὸ αὐτά· κι᾿ ἂν ἦταν αὐτῆνοι φτωχοὶ εἰς τὰ προσωρινὰ καὶ μάταια, εἶναι πλούσιοι πολὺ εἰς τὰ ʾστορικά τοῦ κόσμου. Δι᾿ αὐτοὺς ἦταν τὰ ἔργα τοὺς ἀγῶνες τῆς ἀρετῆς. Διὰ τοῦτο θέλησε ὁ Θεὸς ὁ δίκιος κι᾿ ἀνάστησε καὶ τοὺς ἀπογόνους τους, ὁπού ἦταν χαμένη τόσους αἰῶνες ἡ πατρίδα τους. Καὶ διὰ νὰ θυμῶνται πίστη, ὁ Θεὸς ὁ ἀληθινός τους ἀνάστησε· ξυπόλυτους, γυμνούς, νηστικούς, δεμένα τὰ ντουφέκια τους μὲ σκοινιά, τὰ καλά τους τὰ σύναζε ὁ Τοῦρκος κάθε καιρόν· οἱ περισσότεροι πολεμοῦσαν μὲ τὰ ξύλα καὶ χωρὶς τ᾿ ἀναγκαῖα· οἱ Τοῦρκοι ἦταν πλῆθος καὶ γυμνασμένοι· οἱ δυστυχεῖς Ἕλληνες ὀλίγοι κι᾿ ἀγύμναστοι νίκησαν τὸν δικόνε μας τὸν σύντροφον, τὸν Γκρὰν Σινιόρε. Τοὺς κατάτρεξαν οἱ Εὐρωπαῖγοι τοὺς δυστυχεῖς Ἕλληνες. Εἰς τὶς πρῶτες χρονιὲς ἐφόδιαζαν τὰ κάστρα τῶν Τούρκων· τοὺς κατάτρεχαν καὶ τοὺς κατατρέχουν ὁλοένα διὰ νὰ μὴν ὑπάρξουν. Ἡ Ἀγγλία τοὺς θέλει νὰ τοὺς κάμη Ἄγγλους μὲ τὴν δικαιοσύνην τὴν ἀγγλική, καθὼς οἱ Μαλτέζοι ξυπόλυτους καὶ νηστικούς, οἱ Γάλλοι Γάλλους, οἱ Ροῦσοι Ρούσους κι᾿ ὁ Μετερνὶκ τῆς Ἀούστριας Ἀουστριακοὺς – κι᾿ ὅποιος τοὺς φάγη ἀπὸ τοὺς τέσσερους. Καὶ τοὺς λευτερώνουν χερότερα κι᾿ ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Καὶ οἱ τέσσεροι καλὰ φρονοῦν, ὅμως νὰ ἰδοῦμεν τί λέγει κι᾿ αὐτὸς ὁ μάστορης ὁ γερο-Θεός. Διὰ νὰ βγοῦνε εἰς τὴν κοινωνία τοῦ κόσμου δὲν ἐβήκαν μόνοι τους, τοὺς προστατεύει αὐτὸς ὁ δίκαιος καὶ παντοτινὸς βασιλέας. Αὐτός, ὁ δίκιος Θεὸς – ὅποιος τοὺς κιντυνέψη, θὰ τὸν φάγη τὸ δικέφαλον·[1] αὐτὸς εἶναι ὁ ʾπερασπιστὴς τῶν ἀθώων καὶ τῶν ἀδυνάτων».[2]


Ἐσύ, Κύριε, θ᾿ ἀναστήσῃς τοὺς πεθαμένους Ἕλληνες, τοὺς ἀπογόνους αὐτηνῶν τῶν περίφημων ἀνθρώπων, ὁποῦ στόλισαν τὴν ἀνθρωπότη μ᾿ ἀρετή. Καὶ μὲ τὴν δύναμή σου καὶ τὴν δικαιοσύνη σου θέλεις νὰ ξαναζωντανέψης τοὺς πεθαμένους· καὶ ἡ ἀπόφασή σου ἡ δίκια εἶναι νὰ ματαειπωθῆ Ἑλλάς, νὰ λαμπρυθῆ αὐτήνη καὶ ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ὑπάρξουν οἱ τίμιοι καὶ οἱ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι, ἐκεῖνοι ὁποὺ ʾπερασπίζονται τὸ δίκιον· καὶ οἱ ἀνθρωποφάγοι – ὁ Ἅδης θὰ τοὺς ρουφήσῃ· καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ τίμιοι θὰ τοὺς ἀναθεματοῦν κατὰ τὰ ἔργα τους· καὶ οἱ προδότες τῆς πατρίδος καὶ οἱ ἀγορασμένοι – κακὸν μπελὰ νὰ τοὺς δώσης καὶ συντρόφους τοῦ Κάγη νὰ τοὺς κάμης.


Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ κι᾿ ἔγινε. Οἱ ξυπόλυτοι καὶ οἱ γυμνοὶ τὰ σπαθιὰ τῶν Τούρκων τὰ ντιμισκιὰ τὰ πῆραν αὐτῆνοι οἱ ὀλίγοι μὲ τῆς μαχαιροῦλες, τὰ φλωροκαπνισμένα τους ντουφέκια τὰ πῆραν μὲ ἐκείνα ὁποὔταν δεμένα μὲ σκοινιά, τοὺς πῆραν καὶ τοὺς ζαϊρέδες κι᾿ ὅλα τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου. Οἱ ἀνθρωποφάγοι φτόνησαν αὐτὸ καὶ μᾶς ἔσπειραν τὴν ἀρετή τους, διχόνοια, φατρία, κατασκοπεία, τὶς ἀκαθαρσίες τὶς δικές τους, κι᾿ ἔφκιασαν τὴν πατρίδα μας παλιόψαθα μὲ τὰ φῶτα τοῦ Φαναργιοῦ, μὲ τὴν ἀρετὴ τῆς Κεφαλλονιᾶς, μὲ τὸν μαθητὴ τοῦ Ἀλήπασσα, μὲ τὸν μέγα φιλόσοφον τῶν Κορφῶν.[3] Τώρα, ἀφοῦ μας γύμνωσαν ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ πατριωτισμὸν καὶ ταλαιπωροῦνε ὅλους τοὺς ἀγωνιστὰς καὶ χῆρες τῶν σκοτωμένων κι᾿ ἀρφανὰ τους κι᾿ ὅσους θυσιάσαν τὸ δικόν τους διὰ τὴν λευτεριὰ τῆς πατρίδας, μᾶς λένε ἀνάξιους τῆς λευτεριᾶς, κι᾿ ὁ ψευτογιατρὸς τῶν Καλαβρύτων ὁ Ζωγράφος λέγει εἰς τὴν προκήρυξή του ὅτι οἱ ἀγωνισταὶ εἶναι λησταί. Αὐτὸς εἶναι σωτήρας! Τοιούτως συσταίνουν τοὺς ἀγωνιστᾶς.


Γενναῖγοι προπατέρες, Μιλτιάδη, Θεμιστοκλῆ, Ἀριστείδη, Λεωνίδα κι᾿ ἐπίλοιποι γενναῖγοι ἄντρες, μὴν περιφανεύεστε ὁποὺ κάμετε τόσα μεγάλα καὶ γενναῖα κατορθώματα καὶ σᾶς ἐγκωμιάζουν ὅλος ὁ κόσμος – δὲν τὰ κάμετε ἐσεῖς μόνοι σας· οἱ στρατιωτικοὶ καὶ οἱ πολιτικοί σᾶς βοηθοῦσαν, σᾶς βοηθοῦσαν οἱ φιλόσοφοι μ᾿ ἀρετή, μὲ φῶτα πατριωτικά. Ἐκεῖνοι εἶχαν ἀρετὴ καὶ φῶτα, σεῖς γενναιότητα καὶ καθαρὸν πατριωτισμόν. Καὶ δι᾿ αὐτὸ δοξαστήκετε. Νὰ εἴχετε πολιτικὸν τὸν Μαυροκορδάτο, νὰ εἴχετε τὸν Κωλέτη, νὰ εἴχετε τὸν Ζαΐμη, τὸν Μεταξᾶ κι᾿ ἄλλους τοιούτους, νὰ θέλουν ἄλλος τὴν Ἀγγλία, ἄλλος τὴν Γαλλία, ἄλλος τὴν Ρουσία, ἄλλος τὴν Ἀούστρια κι᾿ ἄλλος τὴν Μπαυαρία καὶ νὰ κάνουν χιλιάδες ἀντενέργειες καὶ συχνοὺς ἐφύλιους πολέμους, κι᾿ ὅσους θέλαν νὰ βαστήξουν τὴν πατρίδα, ὅταν οἱ Τοῦρκοι τὴν κιντύνευαν, ζητοῦσαν νὰ τοὺς σκοτώσουν μὲ τῆς ἀντενέργειες τους· καὶ τοὺς σκότωσαν· καὶ χάθη ὅλο τ᾿ ἄνθος τῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς ἐφύλιους πολέμους.


[1] Εἶδος ὄφεως, ἄλλως μονομερίδα, περὶ οὖ κοινῶς λέγεται ὅτι εἶναι δικέφαλος, τὸ δὲ δῆγμα αὐτοῦ θανατηφόρον.


[2] Τὴν ἰδέαν τοῦ περιέργου τούτου νεκρικοῦ διαλόγου ἐνεπνεύσθη ἴσως ὁ φιλομαθῆς Μακρυγιάννης, ὅστις ἄλλως δὲν ἐγνώριζεν ἀνάγνωσιν, ἔκ τινος τῶν κυκλοφορούντων ἐν βιβλίοις ἢ δημοσιευμένων ἐν ἐφημερίσι καὶ περιοδικοῖς ποικιλοπροσώπων καὶ περὶ παντοειδῶν ζητημάτων πραγματευομένων διαλόγων, εἴδους φιλολογικοῦ συνήθους ἐν τοῖς χρόνοις ἐκείνοις καὶ τοῖς μετὰ ταῦτα μέχρι τοῦ 1862. Γνωστοὶ οἱ διάλογοι τοῦ Κοραῆ. Πρβλ. καὶ περ. «Ἠὼς» τομ. Τοῦ 1830. Φύλλ. 9, ἐν ᾧ διάλογος Ζαννῆ καὶ Γερασίμου˙ «Διάλογος δύο Γραικῶν» (ἄνευ ἐξωφύλλου), ἐν ᾧ τὰ διαλεγόμενα πρόσωπα Λαοσθένης καὶ Χαρίλαος, «Διογένης ἢ ἡ ἐνεστῶσα κατάστασις τῆς Ἑλλάδος, ποιήμα συνταχθὲν παρὰ τοῦ Ἀριστείδου Χρυσοβέργη. Ἐν Ὕδρᾳ ἐκ τῆς Τυπογραφίας ὁ «Ἀνεξάρτητος» τοῦ Παντελῆ Κ. Παντελῆ 1836» (τὰ τοῦ διαλόγου πρόσωπα Διογένης καὶ Ἐλευθερία), «Διάλογοι περὶ τῶν Ἑλληνικῶν πραγμάτων. Τί ποιητέον διὰ νὰ ἀπαλλαγῇ τὸ Ἔθνος ἀπὸ τὴν παροῦσαν κατάστασίν του. Συνταχθέντες ὑπὸ Α. Δ. ἐν Ναυπλίῳ κλπ. 1837» (τὰ τοῦ διαλόγου πρόσωπα Φίλιπππος καὶ Θεόφιλος), «Ἀντώνιος ἢ περὶ ἔμφρονος ἐκλογῆς βουλευτῶν, διάλογος συνταχθεὶς καὶ ἐκδοθεὶς ὑπὸ Α. Μαυροκεφάλου κλπ. Ἐν Ναυπλίῳ 1844» (τὰ τοῦ διαλόγου πρόσωπα Ἀντώνιος, Πέτρος, Νικόλαος, Γεώργιος καὶ Ἀριστόβουλος), τοῦ αὐτοῦ συγγραφέως «Τρύφων ἢ περὶ ἀναδοχῆς καὶ Πείσανδρος ἢ περὶ στασιδίου, διάλογοι δύο ἐκκλησιαστικοὶ κλπ. Ἐν ναυπλίῳ 1847», «Ὁ ἀπροσδόκητος Ἠλύσιος, διάλογος ὑπὸ Ἀλεξ. Θ. Ἐριπίδου, φυλλάδ. α΄ κλπ. Ἐν Αθήναις 1843» (τὰ τοῦ διαλόγου πρόσωπα ὁ Θεόδωρος Νέγρης κατερχόμενος ἐκ τοῦ Ἠλυσίου πεδίου εἰς Ἀθήνας καὶ ὁ πρεσβύτης Σύμβουλος τῆς Ἐπικρατείας εἰς τακτικὴν ὑπηρεσίαν). Πρβ. Καὶ ἐν τῷ φυλλαδίῳ τοῦ Ἀλεξ. Σούτσου, Ἡ παλαιὰ καὶ νέα Ἑλλάς, (1849) διάλογον Ἀριστοβούλου καὶ Φυγοπατρίδου.


[3] Νοοῦνται ἐνταῦθα ὁ Μαυροκορδάτος, Μεταξάς, Κωλέτης και Καποδίστριας.


Μακρυγιάννης Ιωάννης, Απομνημονεύματα Στρατηγού Μακρυγιάννη, Τόμος Δεύτερος, 2η έκδ., Έκδοσις Βιβλιοπωλείου Ε. Γ. Βαγιονάκη, Αθήναι, 1947

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου